(Από το βιβλίο Το
μικρόβιο της ευεξίας – γράφοντας βιβλία για παιδιά, Πατάκης, 2002)
Ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που δηλώνουν ότι, είτε το θέλουν είτε
όχι, ο ιδεατός αναγνώστης που έχουν μπροστά
τους την ώρα της γραφής είναι ένα παιδί, άρα το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να
αφορά κατά κύριο λόγο παιδιά αντίστοιχης ηλικίας, πράγμα για το οποίο οι
συγγραφείς όχι μόνο δεν έχουν καμιά αντίρρηση, αλλά αισθάνονται να τους
χαροποιεί ιδιαίτερα.
Το παιδί-νοερός αναγνώστης με βοηθάει να παλιννοστήσω στην παιδική
ηλικία-πατρίδα μου κατά την ώρα της γραφής. ΄Ετσι μου συμβαίνουν ειδικότερα και
τα εξής:
- Ανακαλώ στη μνήμη μου την παιδική μου
επιμονή να γνωρίζω τι γίνεται γύρω μου, την περιέργειά μου να μαθαίνω κάθε τι
που συμβαίνει, το θυμό μου όταν κάτι μου έκρυβαν "επειδή ήμουν
μικρή". Μου είναι λοιπόν αδύνατον να κρύψω τις αλήθειες της ζωής από το
παιδί-αναγνώστη μου. Άλλωστε και ως ενήλικη πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα
ισοδυναμούσε με εξαπάτηση και παραπλάνηση. Συμφωνώ με τον Iνan Sοuthall, που
αναρωτιέται: «΄Οταν γράφεις για τα παιδιά
και μιλάς για τη ζωή , πώς μπορείς να την απεικονίσεις σαν κάτι διαφορετικό απ’
ό,τι γνωρίζεις πως είναι;»[i] Όταν λοιπόν το θέμα, η πλοκή ή
η ολοκλήρωση των χαρακτήρων το απαιτούν, οι αντιξοότητες και τα δεινά του βίου,
οι απογοητεύσεις των ανθρώπων - μεγάλων και μικρών-, καθώς και τα κοινωνικά
προβλήματα παίρνουν, στο μέτρο που απαιτείται, τη θέση τους στην εξέλιξη του
μύθου. Τίποτα δεν ωραιοποιώ και τίποτα δεν προσπαθώ ν’
αποκρύψω από τα παιδιά στα βιβλία μου.
-
Παράλληλα με τη λαχτάρα να μαθαίνω την αλήθεια, ζωντανεύει εντός μου η ανάγκη
για ελπίδα και αισιοδοξία, προσβάλλομαι από “το μικρόβιο της ευεξίας”, για το
οποίο ήδη μιλήσαμε. Μου είναι λοιπόν αδύνατον να αποκαρδιώσω το παιδί-αναγνώστη
μου. 'Αλλωστε και ως ενήλικη πιστεύω πως ο συνειδητός συγγραφέας παιδικών
λογοτεχνικών βιβλίων, ως κρυφός οραματιστής ενός καλύτερου, δικαιότερου και
ειρηνικότερου κόσμου, δεν έχει δικαίωμα να απαισιοδοξεί. Δεν λησμονώ τα λόγια
που έγραψε κάποτε ο I.Μ. Παναγιωτόπουλος: "Η ανθρωπότητα πέρα για πέρα δεν είναι πάρεξ αίμα και στεναγμός. Και μια
ελπίδα...”. [ii]
Συμφωνώ έπειτα με την Ιρλανδή συγγραφέα Pat Ο’ Shea που
σημειώνει:
«Καθώς διαβάζουν τα παιδιά – μύθους ή
μυθιστορήματα – μαθαίνουν για τους κινδύνους στον κόσμο, αλλά μ’ έναν τρόπο
ασφαλή που τα ενδυναμώνει, έναν τρόπο που τους λέει ότι όσο αδύναμα ή ευάλωτα
κι αν είναι, μπορούν ωστόσο να τα βγάλουν πέρα, να ξεπεράσουν τις απώλειες και
τον πόνο. Μαθαίνουν ότι τα ίδια και η ζωή τους έχουν αξία, έχουν σημασία και
μπορούν να επηρεάσουν τον κόσμο και τη ζωή τριγύρω τους – άν έχουν το θάρρος
και, καμιά φορά, την τύχη. Τα μυθιστορήματα μπορούν να δώσουν κουράγιο στα
παιδιά, όταν αυτά διαβάζουν για έναν κόσμο όπου η καλοσύνη δεν εκλείπει και η
εντιμότητα δεν νικιέται, παρ’ όλους τους επικούς κινδύνους, τις απογοητεύσεις
και τις αντιξοότητες που μπορεί κανείς
ν’ αντιμετωπίσει...»[iii]
'Ετσι, στις
σελίδες μου μένει πάντα τόπος για ελπίδα, αφού αποκτώ και πάλι την αίσθηση ότι
χωρίς ελπιδοφόρα προοπτική δεν αξίζει κανείς να μεγαλώσει. Αυτό άλλωστε το
επιβεβαιώνει και η σύγχρονη παιδοψυχολογία, διδάσκοντας ότι στο παιδί που δεν
μπορεί να φανταστεί το μέλλον του με αισιοδοξία, αναστέλλονται οι μηχανισμοί
ανάπτυξης.
