Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Νοέμβρης το φτωχόπαιδο

 
   « Όταν ο Νοέμβρης ήρθε στον κόσμο, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, ο Σεπτέμβρης και ο Οκτώβρης, είχαν φύγει στην ξενιτιά. Οι γονείς του είχαν φτωχύνει και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Το αραχνοΰφαντο φουστάνι της μητέρας του της Βροχής είχε τόσο ξεφτίσει, που είχαν μείνει μονάχα τα κρόσσια. Και τα χρώματα που είχε για να ζωγραφίζει ο πατέρας του το Φθινόπωρο είχαν σωθεί από καιρό.
 ΄Ετσι η κυρα-Βροχή ξενόπλενε, πότε δω, πότε κει, όλη μέρα. Και το Φθινόπωρο είχε παρατήσει τη ζωγραφική κι έβαφε γκρίζα την πλάση με το μεροκάματο.
    - Αχ! αναστέναζε κάθε τόσο. Αχ, και να μπορούσα να ξαναπιάσω την τέχνη μου, τι θάλασσες και βουνά θα ζωγράφιζα…
       Τον άκουγε η Βροχή και σπάραζε η καρδιά της. Παραπάνω δε γινότανε να δουλέψει, όσο κι αν προσπαθούσε. Τι άλλο να έκανε, για να ξεφύγει ο καλλιτέχνης ο άντρας της απ’ το μεροκάματο; Δεν μπορούσε να τον ακούει ν’ αναστενάζει. Την έπιανε το παράπονο.
      Και τότε στη γη άρχιζε να βρέχει.
      Ο Νοέμβρης έβλεπε τους γονείς του θλιμμένους και λυπόταν κι αυτός κατάκαρδα. «Μόλις μεγαλώσω λιγάκι, θα βρω μια δουλειά να τους ξεκουράσω» υποσχόταν στον εαυτό του. «Θέλω κάποτε να τους δω και τους δυο να χαμογελάνε».
      Όμως η ζωή γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Το φως λιγόστευε, η μέρα μίκραινε, δυνάμωναν οι αέρηδες και θέριευε το κρύο. Η Βροχή με το πλύσιμο κουραζόταν πολύ. Και το Φθινόπωρο έβαφε, όλο έβαφε, αλλά η πλάση θαρρείς και δεν είχε πουθενά τελειωμό.
    - Αχ! βαριαναστέναζε. Πάει η ζωγραφική μου. Πάνε τα ωραία μου χρώματα και τα ωραία σχέδια που είχα στο νου μου. Δε θα ξαναζωγραφίσω ποτέ πια, φαίνεται…
      Τ’ άκουγε τούτα τα λόγια η Βροχή και πολύ πικραινόταν. Ο άντρας της ήταν ζωγράφος σπουδαίος και τα μόνα πινέλα που έπρεπε να πιάνει στα χέρια του ήταν τα πινέλα της ζωγραφικής. Δεν μπορούσε να τον νιώθει να βαριαναστενάζει. Την έπαιρναν τα δάκρυα.
      Και τότε στη γη έπιανε μπόρα γερή… »   
 
 
 
 (Απόσπασμα από το βιβλίο Τα παιδιά του Φθινόπωρου (Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης, 20η έκδ. 2015. Εικονογράφηση με κολάζ της Λ.Π.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ο καστανάς της Πλατείας Κλαυθμώνος


