Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

«Αυτά που θα σας πω δεν τα ξέρουν πολλοί…»


(Απόσπασμα από το βιβλίο Ο κόκκινος θυμός*)


«…-΄Ημουν στην Κρήτη, κοριτσάκι μου, είπε κείνος σιγά. Εκεί έκανα τη θητεία μου. Και το καλοκαίρι του 1974 βρέθηκα στην Κύπρο.
    - Στην Κύπρο; πετάχτηκε τώρα ο Απελλής. Το καλοκαίρι της εισβολής δηλαδή; Εκείνη τη φοβερή εποχή εννοούσατε χτες;
    Πάλι «ναι» τους έγνεψε ο Λάζαρος, μα ζωηρά τούτη τη φορά.
   - ΄Εχετε δίκιο, μαύρη εποχή πραγματικά, τα ξέρω τα γεγονότα, συνέχισε ο Απελλής. Μου τα έχει διηγηθεί ο πατριός μου, τα έζησε ο ίδιος παιδί.
   - Τότε ίσως έχεις ακούσει και για τη μάχη στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Σου έχει πει για κείνο το μακελειό;
   - ΄Οχι πολλά. Ο πατριός μου ήταν στην Κερύνεια. Από κει ξεσπιτώθηκε με την οικογένειά του. Ο πατέρας κι ο θείος του πολέμησαν με κάποιες ομάδες, όχι όμως μέσα στη Λευκωσία.
   - Λοιπόν ακούστε, μια κι επιμένετε, αναστέναξε ο Λάζαρος. Αυτά που θα σας πω δεν τα ξέρουν πολλοί. Κι απ’ όσους τα ξέρουν,  μερικοί επιμένουν να τ’ αγνοούν. ΄Οταν μαθεύτηκε η εισβολή, ήρθε διαταγή στη μονάδα μου στην Κρήτη να φύγουμε αμέσως, να πάμε να ενισχύσουμε την άμυνα των Κυπρίων. Άλλες μονάδες είχαν κιόλας ξεκινήσει με πλοία. Εμείς επιβιβαστήκαμε σε μεταγωγικά αεροπλάνα. ΄Οταν φτάσαμε πάνω από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, επικρατούσε στο έδαφος τέτοια σύγχυση, που οι δικοί μας πέρασαν τ’ αεροσκάφη για εχθρικά κι άρχισαν να μας ρίχνουν.
   - Αν είναι δυνατόν! έφριξε η Νιόβη
   - Και όμως είναι, κορίτσι μου. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μακελειό γινόταν εκείνες τις ώρες γύρω και μέσα στη Λευκωσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι μόνο δυο τρία αεροσκάφη από την Κρήτη κατάφεραν να προσγειωθούν, ανάμεσά τους και το δικό μας. Το ένα ξαναγύρισε αμέσως πίσω. Εμείς πεταχτήκαμε από το δικό μας έξω, και το τι αντίκρισαν τα μάτια μας είναι απερίγραπτο. Πέσαμε πάνω σε πτώματα, σε τραυματίες, σε άντρες ακρωτηριασμένους φριχτά που βογκούσαν και ζητούσαν βοήθεια. Η μάχη με τους εισβολείς να συνεχίζεται λυσσαλέα στο αεροδρόμιο κι εμείς να προσπαθούμε μέσα στη φωτιά να ενωθούμε με τους δικούς μας. Κόλαση σου λέω, κόλαση πραγματική!
    Έκλεισε τα μάτια, σαν να ήθελε να διώξει την εικόνα της φρίκης που είχε ζωντανέψει στη μνήμη του.
    - Τελικά, συνέχισε με σπασμένη φωνή,  λίγοι σώθηκαν από μας, όλοι τραυματισμένοι, μερικοί πολύ σοβαρά - του λόγου μου ανάμεσά τους, ο πιο βαριά πληγωμένος. Μας μάζεψαν οι Κύπριοι, με κίνδυνο της ζωής τους μας κουβάλησαν στο νοσοκομείο της Λευκωσίας. Κι εκεί αρχίσαμε να μπαινοβγαίνουμε στα χειρουργεία, ώσπου ν’ αφαιρέσουν όλα τα βλήματα από τα κόκαλα και τις σάρκες μας.
    - Φαντάζομαι τι πόνους θα είχατε, ταράχτηκε η Νιόβη.
    - Φοβερούς, κοριτσάκι μου, αφόρητους. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ήταν ο ψυχικός κλονισμός που είχαμε υποστεί. Νιώθαμε πως μάταια τα είχαμε τραβήξει όλ’ αυτά. Η μεταφορά μας στην Κύπρο αποδείχτηκε φιάσκο. Κι ο αγώνας, η μάχη που δώσαμε με τέτοια λύσσα, μια σκέτη παραφροσύνη. Όλοι μιλούσαν για προδοσία. Ήταν τα χρόνια της χούντας, βλέπεις, κι όλα ήταν πιθανά.
   - Ούτε κείνοι που έρχονταν από την Κρήτη με πλοία δεν πρόφτασαν να βοηθήσουν; απόρησε η Νιόβη.
   - Οι μονάδες εκείνες ποτέ δεν έφτασαν στην Κύπρο, κοριτσάκι μου. ΄Οταν πλησίαζαν στη μεγαλόνησο, πήραν μια περίεργη διαταγή να γυρίσουν να υπερασπιστούν, λέει, τη Ρόδο. Ωστόσο στη Ρόδο δε συνέβαινε τίποτα. Ο κόσμος σεργιάνιζε αμέριμνος στην παραλία. Καταλαβαίνεις δηλαδή τι έγινε. Εμείς, στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, είχαμε πλησιάσει το θάνατο χωρίς λόγο, σαν πρόβατα επί σφαγή. Είχαμε ζήσει όλη εκείνη τη φρίκη για ένα τίποτα, για κάτι που ήταν από πριν αποφασισμένο απ’ όσους κρατάνε στα βρώμικα χέρια τους τις τύχες του κόσμου…»

