Απόσπασμα από το βιβλίο
Ζητείται μικρός*
..… Όρμησε στην πόρτα και την άνοιξε με δύναμη, χωρίς
να χτυπήσει. Ο αχνός, η τσίκνα κι η τηγανίλα του ’κοψαν την ανάσα.
«Τι τρέχει,
μικρέ;» τον αγριοκοίταξε ο μάγειρας ξαφνιασμένος με μια πιρούνα στο χέρι.
Ξεροκατάπιε
ο Χρήστος.
«Ήρθα για τη
δουλειά» μουρμούρισε.
«Μίλα πιο
δυνατά, βρε παιδί μου, δε βλέπεις τι φασαρία γίνεται μ’ αυτό το τηγάνι;»
«Λέω, ήρθα
για τη δουλειά» δυνάμωσε τη φωνή του.
«Για μικρός, που ζητάτε…»
«Αααα!» πήγε μπρος πίσω η άσπρη σκούφια του μάγειρα. «Α, μπράβο, μάλιστα! Κόπιασε!»
«Αααα!» πήγε μπρος πίσω η άσπρη σκούφια του μάγειρα. «Α, μπράβο, μάλιστα! Κόπιασε!»
«Γεράσιμε!
Για έλα μια στιγμή!»
Ο Γεράσιμος
φορούσε μαύρο κοστούμι, στο λαιμό ένα μαύρο φιογκάκι, από κείνο που το λένε…
στάσου να δεις… ναι, που το λένε «παπιγιόν», κι είχε περασμένη στο χέρι μιαν
άσπρη πετσέτα.
«Ο μικρός που
γυρεύουμε» - η σκούφια του μάγειρα έγειρε κατά το Χρήστο.
Ο Γεράσιμος του ’ριξε ένα βλέμμα ψυχρό από πάνω ως κάτω κι ο Χρήστος ένιωσε ακόμα πιο τριμμένο το παντελόνι του, τα παπούτσια του ακόμα πιο παλιά, το μπουφάν του ακόμα πιο ξεθωριασμένο.
«Πόσων χρόνων είσαι;» ρώτησε το παπιγιόν.
Ο Γεράσιμος του ’ριξε ένα βλέμμα ψυχρό από πάνω ως κάτω κι ο Χρήστος ένιωσε ακόμα πιο τριμμένο το παντελόνι του, τα παπούτσια του ακόμα πιο παλιά, το μπουφάν του ακόμα πιο ξεθωριασμένο.
«Πόσων χρόνων είσαι;» ρώτησε το παπιγιόν.
«Δώδεκα!»
έκρυψε Χρήστος το μισό χρόνο που έλειπε…