Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Τη μέρα που γεννήθηκε ο Σεπτέμβρης...


Τη μέρα που γεννήθηκε ο Σεπτέμβρης στη χώρα του παππού του, του Χρόνου, μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν κυνηγητό στη γειτονιά.
     «Να πάω κι εγώ να παίξω μαζί τους;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.
     Το Φθινόπωρο, που ήταν ζωγράφος, είχε πολύ δουλειά και λίγη όρεξη για κουβέντες. Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα. ΄Εβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα, χρυσαφένια σταφύλια στ’ αμπέλια και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.
     «Να ρωτήσεις καλύτερα τη μητέρα σου» αποκρίθηκε.
     ΄Ετσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε τη Βροχή.
     «Κυνηγητό;» ξαφνιάστηκε κείνη. «Μα μόλις γεννήθηκες, δεν μπορείς!»
     «Μπορώ!» της αντιμίλησε ο γιος της. Αφού είμαι μήνας, τρέχω από την πρώτη μου μέρα.»
     «Άσ’ τον να παίξει με τα συννεφάκια!» μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος. «Καιρός του είναι.»
     ΄Ετσι ο Σεπτέμβρης άρχισε να παίζει ολημερίς κυνηγητό με τους καινούριους του φίλους.
      Ένα πρωί όμως τα συννεφάκια πέρασαν εμπρός από το σπίτι του βιαστικά, ντυμένα με γκρίζες ποδιές και κρατώντας το καθένα μια σάκα γεμάτη νερό.
     «Ε, συννεφάκια! Για πού το βάλατε;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης. «Δε θα παίξουμε σήμερα;»
     «Δεν μπορούμε!» είπαν μ’ ένα στόμα τα συννεφάκια. «Από σήμερα θα πηγαίνουμε κάθε μέρα σχολείο.
     Και συνέχισαν ο δρόμο τους βιαστικά.
     «Να πάω κι εγώ στο σχολείο μαζί τους;» ρώτησε ο Σεπτέμβρης τη μάνα του.
     Η κυρα-Βροχή ετοιμαζόταν να κατέβει στη γη να ποτίσει τους αγρούς και τους κήπους, να καταβρέξει τους δρόμους και να πλύνει τις πόλεις. Είχε φούριες λοιπόν και λίγο κέφι για λόγια.
     «Δε ρωτάς καλύτερα τον πατέρα σου;» είπε.

    ΄Ετσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε το Φθινόπωρο, που ζωγράφιζε ακόμα.
     «Σχολείο;» απόρησε του λόγου του. «Μα δεν είσαι παρά δέκα ήμερών. Τα συννεφάκια ίσως έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο.»
     «Και τι σημασία έχει;» γκρίνιαξε ο γιος του. «΄Ενας μήνας δέκα ημερών δεν έχει προχωρήσει και λίγο. Αν ήμουν εννιά, θα καθόμουν στο σπίτι να τεμπελιάζω.»
     «΄Ασ’ τον να πάει σχολείο!» μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος. «Καιρός είναι.»
     ‘Ετσι ο Σεπτέμβρης έτρεξε γρήγορα, πρόφτασε τα συννεφάκια και πήγε μαζί τους στο σχολείο της Συννεφιάς…

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά του Φθινόπωρου» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης 1988, 20η έκδοση 2018. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.)
http://www.loty.gr/paramith_analyt_10.htm
http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=176609


Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Στο εργαστήρι: Η έμπνευση και η επιλογή των θεμάτων


(Από το βιβλίο Το μικρόβιο της ευεξίας – γράφοντας βιβλία για παιδιά, Πατάκης, 2002)

 
 

   
«Από πού αντλείτε τις ιδέες σας; Πώς σας έρχεται η έμπνευση για ένα βιβλίο;» ρωτούν πολύ συχνά τα παιδιά. Και φαίνεται ότι τέτοιες ερωτήσεις γίνονται σε όλους τους συγγραφείς, παντού στον κόσμο.
 

 
 
Ας εξηγήσω λοιπόν κι εγώ το δικό μου μυστήριο σχετικά με την έμπνευση. Στη δική μου περίπτωση, "εν αρχή ην το ερέθισμα". Και αυτό μού το δίνει συνήθως ο κοινωνικός περίγυρος, η πρόσφατη ιστορία ή η σύγχρονη πραγματικότητα. Ένα ιστορικό γεγονός που ίσως έχει μισοξεχαστεί, μια σύγχρονη κατάσταση που κάποιους συγκινεί και κάποιους όχι, ή ένα περιστατικό που προκαλεί στιγμιαία το ενδιαφέρον και τραβά φευγαλέα την προσοχή των άλλων, μεγάλων ή μικρών, εμένα μπορεί να μου προσφέρει το εύρημα, την κεντρική ιδέα μιας ιστορίας. Το ίδιο μπορεί να μου προσφέρει κι ένα θέμα διαχρονικό, όπως η γέννηση, ο έρωτας, ο θάνατος.
 

     Η έμπνευση προκαλεί την επιλογή του θέματος. Τα θέματα που ενδιαφέρουν ένα συγγραφέα έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται από καιρό εντός του. Και περιμένουν την έμπνευση για να τα ενεργοποιήσει, να τα «γονιμοποιήσει», ώστε να δημιουργηθεί ο πυρήνας ενός μυθιστορήματος. Για παράδειγμα, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προσφυγιά,  η εργασία των ανηλίκων, το διαζύγιο ή άλλα κοινωνικά ζητήματα ήταν θέματα που προσωπικά με απασχολούσαν καιρό πριν έρθει η έμπνευση. ΄Ενα ερέθισμα όμως ήταν απαραίτητο για να γραφτεί το Ζητείται μικρός (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_4.htm), με θέμα το εργαζόμενο παιδί, ή το Σπίτι για πέντε (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_5.htm), όπου γίνεται λόγος για οικογένεια διαλυμένη από διαζύγιο, το Γιούσουρι στην τσέπη (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_8.htm), όπου ο θάνατος παιδιού από αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά και το πρώτο σκίρτημα του έρωτα αποτελούν τον καμβά της ιστορίας, το Καναρίνι και μέντα (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_9.htm), με θέμα το παιδί που φεύγει από το σπίτι, αλλά και την υιοθεσία και τη ζωή σε ορφανοτροφείο, ή Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_11.htm), που αναφέρεται στα παιδιά των προσφύγων και των μεταναστών. Όλων τα θέματα είχαν από καιρό επισημανθεί, αλλά χρειάστηκε να τα «γονιμοποιήσει» η έμπνευση για να έρθουν στο φως και να γίνουν βιβλία, έπειτα από την αναγκαία κυοφορία – την επεξεργασία, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω.
 

Το θέμα τώρα που «ενεργοποιείται» από την έμπνευση μπορεί πολλές φορές να είναι τολμηρό για την παιδική λογοτεχνία της εποχής ή να μην έχει θιγεί από άλλον πριν. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αποφασίζει να το παρουσιάσει στο παιδικό/νεανικό αναγνωστικό κοινό αναλαμβάνοντας την ανάλογη ευθύνη, όταν είναι βέβαιος ότι όχι μόνο δε θα βλάψει τους νεαρούς αναγνώστες, αλλά αντίθετα θα συμβάλει στη διεύρυνση των οριζόντων τους.

 Για παράδειγμα, το 1978 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Για την άλλη πατρίδα (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_2.htm), με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον επαναπατρισμό μεταναστών από χώρες με ανελεύθερο καθεστώς, την προσφυγιά και το δράμα της Κύπρου. Πρώτη φορά θίγονταν τέτοια θέματα σε παιδικό βιβλίο και οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. «Προφητικό» το λένε τώρα πολλοί, καθώς βλέπουν τα κύματα των λογής προσφύγων από ανατολικο-ευρωπαϊκές αλλά και άλλες χώρες να καταφεύγουν στην Ελλάδα, και καθώς μαθαίνουν όλο και περισσότερα για τις συνθήκες ζωής σε τόπους –απανταχού της γης- όπου ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ανύπαρκτος[i].