- Ξαναζώ έντονα την απέχθεια
του παιδιού για το ψέμα, την προδοσία, την αδικία, καθώς και τη λαχτάρα του για
δικαιοσύνη, επικράτηση του καλού και τιμωρία του κακού. Αυτή την απέχθεια θα
την ονόμαζα “νοσταλγία παραδείσου” – τη μόνη επιτρεπτή νοσταλγία σε κείμενα για
παιδιά, καθώς είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο[iv]. Δεν
μπορεί λοιπόν παρά να εξελίσσεται ανάλογα και η ιστορία που γραπτά διηγούμαι.
'Iσως γιατί και ο ενήλικος εαυτός μου, που δεν αναιρείται κατά τη νοερή
παλιννόστηση στην παιδική ηλικία, συμφωνεί απόλυτα με την παιδοψυχολογία, που
διδάσκει ότι:
“Τα παιδιά έχουν την τάση να βλέπουν το
σύμπαν ως ένα οικοδόμημα βασικά ηθικό, που διέπεται από κάποια ενδογενή
δικαιοσύνη, έτσι ώστε τελικά το καλό πάντα ν' ανταμείβεται και το κακό να
τιμωρείται. Πολλά παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, θ' αντιμετωπίζουν αυτή την αντίληψη
με σκεπτικισμό, περνάει όμως πολύς καιρός ώσπου ένα παιδί να είναι
συναισθηματικά έτοιμο ν’ αντιμετωπίσει την πιθανότητα ενός απροσώπου σύμπαντος
και μιας τυχαίας εμφάνισης του ανθρώπου, και ν' αποφασίσει αν θα πιστέψει σε
κάτι τέτοιο ή όχι”.[v]
«΄Εχεις
ξεκάθαρα μια ηθική υποχρέωση, ιδιαίτερα αν γράφεις για μικρά παιδιά» δηλώνει η Tessa Krailing. «Στο τέλος το καλό πρέπει να θριαμβεύει, το
φως να νικά το σκοτάδι. Είναι μια βεβαιότητα που επιτρέπει στο παιδί να
δοκιμάζει το θάρρος του, ασφαλές στην πεποίθησή του ότι ο κόσμος είναι βασικά
ένας τόπος με καλή θέληση και τάξη. Αν αυτό είναι αντίθετο με την καλλιτεχνική
σου προδιάθεση, τότε καλύτερα να γράφεις για ενήλικες, όχι για παιδιά».[vi]
- Ζωηρά έρχεται στη μνήμη μου
η αποστροφή μου για ιστορίες χωρίς έντονη δράση, με άλλα λόγια, η αντιπάθειά
μου για τα αφηγήματα που δεν εναρμονίζονταν με την παιδική μου κινητικότητα.
Νιώθω και πάλι την παιδική ανυπομονησία και την περιέργεια για το "τι
έγινε παρακάτω", την απέχθεια για τα πολλά λόγια, τον εκνευρισμό μου με
τις ασάφειες ή τα πολλά λεκτικά στολίδια, την πλήξη που μου προκαλούσαν οι
μακρόσυρτες περιγραφές, όταν δεν ήταν απαραίτητες για την εξέλιξη της ιστορίας ή
την κατανόηση του τρόπου δράσης και συμπεριφοράς των προσώπων, αλλά μάλλον
έδειχναν την πρόθεση του συγγραφέα να επιδείξει τη λογοτεχνική του δεινότητα.
