Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Βοηθώντας τα παιδιά να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα του θανάτου



 Η βιβλιοθεραπευτική προσέγγιση της Joan Fassler 


Αθηνά Ανδρουτσοπούλου (*)
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Συγγραφέας

Το 1978 η Joan Fassler, διδάκτωρ ψυχολογίας του Κέντρου Μελέτης του Παιδιού στο Πανεπιστήμιο του Yale, έγραψε ένα πρωτοποριακό βιβλίο με τίτλο Helping children Cope: Mastering Stress through Books and Stories[1]. Εκεί σκιαγράφησε ορισμένους τρόπους με τους οποίους οι ιστορίες των ηρώων και ηρωίδων των παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων μπορούν: α) να βοηθήσουν τους μικρούς αναγνώστες να αντιμετωπίσουν αγχογόνες καταστάσεις (στο βιβλίο της ασχολείται κυρίως με τις ηλικίες 4-8), και β) να βοηθήσουν την ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ παιδιών και ενήλικων-επαγγελματιών (ψυχολόγων, ψυχοθεραπευτών, δασκάλων, βιβλιοθηκάριων, κ.λπ.) αλλά και γονέων. Στο βιβλίο της η Fassler προτείνει επομένως τη βιβλιοθεραπευτική χρήση των παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων και υποστηρίζει τη θέση της παρουσιάζοντας παραδείγματα από συγκεκριμένα βιβλία. Η βιβλιοθεραπευτική χρήση, όπως τονίζει και η συγγραφέας, δεν αναιρεί την ευχαρίστηση που αντλούν τα παιδιά από τα βιβλία ούτε υποβαθμίζει την αισθητική τους αξία. Οι ιστορίες δεν χρησιμοποιούνται ως διδακτικά, αλλά ως βοηθητικά μέσα της συμβουλευτικής/θεραπευτικής διαδικασίας, ή απλά της επικοινωνίας ενός ενήλικου με το παιδί.
            Το βιβλίο της Fassler αποτελείται από πέντε κεφάλαια τα οποία αντιστοιχούν στα εξής θέματα: Ι. Θάνατος, ΙΙ. Εμπειρίες αποχωρισμού, ΙΙΙ. Νοσηλεία και ασθένεια, ΙV. Αλλαγές στον τρόπο ζωής (π.χ. γέννηση μωρού, υιοθεσία, διαζύγιο, μετακόμιση), V. Άλλες αγχογόνες καταστάσεις (π.χ. οικονομικές δυσκολίες οικογένειας, αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας, συνέπειες φυσικής καταστροφής, κ.λπ.).
            Σε κάθε κεφάλαιο παρουσιάζονται αρχικά ορισμένες θεωρητικές απόψεις γύρω από το κάθε θέμα. Κατόπιν προτείνονται και συζητούνται επιλεγμένα παιδικά λογοτεχνικά βιβλία ως παραδείγματα του πώς τα παιδιά μπορούν να βοηθηθούν μέσω της καθοδηγούμενης ανάγνωσης των βιβλίων αυτών. Περιγράφονται επίσης συγκεκριμένες τεχνικές (π.χ. χρήση ανοιχτών ερωτήσεων), ενώ στο τέλος κάθε κεφαλαίου δίνονται δύο λίστες σχετικές με το αντίστοιχο θέμα: η πρώτη είναι μια λίστα με επιστημονικές βιβλιογραφικές αναφορές και η δεύτερη μια λίστα με παιδικά λογοτεχνικά βιβλία. Ως ενδεικτικό απόσπασμα της όλης εργασίας της Fassler, θα αναλύσουμε και θα αξιολογήσουμε στη συνέχεια ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου της, εκείνο που ασχολείται με την αντιμετώπιση του ζητήματος του θανάτου, μια από τις πιο αγχογόνες καταστάσεις που είναι πιθανόν να αντιμετωπίσει, άμεσα ή έμμεσα, ένα παιδί. Δεν θα αναφέρουμε τους τίτλους και τους συγγραφείς των συγκεκριμένων βιβλίων που προτείνει η Fassler, αλλά μόνο τη θεματολογία τους.
            Η συγγραφέας αναφέρει αρχικά πως έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες γύρω από το θέμα του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά αντιδρούν στο θάνατο ενός οικείου και αγαπημένου προσώπου, αλλά και στην προοπτική του δικού τους θανάτου. Ο τρόπος αυτός δεν φαίνεται να διαφέρει και πολύ –θα προσθέταμε– από τον τρόπο που και οι ενήλικοι αντιμετωπίζουν το ίδιο θέμα (βλ. Kubler-Ross, 1982). Άρνηση, θυμός αλλά και ενοχές, θλίψη, βαθμιαία αποδοχή και δημιουργία νέων σχέσεων, αποτελούν τις πιο συνηθισμένες «υγιείς» αντιδράσεις που μπορεί να έχει ένα παιδί. Τη διαδικασία του πένθους τη βοηθά σημαντικά η στήριξη ενός ενήλικου, ο οποίος ενθαρρύνει την ανοιχτή συζήτηση και την έκφραση συναισθημάτων.