     Άλλο παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα Στο τσιμεντένιο δάσος (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_3.htm), το πρώτο ελληνικό παιδικό βιβλίο με θέμα τη μάστιγα των ναρκωτικών. ΄Οταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1981, η απειλή των ναρκωτικών ελάχιστα απασχολούσε την κοινή γνώμη και υπήρχε διχογνωμία μεταξύ των ειδημόνων αν πρέπει ή δεν πρέπει να μιλούμε γι’ αυτό στα παιδιά. Αργότερα γράφτηκαν και μερικά ακόμη βιβλία από άξιους δημιουργούν παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας[ii]. Η τραγική σημερινή κατάσταση δείχνει ότι όχι μόνο έπρεπε να γραφούν, αλλά να είναι και πολύ περισσότερα.

 



[i] Στο προλογικό σημείωμα αναφέρεται: «Το μυθιστόρημα τούτο είναι βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά, σε αληθινές ιστορίες προσφύγων που μετακινήθηκαν στην πενταετία 1970-1975. Οι χώρες όμως όπου εκτυλίσσεται έχουν ονόματα  φανταστικά. Και τούτο, γιατί παρόμοια περιστατικά συμβαίνουν σε πολλά σημεία της γης. Δεν έχει, λοιπόν, σημασία αν οι τόποι που έζησαν τα πρόσωπα της ιστορίας ήταν στην Ανατολή ή τη Δύση, το Βοριά ή το Νότο. Η ανθρώπινη αγωνία είναι η ίδια παντού. Κι η λαχτάρα που θα νιώσει ο μικρός ήρωας για ελευθερία, για ειρήνη, για δικαιοσύνη είναι λαχτάρα χιλιάδων παιδιών, αίτημα εκατομμυρίων ανθρώπων σε πάμπολλα μέρη του κόσμου».
[ii]  Το ταξίδι που σκοτώνει (Καστανιώτης) του Μάνου Κοντολέων, SOS Κίνδυνος (Καστανιώτης) της Νίτσας Τζώρτζογλου, Η εξομολόγηση (Άγκυρα) του Αντώνη Δελώνη, Επικίνδυνα παιχνίδια (Πατάκης) της Λίτσας Ψαραύτη κ.ά.
 
 

Η Έλλη Δέδε γράφει: Το Φιλί Της Λύκαινας



Εφηβική Λογοτεχνία (Κοινωνικό):  Βαθμολογία: 10/10

Η αγαπημένη Λότη Πέτροβιτς που χρόνια τώρα πρωτοπορεί στον χώρο του νεανικού κοινωνικού μυθιστορήματος επανέρχεται μ’ ένα πολύ πρωτότυπο βιβλίο που θα γοητεύσει και θα μας ταξιδέψει.

Περίληψη
Ο Αλέξης Νόιγκερ και η Δάφνη τουπου γνωρίσαμε ερωτευμένο ζευγάρι στο Λάθος, κύριε Νόιγκερ[1], απολαμβάνουν την οικογενειακή ζωή, με τα δυο τους παιδάκια, την Όλγα και τον Φραγκίσκο. Μοναδικό αγκάθι η σχέση της Δάφνης με τον πατέρα της, τον παππού- Πέτρο... Ένας παππούς ξεχωριστός, το 12ο καλοκαίρι του μικρού Φραγκή θα τον σεργιανήσει στις αλήθειες της ζωής παρέα με ένα πλάσμα που πρέπει οπωσδήποτε να προστατεύσουν: Μια χαμένη λύκαινα που διασώθηκε κουτάβι ακόμη, από τα φιλόξενα χέρια του παππού Πέτρου. Ένα ταξίδι που περνά από τη μακεδονικό τοπίο, με τα αρχαία μυστικά, απολαμβάνει κονσέρτο στην επιβλητική Βιέννη και φτάνει ως την πολυτάραχη Λατινική Αμερική...  


Σχολιασμός
Το νέο μυθιστόρημα της Λότης Πέτροβιτς αποτελεί ένα ακόμη συναρπαστικό οδοιπορικό γνώσης, κοινωνικών προβληματισμών και ωραίων συναισθημάτων. Ένα μικρό οδοιπορικό αυτογνωσίας  που απαλύνει το τραύμα της ενηλικίωσης με τον πιο τρυφερό και ουσιαστικό τρόπο. Ένα εφηβικό μυθιστόρημα από τα πιο πρωτότυπα του είδους που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές με τον εξαίσια περιεκτικό τρόπο της Λότης Πέτροβιτς.

      Με Το Φιλί Της Λύκαινας, η Λότη Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου προσθέτει ένα ακόμη "αστεράκι" στο λογοτεχνικό σύμπαν που στήνει 25 χρόνια τώρα, επεκτείνοντας την οικογένεια του Φίλιππου από το λατρεμένο -πρωτοποριακό για την εποχή του- Σπίτι Για Πέντε[2]. Αυτή τη φορά εστιάζουμε στην οικογένεια του Ελληνοαυστριακού καθηγητή Γερμανικών και αρχαιολόγου Αλέξη Νόιγκερ, με επίκεντρο τον μικρό του γιο και τον αινιγματικό πεθερό του. Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η πιο τρυφερή σχέση που μπορεί να σημαδέψει την παιδική ηλικία: Η σχέση παππού κι εγγονού. Εδώ όμως έχουμε έναν παππού αλλιώτικό, αντισυμβατικό και παθιασμένο με τη ζωή. Ένα πλάσμα ελεύθερο και άκρως γοητευτικό, ταμένο στη συμπόνια και στον έρωτα είναι ο "παππούς Πέτρος" της Λότης Πέτροβιτς. Ένας ταξιδευτής- παραμυθάς, μόνο που το παραμύθι εδώ είναι η ίδια η ζωή του.

     Με όχημα τις διηγήσεις του παππού, η Λότη Πέτροβιτς επιδέξια κατορθώνει να εισαγάγει τα παιδιά στις μεταπολεμικές μπόρες του 20oυ αιώνα και να εξακτινώσει το έργο της γεωγραφικά από τα βαμβακοχώραφα της Μακεδονίας και τα μυστικά της Αμφίπολης, μέχρι την Ευρώπη και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ο νεαρός αναγνώστης θα πληροφορηθεί για χώρες και πολιτείες ανοίκειες. για να διαπιστώσει πως τα πάθη του κόσμου παντού παραμένουν ίδια και το αίτημα για ελευθερία και αξιοπρέπεια είναι πανανθρώπινο. Η Δικτατορία στην Ελλάδα αντιπαρατίθεται επιδέξια με τα στρατοκρατικά καθεστώτα στη Χιλή του Πινοσέτ ή στην Αργεντινή για να αναδειχθεί η "ηθική τους συνάφεια" και η μισανθρωπική τους φύση. Αυτό προσδίδει παγκοσμιότητα στο μυθιστόρημα της Λότης Πέτροβιτς. Ο παππούς Πέτρος, λοιπόν, γίνεται αρωγός των καταπιεσμένων και οδηγεί τον μικρό του εγγονό στο συμπέρασμα που κι ο Γκάτσος είχε εκφράσει στο τραγούδι "Φιλντισένιο Καραβάκι"

 "Τι να πω για την Ευρώπη;
              Τι να πω για την Αμερική
              Δεν αλλάζουν οι ανθρώποι-
              -έχουνε βάσανα κι εκεί"... 

     Η διήγηση κυλάει δροσερά λοιπόν με την αύρα ενός γλυκόπικρου τραγουδιού χωρίς να κουράζει, διότι είναι διαδραστική, με τον μικρό εγγονό να συμμετέχει μέσα από έξυπνα συμπεράσματα και σχόλια. Η πορεία του παππού μάς συνεπαίρνει καθώς ξετυλίγεται σιγά-σιγά κι εναλλάσσεται με έξυπνους διαλόγους και περιστατικά από την παροντική συνύπαρξη παππού κι εγγονού μέσα από την οποία ο μικρός Φραγκής μεγαλώνει... Απροσδόκητα παρών και ο έρωτας με τον πιτσιρίκο μας να γίνεται συνωμότης και "αγγελιοφόρος" του...

