«... Τον Οκτώβρη τον έστελναν οι γονείς του από μικρό, κάθε μέρα
στον παππού του τον Χρόνο.
- Ο παππούς σου
γερνάει και πρέπει κάποιος να του κρατάει συντροφιά, του είχε πει ο πατέρας του
το Φθινόπωρο.
- Ο παππούς σου
πονάει και πρέπει κάποιος να τον παρηγορεί, για να ξεχνάει τ’ αρθριτικά, του
είχε πει η μαμά του η Βροχή.
Έτσι ο Οκτώβρης
πήγαινε στον παππού κάθε απόγευμα… Από την πρώτη κιόλας ημέρα, πήρε ένα
συννεφένιο σκαμνάκι και κάθισε δίπλα του.
Ο παππούς Χρόνος
χάρηκε τόσο, που δάκρυσε από χαρά. Και την ίδια στιγμή ψιχάλισε λίγο στη γη.
- Παππού, τον
ρώτησε ο Οκτώβρης, ο κόσμος λέει πως είσαι γιατρός. Γιατί δε φτιάχνεις μονάχος
του ένα γιατρικό να σου περάσουν τ’ αρθριτικά;
- Ό,τι γιατρικό
και να φτιάξω, παιδάκι μου, τ’ αρθριτικά δεν περνάνε με τούτη την υγρασία, του
αποκρίθηκε ο Χρόνος ...
- Μη
στενοχωριέσαι, παππού, είπε ο Οκτώβρης. Κάποτε θα τη διώξουμε την Υγρασία. Τον
παππού μου εγώ δε θέλω να τον τυραννάει κανείς!
Ο παππούς
συγκινήθηκε. Δάκρυσε με τα λόγια του εγγονού του. Και την ίδια στιγμή έπιασε
ψιχάλα γερή κάτω στη γη...
Σαν πέρασαν λίγες
μέρες, χειροτέρεψε ο παππούς Χρόνος.
- Παππού, είπε ο
Οκτώβρης, ο κόσμος λέει πως, όταν πονάει κανείς, πρέπει να μη σηκώνεται διόλου
από το κρεβάτι, Γιατί δεν αφήνεις τη συννεφένια σου πολυθρόνα και να πέσεις στο
συννεφένιο σου στρώμα;
- Όπου και να
ξαπλώσω, παιδάκι μου, ο πόνος είναι χρόνιος, δεν θα μ’ αφήσει, απάντησε ο
Χρόνος…
- Να δεις, παππού,
που μια μέρα τον Πόνο θα τον νικήσουμε, είπε ο Οκτώβρης. Ως τότε όμως είναι
καλύτερα να πλαγιάσεις.
Ο Χρόνος, για να
μη στενοχωρήσει το εγγόνι του, αποφάσισε να ξαπλώσει. Κρακ, κρακ, κρακ έκαναν
αμέσως τα κόκαλά του. Δάκρυσε από τον πόνο ο παππούς, Και την ίδια στιγμή στη
γη άρχισε να ψιλοβρέχει.
………………………………………
(Απόσπασμα από το βιβλίο Τα παιδιά του Φθινόπωρου -
Σειρά «Ιστορίες με τους 12 μήνες»,
Πατάκης, 20η εκδ. 2015 - http://www.loty.gr/paramith_analyt_10.htm
)