            Παιδικά βιβλία –κατάλληλα για την ηλικία του κάθε παιδιού– είναι μέσα πολύ βοηθητικά για μια τέτοιου είδους επικοινωνία. Σύμφωνα με τη Fassler, η χρήση τέτοιων βιβλίων και οι συζητήσεις που προκαλούν είναι ευεργετικές για τα παιδιά, εφ’ όσον τα εξοικειώνει με την ιδέα του θανάτου. Τέτοιες έμμεσες εμπειρίες, αλλά και πιο άμεσες, όπως η απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου ή ζώου, φαίνεται να επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που τα παιδιά θα χειριστούν στο μέλλον το θάνατο οικείων προσώπων˙ κατά πόσο δηλαδή θα έχουν «υγιείς αντιδράσεις» ή κατά πόσο θα αποφεύγουν το πένθος ή θα το βιώνουν ως χρόνιο, με δυσάρεστες για την ψυχοσωματική τους υγεία επιπτώσεις (βλ. Leick & Davidsen-Nielsen, 1991).
            Ανάλογα με την ηλικία των παιδιών, το ζήτημα του θανάτου προσεγγίζεται διαφορετικά. Η Fassler προτείνει για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας να διαβάσουν κατ’ αρχάς βιβλία που μιλούν για τις μεταβολές που παρατηρούνται στη φύση. Τα βιβλία αυτά προσφέρουν την κατάλληλη αφορμή για συζήτηση γύρω από τον κύκλο της ζωής, τον φυσιολογικό, αναπόφευκτο και μη αναστρέψιμο χαρακτήρα του θανάτου κ.λπ.[2]  Κατόπιν μπορούν να ακούσουν ιστορίες που μιλούν για την απώλεια ή καταστροφή ενός αγαπημένου αντικειμένου και το θάνατο ενός κατοικίδιου ζώου, καθώς και για τις αντιδράσεις των μικρών ηρώων/ηρωίδων. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις των ηρώων (κλαίνε, νοσταλγούν, εκφράζουν παράπονο ή θυμό, κ.λπ.) ανακουφίζουν συνήθως τα παιδιά, κυρίως γιατί παρέχουν την «άδεια» για την έκφραση παρόμοιων συναισθημάτων από τα ίδια ή σκέψεων για παρόμοιες εμπειρίες τους. Εξοικειώνονται βαθμιαία με την ιδέα ότι ένας οργανισμός που παύει να είναι ζωντανός θα παραμείνει άψυχος, και μαθαίνουν για τα έθιμα της ταφής[3].
            Οι αντιδράσεις των ενηλίκων ηρώων στις ιστορίες είναι επίσης σημαντικές και μπορούν να δώσουν ιδέες στους ενήλικους αναγνώστες για το πώς να απαντήσουν στα ερωτήματα των παιδιών (π.χ. ένα αγαπημένο ζώο εξακολουθεί να ζει στη μνήμη μας όσο οι αναμνήσεις του –καλές και κακές– διατηρούνται ζωντανές).
            Ως προς το θάνατο των ανθρώπων, τα βιβλία που κατ’ αρχάς θα επιλεγούν καλό είναι, κατά την άποψη της Fassler, να ασχολούνται με το θέμα της γεροντικής ηλικίας και τη ζεστή συναισθηματική σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ παππού/γιαγιάς και παιδιού. Στη συνέχεια, βιβλία που μιλούν για το θάνατο πιο άμεσα, αγγίζοντας για παράδειγμα την πιθανότητα θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου (συνήθως παππού ή γιαγιάς), δίνουν αφορμή για πιο συγκεκριμένη συζήτηση. Οι ενήλικοι βοηθούν με το να βεβαιώνουν τα παιδιά πως οι άνθρωποι ζουν συνήθως αρκετά χρόνια και το πιο συνηθισμένο και φυσιολογικό είναι να πεθαίνουν όταν είναι γέροι. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να τα βεβαιώνουν –κυρίως οι γονείς– πως θα υπάρχουν πάντα κάποιοι να τα φροντίσουν, ακόμα κι αν συμβεί κάτι απρόσμενο στους ίδιους, και να σκεφτούν μαζί ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι άνθρωποι αυτοί. Θα αναφέρουμε εδώ ένα παράδειγμα από την εργασία της Bluestone-Sharapan (1979), η οποία αφηγείται ένα περιστατικό από τη δική της οικογένεια. Η μικρότερη κόρη της τη ρώτησε κάποτε τι θα συμβεί αν εκείνη (η μητέρα) πέθαινε και ο μπαμπάς της παντρευόταν μια γυναίκα με την οποία η μικρή δυσκολευόταν να συζητήσει. Η μητέρα απάντησε πως σίγουρα ο πατέρας θα το λάμβανε αυτό υπόψη του, γιατί και ο ίδιος θεωρούσε την επικοινωνία πολύ σημαντική. Της έφερε μάλιστα ως παραδείγματα «καλής επιλογής» προσώπων τους οικογενειακούς φίλους και την μπέιμπι σίτερ της μικρής.