   Έλαβα προ καιρού στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση, μέσω φίλου, το κείμενο που ακολουθεί και νομίζω πως αξίζει να το διαβάσουν οι φίλοι μου, μέρες που είναι:
Σαν ελάχιστη προσφορά στη μνήμη  των αγωνιστών του 1940, σας αποστέλλω την παρακάτω ιστορία που δημοσιεύεται στο τεύχος του Οκτωβρίου της Ναυτικής Ελλάδος:
    «Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουν στην Πλατειά Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν όποτε ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού.
     Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου, που γινόταν υποστολή. Ήταν ωραίες, απίθανες, οι στιγμές που ζούσαν τότε οι άνθρωποι…
     Το άγημα αποδόσεως τιμών ήταν στο χώρο του και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ, σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία.
     Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά, βλέπει κάτι παράξενο και η ψυχή του ταράζεται για αυτό που θα σας πω παρακάτω.
     Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόμο τους, ενώ εγώ παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω το νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος προς ένα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι ) και καστανάδες που τώρα μας λείπουν. Και του είπε :  
     «Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας; Δεν έχεις φιλότιμο!»
      Ο άνθρωπος έμεινε βουβός κι εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε…
      Ο καστανάς έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται. Και σκύβοντας το κεφάλι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Συνέρχεται όμως γρήγορα, σκουπίζει τα δάκρυά του και με δύναμη πολλή στα χέρια του (αυτά ήταν γερά ) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα και φωνάζει με όλη την ψυχή του στο νεαρό αξιωματικό:
    «Πώς να σηκωθώ, κύριε;  Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο!»
     Και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού, όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από το γόνατα.
     Και ξαναρχίζει να κλαίει.
     Ο κόσμος, όπως και εγώ, κλαίει γύρω του και χειροκροτεί, όμως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός. Την ίδια στιγμή γίνεται κάτι το αλησμόνητο. Ο  αξιωματικός σκύβει, αγκαλιάζει, φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα, φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλικίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς» που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά, για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σε λεύτερη πατρίδα…
Δημήτρης Ντούλιας
Πλωτάρχης Π.Ν. ε.α.»     

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Ο Οκτώβρης κι ο παππούς του

 «... Τον Οκτώβρη τον έστελναν οι γονείς του από μικρό, κάθε μέρα στον παππού του τον Χρόνο.
  - Ο παππούς σου γερνάει και πρέπει κάποιος να του κρατάει συντροφιά, του είχε πει ο πατέρας του το Φθινόπωρο.
  - Ο παππούς σου πονάει και πρέπει κάποιος να τον παρηγορεί, για να ξεχνάει τ’ αρθριτικά, του είχε πει η μαμά του η Βροχή.
    Έτσι ο Οκτώβρης πήγαινε στον παππού κάθε απόγευμα… Από την πρώτη κιόλας ημέρα, πήρε ένα συννεφένιο σκαμνάκι και κάθισε δίπλα του.
   Ο παππούς Χρόνος χάρηκε τόσο, που δάκρυσε από χαρά. Και την ίδια στιγμή ψιχάλισε λίγο στη γη.
    - Παππού, τον ρώτησε ο Οκτώβρης, ο κόσμος λέει πως είσαι γιατρός. Γιατί δε φτιάχνεις μονάχος του ένα γιατρικό να σου περάσουν τ’ αρθριτικά;
    - Ό,τι γιατρικό και να φτιάξω, παιδάκι μου, τ’ αρθριτικά δεν περνάνε με τούτη την υγρασία, του αποκρίθηκε ο Χρόνος ...
    - Μη στενοχωριέσαι, παππού, είπε ο Οκτώβρης. Κάποτε θα τη διώξουμε την Υγρασία. Τον παππού μου εγώ δε θέλω να τον τυραννάει κανείς!
     Ο παππούς συγκινήθηκε. Δάκρυσε με τα λόγια του εγγονού του. Και την ίδια στιγμή έπιασε ψιχάλα γερή κάτω στη γη...
  Σαν πέρασαν λίγες μέρες, χειροτέρεψε ο παππούς Χρόνος.                                                               
   - Παππού, είπε ο Οκτώβρης, ο κόσμος λέει πως, όταν πονάει κανείς, πρέπει να μη σηκώνεται διόλου από το κρεβάτι, Γιατί δεν αφήνεις τη συννεφένια σου πολυθρόνα και να πέσεις στο συννεφένιο σου στρώμα;
   - Όπου και να ξαπλώσω, παιδάκι μου, ο πόνος είναι χρόνιος, δεν θα μ’ αφήσει, απάντησε ο Χρόνος…
   - Να δεις, παππού, που μια μέρα τον Πόνο θα τον νικήσουμε, είπε ο Οκτώβρης. Ως τότε όμως είναι καλύτερα να πλαγιάσεις.
      Ο Χρόνος, για να μη στενοχωρήσει το εγγόνι του, αποφάσισε να ξαπλώσει. Κρακ, κρακ, κρακ έκαναν αμέσως τα κόκαλά του. Δάκρυσε από τον πόνο ο παππούς, Και την ίδια στιγμή στη γη άρχισε να ψιλοβρέχει.
                                    ………………………………………
(Απόσπασμα από το βιβλίο Τα παιδιά του Φθινόπωρου - Σειρά «Ιστορίες με τους 12 μήνες»,  Πατάκης, 20η εκδ. 2015 - http://www.loty.gr/paramith_analyt_10.htm )