Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Για το μυθιστόρημα – Ρήσεις Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου

Από το τεράστιο, πολύτιμο και πολύπλευρο έργο του κορυφαίου λογοτέχνη και εκπαιδευτικού Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου (1901-1082) σταχυολογούνται εδώ, κυρίως από τη σειρά των δοκιμίων του "Τα πρόσωπα και τα κείμενα – Β΄ Ανήσυχα χρόνια", πολύτιμες ρήσεις του σχετικά με την πεζογραφία και ειδικότερα για το μυθιστόρημα, που αναμφίβολα μπορούν να γίνουν έναυσμα για περισσότερες σκέψεις, να οξύνουν την κρίση του αναγνώστη και να τον βοηθήσουν να σχηματίσει τη δική του γνώμη για το αν αυτό που διαβάζει είναι ή δεν είναι μυθιστόρημα. Ιδιαίτερα έχουν ίσως να ωφεληθούν από τα παρακάτω σταχυολογήματα οι νέοι συγγραφείς και οι επίδοξοι μυθιστοριογράφοι.
       Γράφει λοιπόν ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: "Το ποίημα γράφεται, το μυθιστόρημα χτίζεται. Το μυθιστόρημα, πολύ περισσότερο από το διήγημα, μένει αγώνισμα σύνθεσης. Και χωρίς συνθετική ικανότητα, δηλαδή χωρίς τη μαστοριά του οικοδόμου, μυθιστόρημα δε γράφεται." Και παρακάτω σημειώνει: "Μπορείς, άμα είσαι αληθινά μεγάλος, να δώσεις και σημειώματα αυτοβιογραφικά και αφηγηματικά στην τύχη και να γράψεις ένα βιβλίο θαυμάσιο∙ μα δε θα είναι τότε μυθιστόρημα."
      Τις ιδιαίτερες απαιτήσεις για τη δημιουργία του μυθιστορήματος, γλαφυρά – και αυστηρά – τις συμπυκνώνει στις παρακάτω αράδες: "Οι «ασπούδαχτοι» μπορεί λίγο ως πολύ να τα βολεύουν στο ποίημα, στο διήγημα, στην περιγραφή. Το μυθιστόρημα δε σηκώνει αυτοσχεδιασμούς. Απαιτεί άσκηση, πείρα, μαστοριά. Να στρωθείς και να το κάνεις έργο ζωής." Γιατί: "…πεζογραφία είναι μια αδιάκοπη άσκηση, ένας αδιάκοπος μόχθος."
       Μα και σε όσα σημειώνει γενικά για το βιβλίο, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι, γράφοντάς τα, το μυθιστόρημα είχε κυρίως κατά νου. Λέει λοιπόν: "Δεν είναι η αφορμή, δεν είναι το τυχαίο περιστατικό που γεννάει το βιβλίο. Το βιβλίο το φέρνει ο άνθρωπος μέσα του και, σαν έρθει η ορισμένη στιγμή, το ξερνάει, γιατί τον βαραίνει, γιατί δεν μπορεί να ζήσει άλλο με δαύτο."
      Και πώς να μην είναι έτσι, αφού: "Όλα τ’ αληθινά βιβλία είναι καρποί απροσμέτρητης εσωτερικής αγωνίας." ΄Οσο για τις ικανότητες των πραγματικών συγγραφέων, παρατηρεί: "Οι άνθρωποι που έχουν μέσα τους τα βιβλία είναι προικισμένοι και με μια ιδιαίτερη συνείδηση του περίγυρου, μια πολύμορφη και πολυδύναμη αίσθηση, που τους επιτρέπει να μπαίνουν μονομιάς στη βαθύτερη υπόσταση των προσώπων και των πραγμάτων."
        Αποστάγματα συγγραφικής σοφίας του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου με διαχρονική αξία.

(Δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ / Χειμώνας 2009-10).

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Κι όμως εγώ ελπίζω...




Κι όμως εγώ ελπίζω πως θα βρούμε τρόπο να ορθοποδήσουμε. Γιατί σκέφτομαι τι θαύματα κατάφεραν οι ΄Ελληνες στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, κάτω από φοβερές συνθήκες, εθνική υποδούλωση και πλήρη ανελευθερία… ΄Ένα παράδειγμα ήταν το «Κοινόν Μελενίκου» που υπογράφτηκε στο Μελένικο την 1/13 Απριλίου 1813:




«…Ο Κανονισμός του “Κοινού” του Μελενίκου, που έφερε τον τίτλο "Σύστημα ή Διαταγαί", διακήρυσσε την αρχή της απόλυτης ισότητας ανάμεσα στους πολίτες και διαπνεόταν από τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές της Γαλλικής Επανάστασης....
Ξεπερνώντας οι Μελενικιώτες τα προφορικά έθιμα και τις προφορικές συμφωνίες που ίσχυαν ως τότε, κατάργησαν τις διακρίσεις των τάξεων, το χωρισμό των πολιτών σε τζορμπατζήδες και υποχείριους. ΄Ετσι, δόθηκε η δυνατότητα σε όλους ανεξαιρέτως τους «εκλεκτούς, τους φρόνιμους και ικανούς πολίτες πάσης τάξεως», όπως σημειώνεται στην εισαγωγή του, να συμμετέχουν ισότιμα στη διοίκηση του Κοινού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όσοι πολίτες προτείνονταν από τη συνέλευση για τα όργανα του Κοινού, αλλά δε δέχονταν για κάποιο λόγο την εκλογή τους, έπρεπε να πληρώσουν εκατό γρόσια πρόστιμο, βαρύ για την εποχή εκείνη. Με αυτόν τον τρόπο υποχρεώνονταν όλοι οι πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά….
Στις Διαταγές του Κοινού, που είχαν συνολικά τριάντα άρθρα, διατυπώθηκαν γραπτά τα όσα θα ίσχυαν πλέον στις σχέσεις των πολιτών με την τοπική εξουσία, καθώς και στην οργάνωση, στη λειτουργία και στη διοίκηση της εκκλησιαστικής, της κοινωνικής και της εκπαιδευτικής τους ζωής. Προβλέπονταν η ίδρυση νοσοκομείου και ξενώνων, η περίθαλψη απόρων, γερόντων και ορφανών, η κάλυψη των χρεών των αναξιοπαθούντων, η οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη των φυλακισμένων και άλλα πολλά, που καθορίζονταν πια ως χρέος της κοινωνικής πρόνοιας, μακριά από κάθε επιδεικτική ελεημοσύνη. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συνταχθεί από ελληνική κοινότητα, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τέτοιος σημαντικός και ολοκληρωμένος κοινοτικός καταστατικός χάρτης…




(απόσπασμα από το βιβλίο μου «Η προφητεία του κόκκινου κρασιού» - Πατάκης 2008 – Κρατικό βραβείο 2009)
Για μια περιήγηση στον κόσμο του βιβλίου:          http://www.i-read.i-teen.gr/book/i-profiteia-toy-kokkinoy-krasioy 


Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Δυο σημειώσεις με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης


.
1) Όπως και στην Ποίηση 

Σε μια συνέντευξή της προ καιρού (στην κ. Κ.Ι. Ανέστη - Free press “LIFO”) η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά επεσήμανε κάτι για την ποίηση και τους ποιητές, που θα μπορούσε – κατά τη γνώμη μου – να ισχύει επίσης για την παιδική λογοτεχνία και τους δημιουργούς της. Ας βάλουν οι αναγνώστες όπου «ποίηση» τον όρο «παιδική λογοτεχνία» και όπου «ποιητής» τον όρο «συγγραφέας παιδικών βιβλίων» κι ας κρίνουν αν έχω δίκιο. ΄Ελεγε λοιπόν η Δημουλά: Επειδή η ποίηση δεν έχει συγκεκριμένα και σταθερά χαρακτηριστικά πλαστογραφείται εύκολα, χωρίς να είναι συνειδητός πλαστογράφος ο ποιητής. Ούτε που το υποπτεύεται. Αυτό που γράφει τον ξεγελάει ότι είναι ποίηση... Eίναι ένας μεγάλος κίνδυνος αυτός. Ένας άλλος, όχι ασυνήθιστος, είναι το ευοίωνο ξεκίνημα ενός ποιητή να χάσει καθ’ οδόν τον καλό άνεμό του. Για χίλιους άγνωστους λόγους, για χίλιους αντίξοους παράγοντες. Ένας ίσως απ’ αυτούς να είναι ότι πολύ βιαστικά προεξοφλήθηκε ο ταχύς καλπασμός του προς την ωριμότητα. Κι εδώ είναι που χρειάζεται του ίδιου του ποιητή η μέχρι βασανισμού αμφιβολία για ό,τι πράττει...»

 2) Ποίηση και παιδιά

Μερικά σοφά λόγια προς όσους γράφουν ή θέλουν να γράψουν ποιήματα για παιδιά βρήκα, σκαλίζοντας τα χαρτιά μου, στο τεύχος Μαΐου/Ιουνίου 2007 του έγκριτου περιοδικού για την παιδική λογοτεχνία The Horn Book Magazine, που εκδίδεται στη Βοστόνη από το 1923. Σημειώνει εκεί ο J. Patrick Lewis:
- Αν θέλεις να γράψεις ποιήματα για παιδιά τα πρώτα πράγματα που πρέπει να προμηθευτείς είναι δύο: ΄Ενα λεξικό κι ένα καλάθι των αχρήστων – και να τα χρησιμοποιείς εξίσου και τα δύο.
- Αν γράφεις για να ‘μορφώσεις’ τον νεαρό αναγνώστη, βρίσκεσαι σε λάθος περιοχή.
- Πάψε να γκρινιάζεις ότι κανένας δε διαβάζει ποίηση. Απλά γράφε!
Και συνεχίζει με μια προειδοποίηση προς όλους:
-Αν λέμε στα παιδιά ότι είναι εύκολο να γράφει κανείς ποιήματα, τα προετοιμάζουμε για πολύ μεγαλύτερη απογοήτευση απ’ όση ενδέχεται να δοκιμάσουν.


Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Τι απαιτεί ο στίβος της λογοτεχνίας

Η αλφαβήτα του συγγραφέα

και δυο απαραίτητες ακροστιχίδες

 
«Τι χρειάζεται για να γίνει κανείς συγγραφέας;» ρωτούν συχνά τα μεγαλύτερα παιδιά, ιδίως του γυμνασίου, τον συγγραφέα που επισκέπτεται το σχολείο τους. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός έχει αρχίσει να τ’ απασχολεί. Η ιδέα της δημιουργίας λογοτεχνικών βιβλίων που θέλγουν το αναγνωστικό κοινό φαντάζει γοητευτική, η ενασχόληση με την Τέχνη δείχνει ευχάριστη, η κάθοδος στο στίβο της λογοτεχνίας μοιάζει με αγώνα σε άθλημα που υπόσχεται νίκες. ΄Ετσι το «επάγγελμα» του συγγραφέα συχνά εγγράφεται στον κατάλογο των μελλοντικών τους επιδιώξεων.
      Πρώτο μέλημα εκείνου που δέχεται την ερώτηση πρέπει να είναι, νομίζω, η παροχή ορισμένων διευκρινίσεων σχετικά με τον χαρακτηρισμό «επάγγελμα» της εργασίας του συγγραφέα λογοτεχνικών βιβλίων.
     Κάποιος διάσημος λογοτέχνης είπε κάποτε χαριτολογώντας ότι τo γράψιμo είvαι εύκoλη δoυλειά, αφού τo μόvo πoυ χρειάζεται είvαι vα κάθεσαι και vα κoιτάς μια κόλλα άσπρo χαρτί μέχρι vα στάξει αίμα από τo μέτωπό σoυ. Κι αν ήταν μόνον αυτό, ίσως τα πράγματα να ήταν κάπως απλά. Η ζωή όμως έχει τις απαιτήσεις της και οι ανάγκες της διαβίωσης δεν καλύπτονται όσες σταγόνες αίμα κι αν στάξουν από το μέτωπο του συγγραφέα.
      Πρέπει λοιπόν να εξηγήσει κανείς στα παιδιά ότι οι λογοτέχνες που γράφουν  στις λεγόμενες «μικρές» γλώσσες, στις οποίες κατατάσσεται και η ελληνική (όσο παράλογο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο για μια μάνα-γλώσσα), σπάνια μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του βίου μόνο με το ποσό που εισπράττουν (όταν και αν το εισπράττουν) ως πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων τους. Αυτό είναι πιθανό να το πετύχουν έπειτα από σκληρή δουλειά πολλών ετών, όταν θα έχουν ίσως γράψει πολλά βιβλία και μάλιστα «ευπώλητα». Ως τότε, είναι αναγκασμένοι να ασκούν παράλληλα και κάποιο άλλο, «βιοποριστικό» επάγγελμα.
      Η παράλληλη βιοποριστική απασχόληση των λογοτεχνών ήταν και εξακολουθεί να είναι κανόνας. Τα παραδείγματα πολλά. Ας αναφέρουμε μερικά: Ο Ηλίας Βενέζης τραπεζικός υπάλληλος, ο Στέλιος Σπεράντζας καθηγητής οδοντιατρικής, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος εκπαιδευτικός, ο Γιώργος Σεφέρης υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών ως διπλωμάτης, ο Αντώνης Σαμαράκης υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας – και ο κατάλογος είναι μακρύτατος. Φυσικά το ίδιο συμβαίνει και με τους συγγραφείς παιδικών βιβλίων. Κατά κανόνα, όλοι άσκησαν ή εξακολουθούν να ασκούν και κάποιο άλλο επάγγελμα για βιοπορισμό. ΄Ηταν ή είναι υπάλληλοι σε τράπεζες, άλλους οργανισμούς ή επιχειρήσεις, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, νομικοί και πολλά άλλα. Η αλησμόνητη Πιπίνα Τσιμικάλη, για παράδειγμα, ήταν οδοντίατρος. ΄Αρα, όποιος θέλει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, πρέπει να είναι έτοιμος για σκληρή και πολύωρη δουλειά. Τις ώρες – κυρίως τις βραδινές – που οι άλλοι ίσως αναπαύονται, διασκεδάζουν, χαλαρώνουν μπροστά στην τηλεόραση, ή ασχολούνται με κοινωνικές σχέσεις, ο συγγραφέας της «μικρής» γλώσσας  γράφει - ασκεί το επάγγελμα που έχει διαλέξει η καρδιά του, ασχολείται με την «εργασία» του, αφού τις άλλες ώρες της ημέρας ασχολείται με τη «δουλειά»-δουλεία του.
     ΄Οταν οι επαγγελματικές δυσκολίες έχουν διευκρινιστεί, έρχεται η ώρα ν’ απαντηθεί το κυρίως ερώτημα: Τι χρειάζεται για να γίνει κανείς συγγραφέας; Τι χρειάζεται για να κατέβει στο στίβο της λογοτεχνίας;
     Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ασφαλώς δεν μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά και ίσως δεν μπορεί είναι απόλυτα αντικειμενική, αφού ο κάθε δημιουργός ιεραρχεί διαφορετικά τις προϋποθέσεις που θεωρεί απαραίτητες για το «άθλημα» της λογοτεχνίας, τονίζει περισσότερο ή λιγότερο κάποια στοιχεία βασικά και ουσιώδη που απαιτούνται. Επειδή ωστόσο η σχολική ώρα που έχει στη διάθεσή του ο επισκέπτης συγγραφέας δεν είναι απεριόριστη, πρέπει να συμπυκνώσει με κάποιο τρόπο αυτά τα στοιχεία, ώστε να μείνει χρόνος και για συζήτηση ή κάποιες επεξηγήσεις.
      Η συμπύκνωση που έχω προσωπικά επινοήσει βασίζεται στην «αλφαβήτα του συγγραφέα». Κάθε γράμμα συνοδεύεται κι από ένα στοιχείο, που είναι χρειαζούμενο στον επίδοξο λογοτέχνη, είτε ως δεξιότητα, είτε ως στάση ζωής, είτε ως απαίτηση της τέχνης του:

Καρλ Σπίτσβεκ,  Ο φτωχός ποιητής (1839)
΄Α σκηση
 Β ιβλιολατρία
 Γ ράψιμο ακατάπαυστο
 Δ ιάβασμα
΄Ε μπνευση
 Ζ ήλος
΄Η θος
 Θ έληση
 Ι  δέες                                                            
 Κ αλαισθησία
 Λ εξιλόγιο πλούσιο
 Μ εράκι
 Ν οημοσύνη συναισθηματική
 Ξ ενύχτι
΄Ο νειρα
 Π είσμα
 Ρ υθμός
 Σ ύνεση
 Τ αλέντο
 Υ πομονή
 Φ αντασία
 Χ ρόνος
 Ψ υχική υγεία
 Ω ριμότητα

       Στη συζήτηση που ακολουθεί, παρατηρούμε βέβαια ότι μερικά στοιχεία είναι απαραίτητα για την ορθή άσκηση όλων των επαγγελμάτων, ή των πνευματικών «αθλημάτων». Π.χ. ο ζήλος, η θέληση, η σύνεση, η υπομονή ή το μεράκι. Είναι όμως και άλλα που αφορούν αποκλειστικά το λογοτέχνη. Τα σημαντικότερα που επισημαίνουν τα παιδιά είναι δύο: Το ταλέντο και η έμπνευση.
       Το ταλέντο είναι όντως βασική προϋπόθεση στην περίπτωση του συγγραφέα. Το ότι δεν αρκεί όμως είναι απαραίτητο να το καταλάβουν καλά τα παιδιά. Με μια ακροστιχίδα τονίζουμε τα όσα πρέπει να το συνοδεύουν:

                                      Τ  εχνική
                                      Α  γώνας διαρκής
                                      Λ  ατρεία για τη γλώσσα
                                      Ε  πιμονή
                                      Ν  ηφαλιότητα
                                      Τ  ύχη
                                     ΄Ο  ραμα

       Δύο στοιχεία πάλι προκαλούν ερωτήσεις: Γιατί νηφαλιότητα; Και γιατί τύχη; Μιλούμε λοιπόν πρώτα για τη νηφάλια επεξεργασία του κειμένου που έχει προκύψει από την έμπνευση. Κατανοούμε ότι μόνο με νηφαλιότητα μπορεί το κοίταγμα της πρώτης γραφής να είναι όσο πρέπει αυστηρό, το «σμίλευμα» των χαρακτήρων προσεκτικό, η βελτίωση του έργου διαρκής, ώσπου να φτάσει στην τελική του μορφή. Ακολουθεί η συζήτηση για την τύχη. Εδώ αναλογιζόμαστε πόσα και πόσα ταλέντα δεν πήγαν χαμένα επειδή δεν ευτύχησαν να αναπτυχθούν σε κατάλληλες συνθήκες, επειδή οι κάτοχοί τους έτυχε να ζήσουν σε σκληρούς, απάνθρωπους καιρούς, που δεν άφηναν περιθώρια για καλλιτεχνικές αναζητήσεις, ή έφυγαν από τη ζωή, προτού φανεί το μέγεθος των ικανοτήτων τους. ΄Αρα η τύχη παίζει το ρόλο της.
      ΄Ερχεται ύστερα η σειρά της έμπνευσης. Πώς και από πού έρχεται ρωτούν τα παιδιά. Και φαίνεται ότι την ίδια ερώτηση θέτουν τα παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Μία ξένη συγγραφέας έχει γράψει: «Γιατί τα παιδιά κάνουν τόσο συχνά αυτή την ερώτηση; Τι ρωτούν στην πραγματικότητα; Μας ζητούν να τους εξηγήσουμε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές, αλλά δεν είναι˙ μας ζητούν να τους εξηγήσουμε ένα μυστήριο». Μυστήριο η έμπνευση πράγματι. Και ως μυστήριο ανεξήγητο μένει στη συζήτηση με τα παιδιά. ΄Ομως εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί είναι ότι ακόμα και όταν η έμπνευση έρθει, αν δεν πέσει σε κατάλληλο «έδαφος», θα είναι άχρηστη ή θα οδηγήσει σε έργα ανάξια λόγου. Υπάρχουν λοιπόν κι εδώ κάποιες προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει η έμπνευση και να αποτελέσει το έναυσμα για λογοτέχνημα αξιόλογο. Τις επισημαίνουμε πάλι με μια ακροστιχίδα τις προϋποθέσεις αυτές, που άλλες χαρακτηρίζουν το δημιουργό και τον τρόπο δουλειάς του, άλλες αφορούν το κείμενο που θα προκύψει:

                             Ε  υαισθησία
                             Μ εθοδικότητα
                             Π ρωτοτυπία
                             Ν όημα
                             Ε πεξεργασία
                            ΄Υ φος συγγραφικό
                             Σ  υνθετική ικανότητα
                            ΄Η θος

΄Οταν η διαθέσιμη σχολική ώρα τελειώνει και μια τέτοια συζήτηση με τα παιδιά σταματά, έχει κανείς την αίσθηση ότι κάπως ξεδιάλυνε τα πράγματα, κάπως ξεκαθάρισε την εικόνα, κάπως «προγύμνασε» έστω και έναν από τους μαθητές που θα θελήσει μεγαλώνοντας να μπει στο στίβο της λογοτεχνίας και ν’ αγωνιστεί τίμια και ολόψυχα, ώστε κάποτε να δρέψει δάφνες στις όποιες «πολιτιστικές ολυμπιάδες» του μέλλοντος.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, τ. Καλοκαίρι 2004, σελ. 133-137)

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Ο συγγραφέας και η ντίβα

Επέστρεφα κατάκοπη από μια πολύωρη επίσκεψη σε κάποιο σχολείο – πάνε κάμποσα χρόνια. Είχα μπει σε τέσσερις τάξεις δημοτικού, είχα κουβεντιάσει με τα παιδιά και όλα, με αδιάκοπες ερωτήσεις, ήθελαν να μάθουν τα πάντα για μένα, τη δουλειά μου, τα βιβλία...            
       Δεν ήταν αυτή η αιτία της κούρασής μου, όχι, βέβαια! ΄Επειτα από εκατοντάδες επισκέψεις σε πλήθος σχολεία τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, γιατί θα με κούραζε ένα σχολείο ακόμα; Η κόπωσή μου είχε τη ρίζα της αλλού. ΄Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, την προκάλεσε ξαφνικά μια ερώτηση που – να την πάλι! – την ξανάκουσα από κάποιο παιδί: «Πόσες ώρες κάνετε να γράψετε ένα βιβλίο;»
      ΄Ετσι: «΄Ωρες»! ΄Οπως ίσως θα χρειαζόταν μια έκθεση. Παίρνεις μολύβι και χαρτί, δουλεύεις λίγο στο μυαλό σου μια ιδέα, βρίσκεις μια αρχή, ξεκινάς το γράψιμο και σύντομα τελειώνεις. Τόσο απλό το φανταζόταν το παιδί. Κι έπρεπε για μια ακόμη φορά να του περιγράψω τον κόπο, την επιμονή και την υπομονή που κρύβει το γράψιμο ενός βιβλίου, το χρόνο που χρειάζεται η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη γραφή, η φροντίδα για τη γλώσσα,  η αυστηρή αυτοκριτική.... Να του δώσω να καταλάβει πόσο βασανιστικά είναι κι εκείνα που ακολουθούν: Η αμφιβολία για το αποτέλεσμα, η αγωνία για την υποδοχή, η ανησυχία για το βαθμό της επιτυχίας. Πόσο μεγάλο είναι το βάρος της ευθύνης, όταν το αναγνωστικό κοινό είναι νεανικό. Και φυσικά να μην παραλείψω να του μιλήσω και για την ικανοποίηση που νιώθει ο συγγραφέας, όταν καταλαβαίνει ότι όλα πήγαν καλά.
       Πολλές οι εξηγήσεις, όμως ούτε κείνες με είχαν κουράσει. Το μόνο που με κατέβαλε ήταν το αίσθημα της απελπισίας, όταν ο άλλος, έστω και μικρός (αν και συχνά την αποκαρδιωτική εκείνη ερώτηση την έχω ακούσει και από μεγάλους!) δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τίποτα για το μόχθο που συνεπάγεται η δουλειά του συγγραφέα. Δεν υποψιάζεται καν ότι χρειάστηκαν μήνες ή χρόνια ώσπου να γίνει βιβλίο μια ιστορία που γεννήθηκε στο μυαλό του δημιουργού της – ένα βιβλίο που ο αναγνώστης θα χρειαστεί μόνο λίγες ώρες ή λίγες μέρες να το τελειώσει. Ναι, αρκεί καμιά φορά μια φράση μόνο ή μια ερώτηση για να σ’ εξουθενώσει.
     Μπήκα στο σπίτι με την  παρήγορη σκέψη ότι το βράδυ με περίμενε μια απόλαυση: Μια θεατρική παράσταση που καμιά σχέση δε θα είχε με γραψίματα, βιβλία, παιδιά, ερωτήσεις κι εξηγήσεις.