            Η συζήτηση με αφορμή τέτοια βιβλία είναι χρήσιμη και για την απενοχοποίηση των παιδιών, όταν συχνά η λεγόμενη «εγωκεντρική» τους σκέψη τα οδηγεί σε ενοχοποίηση και αδιέξοδο. Παραδείγματος χάρη, μπορεί να θεωρούν ότι ευθύνονται για την ασθένεια ή το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, ότι θα μπορούσαν να τα έχουν αποτρέψει, κ.λπ. (Οι ενήλικοι περνούν από τα ίδια στάδια κατά την περίοδο του πένθους, συνειδητοποιούν όμως συνήθως το «παράλογο» των σκέψεών τους.)
            Ορισμένες ιστορίες, όπου οι ενήλικοι ήρωες δυσκολεύονται ή αποφεύγουν να μιλήσουν στους μικρούς ήρωες/ηρωίδες για τον επικείμενο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, αποτελούν επίσης εξαιρετική αφορμή για συζήτηση γύρω από τη δυσκολία που έχουν πολλές φορές οι μεγάλοι να μιλήσουν ανοιχτά και με τρόπο ευθύ για το θάνατο. Ενώ εκείνα ενθαρρύνονται να μιλήσουν ανοιχτά για τους φόβους και τις απορίες τους, βοηθιούνται στο να συνειδητοποιήσουν ότι οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς την ευκολία τους ή τη θέλησή τους να μιλήσουν για ορισμένα θέματα.
            Η Fassler, συγγραφέας η ίδια όπως ειπώθηκε, αναφέρεται και σε ένα δικό της βιβλίο με τον τίτλο Ο παππούς μου πέθανε σήμερα, το οποίο περιγράφει τη σχέση του μικρού Ντέιβιντ με τον παππού του. Η Fassler εξηγεί πως στην ιστορία χρησιμοποιεί στοιχεία από την θεωρία του Eric Erikson, ο οποίος περιγράφει οχτώ ψυχοκοινωνικά στάδια από τη γέννηση ως το θάνατο, από τα οποία περνούν όλοι οι άνθρωποι. Κατά το τελευταίο στάδιο οι άνθρωποι αισθάνονται ολοκληρωμένοι και αντιμετωπίζουν το θάνατο με ωριμότητα και αξιοπρέπεια, με την προϋπόθεση όμως ότι έχουν ξεπεράσει με επιτυχία τις συγκεκριμένες προκλήσεις που παρουσιάζονται σε καθένα από τα προηγούμενα στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, τα νήπια αναπτύσσουν ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς το περιβάλλον, εφόσον οι βασικές τους ανάγκες (σωματικές και συναισθηματικές) καλύπτονται με τρόπο ικανοποιητικό από τους γονείς (ή τα υποκατάστατα γονέων). Τα δύο στάδια έχουν ομοιότητες, κατά τη Fassler, άλλωστε η κυκλικότητα είναι χαρακτηριστικό της ίδιας της ζωής: η στάση των ενηλίκων απέναντι στο θάνατο (την «έξοδο» από τη ζωή) επηρεάζει τη δέσμευση των παιδιών απέναντι στη ζωή («είσοδος» στη ζωή). Θα προσθέταμε ότι και το αντίθετο ισχύει, δηλαδή η δέσμευση των ενηλίκων απέναντι στη ζωή επηρεάζει τη στάση των παιδιών απέναντι στο θάνατο.
            Με βάση το παιδικό αυτό βιβλίο της, η Fassler προτείνει ορισμένες ερωτήσεις που είναι βοηθητικές για τα παιδιά, κυρίως όταν τα βιβλία χρησιμοποιούνται στη συμβουλευτική/θεραπευτική διαδικασία. Ορισμένες από αυτές είναι οι εξής:
            «Πώς ένιωθε ο Ντέιβιντ για τον παππού του;»
            «Εσύ ξέρεις κάποιον που να είναι στην ηλικία αυτού του παππού;»
            «Μπορούσε ο Ντέιβιντ να κάνει κάτι για να μην πεθάνει ο παππούς του;»
            «΄Εχεις χάσει ποτέ κάτι που να αγαπούσες πολύ; Τι έκανες όταν συνέβη αυτό;»
            Εννοείται πως καμιά απάντηση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως σωστή ή λάθος, ιδιαίτερα όσες αφορούν συναισθήματα. Οι απαντήσεις που αφορούν στην πραγματικότητα του θανάτου μπορούν να διερευνηθούν περαιτέρω. Διακριτικές εξηγήσεις ή παραδοχή τού ότι ακόμα και οι μεγάλοι δεν μπορούν να δώσουν βέβαιες απαντήσεις σε ορισμένα ζητήματα, παρά μόνο να εκφράσουν το τι ελπίζουν ή τι πιστεύουν (π.χ. για το τι συμβαίνει μετά το θάνατό μας), είναι ανακουφιστικές για τα παιδιά.
            Βιβλία που παρουσιάζουν το θάνατο ενός παιδιού είναι επίσης πολύ βοηθητικά, ιδιαίτερα για παιδιά που τα ίδια αντιμετωπίζουν το θάνατο εξαιτίας μιας χρόνιας ασθένειας ή που παλεύουν να αποδεχτούν την ασθένεια ή/και το θάνατο ενός καλού φίλου. Στις περιπτώσεις όμως αυτές, και ιδιαίτερα στην πρώτη, είναι απαραίτητο, το βιβλίο που θα επιλεγεί, να το έχει συστήσει κάποιος ειδικός που γνωρίζει το παιδί και την οικογένειά του και που θα μπορεί να παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη.