     Σταδιακά ολοκληρώνεται το παζλ μιας δραματικής οικογενειακής ιστορίας με πληγές απουσίες και λάθη, όπου η αποπροσανατολισμένη αλήθεια αναζητά τον δρόμο της και η συγχώρεση ζητά να γίνει το διαβατήριο της αγάπης. Παρούσα σε όλα μια λύκαινα, η μυστική σύντροφος του παππού.

     Η φιγούρα του λύκου έχει συνδεθεί πολλές φορές με παιδιά στην λογοτεχνική παραγωγή. Από τη Ρωμαϊκή μυθολογία, ο Ρωμύλος και ο Ρέμος ανατρέφονται από μια λύκαινα. Ο Ράνγιαρντ Κίπλινγκ τοποθετεί τον ήρωά του τον Μόγλη ανάμεσα σε μια αγέλη λύκων να αντιμετωπίζει το δίλημμα της ένταξης στον ανθρώπινο πολιτισμό. Από την άλλη στο ξεχωριστό φιλοσοφικό μυθιστόρημα "Η Γνώση Των Αγγέλων , ένα κοριτσάκι αναθρεμμένο από αγέλη λύκων γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης ανάμεσα σε έναν ιερέα κι έναν ορθολογιστή υπόδικο. Στη Λότη Πέτροβιτς, η Λύκαινα συμβολίζει την αθωότητα και το ανυπότακτο πνεύμα, που αρνείται να ενταχθεί. Παράλληλα η Λότη Πέτροβιτς ιχνηλατεί τη φιγούρα του Λύκου όπως παρουσιάστηκε στη σημειολογία διαφόρων δοξασιών ανά τον κόσμο, συνδέοντάς την ευφυώς με τη δική μας Ιστορία. Στην κυριολεκτική της διάσταση η Λύκαινα ασφαλώς κομίζει οικολογικό μήνυμα και αντιπροσωπεύει τη φύση και την ευλογία να συνυπάρχει ο άνθρωπος αρμονικά μαζί της...

     Η Λύκαινα στο Φιλί είναι πρωτίστως η συμφιλίωση του αποξενωμένου ανθρώπου με τη Δημιουργία. Ο Περίπατος αυτού του Πέτρου μπορεί να μη διαβαίνει το αιματοβαμμένο μονοπάτι της Κατοχής, όπως στην Άλκη Ζέη, όμως διασχίζει τα λαγκάδια της αγωνίας και της συνύπαρξης με το διαφορετικό για να οδηγήσει στην οδυνηρή αυτογνωσία.

    Συντροφεύστε τον Φραγκή σε αυτό το πρωτότυπο ταξίδι ενηλικίωσης με σύντροφο τον μοναδικό παππού του, που θα σας συναρπάσει! Απολαύστε τους, ακούγοντας -τι άλλο; τον "Πέτρο και τον Λύκο" του Προκόφιεφ!- ένα από τα μουσικά κομμάτια που συνοδεύουν τη γλυκιά αφήγηση της Λότης Πέτροβιτς στο Φιλί Της Λύκαινας.  



1] http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_6.htm

Η Έλλη Δέδε γράφει: Αμίλητη Αγάπη


Είδος : Εφηβική Λογοτεχνία - Βαθμολογία: 10/10
H Λότη Πέτροβιτς εμπλούτισε τη σειρά της αγαπημένης παρέας από τον Στρέφη μ’ ένα ακόμη νεανικό κοινωνικό μυθιστόρημα, αισθηματικών αποχρώσεων. Η Αμίλητη Αγάπη[1] είναι ένα βιβλίο που σίγουρα έχει να μας μιλήσει για όμορφες αλήθειες και βαθιά συναισθήματα

Περίληψη

Η Όλγα κι η Ειρήνη, στον απόηχο της μεγάλης τους περιπέτειας με τους νεοναζί, στα Τέρατα Του Λόφου, διανύουν την εφηβεία τους βιώνοντας την απόλυτη φιλία. Στη ζωή τους όμως μπαίνει ένας ξεχωριστός έφηβος ο Θέμης. Το παράδειγμα και το θάρρος του Θέμη, ακτινοβολεί ανάμεσα στη μαθητική κοινότητα και πυροδοτεί ένα υπέροχο αγνό συναίσθημα, το οποίο προσπαθεί να επιβιώσει ενώ στη μικροκοινωνία του σχολείου θεριεύουν η προκατάληψη και ο εκφοβισμός. Θα φανεί η αγάπη πιο δυνατή;

Σχολιασμός

Η Λότη Πέτροβιτς, αφουγκραζόμενη τον παλμό της επικαιρότητας, που έφερε στο φως αιματηρές ιστορίες κακοποίησης, αυτή τη φορά συνθέτει μια τρυφερή εφηβική ιστορία που επιδέξια εξακτινώνεται σε κοινωνικούς προβληματισμούς γύρω από το bullying και το σωματικό έλλειμμα.

    Στο επίκεντρο έχουμε πάλι τις δυο ηρωίδες από τα Τέρατα του Λόφου[2]: Είναι οι δυο παράνυφοι του Φίλιππου και της Χριστίνας (Σπίτι Για Πέντε[3], Τραγούδι Για Τρεις[4]):  Η Όλγα Νόιγκερ (κόρη του καθηγητή Γερμανικών, του αρχαιολόγου Αλέξη Νόιγκερ) και η Ειρήνη Κυνηγού (κόρη της Κόννης και του Σωτήρη από το Τσιμεντένιο Δάσος[5]). Μια κοριτσίστικη φιλία με τις στιγμές της γλυκιάς συνενοχής, τα μυστικά, αλλά και τους μικρούς ανταγωνισμούς της ηλικίας. Στα Τέρατα του Λόφου της αφήσαμε παραδομένες σε ανεκπλήρωτους έρωτες, με τη φιλία τους αμοιβαίο στήριγμα… Στην Αμίλητη Αγάπη κυρίαρχη φιγούρα ανάμεσά στα δυο κορίτσια όμως είναι ο ξεχωριστός Θέμης, ένας ήρωας αξέχαστος, που θα πρωταγωνιστήσει σε ένα δυνατό αίσθημα.

    Ο Θέμης αντιπροσωπεύει τις πιο όμορφες αξίες του ανθρώπου. Με τη λεβεντιά και την αξιοπρέπεια του δεν επιτρέπει στιγμή στον οίκτο να παρεισφρήσει ανάμεσα σε αυτόν και στον αναγνώστη. Αντιθέτως αποτελεί παράδειγμα πίστης στη ζωή και στον επίμονο αγώνα να την κάνουμε καλύτερη όχι μόνο για εμάς και για τους άλλους. Επιμένει να τάσσεται στο φως και να το χρησιμοποιεί όπως ο Χικμέτ "για να φωτίσει και τη νύχτα των γύρω του", όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του.

   Η συγγραφέας δια μέσου του ήρωά της αναδεικνύει την αρχοντιά της αλληλεγγύης εκείνου που δεν περιχαρακώνεται ναρκισσιστικά στο προσωπικό του δράμα, αλλά το αξιοποιεί ως όχημα να κατανοήσει και να συμπονέσει τους γύρω του.

   Ο Θέμης της Λότης Πέτροβιτς υψώνει ηθικό ανάστημα αξιομίμητο και  δικαιώνει τη νιτσεϊκή ρήση που εξαίρει "αυτόν που η ψυχή του είναι πιο βαθιά απ' την πληγή του..." Παράλληλα αποτελεί καταγγελία της περιθωριοποίησης μιας ευπαθούς ομάδας ανθρώπων από μια Πολιτεία που αδιαφορεί και δεν προσαρμόζει τις υποδομές της, ώστε εκείνοι να έχουν τις ευκαιρίες να διεκδικήσουν την αυτονομία και τις κορυφές που αξίζουν.