      Στις εννέα παρά δέκα ήμουν κιόλας καθισμένη στις πρώτες σειρές του θεάτρου. Master Class o τίτλος του έργου του Terrence McNally, εμπνευσμένο από τα ανώτερα μαθήματα τραγουδιού που παρέδιδε η Μαρία Κάλας λίγα χρόνια πριν από το θάνατό της. Οι κριτικές που είχα διαβάσει πολύ καλές, η Κάτια Δανδουλάκη εγγύηση για την ποιότητα της παράστασης.
      ΄Ηταν αρκετά νωρίς, είχα στη διάθεσή μου είκοσι ολόκληρα λεπτά ώσπου ν’ ανοίξει η αυλαία. Κάθισα αναπαυτικότερα κι άρχισα να ξεφυλλίζω το πρόγραμμα.
       Στις πρώτες σελίδες μια ανατυπωμένη συνέντευξη που είχε δώσει η Κάλας  το 1961. Βιάστηκα να πάω πιο κάτω - τι μ’ ενδιέφεραν  εκείνη την ώρα οι απόψεις μιας ντίβας με παγκόσμια ακτινοβολία και τι σχέση μπορεί να είχαν οι σκέψεις της με τις έγνοιες και την κούραση ενός συγγραφέα σε μια μικρή χώρα;
       Λίγες φράσεις της όμως πιο κάτω, κομψά τυπωμένες, με προκαλούν να τις διαβάσω:
      «Αν είμαι “ντίβα”; Ναι, και χαίρομαι γι’ αυτό. Αλλά με την καλή έννοια. «Ντίβα» είναι εκείνη που αποτελεί υπόδειγμα εργατικότητας, πειθαρχίας και μεγάλης κυριαρχίας της τέχνης της.»
       Χαμογελάω... Σωστά! ΄Ομως αν είναι έτσι, τότε ο ίδιος χαρακτηρισμός ταιριάζει σε όλους εκείνους που, με όποια τέχνη κι αν καταπιάνονται, αποτελούν «υπόδειγμα εργατικότητας πειθαρχίας και μεγάλης κυριαρχίας της τέχνης τους». Μ’ αρέσει αυτό. Και συνεχίζω το διάβασμα:
       «Η δουλειά μου είναι μοναχική. Η Τέχνη είναι δημιουργία. Πρέπει να είσαι μόνος για να δημιουργήσεις.»
       Να κάτι που δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι θα συμβαίνει και σε μια ντίβα. «Μοναχική»! Κι εγώ που νόμιζα πως μόνον ο συγγραφέας χρειάζεται απομόνωση, ένα γραφείο-κελί, για να συγκεντρωθεί στο γράψιμο, ένα γραφείο-εργαστήρι, για να στεγάσει την αγωνία του ώσπου να δώσει την τελική μορφή στο δημιούργημά του. «Μοναχική» μια ντίβα! Απίστευτο. Με συγκινεί ωστόσο τούτη η ομολογία. Συνεχίζω λοιπόν το διάβασμα:
       «Λέω στον εαυτό μου: Θεέ μου, θα τραγουδήσω απόψε, τι θέλουν από μένα; Πώς μπορώ να κάνω το καλύτερο; Καλύτερο από χθες και πάντα καλύτερο;»
       Αρχίζουν τώρα να με αγγίζουν απροσδόκητα οι σκέψεις της Κάλας. ΄Ενας άνθρωπος που γράφει κυρίως για τα παιδιά καμιά σχέση δεν έχει βέβαια με μια ντίβα. Κι όμως πάμπολλες είναι οι φορές που σκέφτεται κι εκείνος κάπως έτσι: «Θεέ μου, γράφω πάλι ένα βιβλίο. Τι περιμένουν οι αναγνώστες από μένα; Πώς μπορώ να δημιουργήσω το καλύτερο; Καλύτερο από το προηγούμενο και πάντα καλύτερο». Σκέφτομαι βέβαια πως ίσως δεν αγωνιούν έτσι ούτε όλοι οι συγγραφείς ούτε όλες οι ντίβες. Εκείνοι όμως που επιδιώκουν την τελειότητα – άσχετα από το αποτέλεσμα της δουλειάς τους – κάπως έτσι, διαρκώς ανικανοποίητοι θα πρέπει να νιώθουν. Μου το επιβεβαιώνει η σκέψη της ντίβας που ακολουθεί:
       «Μισώ προπάντων την ικανοποιημένη μετριότητα.»
       Εύστοχη φράση. Ενθουσιάζομαι και χάνω τη σελίδα. Προσπαθώντας να την ξαναβρώ, το μάτι μου πέφτει σε τούτες τις αράδες, που έχουν άμεση σχέση με τη φράση που μου άρεσε:
    «Θεωρώ την τέχνη της μουσικής κάτι το πραγματικά εξαιρετικό και δεν εννοώ να βλέπω να την κακομεταχειρίζονται. ΄Οταν τη σέβονται και την υπηρετούν πιστά, τότε χαίρομαι βαθύτατα. ΄Οταν όμως την κακοποιούν, δε θέλω να συμμετέχω στην κακοποίηση.»