            Ως το σημείο αυτό αναφέραμε παραδείγματα θεματολογίας και τρόπου παρουσίασης του θανάτου τα οποία η Fassler θεωρεί επιτυχή και βοηθητικά για τα παιδιά στο να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του θανάτου ως κάτι φυσιολογικό. Σύμφωνα όμως με τη συγγραφέα, ορισμένα βιβλία δεν χειρίζονται το θέμα αυτό με τρόπο που να ανταποκρίνεται σε ορισμένα κριτήρια τα οποία εκείνη θεωρεί σημαντικά. Για παράδειγμα, ιστορίες στις οποίες ένα ζώο άξαφνα ζωντανεύει, ενώ είχε προηγουμένως πεθάνει και είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες ταφής, δεν βοηθούν –κατά την άποψη της– τα παιδιά να αποδεχτούν το μη αναστρέψιμο του θανάτου και δεν τα ανακουφίζουν σε περίοδο πένθους. Βιβλία, επίσης, που παρουσιάζουν το θάνατο ως «βαθύ ύπνο» δεν συνιστώνται από τη Fassler, γιατί μπορεί να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν φόβους γύρω από τον νυχτερινό ύπνο. Ακόμα, βιβλία όπου κάποιος που πεθαίνει παρουσιάζεται σαν να φεύγει για διακοπές («πάει να ξεκουραστεί σε ένα πολύ όμορφο μέρος») μπορεί να ενισχύσουν στα παιδιά το φόβο ότι όποιος πάει για διακοπές δεν θα επιστρέψει.
            Εδώ τίθενται κατά τη γνώμη μας δύο σημαντικά και αλληλένδετα ερωτήματα, τα οποία αποτελούν και τη μοναδική κριτική που θα ασκήσουμε στην εργασία της. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν μόνο όσα βιβλία κρίνονται ικανοποιητικά βάσει ψυχολογικών κριτηρίων. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μια γενική συμφωνία ως προς το ποια είναι τα κριτήρια αυτά, η άποψη που πρεσβεύει η Fassler δεν λαμβάνει υπόψη της την ανάγκη των παιδιών να πετούν στον κόσμο του φανταστικού, όπου όλα μπορούν να συμβούν, ακόμα και τα πιο απίθανα. Η λύση βρίσκεται, νομίζουμε, στην αποδοχή της ανάγκης των παιδιών τόσο για το φανταστικό όσο και για το πραγματικό, δύο στοιχεία όμως που πρέπει τα παιδιά να μάθουν να τα διακρίνουν και να τα διαχωρίζουν. Στη μικρή ηλικία θα χρειαστούν για αυτό τη βοήθεια των ενηλίκων. Άλλωστε, με αφορμή το φανταστικό, μπορεί να προκληθεί συζήτηση σχετικά με τη διάκρισή του από το πραγματικό (π.χ. «σε ένα παραμύθι και τα πεθαμένα ζώα μπορούν να ζωντανέψουν» ή «στη φαντασία μας μπορούμε να μιλάμε με τον παππού που πέθανε, αλλά όχι στην πραγματικότητα»).
            Άλλη αφορμή για συζήτηση μπορεί να προκαλέσουν και τα βιβλία που μιλούν για το θάνατο μεταφορικά και να αποτελέσουν μια καλή ευκαιρία να διευκρινίσουμε τι συνήθως εννοούν οι μεγάλοι (όχι μόνο οι συγγραφείς αλλά και οι ενήλικοι της οικογένειάς τους) όταν χρησιμοποιούν φράσεις όπως: «κοιμήθηκε για πάντα» (ο θάνατος είναι κάτι οριστικό, δεν αλλάζει), «πήγε στον ουρανό» (δεν θα βρίσκεται πια ανάμεσά μας), «μας βλέπει από ψηλά» (δεν θα τον/την ξεχάσουμε ποτέ, θα αισθανόμαστε σαν να ήταν κοντά μας), «ησύχασε» (δεν αισθάνεται πόνο ή μοναξιά), κ.λπ.
            Ένα δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο τα βιβλία που στηρίζονται σε συγκεκριμένες ψυχοπαιδαγωγικές θεωρίες τις αφομοιώνουν με τρόπο τέτοιο που το τελικό αποτέλεσμα να είναι αισθητικά αντάξιο ενός έργου τέχνης. Η απάντηση εδώ δεν  μπορεί να είναι μία. Πιστεύουμε ότι αυτό εξαρτάται από το αν ο/η συγγραφέας, ιδίως όταν είναι και ψυχολόγος ή παιδαγωγός, διαθέτει πράγματι λογοτεχνικό ταλέντο και αν καταφέρνει να θέσει σε δεύτερη μοίρα την ανάγκη να μεταφέρει συγκεκριμένες πληροφορίες.
            Τελειώνοντας θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η σύγχρονη ελληνική παιδική λογοτεχνία περιλαμβάνει πολλά αξιόλογα βιβλία, για όλες τις ηλικίες, που αναφέρονται στο θάνατο και σε άλλες δύσκολες καταστάσεις (διαζύγιο, αλλαγή στη σύνθεση της οικογένειας, υιοθεσία, φυσική καταστροφή, μετακόμιση, προσφυγιά, κ.λπ.) και που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βιβλιοθεραπευτικά εργαλεία, σύμφωνα με όσα αναφέραμε παραπάνω.