   Το αξιοθαύμαστο στη Λότη Πέτροβιτς είναι πως όλα αυτά αναδεικνύονται με μια φυσικότητα, χωρίς υπερβολές ή εξιδανικεύσεις... Τους εξιδανικευτικούς τίτλους άλλωστε τους αρνείται και ο ίδιος ο ήρωας προς το τέλος του έργου...  Ο έρωτας στο βιβλίο είναι από τους πλέον συγκινητικούς, ακολουθώντας πάντα τις ανασφάλειες της εφηβείας και τις αναμενόμενες διακυμάνσεις, χαρίζοντας όμως μικρές στιγμές που αναδεικνύουν το θυσιαστικό μεγαλείο του.

     Φυσικά δεν απουσιάζει η ποιητική διάθεση κι η απογειωτική του φύση, ενορχηστρωμένα από υπέροχα τραγούδια, όπως το αριστουργηματικό Λιανοτράγουδο του Μάνου Χατζιδάκι...

      Κάποιες στιγμές, το βιβλίο της Πέτροβιτς ίσως φέρει στο νου του πιο έμπειρου αναγνώστη "κάτι" από το best seller Μe Before You της Jojo Moyce, χωρίς μίμηση φυσικά και αφήνοντας διαφορετικό μήνυμα  από εκείνο.

      Η Αμίλητη Αγάπη είναι λουσμένη στο φως του "ξανθού ήλιου" που πάντα υπόσχεται μια νέα ημέρα, φιλοτεχνημένη από τα χρώματα της αγάπης. Μια ξεχωριστή ρομαντική ιστορία με πολλαπλά κοινωνικά κι ανθρωπιστικά μηνύματα, που σίγουρα θα συγκινήσει και είναι ιδανικό ανάγνωσμα για εφήβους, αλλά και για ενήλικες ακόμη από μια Λότη Πέτροβιτς που καθιστά την πένα της ακούραστη παραστάτιδα στις αγωνίες της κοινωνίας...





Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Ως ο Αδάμ*


Πρώτος άκουσε την κραυγή ο Θωμάς, που νοίκιαζε στην παραλία κανό και ποδήλατα: «Σώσε με, Κύριε!» - φωνή παράξενη και συνάμα γνωστή, τόσο γνώριμη που κι αν ακόμα δεν έβλεπε την ίδια στιγμή τον παπα-Πέτρο να βουλιάζει και το νερό να ταράζεται άξαφνα ολόγυρα στο κορμί και στη βάρκα του, όρκο θα έπαιρνε πως εκείνος ήταν που φώναξε από τη θάλασσα – τριάντα μέτρα το πολύ από την ακτή.
     Όρμησε το παλικάρι έτσι όπως ήτανε, με τη φανέλα και το μπλουτζίν, έπεσε με δύναμη στο νερό, έφτασε με γρήγορες απλωτές ως τη βάρκα, κοίταξε ολόγυρα… Tίποτα! Ούτε κορμί, ούτε χέρι φαινότανε τώρα. Βούτηξε ολόκληρο το κεφάλι του, άνοιξε τα μάτια… Λίγο πιο κει, να το! Το κορμί του παπά βυθιζόταν αργά…  Δυο σβέλτες κινήσεις κάτω από το νερό και τον άδραξε από τα μαλλιά. Κολύμπησε με το ένα χέρι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τον έσυρε ως τα χαλίκια, τον γύρισε μπρούμυτα λαχανιασμένος, να βγει το νερό από τα πνεμόνια του…
     «Τι έγινε, βρε παιδί;» έφτασε τρέχοντας ο Μιχάλης από την ταβέρνα της παραλίας, έπειτα κι άλλες φωνές ακούστηκαν, έτρεξαν αγουροξυπνημένοι και μισόγυμνοι δυο τρεις παραθεριστές από τα νοικιασμένα δωμάτια… Στάθηκαν ολόγυρα με περιέργεια. Σα να γέλασε κάποιος. Έπειτα ένα μουρμουρητό, κι έπειτα ξανά η φωνή του Μιχάλη:
     «Τι έπαθε ο άνθρωπος, βρε Θωμά; Πνίγηκε;»
     Δε γινότανε ν’ απαντήσει το παλικάρι. Από πρώτες βοήθειες ήξερε, τεχνητές αναπνοές και τα τέτοια,  το σπουδαιότερο μη χαθεί πολύτιμος χρόνος.
     «Βρε τον τρελόπαπα! Χρόνια του το λέμε πως θα πάει καμιά ώρα στον πάτο», ξέσπασε ο Μιχάλης. «Και γυμνός πάλι ψάρευε, ε; Τι να του πεις;»
     Τότε μόνο το πρόσεξε ο Θωμάς το κορμί που πάλευε ν’ αναστήσει. Ο παπα-Πέτρος ήταν ολόγυμνος σαν τον Αδάμ.
     Το μουρμουρητό ένα γύρω δυνάμωνε.
     «Γιατρό, βρε παιδιά, ένα γιατρό!» φώναξε κάποιος.
     «Φέρτε ένα σεντόνι να τον σκεπάσουμε, μωρέ!» το βρήκε πιο επείγον αυτό κάποιος άλλος.
     «Τι έχουνε να δούνε ακόμα τα μάτια μας!» είπε μέσ’  απ’  τα δόντια της μια γυναίκα.
     Ο Θωμάς δεν άφηνε το κορμί απ’  τα χέρια του. Το πάλευε τώρα με τεχνητή αναπνοή, ώσπου ένας γιατρός παραθεριστής τον έκανε πέρα λαχανιασμένος. ΄Εσκυψε πάνω στον παπα-Πέτρο, τον πάλεψε κι αυτός κάμποσο, προσπάθησε με το φιλί της ζωής, τον ακροάστηκε ξανά και ξανά…
     «Δε γίνεται τίποτα! Είναι νεκρός…» μουρμούρισε τέλος.
     ΄Ενας ήλιος ολόλαμπρος ξεπρόβαλε την ίδια στιγμή από τα δεξιά, πάνω από της Ρούμελης τα βουνά στην απέναντι όχθη, κι έπεσε και φώτισε το κουφάρι.
     Σεντόνι καθαρό έφερε κάποιος και σκέπασε τη γύμνια του παπα-Πέτρου, και το κεφάλι μαζί.
     «Όχιιιι!» μούγκρισε ο Θωμάς, πεσμένος εκεί δίπλα. «΄Οχιιι!» και βάλθηκε να χτυπάει μανιασμένα με τις γροθιές του τα βότσαλα. Δεν κατάφερε να τον σώσει, που να πάρει, δεν πρόλαβε… Και του το ’λεγε κι αυτός του ευλογημένου «παράτα το ψάρεμα, παπα-Πέτρο, θα σε κλάψουμε καμιά μέρα, μη μπαίνεις στη βάρκα, μην ξανοίγεσαι αφού δεν ξέρεις κολύμπι…».

