Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Ο θάνατος της ανθρωπιάς και ο "εξανθρωπισμός" του θανάτου

Η συγγραφή παιδικών/νεανικών βιβλίων για το
ρατσισμό και το θάνατο


Ξεκινώντας την προσέγγιση συγγραφής παιδικών/νεανικών λογοτεχνικών βιβλίων με κύριο θέμα το ρατσισμό και το θάνατο, χρήσιμο είναι να διευκρινίσουμε τις κύριες έννοιες που θα μας απασχολήσουν: (α) συγγραφέας παιδικών βιβλίων, (β) ρατσισμός και (γ) “εξανθρωπισμός” του θανάτου.

Τι είδους oν είναι άραγε ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων, δηλαδή ο λογοτέχνης που, είτε το επιλέγει είτε όχι, τα έργα του απευθύνονται κατά κύριο λόγο στα παιδιά; Όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, «γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις»[1]. Άρα και ο συγγραφέας παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων έχει κι αυτός κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως και τα έργα του. Αν λοιπόν το κυριότερο χαρακτηριστικό των έργων του είναι ότι μεταδίδουν ελπίδα και κουράγιο, γεύση αγάπης και κατάφασης για τη ζωή, τότε πρέπει και ο ίδιος να διαθέτει αυτά τα στοιχεία. Και όταν τα διαθέτει, τότε πάντα σχεδόν λειτουργούν θεραπευτικά και «αγαπητικά» για το νεαρό αναγνώστη. Με άλλα λόγια, η στάση του συγγραφέα απέναντι στα παιδιά είναι στάση αγάπης, κατανόησης και συντροφικότητας, δείχνει έγνοια και αγάπη για τον νέο άνθρωπο και το μέλλον του, φανερώνει αισθήματα ανθρωπιάς.

     Ας έρθουμε τώρα στον ορισμό του ρατσισμού. Σύμφωνα με ένα από τα εγκυρότερα σύγχρονα λεξικά μας, ρατσισμός είναι “η κοινωνική ή η πολιτική πρακτική διακρίσεων που βασίζεται στο δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας και στην καλλιεργημένη αντίληψη των μελών της ότι οφείλουν να περιφρουρήσουν την αμιγή σύσταση, την καθαρότητα της ομάδας τους, καθώς και τον κυριαρχικό τους ρόλο έναντι των υπολοίπων φυλετικών, εθνικών, κοινωνικών κ.ά. ομάδων, που θεωρούνται από αυτά κατώτερες”[2]. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο ρατσισμός είναι καρπός ολοκληρωτικών συστημάτων που συνδέονται με τη βία, την καταδίωξη των αντιφρονούντων, τις αυθαίρετες διακρίσεις, με ιδεοληψίες και παραλογισμούς, που αποβαίνουν εις βάρος της ελευθερίας της σκέψεως και της ίδιας της ζωής[3]. Με λίγα λόγια, δηλαδή, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ρατσισμό ως “θάνατο της ανθρωπιάς”.

     Αν ο θάνατος της ανθρωπιάς μάς εκπλήσσει και μας αγανακτεί ως απαράδεκτος, αντίθετα ο θάνατος του ανθρώπου, μολονότι απεχθής και μισητός, είναι αναμενόμενος, θεωρείται φυσική και αναπόφευκτη κατάληξη της γήινης ζωής. Παραμένει ωστόσο ακατανόητος, ιδίως για τα παιδιά. Η απώλεια προσφιλούς ή έστω και απλώς γνωστού προσώπου είναι πάντα σκληρή, γεγονός “άγριο”, που δύσκολα μπορεί ένα παιδί ή ένας έφηβος να το διαχειριστεί ψυχικά και να το “εξανθρωπίσει”, δηλαδή να το κατανοήσει και να το αποδεχτεί. Αυτός λοιπόν ο “εξανθρωπισμός του θανάτου” υπονοείται στον τίτλο του κειμένου αυτού και με αυτή την έννοια θα μας απασχολήσει εδώ.