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Σχέσεις ζωής και ανεξαρτησίας


Γράφει η Τέσυ Μπάιλα:
Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου:
Το φιλί της Λύκαινας, Πατάκης 2016

 Η Λότη Πέτροβιτς είναι γνωστή σε όλους για το συγγραφικό της έργο, που αφορά τόσο στο παιδικό και εφηβικό βιβλίο, όσο και σε μια εκτενή και ιδιαίτερα σημαντική δοκιμιογραφία με κεντρικό πυρήνα τη λογοτεχνία και τις αναζητήσεις της ίδιας μέσα σ’ αυτή. Στο πλαίσιο αυτό καταθέτει πάντα με ευθύτητα όλα όσα κινητοποιούν την ευαισθησία της και ορίζουν τις προσωπικές της ανησυχίες και αυτό το κάνει πάντα με ευθυβολία, ενδελέχεια και ακρίβεια.

   Χαρακτηριστικό του έργου της είναι το γεγονός πως, ενώ δείχνει ότι απευθύνεται στα παιδιά ή στους εφήβους ο απώτερος στόχος της μοιάζει να είναι και οι ενήλικες, με την έννοια πως εκείνοι διαμορφώνουν το παιδικό νου και ορίζουν την ψυχοσύνθεσή του σε μεγάλο βαθμό, γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να επαναπροσδιοριστούν οι αναπαραχθείσες νοοτροπίες μέσα στην παιδική κοινωνία.

   Με αυτό το σκεπτικό η Λότη Πέτροβιτς γράφει πάντα ένα κοινωνικό- ιστορικό μυθιστόρημα και μέσα στις σελίδες των βιβλίων της οι ήρωες επανέρχονται, μεγαλώνουν μαζί με τους αναγνώστες τους και βιώνουν κάθε φορά κομμάτια της Ιστορίας που ανεξίτηλα επηρέασαν τη μνήμη τους. Οι αφηγήσεις της συγγραφέα δημιουργούν μια ολότητα, ένα αφηγηματικό σύνολο, μέσα στο οποίο ορίζονται τα κοινωνικά και ιστορικά θέματα, που επιλέγει κάθε φορά και οι γνώριμοι πια ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν. Να βρουν ξανά αξίες που επιβιώνουν ή χάνονται στις μέρες μας, να εκτιμήσουν καταστάσεις και σχέσεις να επικεντρωθούν στις επιδράσεις εκείνες που σηματοδότησαν την πορεία αυτού του τόπου. Κι όλα αυτά χωρίς φανφάρες, ηθικά διδάγματα, αυτοπροσδιοριζόμενους, ως εκπαιδευτικούς, διδακτισμούς.

   Αβίαστα η Λότη Πέτροβιτς «δείχνει και η ορατότητα μεγαλώνει», για να θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ελύτη. Και επιλέγει να δείξει όλα όσα έγιναν ή εξακολουθούν να γίνονται αφορμή για κοινωνική και πολιτισμική κρίση. Μέσα από συμβολισμούς και αφηγηματικές αλληγορίες δημιουργεί τον αφηγηματικό της μικρόκοσμο και ερμηνεύει εκ νέου τον κόσμο.