 Δεν είχε μάθει ποτέ του να κολυμπάει ο παπά-Πέτρος. Βουνίσιο ήτανε το χωριό του, από τα πιο ψηλά σκαρφαλωμένα της Αρκαδίας. Πρόβατα έβοσκε ως τα δέκα του χρόνια, έπειτα το κοπάδι πήρε να λιγοστεύει – ο πόλεμος, η πείνα, οι ναζί που τα δημεύανε, οι αντάρτες που τα παίρνανε «να φάει ο στρατός», αρρώστιες αργότερα…
     «Υπάρχει κι άλλο ποίμνιο, τέκνο μου» του είπε κάποτε ο παπάς του χωριού του, έτσι που τον έβλεπε από μικρό να βοηθάει στο ιερό Κυριακές και γιορτάδες, κι όταν μεγάλωσε, να ψέλνει καλύτερα κι από κείνους που είχανε μάθει βυζαντινή μουσική σε σχολή. «΄Εξυπνος  είσαι» τον κανοναρχούσε από τότε συχνά ο παπάς, «φόβον Θεού έχεις, από γράμματα παίρνεις, ιερέας να γίνεις, αυτό είναι το μέλλον σου».
     Πες πες ο γέροντας, τον έπεισε τελικά τον Πέτρο. ΄Ηταν που ορφάνεψε κιόλας, ήταν που έμεινε κι επί ξύλου κρεμάμενος, δίχως πρόβατα ή άλλο βιος… Τον πάντρεψε λοιπόν μάνι μάνι με μια θεοσεβούμενη ανιψιά του ο παπάς κι ύστερα συνεννοήθηκε με το Δεσπότη για τη χειροτονία το συντομότερο.
     Κι έγινε διάκος ο Πέτρος μια Κυριακή μετά τη λειτουργία, διάκος υπηρέτησε στην Τρίπολη κάμποσο καιρό κι ύστερα χειροτονήθηκε ιερέας.
     «Σε χωριό θα σε στείλω» του είπε μια μαγιάτικη μέρα ο Δεσπότης. «Μεγάλη ανάγκη έχουνε τα χωριά μας!»
     Και τον έστειλε με την παπαδιά του ετοιμόγεννη σε άλλο νομό του Μοριά, σε τούτο τον τόπο,  χωριό βουνίσιο και θαλασσινό μαζί, χτισμένο σε πέτρινο εξώστη ζωσμένο από λιόδεντρα, λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και πεύκα, να βλέπει κατά το βορρά και να του βρέχει τα ριζά του η θάλασσα.
     Αχ, η θάλασσα! Πρώτη φορά την έβλεπε στη ζωή του ο παπα-Πέτρος, κι ας μην το πίστεψε κανείς απ’ όσους τ’ ακούσανε. Πρώτη φορά και – Θε’ μου συχώρα με! – τέτοια αναστάτωση ποτέ του δεν είχε νιώσει ως τότε, ούτε τη μέρα που πρωταντίκρισε σαν την Εύα την παπαδιά του. Κάτι σαν τρέλα του ήρθε όταν είδε ν’  απλώνεται κάτω ατέλειωτο το νερό. Και κάτι σαν παραφορά, σα μανία τον έπιασε όταν έφτασε ως τα ρουθούνια του η αρμυρή της μοσκοβολιά, τόσο δυνατή που σκέπασε ακόμα και την ανοιξιάτικη ευωδιά του χωριού από πεύκο, σκίνο και λεμονανθούς.
     «Ωραίο το χωριό!» ενθουσιάστηκε η παπαδιά και μπήκε πρώτη στο σπίτι δίπλα στην εκκλησία - κληροδότημα κάποιου δάσκαλου συνταξιούχου, συχωρεμένου πριν από κάτι μήνες, που το άφησε, λέει, για να μένει πάντα εκεί του χωριού ο παπάς.
      «Ωραία η θάλασσα…» μουρμούρισε μαγνητισμένος εκείνος. «Εγώ θα πάω να δω τον πρόεδρο» είπε ύστερα δυνατά, κι άφησε σύξυλους την παπαδιά και τους νεαρούς να ξεφορτώνουνε το νοικοκυριό του απ’ το φορτηγάκι.
     Πήγε πρώτα στην άκρη, εκεί που άρχιζε ο γκρεμός μπροστά στο χωριό, να χαζέψει το βαθυγάλαζο στοιχειό που ξεκινούσε στραφταλίζοντας από την πλατιά παραλία κάτω, κι έφτανε ίσαμε τη Ρούμελη απέναντι.
 
 
Κείνα τα χρόνια – τριάντα, σαράντα πριν, τόσα δεν ήτανε; - στην παραλία ούτε ταβέρνα, ούτε μπαράκια, ούτε δρόμος με άσφαλτο, ούτε δωμάτια για νοίκιασμα, ούτε κανό και ποδήλατα για τη θάλασσα. Δυο τρία σπιτόπουλα όλα κι όλα και βάρκες μετρημένες πέντε, να βγαίνουν οι λίγοι από το χωριό που καταπιάνονταν και με το ψάρεμα, εξόν από τα χωράφια και τα ζωντανά. Την έκτη την πρόσθεσε ο παπά-Πέτρος λίγες βδομάδες αργότερα, που μπήκε το καλοκαίρι.
     «Πρέπει όμως να μάθεις κολύμπι, παπά μου!» τον προειδοποίησε πρώτος ο πρόεδρος. «Τα νερά εδώ βαθαίνουν απότομα, ο Κορινθιακός έχει ρεύματα, είναι επικίνδυνος, πιάνουν αέρηδες ξαφνικά κι ο μαΐστρος δεν αστειεύεται».
     «Άμα δε μάθεις πρώτα να επιπλέεις τουλάχιστο, στη βάρκα να μην το τολμήσεις να μπεις, ακούς;" χωράτεψε κι ο γραμματέας της Κοινότητας, νεαρούλης και νιόπαντρος ακόμα εκείνα τα χρόνια. "΄Οχι να μας πνιγείς και να μείνουμε πάλι χωρίς παπά, τώρα που βολευτήκαμε!».
     «Μόλις κλείσει το σχολείο, θα σε μάθω κολύμπι εγώ» υποσχέθηκε ο δάσκαλος, νεοδιορισμένος τότε κι εκείνος.
     Μα το σχολείο ήθελε μήνα και βάλε ακόμα να κλείσει για καλοκαίρι. Και ποιος περίμενε ίσαμε τότε;
     «Σε καλό σου, παπά μου!» ταράχτηκε κι η πρεσβυτέρα του σαν τον είδε μια μέρα να γυρίζει με σύνεργα ψαρικής. «Εδώ παιδί περιμένουμε, είναι ώρα για τρέλες; Βάλθηκες, δηλαδή, να πνιγείς;»
 
Άλλος κινδύνευε να πνιγεί, αμάθητος από θάλασσα μέσα στη βάρκα του, κι άλλος πνίγηκε, μαθημένος να πλέει σε νερό μες στης μάνας του την κοιλιά. Η πρεσβυτέρα είχε άσχημη γέννα. Πάει το βρέφος, έτσι το θέλησε ο Μεγαλοδύναμος. Μα και του λόγου της δεν το άφησε να φύγει μονάχο. Το ακολούθησε, λες και θα χρειαζόταν τροφό το μωρό, για να γίνει άγγελος κανονικός εκεί που θα πήγαινε.
     Κι έμεινε μονάχος ο παπά-Πέτρος να θρηνεί κρυφά για το κακό που τον βρήκε, ν’ αναρωτιέται το γιατί και να ρωτάει, όπως οι Ιουδαίοι για τον τυφλό στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο: «ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού;»
     Τι έλεγε, αλήθεια, παρακάτω το ευαγγέλιο; Το διάβασε μια Κυριακή και το θυμήθηκε: «απεκρίθη  Ιησούς, ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ». Σε κείνον όμως τον αμαρτωλό τι έργα του Θεού να φανερωθούν; Ανεξιχνίαστες οι βουλές του Υψίστου κι εκείνος δεν είχε παρά να δεχτεί τη μοίρα του και να συνηθίσει να ζει μονάχος από δω κι εμπρός. Μονάχος του με τη θάλασσα.
     «Πρέπει να μάθεις να κολυμπάς! Πού ακούστηκε να ψαρεύει άνθρωπος που δεν ξέρει να επιπλέει;» του έλεγε πάλι και πάλι ο πρόεδρος.
     Το ίδιο κι ο γραμματικός. Και ο δάσκαλος. Και όλοι το βράδυ στο καφενείο.
     «Καλά» μουρμούριζε αόριστα εκείνος.
     Άκου να μάθει να κολυμπάει!... Τι το ήθελε το κολύμπι; Του έφτανε που έμπαινε στο νερό ίσαμε το λαιμό, πότε για να τραβήξει έξω στην παραλία τη βάρκα, πότε για να τη ρίξει στη θάλασσα. Τούτο το βούτηγμα, τούτη η υδάτινη απέραντη αγκαλιά που μοσχοβολούσε αρμύρα, ήταν η πιο μεγάλη χαρά της ζωής του. Και το ψάρεμα, με τη βάρκα να γλιστράει στην πλάτη της θάλασσας, η πιο σημαντική του δουλειά εκτός από κείνη της εκκλησίας.
     Όχι πως δεν έκανε και τίποτ’ άλλο.  Πάλευε και μ’ ένα χωραφάκι που ξεχέρσωσε, κανένα τέταρτο με τα πόδια έξω από το χωριό. Και με το αμπελάκι που απόκτησε κει κοντά. Και με τα λίγα λιόδεντρα τ’ άγρια που μπόλιασε κατά το βουνό, στα νώτα του χωριού. Ζωντανά, βέβαια, δεν είχε. Μονάχα ένα γαϊδουράκι πήρε δικό του, ν’ ανεβοκατεβαίνει στην παραλία και να πηγαίνει στ’  αμπέλι. ΄Αλλα ζωντανά όχι, δεν ήθελε. Ό,τι ζωντανό άλλωστε πήγαινε κοντά του χανόταν, αυτό το πίστευε πια. Πρόβατα, γυναίκα, παιδί…  Απέθαντη μόνο η θάλασσα. Μαζί της λοιπόν. Με τη δική της τη συντροφιά θα ζούσε από δω κι εμπρός.