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, τ. 102, Καλοκαίρι 2011)

           
(*) Η Αθηνά Ανδρουτσοπούλου, διδάκτωρ ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Bath, ψυχοθεραπεύτρια και οικογενειακή θεραπεύτρια (περισσότερα: www.androutsopoulou.gr ), είναι συν-ιδρύτρια και συνυπεύθυνη του 'Λόγω Ψυχής'-Ινστιτούτου Εκπαίδευσης και Έρευνας στη Συστημική Ψυχοθεραπεία (www.logopsychis.gr)



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] J. Fassler (1978), Helping children Cope: Mastering Stress through Books and Stories, New York: The Free Press.

[2] Διάφορες έρευνες (π.χ. Tamm & /Granqvist, 1995) δείχνουν ότι τα παιδιά απεικονίζουν το θάνατο με ανθρωπόμορφη τρομακτική όψη (σκελετός, διάβολος, κ.λπ.). Υπάρχει η άποψη ότι η απεικόνιση αυτή εξυπηρετεί τα παιδιά στο να αντιμετωπίζουν το θάνατο ως κάτι εξωτερικό, να αποφεύγουν την «τραγική αλήθεια» ότι ο θάνατος είναι φαινόμενο εσωτερικό, και έτσι να αισθάνονται πιο ασφαλή. Η αντίθετη άποψη –με την οποία και εμείς συμφωνούμε– είναι ότι η αίσθηση των παιδιών πως κανένας έλεγχος και καμιά πρόβλεψη δεν μπορεί να υπάρχει όσον αφορά τη ζωή και το θάνατο αυξάνει το συναίσθημα της ανασφάλειας. Πόσο ασφαλές μπορεί να αισθάνεται ένα παιδί όταν τα ακούσματά του προβάλλουν την ιδέα ότι ο θάνατος έρχεται «απρόσκλητος» για να τιμωρήσει ή να κλέψει ένα αγαπημένο πρόσωπο; Το ότι παρόμοια μοτίβα συναντώνται στους μύθους δεν είναι απόδειξη ότι η ενθάρρυνση τέτοιων εξηγήσεων βοηθά το σύγχρονο παιδί στο να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος στο οποίο ζει.

[3] Ο διάσημος ψυχολόγος Piaget είχε διατυπώσει τη θέση ότι τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης των παιδιών είναι ποιοτικά διαχωρισμένα μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα παιδιά 2-7 ετών δεν θα μπορέσουν να αποδεχτούν το μη αναστρέψιμο του θανάτου ούτε θα ενδιαφερθούν για τις διαδικασίες ταφής παρά μόνο όταν περάσουν στο επόμενο στάδιο γνωστικής ωρίμασης που καθορίζεται ηλικιακά. Επομένως, σύμφωνα με τον Piaget καμιά διαδικασία δεν μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη σταδιακή αποδοχή μιας τέτοιας ιδέας. Η θέση αυτή του Piaget περί ποιοτικού διαχωρισμού των σταδίων και ταύτισης των ορίων της γνωστικής και της ηλικιακής ωρίμασης έχει δεχτεί σκληρή κριτική.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Bluestone-Sharapan, H. (1978), “Talking with young children about death”, στο: Let’s Talk About It, Pittsburg. PA: Family Communications Inc.
Kubler-Ross, E. (1982), Living with Death and Dying, London: Souvenir Press.
Leick, N. & Davidsen-Nielsen, M. (1991), Healing Pain: Attachment, Loss and Grief Therapy, London: Routledge.
Tamm, M. E. & Granqvist, A. (1995), “The meaning of death for children and adolescents: A phenomenographic study of drawings”, Death Studies, 19, 3, σσ. 203-222. 

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Ο θάνατος της ανθρωπιάς και ο "εξανθρωπισμός" του θανάτου

Η συγγραφή παιδικών/νεανικών βιβλίων για το
ρατσισμό και το θάνατο


Ξεκινώντας την προσέγγιση συγγραφής παιδικών/νεανικών λογοτεχνικών βιβλίων με κύριο θέμα το ρατσισμό και το θάνατο, χρήσιμο είναι να διευκρινίσουμε τις κύριες έννοιες που θα μας απασχολήσουν: (α) συγγραφέας παιδικών βιβλίων, (β) ρατσισμός και (γ) “εξανθρωπισμός” του θανάτου.

Τι είδους oν είναι άραγε ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων, δηλαδή ο λογοτέχνης που, είτε το επιλέγει είτε όχι, τα έργα του απευθύνονται κατά κύριο λόγο στα παιδιά; Όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, «γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις»[1]. Άρα και ο συγγραφέας παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων έχει κι αυτός κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως και τα έργα του. Αν λοιπόν το κυριότερο χαρακτηριστικό των έργων του είναι ότι μεταδίδουν ελπίδα και κουράγιο, γεύση αγάπης και κατάφασης για τη ζωή, τότε πρέπει και ο ίδιος να διαθέτει αυτά τα στοιχεία. Και όταν τα διαθέτει, τότε πάντα σχεδόν λειτουργούν θεραπευτικά και «αγαπητικά» για το νεαρό αναγνώστη. Με άλλα λόγια, η στάση του συγγραφέα απέναντι στα παιδιά είναι στάση αγάπης, κατανόησης και συντροφικότητας, δείχνει έγνοια και αγάπη για τον νέο άνθρωπο και το μέλλον του, φανερώνει αισθήματα ανθρωπιάς.