   Στο νέο της βιβλίο η Λότη δημιουργεί ένα νέο σύμβολο. Το μικρό, τόσο χαριτωμένο λυκάκι, γίνεται το σύμβολο της Ελλάδας και της φύσης που κινδυνεύουν και οι δύο να αφανιστούν. Ο σεβασμός σε μια φύση που καταστρέφουμε είναι η αφορμή για να αναλογιστεί ο αναγνώστης την ανάγκη όλων μας για μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Η πρόταση για μια μεταστροφή προς τη βιολογική καλλιέργεια, ως λύση, και παράλληλα ως τρόπο για να ευαισθητοποιηθεί η νέα γενιά διατρανώνεται διακριτικά και ο αναγνώστης αποκομίζει τις σχετικές γνώσεις, δοσμένες με τρυφερότητα και ευαισθησία.

    Ένας υπέροχος παππούς, ο παππούς του Φραγκίσκου Νόιγκερ είναι ο κεντρικός άξονας της διήγησης. Μέσα από τις αναμνήσεις του περιδιαβαίνει στις εμπειρίες μιας ζωής που έγινε βορά της ελληνικής Ιστορίας του 20ου αιώνα. Η εξαιρετική σχέση που έχει αναπτύξει με τον εγγονό του θα νοηματοδοτήσει τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από μια στρωτή, σφιχτή και συμπαγή αφήγηση και θα δείξει πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει στη ζωή μας μια σχέση, γεμάτη ένταση και συναίσθημα.

   Ο ευτυχής εγγονός θα ανακαλύψει το δρόμο της ανεξαρτησίας, θα βαδίσει στα μονοπάτια της αυτογνωσίας, θα αναγνωρίσει πόση ζωή κρύβει μέσα της η ευγένεια, η ανθρωπιά, το ήθος και ο σεβασμός. Θα γνωρίσει το παρελθόν και θα προβληματιστεί για το μέλλον. Θα αφουγκραστεί τους κραδασμούς της παλαιότερης γενιάς και θα αναρωτηθεί για το τι θα φέρει ο χρόνος στις επόμενες. Πόσα από όλα όσα είναι προγραμματισμένα να έρθουν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και τι ακριβώς εφόδια πρέπει να έχουμε γι’ αυτό. Κυρίως όμως θα μάθει το νόημα της αληθινής αγάπης και της εκτίμησης.

   Ο αναγνώστης, σε όποια ηλικία και να είναι, θα συγκινηθεί και θα ευαισθητοποιηθεί. Θα ακούσει ολοζώντανη τη μουσική του Προκόφιεφ να συνοδεύει την αναγνωστική διαδικασία. Θα δει σπαρταριστές τις εικόνες να ξεδιπλώνονται μπροστά του. Τόσο ο νέος αναγνώστης όσο και ο ενήλικας θα απολαύσουν μια ιστορία, με ιδιαίτερη πλοκή και αφηγηματική ακρίβεια, για ένα λυκάκι και μια σχέση ζωής που θα δοκιμάσει την ευαισθησία τους.

   Αυτά σε πρώτο επίπεδο, επειδή το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς μια τρυφερή ιστορία που μιλά για διαχρονικά ζητήματα και αξίες. Είναι μια κιβωτός σημαντικών στιγμών του νεοελληνικού πολιτισμού αλλά και της κατάστασης που όλοι βιώνουμε. Η τραγωδία των προσφύγων, αυτή η σύγχρονη κοινωνική αιμορραγία, ορατή στις σελίδες, γίνεται δρομοδείκτης προς την κοινωνική αφύπνιση. Πραγματικά ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσουν όλοι, μικροί αλλά και μεγάλοι, για να δουν τον κόσμο όπως τον φτιάξαμε, την Ελλάδα που αποδομήσαμε, τον ελληνισμό που εγκαταλείπουμε, τον πολιτισμό της ανθρωπιάς που σβήνει ολογυρά μας σιγά σιγά, την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τη φύση, με τον συνάνθρωπο με την πατρίδα μας. Και κυρίως την ελπίδα και την αισιοδοξία πως μπορούμε να τα καταφέρουμε σ’ αυτόν τον τόπο, μέσα από αυτόν τον επαναπροσδιορισμό.