    ΄Αλλάζω τις λέξεις «τέχνη της μουσικής», με τις λέξεις «παιδική λογοτεχνία». Και συμφωνώ απολύτως. Μήπως όμως αυτό ενέχει κάποια υπεροψία; Διαβάζω πιο κάτω:
     «Δεν είμαι τέλεια, ούτε ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο. Η μόνη μου επιθυμία είναι να αγωνιστώ για την Τέχνη, όσο κι αν μου στοιχίσει αυτό...»
     Τα λόγια της με ανακουφίζουν αφάνταστα. Η πρωινή μου κούραση έχει περάσει. Νιώθω έτοιμη, αύριο κιόλας, ν’ αρχίσω ένα καινούριο βιβλίο, να γράψω ένα άρθρο, να μελετήσω κάτι σχετικά με τα παιδιά και τα βιβλία. Η μόνη μου επιθυμία είναι ν’ αγωνιστώ για την παιδική λογοτεχνία, όσο κι αν μου στοιχίσει αυτό. Γιατί στοιχίζει, το ξέρω. Κόστος του η ελάχιστη διασκέδαση, οι λιγότερες επαφές με τους φίλους, η σκληρή πολύωρη δουλειά.
      «Το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο είναι η σκέψη» έλεγε κάποιος σοφός σ’ ένα λαϊκό παραμύθι. ΄Εχω κάνει κιόλας τόσες σκέψεις και δεν έχουν περάσει παρά λίγα λεπτά. Μένει αρκετή ώρα ακόμα ώσπου ν’ αρχίσει η παράσταση. Και τώρα πια φλέγομαι από την επιθυμία να διαβάσω τη συνέντευξη της ντίβας ολόκληρη. Γυρίζω στις σελίδες που επιπόλαια προσπέρασα. Βγάζω μολύβι και σημειώνω τις αράδες που μου προκαλούν εντύπωση:
     «Για μένα, η μουσική είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Κι όταν κατορθώνεις να υπερβείς ορισμένες δυσκολίες (...) νιώθεις μια ικανοποίηση τόσο πηγαία, που μοιάζει να αναδύεται μέσα από την ίδια την ψυχή σου.»
      Κι εγώ που δεν έβρισκα λόγια το πρωί να εξηγήσω πώς νιώθω σε μια μικρούλα που με ρώτησε: «Και δε σας αποθαρρύνουν οι τόσες δυσκολίες που έχει η δουλειά του συγγραφέα;» Τώρα ξέρω τι θ’ απαντήσω την επόμενη φορά σε παρόμοια ερώτηση. Θα πω: «Για μένα, το να γράφω είναι ό,τι αγαπώ περισσότερο. Κι όταν κατορθώνω να ξεπεράσω τις δυσκολίες τις σύμφυτες με τη δουλειά μου, νιώθω μια ικανοποίηση τόσο πηγαία, που νομίζω πως ξεπηδάει μέσα από την ίδια μου την ψυχή».
       «Η επίπονη εργασία και η απομόνωση που, υποθέτω, χρειάζεται ο συγγραφέας», μου είπε κάποιος εκπαιδευτικός σ’ ένα σχολείο στο διάλειμμα που πίναμε καφέ, «καταλαβαίνω ότι θα σας υποχρεώνει να ζείτε κάπως μακριά από τον κόσμο. Μήπως έτσι κινδυνεύετε να χάσετε την επαφή σας με την πραγματικότητα;»
      Ορθή παρατήρηση που έπρεπε κι αυτή να απαντηθεί. Αναγκάστηκα λοιπόν να περιγράψω μια ακόμη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας: Την προσπάθειά του να συνταιριάσει την απαραίτητη απομόνωση από τη μια, και από την άλλη τη συχνή και άμεση επαφή με τον κόσμο, με τους ανθρώπους, με τις καταστάσεις της εποχής του –δηλαδή τις απαραίτητες πρώτες ύλες της δουλειάς του.
       Η «μοναχική» ντίβα πώς αντιμετώπιζε, αλήθεια, τούτη τη δυσκολία; Τι να σκεφτόταν άραγε;
       Βρίσκω την απάντηση πιο κάτω:
      «Για να μπορέσει ένας καλλιτέχνης να δώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων του, οφείλει να βρίσκεται σε άμεση σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα... Συνεχώς να γεμίζει τις μπαταρίες του, ν’  ανανεώνεται, να βρίσκει την αίσθηση της προοπτικής.»
        Με τη διαλεχτή παράσταση που πρόκειται να δω και με την ευκαιρία που είχα να διαβάσω τις απόψεις της ντίβας, σίγουρα θα γεμίσω τις μπαταρίες μου, σκέφτομαι. ΄Αλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο χρειάζομαι τούτο το «γέμισμα». Γιατί όλο και πιο δύσκολη μου φαίνεται η δουλειά μου, όλο και πιο αυστηρή γίνομαι με τον εαυτό μου, τα γραφτά μου, τις επαφές μου με τα παιδιά. Τέτοιες ανησυχίες, βέβαια, δε θα βασανίζουν μια ντίβα, συλλογίζομαι. Και διαψεύδομαι αμέσως:
       «Προσπαθώ να είμαι αντικειμενική – με τον εαυτό μου και με τη δουλειά μου... Είμαι η πιο αυστηρή από τους κριτικούς μου. ΄Αλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεσαι περισσότερο απαιτητικός. ΄Οταν είσαι νέος και βρίσκεσαι στο κατώφλι μιας καριέρας, εμπιστεύεσαι απόλυτα τον εαυτό σου. Νομίζεις ότι είσαι ικανός να αναλάβεις και το δυσκολότερο έργο και να το φέρεις σε πέρας με τρόπο θαυμαστό. Αλλά όσο περισσότερα μαθαίνεις, τόσο συνειδητοποιείς πόσο λίγα ξέρεις.»
       Τελικά δεν ξέρω από τι θα ευχαριστηθώ περισσότερο: από την παράσταση που θ’ αρχίσει σε λίγο ή από το πρόγραμμα που διαβάζω; Γιατί όσο προχωρώ, όλο και ανακαλύπτω ιδέες κι ερωτήματα που ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι θ’ απασχολούσαν μια ντίβα κι ότι θα είχαν κάποια σχέση με όσα νιώθει, όσα πιστεύει, όσα αντιμετωπίζει ένας συγγραφέας γνωστός μόνο στα παιδιά, σε μερικούς γονείς και σε ανήσυχους δασκάλους μιας μικρής χώρας.
       «Η εμπιστοσύνη στον εαυτό σου είναι κάτι που μπορεί πολύ εύκολα να ανατραπεί. Να γίνει φόβος ότι δε θα σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. ΄Οταν βλέπω μια παρτιτούρα, αυθόρμητα αντιδρώ με αισιοδοξία. Λέω: «Να κάτι που θα ήθελα να κάνω και νομίζω ότι θα το κάνω καλά». Μόλις όμως καταπιαστώ με το έργο, εμφανίζεται η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Με βασανίζουν αμφιβολίες και φόβοι.»
        Αν δεν υπήρχε η λέξη παρτιτούρα, θα έπαιρνα όρκο ότι τα λόγια τούτα θα μπορούσαν να τα είχαν γράψει πολλοί συγγραφείς. Γιατί σίγουρα δεν είμαι η μόνη που νιώθω πόσο εύκολα η εμπιστοσύνη στον εαυτό σου μπορεί ν’ ανατραπεί, να γίνει φόβος ότι δε θα σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. Σίγουρα δεν είμαι η μόνη που, όταν βρω ένα θέμα, σκέφτομαι με αισιοδοξία: Να κάτι που θα ήθελα να γράψω και νομίζω πως θα το γράψω καλά. Μόλις όμως καθίσω μπροστά στον υπολογιστή μου, αρχίζουν να με βασανίζουν αμφιβολίες και φόβοι.
        Δεν πρόλαβα να διαβάσω την υπόλοιπη συνέντευξη. ΄Ανοιγε πια η αυλαία. Στ’ αυτιά μου ζωντάνεψε ολοκάθαρα η θεσπέσια φωνή της ντίβας, λυτρωτική, συναρπαστική, καθαρτήρια... Τι δίκιο που είχε ο Μίκαελ ΄Εντε όταν σημείωνε:
       «Η Τέχνη και η Ποίηση, πρώτο και κυριότερο, έχουν θεραπευτικό σκοπό. Η γνήσια Τέχνη και η γνήσια Ποίηση γεννιούνται πάντα από μια ιερή ένωση του πνεύματος, της καρδιάς και των αισθήσεων. Ξαναδημιουργούν αυτή την ένωση στο μυαλό του παραλήπτη, κάνοντάς το και πάλι γερό, κάτι που τελικά είναι και η πραγματική έννοια της λέξης “γιατρεύω”. ΄Οταν φεύγεις από ένα καλό κονσέρτο δεν είσαι πιο  σοφός από πρώτα, μα έχεις δοκιμάσει κάτι που επαναφέρει την ακεραιότητά σου, που αποκατάστησε μέσα σου κάτι που πρωτύτερα ήταν κομματιασμένο».
       Και μόνο με την ανάμνηση της θείας φωνής της ντίβας, ένιωθα τώρα ξεκούραστη ολότελα. Οι μπαταρίες μου είχαν γεμίσει ξανά. ΄Ενιωθα ανανεωμένη, είχα ξαναβρεί την αίσθηση της προοπτικής. Υποσχόμουν κιόλας στον εαυτό μου να ξαναπάω το συντομότερο σ’ ένα σχολείο. Κι ας με ρωτούσε πάλι κάποιο από τα παιδιά:
       «Πόση ώρα κάνετε να γράψετε ένα βιβλίο;»
   
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους» - ΄Ανοιξη 2007)