     Ας έρθουμε τώρα στον ορισμό του ρατσισμού. Σύμφωνα με ένα από τα εγκυρότερα σύγχρονα λεξικά μας, ρατσισμός είναι “η κοινωνική ή η πολιτική πρακτική διακρίσεων που βασίζεται στο δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας και στην καλλιεργημένη αντίληψη των μελών της ότι οφείλουν να περιφρουρήσουν την αμιγή σύσταση, την καθαρότητα της ομάδας τους, καθώς και τον κυριαρχικό τους ρόλο έναντι των υπολοίπων φυλετικών, εθνικών, κοινωνικών κ.ά. ομάδων, που θεωρούνται από αυτά κατώτερες”[2]. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο ρατσισμός είναι καρπός ολοκληρωτικών συστημάτων που συνδέονται με τη βία, την καταδίωξη των αντιφρονούντων, τις αυθαίρετες διακρίσεις, με ιδεοληψίες και παραλογισμούς, που αποβαίνουν εις βάρος της ελευθερίας της σκέψεως και της ίδιας της ζωής[3]. Με λίγα λόγια, δηλαδή, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ρατσισμό ως “θάνατο της ανθρωπιάς”.

     Αν ο θάνατος της ανθρωπιάς μάς εκπλήσσει και μας αγανακτεί ως απαράδεκτος, αντίθετα ο θάνατος του ανθρώπου, μολονότι απεχθής και μισητός, είναι αναμενόμενος, θεωρείται φυσική και αναπόφευκτη κατάληξη της γήινης ζωής. Παραμένει ωστόσο ακατανόητος, ιδίως για τα παιδιά. Η απώλεια προσφιλούς ή έστω και απλώς γνωστού προσώπου είναι πάντα σκληρή, γεγονός “άγριο”, που δύσκολα μπορεί ένα παιδί ή ένας έφηβος να το διαχειριστεί ψυχικά και να το “εξανθρωπίσει”, δηλαδή να το κατανοήσει και να το αποδεχτεί. Αυτός λοιπόν ο “εξανθρωπισμός του θανάτου” υπονοείται στον τίτλο του κειμένου αυτού και με αυτή την έννοια θα μας απασχολήσει εδώ.

Ας δούμε τώρα γιατί ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων επιλέγει ως θέμα σε κάποιο ή κάποια έργα του την αντιμετώπιση ρατσισμού ή του θανάτου. Ας αρχίσουμε από το ρατσισμό. Τον ονομάσαμε “θάνατο της ανθρωπιάς”. Άρα εκείνος που γράφει για παιδιά και που εξ ορισμού πρέπει να τον διακρίνει η ανθρωπιά, είναι απόλυτα φυσικό να εξανίσταται με το φαινόμενο που την αναιρεί και να θέλει να το αντιμετωπίσει με την πένα του. Αρκεί τη θέλησή του αυτή να τη συνοδεύει και η απαραίτητη έμπνευση. Τώρα το πώς η έμπνευση θα οδηγήσει σε λογοτέχνημα και με ποιον ακριβώς τρόπο θα χειριστεί το θέμα του ο συγγραφέας που απευθύνεται στα παιδιά, ευνόητο είναι ότι ποικίλλει από δημιουργό σε δημιουργό. Θα λέγαμε ότι είναι ζήτημα όχι μόνο προσωπικής ικανότητας και συναίσθησης της ευθύνης που επωμίζεται, αλλά και ερμηνείας του λόγου ή των λόγων γενικότερα που τον ωθούν να γράφει βιβλία με αποδέκτες τα παιδιά και τους εφήβους. Στα βιβλία με αντιρατσιστική θέση, τα οποία αναφέρονται εδώ ενδεικτικά, φανερώνεται τόσο η ιδιαίτερη στάση των συγγραφέων τους έναντι των ιδεατών αναγνωστών τους κατά την ώρα της γραφής, όσο και ο βαθμός ευαισθησία τους για το θέμα του ρατσισμού:

Γκέρτσου-Σαρρή ΄Αννα: Το ’λεγαν ξάστερο (Κέδρος)
Ηλιόπουλος Βαγγέλης: Καφέ αηδιαστικό μπαλάκι (Πατάκης)
Κοντολέων Μάνος: Μια ιστορία του Φιοντόρ (Πατάκης)
Μαντουβάλου Σοφία: Ρίκο κοκορίκο (Μικρή Μίλητος)
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λότη: Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (Πατάκης) και Τα τέρατα του λόφου (Πατάκης)
Ταρναράς Χρήστος: Τα φανάρια είχαν πάντα χρώμα κόκκινο (Εντός)
Τριβιζάς Ευγένιος: Η τελευταία μαύρη γάτα (Ελληνικά Γράμματα)
Χίου ΄Ελσα: Η νενέ η Σμυρνιά (Καστανιώτης)
Ψαραύτη Λίτσα: Οι τελευταίοι ήρωες (Πατάκης)

       Η έμμεση καταδίκη ή και η ήττα του ρατσισμού στα παραπάνω βιβλία θα λέγαμε ότι οδηγεί σε μιαν ανάσταση: Την ανάσταση ελπίδων και αξιών.

