"Από χθες ο παππούς είναι πιο μικρός από
μας. Τον φέραμε να μείνει στο σπίτι μας, τον ταΐσαμε, του στρώσαμε το κρεβάτι που
θα κοιμάται, τον βοηθήσαμε να ξαπλώσει, του είπαμε κι ένα τραγουδάκι πριν
κοιμηθεί, κι όταν άρχισε να νυστάζει πολύ και να κλείνουν τα μάτια του, τον
φιλήσαμε και οι δυο – εγώ κι η Μαρίνα, η αδερφή μου - , έσβησα εγώ το φως,
επειδή φτάνω πιο εύκολα το διακόπτη, κι ύστερα ψιθυρίσαμε:
- Καληνύχτα, παππού!
Ίδια, ολόιδια έκανε κι
εκείνος με μας, όταν εγώ κι η Μαρίνα
ήμασταν πιο μικροί δηλαδή πέρσι, πρόπερσι κι αντιπρόπερσι, μπορεί και πιο πριν, αλλά πού να θυμάμαι...
Κάθε τόσο έπαιρνε η μαμά τον παππού στο τηλέφωνο και του έλεγε:
- Πατέρα, έχουμε κάπου να πάμε το βράδυ. Θα μείνεις με τα παιδιά;
Κι ο παππούς δεν θυμάμαι
ποτέ να της είπε όχι. Ερχόταν νωρίς το απόγευμα, μας πήγαινε βόλτα –εμένα απ’ το χέρι και τη Μαρίνα στο
καροτσάκι- κι όταν γυρίζαμε, μας τάιζε εκείνος, για να προλάβει η μαμά να
ντυθεί και να χτενιστεί, για να είναι ωραία το βράδυ. Έπειτα μας έβαζε να
κοιμηθούμε, μας έλεγε τραγουδάκια, για να μας πάρει ο ύπνος, κι όταν έκλειναν
πια τα μάτια μας, μας έδινε ένα φιλί, έσβηνε το φως και ψιθύριζε:
- Καληνύχτα, παιδιά μου!
- Αυτός, παιδί μου, δεν είναι παππούς,
είναι σωστός θησαυρός, έλεγαν στη μαμά οι φιλενάδες της, όταν άκουγαν ότι μας
προσέχει εκείνος κάθε φορά που ο μπαμπάς κι η μαμά έβγαιναν έξω το βράδυ.
Όμως ο παππούς μας μια μέρα αρρώστησε πολύ. Δηλαδή αρρώστησε τόσο, που
δεν γινότανε πια να μένει μαζί μας τα βράδια... Και το χειρότερο ήταν ότι στην
αρχή δεν μας πήγαιναν ούτε καν να τον δούμε – ούτε στην κλινική που τον είχαν,
ούτε και στο δικό του το σπίτι, που τον πήγανε ύστερα. Δηλαδή στο παλιό τους το
σπίτι, που όταν το θυμάται η μαμά μου λέει «αχ, τι ωραίο που ήταν το πατρικό
μου το σπίτι!» και «αχ, τι την ήθελα την πολυκατοικία εγώ!».
Δεν είχε άδικο η μαμά. Κι εμένα μου άρεσε κείνο το σπίτι. Είχε αυλή για
να παίξεις, κρυψώνες για να κρυφτείς, χώρο μπόλικο μέσα και μεγάλα δωμάτια για
να παίξεις κυνηγητό με το θείο τον ΄Αρη...
Τον παππού μου λοιπόν κάναμε πολύ, μα πολύ καιρό να τον ξαναδούμε. Κι
όταν τον ξαναείδαμε, καθόταν σε μια πολυθρόνα με ρόδες. Σ’ εκείνη την πολυθρόνα
κάθεται ακόμα και σ’ εκείνη την πολυθρόνα τον φέραμε σπίτι μας χθες. Γιατί ο
θείος ο ΄Αρης παντρεύτηκε τα Χριστούγεννα και η γυναίκα του είπε πως την
κουράζει πολύ του παππού μας το σπίτι, που είναι παλιό και μεγάλο, και θέλει να
το γκρεμίσουν και να το κάνουν κι αυτό πολυκατοικία. Κι όταν το άκουσε αυτό η
μαμά, παραλίγο να λιποθυμήσει.
Ο θείος ΄Αρης το κατάλαβε, φαίνεται, ότι η μαμά δεν ήθελε να γκρεμίσουν
το παλιό τους το σπίτι και είπε:
- Καλά, τότε θα το νοικιάσουμε, κι εμείς οι δυο θα πάμε να μείνουμε σε
διαμέρισμα.
- Κι ο πατέρας; ρώτησε η μαμά.
- Λέμε να τον πάμε σ’ έναν «οίκο ευγηρίας» - έτσι ακριβώς το είπε ο
θείος, το θυμάμαι καλά, γιατί μόλις το είπε, η μαμά πάλι παραλίγο να
λιποθυμήσει.
Τότε μπήκε στη μέση ο μπαμπάς
και είπε:
- Ωραία, τον παππού θα τον πάρουμε εμείς και θα του έχουμε για δωμάτιο
το μισό το σαλόνι.
Και τότε παραλίγο να λιποθυμήσουμε η Μαρίνα κι εγώ από τη χαρά μας.
Χθες λοιπόν τον φέραμε εδώ τον παππού. Και
τώρα χαιρόμαστε πιο πολύ από πέρσι και πρόπερσι που τον έχουμε σπίτι μας,
επειδή μεγαλώσαμε πια και μπορούμε να κάνουμε τώρα εμείς τον παππού στον παππού μας. Θα τον πηγαίνουμε
βόλτα εμείς το απόγευμα με την πολυθρόνα του, που έχει και ρόδες, θα μένουμε
εμείς το βράδυ μαζί του, όταν ο μπαμπάς κι η μαμά θα βγαίνουνε με τους φίλους
τους, θα τον ταΐζουμε, θα τον βάζουμε στο κρεβάτι, θα του τραγουδάμε, για να τον πάρει ο ύπνος, κι όταν αρχίσουν να
κλείνουν τα μάτια του, θα του δίνουμε ένα φιλί, θα σβήνω το φως εγώ, που φτάνω
πιο εύκολα το διακόπτη, και θα του λέμε
σιγά:
- Καληνύχτα, παππού!..."
_____________________
*Απόσπασμα
από το βιβλίο Ιστορίες που ταξιδεύουν με
το Μαρίνο και τη Μαρίνα, Εκδόσεις Πατάκη.http://www.loty.gr/paramith_analyt_8.htm
http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=232686