Ας δούμε τώρα γιατί ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων επιλέγει ως θέμα σε κάποιο ή κάποια έργα του την αντιμετώπιση ρατσισμού ή του θανάτου. Ας αρχίσουμε από το ρατσισμό. Τον ονομάσαμε “θάνατο της ανθρωπιάς”. Άρα εκείνος που γράφει για παιδιά και που εξ ορισμού πρέπει να τον διακρίνει η ανθρωπιά, είναι απόλυτα φυσικό να εξανίσταται με το φαινόμενο που την αναιρεί και να θέλει να το αντιμετωπίσει με την πένα του. Αρκεί τη θέλησή του αυτή να τη συνοδεύει και η απαραίτητη έμπνευση. Τώρα το πώς η έμπνευση θα οδηγήσει σε λογοτέχνημα και με ποιον ακριβώς τρόπο θα χειριστεί το θέμα του ο συγγραφέας που απευθύνεται στα παιδιά, ευνόητο είναι ότι ποικίλλει από δημιουργό σε δημιουργό. Θα λέγαμε ότι είναι ζήτημα όχι μόνο προσωπικής ικανότητας και συναίσθησης της ευθύνης που επωμίζεται, αλλά και ερμηνείας του λόγου ή των λόγων γενικότερα που τον ωθούν να γράφει βιβλία με αποδέκτες τα παιδιά και τους εφήβους. Στα βιβλία με αντιρατσιστική θέση, τα οποία αναφέρονται εδώ ενδεικτικά, φανερώνεται τόσο η ιδιαίτερη στάση των συγγραφέων τους έναντι των ιδεατών αναγνωστών τους κατά την ώρα της γραφής, όσο και ο βαθμός ευαισθησία τους για το θέμα του ρατσισμού:

Γκέρτσου-Σαρρή ΄Αννα: Το ’λεγαν ξάστερο (Κέδρος)
Ηλιόπουλος Βαγγέλης: Καφέ αηδιαστικό μπαλάκι (Πατάκης)
Κοντολέων Μάνος: Μια ιστορία του Φιοντόρ (Πατάκης)
Μαντουβάλου Σοφία: Ρίκο κοκορίκο (Μικρή Μίλητος)
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λότη: Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (Πατάκης) και Τα τέρατα του λόφου (Πατάκης)
Ταρναράς Χρήστος: Τα φανάρια είχαν πάντα χρώμα κόκκινο (Εντός)
Τριβιζάς Ευγένιος: Η τελευταία μαύρη γάτα (Ελληνικά Γράμματα)
Χίου ΄Ελσα: Η νενέ η Σμυρνιά (Καστανιώτης)
Ψαραύτη Λίτσα: Οι τελευταίοι ήρωες (Πατάκης)

       Η έμμεση καταδίκη ή και η ήττα του ρατσισμού στα παραπάνω βιβλία θα λέγαμε ότι οδηγεί σε μιαν ανάσταση: Την ανάσταση ελπίδων και αξιών.

       Η ανάσταση είναι μεγίστη παρηγορία σε σχέση με το θάνατο, όταν ωστόσο δεν πρόκειται για ιδέες αλλά για ανθρώπινα όντα, δεν είναι ούτε γενικά παραδεκτή και κατανοητή, ούτε εύκολο να υποστηριχτεί σ’ ένα λογοτέχνημα, χωρίς αυτό να μετατραπεί σε κήρυγμα. Ο συγγραφέας που απευθύνεται στα παιδιά, ως δημιουργός με «αγαπητική» στάση έναντι του αναγνώστη του, είναι φυσικό να θέλει ν’ αντιμετωπίσει με την πένα του και το θέμα του θανάτου. Ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή, άρα δεν μπορεί παρά να είναι και μέσα στη λογοτεχνία. Υπήρχε άλλωστε πάντα και στα παλιά παραμύθια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο σύγχρονος συγγραφέας ωστόσο οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Βέβαια, αφού όπως ήδη ειπώθηκε «γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις», ως ένα σημείο ακόμα και χωρίς να το θέλει, οι θρησκευτικές ή μη πεποιθήσεις του και η προσωπική του θέση ως προς την αντιμετώπισή του θανάτου θα φανεί στο έργο του. Καλό είναι όμως να αφήνει, κατά το δυνατόν, ελεύθερο τον ορίζοντα, αποφεύγοντας να επιβάλλει πιεστικά τις δικές του απόψεις.  Μικρό παράδειγμα τέτοιας στάσης μάς δίνει ένα σύντομο κείμενο της Αγγελικής Βαρελλά, που περιλαμβάνεται στο Αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού: 