       Η ανάσταση είναι μεγίστη παρηγορία σε σχέση με το θάνατο, όταν ωστόσο δεν πρόκειται για ιδέες αλλά για ανθρώπινα όντα, δεν είναι ούτε γενικά παραδεκτή και κατανοητή, ούτε εύκολο να υποστηριχτεί σ’ ένα λογοτέχνημα, χωρίς αυτό να μετατραπεί σε κήρυγμα. Ο συγγραφέας που απευθύνεται στα παιδιά, ως δημιουργός με «αγαπητική» στάση έναντι του αναγνώστη του, είναι φυσικό να θέλει ν’ αντιμετωπίσει με την πένα του και το θέμα του θανάτου. Ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή, άρα δεν μπορεί παρά να είναι και μέσα στη λογοτεχνία. Υπήρχε άλλωστε πάντα και στα παλιά παραμύθια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο σύγχρονος συγγραφέας ωστόσο οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Βέβαια, αφού όπως ήδη ειπώθηκε «γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις», ως ένα σημείο ακόμα και χωρίς να το θέλει, οι θρησκευτικές ή μη πεποιθήσεις του και η προσωπική του θέση ως προς την αντιμετώπισή του θανάτου θα φανεί στο έργο του. Καλό είναι όμως να αφήνει, κατά το δυνατόν, ελεύθερο τον ορίζοντα, αποφεύγοντας να επιβάλλει πιεστικά τις δικές του απόψεις.  Μικρό παράδειγμα τέτοιας στάσης μάς δίνει ένα σύντομο κείμενο της Αγγελικής Βαρελλά, που περιλαμβάνεται στο Αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού: 


   «H γωνιά του παππού είναι άδεια. Η κουνιστή πολυθρόνα του μένει ακίνητη. Τα εγγόνια του πηγαινοέρχονται από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ανοιγοκλείνουν τις πόρτες. Ψάχνουν να τον βρουν από γωνιά σε γωνιά. Τρία μερόνυχτα οι γονείς τους ξαγρύπνησαν στο προσκεφάλι του. Τρία μερόνυχτα τρεμόσβηνε το καντηλάκι του. Τώρα, τους λένε, ο παππούς έφυγε. Δε θα ξαναγυρίσει πια. Η Φρόσω λέει πως  πάει στον απάνω κόσμο. Ο Λεωνίδας επιμένει πως πάει στον κάτω.
   »Πέφτει χιονόνερο και κάνει κρύο! Τι λάθος μέρα διάλεξε ο παππούς να φύγει. Τι λάθος έκανε να πάρει μαζί του τις ιστορίες που τους έλεγε και να ξεχάσει στο σπίτι τη μαγκούρα του! Και την είχε τόσο ανάγκη για να στηρίζεται!»

    Εκείνο που είναι ασφαλώς αποδεκτό και αναμενόμενο από μέρους του συγγραφέα παιδικών βιβλίων, όταν θίγει το θέμα του θανάτου, είναι η παροχή παρηγορίας μέσω μιας ιστορίας, ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος, είναι ο “εξανθρωπισμός” του θανάτου, όπως τον ορίσαμε στην αρχή. Τέτοιες δυνατότητες έχουν τα λογοτεχνήματα που παρουσιάζουν με ειλικρίνεια καταστάσεις παρόμοιες με όσες βιώνει ο νεαρός αναγνώστης, με ήρωες που αντιμετωπίζουν παρόμοια με τα δικά του προβλήματα. ΄Ετσι του δίνεται η ευκαιρία ν’ αναγνωρίσει, να διαχειριστεί και ν’ αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του, να εξωτερικεύσει τη θλίψη ή ακόμα και την οργή του, παίρνει αφορμή να συζητήσει με τους γύρω του τα όσα αισθάνεται, ώστε τελικά να βοηθηθεί στην επούλωση του ψυχικού τραύματος που αφήνει ένας θάνατος[4]. Η δημιουργία τέτοιων έργων δεν είναι βέβαια κάτι εύκολο. Χρειάζεται γνώση και προσοχή, για να προσεγγίσει ο δημιουργός το θέμα με σωστό ψυχολογικά τρόπο, με τρόπο που θα “εξανθρωπίσει” το θάνατο. Ας μην ξεχνάμε, ύστερα, ότι ακόμα και τα πιο επιτυχημένα βιβλία ποτέ δεν είναι πανάκεια, ποτέ δεν έχουν ίδιου βαθμού αποτελέσματα.

     Στα βιβλία για μικρότερα παιδιά, η εξοικείωση με το θάνατο και τη λύπη που προκαλεί ξεκινά συχνά με την αναφορά σε φυσική απώλεια ενός αγαπημένου κατοικίδιου. Τα παιδιά βιώνουν έντονα το θάνατο ενός ζώου που αγαπούν. ΄Ετσι τούς παρέχεται η δυνατότητα να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και ν’ αντιμετωπίσουν το θλιβερό αυτό γεγονός. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής ελληνικά βιβλία που αναφέρονται στο θέμα του θανάτου – τα περισσότερα εικονογραφημένα:
                                                                                                                       
Βασιλική Νευροκοπλή: Αν τ΄ αγαπάς ξανάρχονται (Λιβάνης)
Μεταξά-Παξινού Μαίρη: Ο παππούς μου κι εγώ (Κέδρος)
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λ.: Το λουλουδόπαιδο (Ψυχογιός) και Ποιος θα γράψει για το σκύλο μας (Πατάκης)
Φακίνου Ευγενία: Μικρή καλοκαιρινή ιστορία (Κέδρος)
       Επίσης αρκετά ποιήματα της Ρένας Καρθαίου, π.χ. στη συλλογή Χαρταετοί στον Ουρανό, της Ντίνας Χατζηνικολάου, του Νίκου Κανάκη κ.ά. που μιλούν για θάνατο παππού/γιαγιάς.