 «Γυμνός ψαρεύεις του λόγου σου;» έσκυψε στ’ αυτί του κατάπληκτος και κάπως θυμωμένος ο γραμματικός ένα βράδυ που κάθονταν όλοι στο καφενείο. «Σε είδε, λέει, κάποιος που ψάρευε κι εκείνος τα ξημερώματα, να παλεύεις με τα σύνεργα τσίτσιδος. Είν’ αλήθεια, παπά μου;»
     Τον αγριοκοίταξε ο παπα-Πέτρος λοξά και δεν αποκρίθηκε.
     «Καλά… δε λέω» μαζεύτηκε ο γραμματικός, «καλοκαίριασε βέβαια, ζέστη κάνει… Μα και ολόγυμνος, πάτερ μου;  Θα κολάσεις τον κόσμο, και…»
     Σηκώθηκε απότομα ο παπά-Πέτρος.
     «Έλα μαζί μου!» τον πρόσταξε.
     Και σε λίγο τον είχε καθισμένο μπροστά του, μέσα στην εκκλησία, με το Ευαγγέλιο ανοιγμένο στις τελευταίες σελίδες.
     «Ορίστε, διάβασε!» φώναξε. «Γράμματα ξέρεις, βάλε τα γυαλιά σου και διάβασε το κατά Ιωάννην. Τι λέει εδώ;»
     Το δάχτυλό του έδειχνε σταθερά τη σελίδα. Κι ο γραμματικός άρχισε κομπιαστά να διαβάζει:
     «Μετά ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς τοις μαθηταίς επί της θαλάσσης της  Τιβεριάδος. εφανέρωσε δε ούτως. ήσαν ομού Σίμων Πέτρος, και Θωμάς…»
     «Πάρα κάτω, πάρα κάτω!» έκανε ανυπόμονα ο παπά-Πέτρος.
     «…λέγει αυτοίς Σίμων Πέτρος. υπάγω αλιεύειν…»
     «Πιο κάτω ακόμα!»
     «…Σίμων ούν Πέτρος ακούσας ότι ο Κύριός εστι, τον επενδύτην διεζώσατο. ην γαρ γυμνός…»
     «Αρκετά!» τον σταμάτησε ο παπά-Πέτρος. «Πήγαινε λοιπόν να πεις σε όποιον αχρείο κουτσομπολεύει, ότι και ο Απόστολος Πέτρος ολόγυμνος ψάρευε. Το πονηρό στο κεφάλι τους το ’χουν. Τι θέλατε δηλαδή; Να πηγαίνω για ψάρεμα με τα ράσα; ΄Υπαγε οπίσω μου σατανά…»
     «Ναι, μα…» έκανε να φέρει αντίρρηση ο γραμματικός, «στο Ευαγγέλιο λέει ότι ο Πέτρος φόρεσε τον επενδύτη του όταν…»
     «Όταν;» αγρίεψε για τα καλά ο παπά-Πέτρος.
     «Όταν κατάλαβε ότι στην παραλία τον περίμενε ο αναστημένος Χριστός».
     «Ε, αν με περίμενε και μένα τον αμαρτωλό στην παραλία, το ίδιο θα έκανα. ΄Ομως εγώ μονάχα έναν κουτσομπόλη συνάντησα. Για δαύτον δεν άξιζε να βάλω τον ‘επενδύτη’ μου, κατάλαβες;»
     «Κατάλαβα, παπά μου, να με συμπαθάς!».
     Δεν είχε λόγο ν’ αντιμιλήσει άλλο και να τον θυμώσει ο γραμματικός. Αντίθετα μάλιστα! Ήθελε να τα έχει καλά με τον εκπρόσωπο του Υψίστου. Να τον καλέσει μια μέρα και στο σπίτι για ευχέλαιο – από καιρό του ’χε φάει τ’ αυτιά η πεθερά του η Χατζίνα - μη και γίνει το θάμα και πιάσει παιδί η γυναίκα του, που περνούσε ο καιρός και η κοιλιά της δεν έλεγε να φουσκώσει.
     Εξήγησε λοιπόν χαμηλόφωνα ο γραμματικός και στους άλλους, όταν επέστρεψε στο καφενείο, τι έλεγε το Ευαγγέλιο. ΄Ετσι έληξε κάθε σχόλιο, τουλάχιστον φανερά. Και κανένας πια δεν παραξενευόταν που ο παπα-Πέτρος, μόλις έμπαινε καλοκαίρι, ψάρευε όπως τον γέννησε η μάνα του.

 Στην αρχή, τότε, τα πρώτα χρόνια – τριάντα, σαράντα, τόσα δεν ήτανε; - όταν κατέβαινε στην παραλία με το γαϊδούρι, τύλιγε τα ράσα με προσοχή, τ’ άφηνε πάνω στα βότσαλα, έβαζε πάνω μια πέτρα μεγάλη μην τα πάρει ο αέρας, κι έμπαινε στη θάλασσα με το σώβρακο μόνο και τη φανέλα, για να τραβήξει τη βάρκα. Κι όταν πηδούσε μέσα στη βάρκα, τα ’βγαζε κι αυτά και τ’ άπλωνε να στεγνώσουν ώσπου να τελειώσει το ψάρεμα.
     Αργότερα, όταν ψόφησε το γαϊδούρι, ο παπά-Πέτρος αγόρασε μηχανάκι. Βρήκε κι ένα μακρύ και φαρδύ πουκάμισο μαύρο, μια μέρα που κατέβηκε ως την πόλη, αγόρασε κι ένα μαύρο τζιν, κι αυτά πια φορούσε όταν κατέβαινε από το χωριό στην παραλία για ψάρεμα.
     «Αν σε πάρει το μάτι του δεσπότη που κυκλοφορείς δίχως ράσο κανονικό, θα στείλει να σε ξυρίσουνε» τον πείραξε μια μέρα ο πρόεδρος.
     «Χαράματα οι δεσποτάδες δεν κυκλοφορούν στα χωριά» του αποκρίθηκε ο παπά-Πέτρος. «Ιούδες και μαρτυριάρηδες μόνο…»
     Ιούδας δε βρέθηκε ποτέ στην περιοχή. Κι έμεινε για πάντα ιερέας του χωριού ο παπά-Πέτρος, να λειτουργεί την εκκλησία της Παναγιάς Κυριακές και γιορτάδες. Να βαφτίζει, να παντρεύει, να κηδεύει… Να ξομολογεί και να κοινωνάει. Να κάνει ευχέλαια όπου χρειάζονταν, όπως εκείνα συχνά πυκνά στο σπίτι του Γραμματικού, ώσπου να γεννηθεί επιτέλους μια μονάκριβη κόρη. Να δίνει ευχή στις μανάδες και τα βρέφη που σαραντίζανε. Να συντρέχει τους αρρώστους, να φροντίζει τους γέροντες, να παρηγορεί τους χαροκαμένους. Να ψέλνει τρισάγια στα μνήματα των κεκοιμημένων και να ευλογεί των καινούριων σπιτιών τα θεμέλια. Να κουτσοπίνει κανένα κρασάκι στην ταβέρνα τα βράδια με τους συχωριανούς και να λύνει τις διχόνοιες και διαφορές τους. Να τρώει κάθε χρόνο στου Προέδρου το σπίτι ανήμερα τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα. Και να χαίρεται το θαλάσσιο παράδεισό του το καλοκαίρι «ως ο Αδάμ».
      Αγαλλίαζε η ψυχή του στη θάλασσα με το ψάρεμα. Πότε καθετή, πότε συρτή, πότε παραγάδι… Ως και δίχτυα είχε μάθει ν’  απλώνει. Γιατί σύντομα έβαλε στην ψαρόβαρκα κι εξωλέμβιο. Χαιρότανε κι έπαιζε λοιπόν με τη βάρκα, τα σύνεργα και τα ψάρια, λες κι ήταν δέκα, το πολύ δώδεκα χρονώ.
     Τρόμαξε κάποια φορά. Μήπως δεν ήτανε πρέπον; Μη και ήτανε αμαρτία να νιώθει πάλι παιδί; Μπα! Το κατά Ματθαίον το έγραφε καθαρά: «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών». Τα ίδια έλεγε κάπου και το κατά Μάρκον. Και το κατά Λουκάν επίσης. Το να γίνεσαι πάλι παιδί σίγουρα δεν ήταν κακό.
     Ηρέμησε λοιπόν και συνέχισε να ψαρεύει, να παίζει αμέριμνος μέσα στον υδάτινο κήπο του Θεού, έχοντας για «επενδύτη» την αύρα την πρωινή και τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Κάθε καλοκαίρι. Για χρόνια και χρόνια – τριάντα, σαράντα, τόσα δεν ήτανε;