΄Επειτα και ως ενήλικη ασπάζομαι τα όσα είχε γράψει ο Τσέχοφ, στα τέλη του
περασμένου αιώνα, προς τον νεαρό τότε Γκόρκι:
“Την
ομορφιά και την εκφραστικότητα στις περιγραφές του φυσικού κόσμου τις
πετυχαίνει κανένας μόνο με την απλότητα... Κόψετε όπου μπορείτε τα επίθετα και
τα επιρρήματα. Βάζετε τόσα που η προσοχή στο τέλος χάνεται κι ο αναγνώστης
κουράζεται”.[vii]
Συμφωνώ επίσης με την παρατήρηση του βρετανού
μελετητή Myles McDοwell:
“Τα παιδικά βιβλία είναι γενικά συντομότερα˙ κλίνουν προς την ενεργητική
και όχι την παθητική αντιμετώπιση των πραγμάτων, με διάλογο και περιστατικά
μάλλον, παρά με περιγραφές και ενδοσκοπήσεις” [viii]. Μου
είναι αδύνατον λοιπόν να μην πράξω ανάλογα γράφοντας για το παιδί που νοερά έχω
μπροστά μου.
- 'Εντονα ξαναθυμάμαι ότι
αντιπαθούσα τις χλιαρές αφηγήσεις, τις κάπως θολές, χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
Και ιστορίες με τέτοιο σχήμα θέλω να γράφω για τα παιδιά. Γιατί και ως ενήλικη
δε θεωρώ διόλου δεσμευτικό ή ξεπερασμένο τούτο το σχήμα. “Δεν
υπάρχει τίποτα ανώριμο ή “παιδαριώδες” στο να θέλει κανείς να γράψει
πεζογραφήματα που να διηγούνται ιστορίες, και τίποτα καλλιτεχνικά αφελές ή
ξεπερασμένο στο να διαλέγει να γράφει έτσι... Πολλοί ενήλικοι διαβάζουν παιδικά
βιβλία επειδή σ’ αυτά και μόνο σ’ αυτά βρίσκουν μια καλά ειπωμένη ιστορία”
σημειώνει ο Βρετανός κριτικός Peter Hοllindale. Παρατηρεί επίσης:
“΄Ενας λόγος για τον οποίο παίρνουν πιο
σοβαρά την παιδική λογοτεχνία τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι γιατί η
“εξιστόρηση” δεν είναι πια κακή λέξη για την ακαδημαϊκή κριτική, αλλά αντίθετα
αντικείμενο μεγάλου ενδιαφέροντος” [ix].
Συμφωνώ άλλωστε με μια γνωστή ξένη
δημιουργό που υποστηρίζει ότι:
"Οι ιστορίες έχουν ένα σχήμα. 'Εχουν
μια αρχή που προχωρεί νοηματισμένα βήμα βήμα με την αιτία και το αποτέλεσμα
μέσ’ απ’ το χρόνο προς μία κατάληξη, ένα τέλος που αποκτά νόημα με βάση όσα
έχουν προηγηθεί. Σε μια σωστά ειπωμένη ιστορία, όταν φτάνουμε στο τέλος, το
αναγνωρίζουμε, γιατί υπήρχε εξαρχής, μόνο που δεν ξέραμε αρκετά για να το
διακρίνουμε”.[x]
Συμφωνώ ακόμη με τα γνωστά
λόγια του Τ.S. Elliοt: "Εκείνο που
καλούμε αρχή, είναι συχνά το τέλος.
Και το να δώσει τέλος κανείς, σημαίνει να προχωρήσει σε μια καινούρια αρχή.
Τέλος είναι το σημείο απ’ όπου
ξεκινούμε”.
[i] Στο βιβλίο του A Journey of Discovery – On Writing
for Children, ό.π. σελ. 61.
[iii] Στο άρθρο της «Deaming a
Mythic World», στον τόμο Origins of story, ed. Barbara Harisson
and Gregory Maguire, New York: McElderry Books, 1999 σελ.84.