   «H γωνιά του παππού είναι άδεια. Η κουνιστή πολυθρόνα του μένει ακίνητη. Τα εγγόνια του πηγαινοέρχονται από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ανοιγοκλείνουν τις πόρτες. Ψάχνουν να τον βρουν από γωνιά σε γωνιά. Τρία μερόνυχτα οι γονείς τους ξαγρύπνησαν στο προσκεφάλι του. Τρία μερόνυχτα τρεμόσβηνε το καντηλάκι του. Τώρα, τους λένε, ο παππούς έφυγε. Δε θα ξαναγυρίσει πια. Η Φρόσω λέει πως  πάει στον απάνω κόσμο. Ο Λεωνίδας επιμένει πως πάει στον κάτω.
   »Πέφτει χιονόνερο και κάνει κρύο! Τι λάθος μέρα διάλεξε ο παππούς να φύγει. Τι λάθος έκανε να πάρει μαζί του τις ιστορίες που τους έλεγε και να ξεχάσει στο σπίτι τη μαγκούρα του! Και την είχε τόσο ανάγκη για να στηρίζεται!»

    Εκείνο που είναι ασφαλώς αποδεκτό και αναμενόμενο από μέρους του συγγραφέα παιδικών βιβλίων, όταν θίγει το θέμα του θανάτου, είναι η παροχή παρηγορίας μέσω μιας ιστορίας, ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος, είναι ο “εξανθρωπισμός” του θανάτου, όπως τον ορίσαμε στην αρχή. Τέτοιες δυνατότητες έχουν τα λογοτεχνήματα που παρουσιάζουν με ειλικρίνεια καταστάσεις παρόμοιες με όσες βιώνει ο νεαρός αναγνώστης, με ήρωες που αντιμετωπίζουν παρόμοια με τα δικά του προβλήματα. ΄Ετσι του δίνεται η ευκαιρία ν’ αναγνωρίσει, να διαχειριστεί και ν’ αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του, να εξωτερικεύσει τη θλίψη ή ακόμα και την οργή του, παίρνει αφορμή να συζητήσει με τους γύρω του τα όσα αισθάνεται, ώστε τελικά να βοηθηθεί στην επούλωση του ψυχικού τραύματος που αφήνει ένας θάνατος[4]. Η δημιουργία τέτοιων έργων δεν είναι βέβαια κάτι εύκολο. Χρειάζεται γνώση και προσοχή, για να προσεγγίσει ο δημιουργός το θέμα με σωστό ψυχολογικά τρόπο, με τρόπο που θα “εξανθρωπίσει” το θάνατο. Ας μην ξεχνάμε, ύστερα, ότι ακόμα και τα πιο επιτυχημένα βιβλία ποτέ δεν είναι πανάκεια, ποτέ δεν έχουν ίδιου βαθμού αποτελέσματα.

     Στα βιβλία για μικρότερα παιδιά, η εξοικείωση με το θάνατο και τη λύπη που προκαλεί ξεκινά συχνά με την αναφορά σε φυσική απώλεια ενός αγαπημένου κατοικίδιου. Τα παιδιά βιώνουν έντονα το θάνατο ενός ζώου που αγαπούν. ΄Ετσι τούς παρέχεται η δυνατότητα να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και ν’ αντιμετωπίσουν το θλιβερό αυτό γεγονός. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής ελληνικά βιβλία που αναφέρονται στο θέμα του θανάτου – τα περισσότερα εικονογραφημένα:
                                                                                                                       
Βασιλική Νευροκοπλή: Αν τ΄ αγαπάς ξανάρχονται (Λιβάνης)
Μεταξά-Παξινού Μαίρη: Ο παππούς μου κι εγώ (Κέδρος)
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λ.: Το λουλουδόπαιδο (Ψυχογιός) και Ποιος θα γράψει για το σκύλο μας (Πατάκης)
Φακίνου Ευγενία: Μικρή καλοκαιρινή ιστορία (Κέδρος)
       Επίσης αρκετά ποιήματα της Ρένας Καρθαίου, π.χ. στη συλλογή Χαρταετοί στον Ουρανό, της Ντίνας Χατζηνικολάου, του Νίκου Κανάκη κ.ά. που μιλούν για θάνατο παππού/γιαγιάς.