 Κοντοζύγωνε πια τα εβδομήντα. Μόνος του πάντα - χήρος βλέπεις, ήγουν καλογερόπαπας χωρίς να το έχει διαλέξει - και πάντα να παλεύει με το ψάρεμα και τη βάρκα, πάντα συντροφιά του η θάλασσα.
     «Έτσι και τον βγάλει ο δεσπότης στη σύνταξη, θα κάνουμε καιρό να δούμε παπά στο χωριό» κρυφοκουβέντιαζαν ανήσυχοι όλοι στο καφενείο.
     Όμως ο δεσπότης αντικαταστάτη δεν έβρισκε. ΄Εμενε λοιπόν «εν υπηρεσία» ο παπά-Πέτρος κι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Γιατί τον αγαπούσανε μικροί  και μεγάλοι, αυτό είν’  αλήθεια. Ούτε να το φανταστούνε δεν ήθελαν ότι θα ερχόταν κάποτε άλλος να λειτουργήσει την Παναγιά, το καμάρι τους, εκκλησιά μεγαλωμένη κι ανακαινισμένη με δωρεά κι αυτή του συχωρεμένου παλιού δασκάλου και με παράδες ομογενών από την Αυστραλία, σταυροειδής μετά τρούλου. Κι ο τρούλος της  να φαίνεται από παντού, ψηλότερος απ’ όλα τα σπίτια, ακόμα και τα καινούρια, τα «καλοκαιρινά», που φύτρωναν χρόνο το χρόνο στις άκρες του χωριού και στην πλαγιά του βουνού με αναίδεια και ξιπασιά, χτισμένα σε χωράφια που είχανε βαφτιστεί ξαφνικά οικόπεδα, είχανε πουληθεί σε ξένους περαστικούς, και τώρα κίνδυνος ήτανε να δώσουνε στο χωριό την όψη πυκνοχτισμένη συνοικίας από κείνες που φυτρώνουνε στις υποβαθμισμένες περιοχές κάθε μεγαλούπολης.
     Τα ίδια και στην παραλία.  Το ένα «εξοχικό» δίπλα στο άλλο, καθένα με τη δική του αλλοπρόσαλλη αρχιτεκτονική, άλλο ψηλό και τεράστιο, άλλο μικρό να θυμίζει κουτί. Και ταβέρνες, και μπαρ, και δωμάτια προς ενοικίαση, και κανό, και ποδήλατα, και κόσμος τα Σαββατοκύριακα…
 
    
Ως και στην εκκλησία γινότανε πια συνωστισμός κάθε Κυριακή. Τ’ απογεύματα, ωστόσο, στις παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου, οι πιστοί μετρημένοι στα δάχτυλα. Οι επίτροποι, ο πρόεδρος, ο γραμματικός, η πεθερά του η Χατζίνα και πεντ’ έξι γυναίκες ακόμα.

Δεν είχε προλάβει ο παπά-Πέτρος να τελειώσει το «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε» κείνο το δειλινό, στο «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων» πρέπει να ήτανε, όταν έφτασε κάποιος τρέχοντας και φώναξε από την πόρτα στο γραμματικό:
     «Έλα γρήγορα! Η κόρη σου σβήνει…»
     Είχε μόλις πατήσει τα δεκατέσσερα το κορίτσι το μονάκριβο, το γεννημένο έπειτα από χρόνων και χρόνων ευχέλαια, και άρρωστο ήταν εδώ και βδομάδες, να ψήνεται στον πυρετό και να μη βρίσκει την αιτία ο γιατρός που ερχότανε κάθε τόσο απ’ την πόλη. Νοσοκομείο είχε διατάξει, μα δίσταζε ο γραμματικός, τα είχε από φόβο τα νοσοκομεία και η πεθερά του η Χατζίνα... Κι έτρεχε αλαφιασμένος τώρα, μήπως και προλάβει το μεγάλο κακό, από πίσω κι ο παπά-Πέτρος με τ’ άμφια της λειτουργίας ακόμα - το «δι’ ευχών» δεν τον είπε, μα δεν πειράζει, δε νοιάζεται η Μεγαλόχαρη για τέτοιες μικρολεπτομέρειες.
     Το κορίτσι κατάχλομο, ακίνητο στο κρεβάτι, κι η μάνα του να ολοφύρεται πεσμένη εκεί δίπλα.
     «Κάνε κάτι!» ξέπνοος τον ικέτεψε ο γραμματικός.
     Λύθηκαν τα γόνατα του παπα-Πέτρου από ταραχή και τρομάρα. Τι να κάνει αυτός δηλαδή; Ευχέλαιο δε θα είχε πια νόημα, το κορίτσι φαινόταν κιόλας νεκρό.
     Πήγε κοντά… Δεν τον κρατούσαν άλλο τα πόδια του. ΄Επεσε γονατιστός, «όχι, Θε’ μου, μην το πάρεις κι είναι μοναχοπαίδι!» μουρμούρισε.
     Κάτι σα ρεύμα ηλεκτρικό ένιωσε άξαφνα να τον διαπερνάει…
     «Σήκω, παιδί μου!» άκουσε τον εαυτό του να λέει.
     Και το κορίτσι άνοιξε τα μάτια.
     «Πεινάω» ήταν η πρώτη του λέξη.
     «Δώστε του καμιά σούπα» γύρισε κείνος στη μάνα και στη γιαγιά, που τον  κοιτούσαν αποσβολωμένες.