       Ξένων συγγραφέων σε μετάφραση έχουμε τα εξής:
 Nigel Gray: Ο Μελένιος και ο παππούς που έφυγε (Ψυχογιός)
Maril Kaldhol: (Απόδοση Κυρ. Ντελόπουλου): ΄Εχε γεια, Ρούνε (Γνώση)
Sigrid Laube: Ο παππούς πετάει (Κάστωρ)
Winfried Wolf: Χριστούγεννα με τον παππού (Πατάκης)
      Στα βιβλία για μεγάλα παιδιά και εφήβους ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να μιλήσει αμεσότερα και με περισσότερο ρεαλισμό για το τέλος της ζωής. Γι’ αυτό και πολλοί από τους σύγχρονους συγγραφείς βιβλίων για παιδιά θίγουν το θέμα του θανάτου σε αρκετά από τα έργα τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής, με αλφαβητική σειρά των δημιουργών:

Βαρελλά Αγγελική: Καλημέρα, Ελπίδα! (Πατάκης),
Γρηγοριάδου-Σουρέλη Γαλάτεια: Ο μεγάλος αποχαιρετισμός (Ψυχογιός), και Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου (Πατάκης)
Ζέη ΄Αλκη: Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της (Κέδρος), Ο ψεύτης παππούς (Κέδρος)
Κανάβα Ζωή: Με την προσευχή και το κοντύλι ( Αστήρ)
Κοντολέων Μάνος: Οι δυο τους κι άλλοι δυο (Πατάκης), Γεύση πικραμύγδαλου (Πατάκης)
Παράσχου Σοφία: Με άγκυρα την καρδιά (Πατάκης)
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λότη  Γιούσουρι στην τσέπη (Πατάκης), ΄Ενα αγγελάκι στα Εξάρχεια (Ψυχογιός), Ο κόκκινος θυμός (Πατάκης)
Χορτιάτη Θέτη: Ο δάσκαλος με το βιολί και τ’ αστέρι (΄Αγκυρα)
Ψαραύτη Λίτσα: Η εξαφάνιση (Πατάκης), Το μυστικό τετράδιο (Πατάκης)

       Τα βιβλία αυτά, προβάλλοντας ήρωες που κατορθώνουν τελικά να ελέγξουν τα συναισθήματά τους, να δεχτούν την απώλεια προσφιλούς ή προσφιλών προσώπων και να συνεχίσουν με θάρρος τη ζωή που ξανοίγεται μπροστά τους, δρουν παρηγορητικά, «εξανθρωπίζουν» το θάνατο.  Στη μνήμη τους άλλωστε μένουν απέθαντα τα πρόσωπα που δε ζουν πια. Με αυτή την «παρηγορία», που αφήνει ελεύθερο το πεδίο και για άλλη, ενδεχομένως θρησκευτική, ερμηνεία του θανάτου, χωρίς ωστόσο και να την επιβάλει, το μυθιστορήματα αυτά επιτελούν το «παρηγοριτικό» τους έργο. Ο Καζαντζάκης γράφει κάπου «Χαίρομαι, γιατί όσο ζω, θα ζει κι ο παππούς μου μέσα μου. Ο παππούς μου στάθηκε ο πρώτος που μ’ έκανε να μη θέλω να πεθάνω, για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου... Πολλοί αγαπημένοι μου που πέθαναν, κατέβηκαν όχι στο χώμα, παρά στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως όσο ζω θα ζούνε»[5].

[1] Jane Yolen: Writing Books for Children, Boston: The Writer Inc., 1984, σελ. 7.
[2] Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας
[3] ο.π.
[4] Ο ορθός χειρισμός του θέματος του θανάτου στα παιδικά βιβλία και η συμβολή της παιδικής λογοτεχνίας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούνται από ένα θάνατο εκτενώς αναφέρονται στο βιβλίο της Joan Fassler Helping Children CopeMastering Stress through Books and Stories, The Free Press, New York, 1978. ΄Αρθρο με τίτλο «Η βιβλιοθεραπευτική προσέγγιση της Joan Fassler», που αναφέρεται στο βιβλίο αυτό, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές την ΄Ανοιξη 1998. Σχετικό με το θέμα του θανάτου είναι και το αφιέρωμα «Η ιδέα του θανάτου στην παιδική λογοτεχνία» του περιοδικού Διαδρομές, τ.7, Φθινόπωρο 2002.
[5] Ν. Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα 1961, σελ. 41.

Σημ.: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους,  τ.86, Καλοκαίρι 2007. ΄Εκτοτε εκδόθηκαν μερικά ακόμη αξιόλογα βιβλία με θέμα το θάνατο, όπως π.χ. το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά Κορόνα από χιόνι (Πατάκης).