       Ξένων συγγραφέων σε μετάφραση έχουμε τα εξής:
 Nigel Gray: Ο Μελένιος και ο παππούς που έφυγε (Ψυχογιός)
Maril Kaldhol: (Απόδοση Κυρ. Ντελόπουλου): ΄Εχε γεια, Ρούνε (Γνώση)
Sigrid Laube: Ο παππούς πετάει (Κάστωρ)
Winfried Wolf: Χριστούγεννα με τον παππού (Πατάκης)
      Στα βιβλία για μεγάλα παιδιά και εφήβους ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να μιλήσει αμεσότερα και με περισσότερο ρεαλισμό για το τέλος της ζωής. Γι’ αυτό και πολλοί από τους σύγχρονους συγγραφείς βιβλίων για παιδιά θίγουν το θέμα του θανάτου σε αρκετά από τα έργα τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής, με αλφαβητική σειρά των δημιουργών:

Βαρελλά Αγγελική: Καλημέρα, Ελπίδα! (Πατάκης),
Γρηγοριάδου-Σουρέλη Γαλάτεια: Ο μεγάλος αποχαιρετισμός (Ψυχογιός), και Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου (Πατάκης)
Ζέη ΄Αλκη: Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της (Κέδρος), Ο ψεύτης παππούς (Κέδρος)
Κανάβα Ζωή: Με την προσευχή και το κοντύλι ( Αστήρ)
Κοντολέων Μάνος: Οι δυο τους κι άλλοι δυο (Πατάκης), Γεύση πικραμύγδαλου (Πατάκης)
Παράσχου Σοφία: Με άγκυρα την καρδιά (Πατάκης)
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λότη  Γιούσουρι στην τσέπη (Πατάκης), ΄Ενα αγγελάκι στα Εξάρχεια (Ψυχογιός), Ο κόκκινος θυμός (Πατάκης)
Χορτιάτη Θέτη: Ο δάσκαλος με το βιολί και τ’ αστέρι (΄Αγκυρα)
Ψαραύτη Λίτσα: Η εξαφάνιση (Πατάκης), Το μυστικό τετράδιο (Πατάκης)

       Τα βιβλία αυτά, προβάλλοντας ήρωες που κατορθώνουν τελικά να ελέγξουν τα συναισθήματά τους, να δεχτούν την απώλεια προσφιλούς ή προσφιλών προσώπων και να συνεχίσουν με θάρρος τη ζωή που ξανοίγεται μπροστά τους, δρουν παρηγορητικά, «εξανθρωπίζουν» το θάνατο.  Στη μνήμη τους άλλωστε μένουν απέθαντα τα πρόσωπα που δε ζουν πια. Με αυτή την «παρηγορία», που αφήνει ελεύθερο το πεδίο και για άλλη, ενδεχομένως θρησκευτική, ερμηνεία του θανάτου, χωρίς ωστόσο και να την επιβάλει, το μυθιστορήματα αυτά επιτελούν το «παρηγοριτικό» τους έργο. Ο Καζαντζάκης γράφει κάπου «Χαίρομαι, γιατί όσο ζω, θα ζει κι ο παππούς μου μέσα μου. Ο παππούς μου στάθηκε ο πρώτος που μ’ έκανε να μη θέλω να πεθάνω, για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου... Πολλοί αγαπημένοι μου που πέθαναν, κατέβηκαν όχι στο χώμα, παρά στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως όσο ζω θα ζούνε»[5].

[1] Jane Yolen: Writing Books for Children, Boston: The Writer Inc., 1984, σελ. 7.
[2] Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας
[3] ο.π.
[4] Ο ορθός χειρισμός του θέματος του θανάτου στα παιδικά βιβλία και η συμβολή της παιδικής λογοτεχνίας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούνται από ένα θάνατο εκτενώς αναφέρονται στο βιβλίο της Joan Fassler Helping Children CopeMastering Stress through Books and Stories, The Free Press, New York, 1978. ΄Αρθρο με τίτλο «Η βιβλιοθεραπευτική προσέγγιση της Joan Fassler», που αναφέρεται στο βιβλίο αυτό, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές την ΄Ανοιξη 1998. Σχετικό με το θέμα του θανάτου είναι και το αφιέρωμα «Η ιδέα του θανάτου στην παιδική λογοτεχνία» του περιοδικού Διαδρομές, τ.7, Φθινόπωρο 2002.
[5] Ν. Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα 1961, σελ. 41.

Σημ.: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους,  τ.86, Καλοκαίρι 2007. ΄Εκτοτε εκδόθηκαν μερικά ακόμη αξιόλογα βιβλία με θέμα το θάνατο, όπως π.χ. το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά Κορόνα από χιόνι (Πατάκης).