Την επόμενη Κυριακή το κορίτσι του γραμματικού ήταν πρώτο πρώτο στην εκκλησία. Όχι, ο παπα-Πέτρος ούτε να το συλλογιέται δεν ήθελε πως έκανε κάτι του λόγου του. «Θάμα» το είπανε στο χωριό, μα εκείνος ήξερε καλά πως τα θαύματα τα κάνουν μονάχα οι άγιοι. Εκείνος τι σόι άγιος μπορούσε να είναι; Αμαρτωλός ένιωθε κι έτσι πρέπει να ήταν. Γιατί και θύμωνε πού και πού με τους συχωριανούς για όσα στραβά σκαρώνανε κάθε τόσο, και ψάρι έτρωγε καμιά φορά στη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, έτσι πολλά που τα ψάρευε – αφού και για τους γλάρους έμενε μερτικό. ΄Επειτα και  κρασάκι έπινε συχνά πυκνά παραπάνω, σαν ένιωθε να φουντώνει μέσα του το παράπονο για την παπαδιά και το αγγελούδι που έχασε. Κι ας είχε περάσει καιρός από τότε – τριάντα, σαράντα χρόνια, τόσα δεν ήτανε;
     Μαρία τη λέγανε την κόρη του γραμματικού κι έγινε γλέντι τρικούβερτο στο χωριό ανήμερα της Παναγίας, με νταούλια, κλαρίνα και πίπιζες, για να γιορτάσουν ντόπιοι και ξένοι τη σωτηρία της.
     Κι ο παπα-Πέτρος να τρέμει ολάκερος όταν έφταναν ως τ’ αυτιά του της Χατζίνας οι κουβέντες ότι τάχατες αυτός το ανάστησε το κορίτσι. Και σύγκορμος να ταράζεται όταν ερχόταν κανένας να του φιλήσει το χέρι και οι ξένοι τον κοιτούσαν μ’ απορία και δέος. Καλά που υπήρχε καλό κοκκινέλι πάνω στο τραπέζι, να πίνει να παίρνει κουράγιο.
     Πήρε κάποτε τέλος το γλέντι, πέρασε, πάει κι αυτό. Ξημέρωσαν έπειτα ήσυχες μέρες, μόνο τα βράδια τον έπαιρνε ξανά το παράπονο τον παπα-Πέτρο. Το δικό του το κοριτσάκι πόσο θα ήτανε τώρα; Τριάντα, σαράντα, τόσο περίπου, γυναίκα ολόκληρη. Και της παπαδιάς τα μαλλιά θα ήτανε άσπρα, όχι όπως τότε ξανθά, ίδια η ρετσίνα που έπινε κάθε βράδυ εκείνος. Καμιά φορά και πρωί.

Και να πάλι Κυριακή, η πρώτη μετά το Δεκαπενταύγουστο. Οι ξένοι πια είχαν αραιώσει.
     «Ας πάνε στην ευχή του Θεού, να μείνουν και για μας λίγα ψάρια» κρυφοχάρηκε ο παπά-Πέτρος, που έβλεπε κάθε καλοκαίρι να πληθαίνουν οι βάρκες των παραθεριστών. Κι εκείνος όλο και πιο βαθιά να ’ναι αναγκασμένος να ξανοίγεται για να ψαρεύει με την ησυχία του «ως ο Αδάμ». Κι όλο να του φωνάζει ο πρόεδρος:
     «Θα πνιγείς καμιά ώρα, παπά μου, έτσι μακριά που πηγαίνεις και δεν έμαθες ποτέ σου να κολυμπάς. Αν πιάσει κανένας μαΐστρος…»
     Μαΐστρος τούτη τη βδομάδα δε θα ’πιανε σίγουρα, ένα βοριαδάκι φυσούσε μόνο, μα και τούτο θα κόπαζε – τους ήξερε πια τους αέρηδες ο παπά-Πέτρος. Αύριο Δευτέρα, λοιπόν, θα πήγαινε όπως πάντα για ψάρεμα τα χαράματα.
     «Σοφία, ορθοί, ακούσωμεν του Αγίου Ευαγγελίου» είπε και άνοιξε το Ευαγγέλιο στο κατά Ματθαίον. Τον συγκλόνιζε από τα μικράτα του η περικοπή αυτή:
     «…οψίας δε γενομένης μόνος ήν εκεί. το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων. ην γαρ εναντίος ο άνεμος. τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης. και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν. ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων΄ θαρσείτε, εγώ ειμι. μή φοβείσθε. αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε΄ Κύριε, ει συ ει κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα. ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν. βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων΄ Κύριε σώσον με. ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ΄ ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;…»

 
Δευτέρα χαράματα και κόπασε το βοριαδάκι. ΄Αφησε ο παπά-Πέτρος το μηχανάκι στη σκιά, όπως πάντα, ύστερα τα ρούχα του στα βότσαλα, έσυρε τη βάρκα του, την έσπρωξε στη θάλασσα, μπήκε ως το λαιμό κι εκείνος, έπειτα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μέσα.
     Ξανοίχτηκε όσο ποτέ. Ησυχία ολόγυρα, ένας γλάρος μόνο πετούσε κοντά. ΄Ιδιος καθρέφτης η συντρόφισσα η θάλασσα σήμερα. ΄Εφεγγε πέρα για πέρα, μ’ όλο που δεν είχε ανατείλει ακόμα ο ήλιος. Τότε – πώς του ήρθε, αλήθεια; - ενώ ξημέρωνε πια, έσβησε κείνος τη μηχανή και βάλθηκε να ψέλνει τον επιλύχνιο ύμνο:
     «Φως ιλαρόν, αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος…»
     Και τότε άξαφνα έγινε φως. Παράξενο φως. ΄Οχι, δεν ήταν ο ήλιος. Ο ήλιος δεν έχει χέρια ούτε πόδια, ούτε κεφάλι, ούτε μιλιά. Μιλιά που έλεγε… «εγώ είμαι, μη φοβάσαι!»
     «Αν είσαι Συ, Κύριε,» ψιθύρισε θαμπωμένος ο Πέτρος «πρόσταξέ με να ’ρθω κοντά σου…»
     «Έλα!» είπε η φωνή.
     «Μα… είμαι σαν τον Αδάμ», δίστασε.
     «Γι’ αυτό και σου πρέπει παράδεισος. ΄Ελα!» του αποκρίθηκε  η φωνή.
     Και βγήκε ο Πέτρος, και περπάτησε πάνω στο νερό, και μπήκε στο φως, και είδε… Είδε αγγέλους και συγγενείς κεκοιμημένους από καιρό… Είδε την Παναγιά με το βρέφος, όχι δεν ήταν η Παναγιά, η παπαδιά του πρέπει να ήταν που κρατούσε το κοριτσάκι τους, και του χαμογελούσε, «δες τι ωραία που είναι» του έλεγε κι ύστερα «έλα πια…»
     Στράφηκε στη φωνή ο Πέτρος.
     «Δε θέλω να γυρίσω στο χωριό» είπε μ’  έξαψη. «Θέλω να μείνω μαζί σας, εδώ».
     «Πρέπει πρώτα να επιστρέψεις στην ξηρά το πλοιάριό σου» είπε η φωνή. «Διότι γη ει και εις γην απελεύσει».
     Και μπήκε πάλι στο πλεούμενό του ο Πέτρος, κι έκανε κουπί - τη μηχανή ούτε που τη σκέφτηκε, γρήγορα έσκιζε η ψαρόβαρκα το νερό. Τριάντα μέτρα ήταν δεν ήταν τώρα από την ακτή,  και το φως τον ακολουθούσε.
     «Φτάνει πια, Κύριε, πρόσταξέ με να έρθω ξανά!» μουρμούρισε ανυπόμονα ο Πέτρος.
     «Έλα, λοιπόν!» είπε η φωνή.
     Και κατέβηκε ο Πέτρος από τη βάρκα, όμως αέρας σαν να σηκώθηκε ξάφνου και δείλιασε, κι άρχισε να καταποντίζεται, και φώναξε δυνατά:
     «Σώσε με, Κύριε!» - κραυγή παράξενη μα ο Θωμάς που νοίκιαζε στην παραλία ποδήλατα και  κανό, ακόμα κι αν δεν έβλεπε την ίδια στιγμή τον παπά-Πέτρο να βουλιάζει και το νερό να ταράζεται άξαφνα ολόγυρα στο κορμί και στη βάρκα του, όρκο θα έπαιρνε πως εκείνος ήταν που φώναξε από τη θάλασσα.
     «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» είπε η φωνή.
     Και κόπασε ο άξαφνος άνεμος, κι άδραξε ο παπα-Πέτρος  το χέρι που του  άπλωνε τώρα το φως, και ξαναστάθηκε  «επί τα ύδατα»…
     Ο γλάρος πέταξε μακριά.
    ΄Υστερα έγιναν όλα όπως έπρεπε..
 
*Από τη συλλογή διηγημάτων Ενώπιον των αγγέλων (Εκδόσεις Πατάκη, 1999).
http://www.loty.gr/dihgimata_analyt_3.htm

(Βασισμένο σε πραγματικό περιστατικό).