(Δημοσιεύτηκε στο

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Για τον ορισμό της παιδικής λογοτεχνίας

(Από το βιβλίο  Το μικρόβιο της ευεξίας – Γράφοντας βιβλία για παιδιά. Πατάκης, σελ. 97-99)


 Ο ορισμός της Παιδικής Λογοτεχνίας στάθηκε πάντοτε κάπως δύσκολος. Γενικά παραδεκτό φαίνεται να είναι ότι Παιδική Λογοτεχνία μπορούμε να ορίσουμε το σύνολο των λογοτεχνικών κειμένων που γράφονται με ιδεατό αποδέκτη κυρίως τα παιδιά. Ας υπογραμμίσουμε ότι μιλούμε για έργα λογοτεχνικά, όχι για οποιαδήποτε κείμενα γράφονται με επιθυμητό αναγνώστη τα παιδιά. Αυτό, εκτός των άλλων, σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε τα ίδια τα παιδιά ως συγγραφείς, αφού – εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις – τέχνη δεν παράγεται απλώς με φιλότιμες προσπάθειες καλών μαθητών που έχουν ευχέρεια στο γράψιμο, ή ακόμη κι από ταλαντούχα παιδιά, αφού το δώρημα της γραφής σπανίως ωριμάζει από τη μικρή ηλικία.
 
      Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Ivan Southall παρατηρεί:
     «Το παιδί δεν μπορεί να γράψει βιβλία για παιδιά. Ζει σ’ έναν κόσμο ακατέργαστων συναισθημάτων, τυραννικών ακροτήτων, αλλά του λείπει η ικανότητα και η σοφία για να εκφράσει σε έκταση τη σημασία τους. Μπορεί να αποκρυσταλλώσει στιγμές σε ποιήματα σπάνιας ομορφιάς, αλλά η διάρθρωση ενός συνόλου είναι έργο πλήρους απασχόλησης. Το παιδί είναι πολύ κοντά για να αποστασιοποιηθεί, πολύ εμπλεγμένο λεπτό το λεπτό για να προχωρήσει σε έγκυρη ανάλυση, είναι απλά πολύ απασχολημένο με το να ζει την παιδική του ηλικία. ΄Οταν συμβαίνει καμιά φορά να γράψει ένα βιβλίο για το κέφι του ή επειδή η οικογένεια πιστεύει ότι πρόκειται για μετεμψύχωση του Σαίξπηρ, εξιστορεί συνήθως κάποια απίθανη περιπέτεια με θολή εμφάνιση χαρακτήρων, γραμμένη όλο και πιο βιαστικά, ώσπου να καταλήξει απότομα σε μια διόλου πειστική ευτυχή έκβαση... Συνήθως η ιστορία του έχει ελάχιστη ή δεν έχει καμιά σχέση με τον πραγματικό κόσμο που το περιβάλλει, όχι επειδή δεν τον ξέρει αυτόν τον κόσμο, αλλά γιατί δεν είναι σε θέση να τον διαχειριστεί»[i] .
 
     Πρέπει ακόμα να σημειωθεί εδώ πως ένα λογοτέχνημα μπορεί να χαρακτηριστεί για παιδιά άσχετα από την αρχική πρόθεση του συγγραφέα, άσχετα αν συνειδητά ή όχι το έγραψε για παιδιά. Επίσης ένα βιβλίο που γράφτηκε «για παιδιά» ενδέχεται να αποδειχτεί τελικά ότι δεν ανήκει στην παιδική λογοτεχνία, με βάσει συγκεκριμένα κριτήρια[ii].
 
     Επιθυμώντας να συμβάλω στην περαιτέρω διερεύνηση του ορισμού της Παιδικής Λογοτεχνίας, μεταφέρω εδώ και τον προβληματισμό δύο βρετανών μελετητών. Ο πρώτος σημειώνει:
     «Η παιδική λογοτεχνία, και αυτό ίσως είναι ενοχλητικό, μπορεί να οριστεί ως τα βιβλία εκείνα που είναι κατάλληλα ή ικανοποιητικά ειδικά για τα μέλη αυτής ομάδας που ορίζεται ως παιδιά σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Όμως, ένας τέτοιος βολικός ορισμός δεν είναι πολύ πρακτικός, καθώς περιλαμβάνει κάθε κείμενο που έχει διαβάσει αυτός που χαρακτηρίζεται «παιδί».[iii]
     Ο άλλος υποστηρίζει:
     «Η παιδική λογοτεχνία είναι το σύνολο κειμένων με μερικά κοινά στοιχεία φανταστικού ενδιαφέροντος, που ενεργοποιείται ως παιδική λογοτεχνία από ένα αναγνωστικό γεγονός: από το ότι διαβάζεται από ένα παιδί. Παιδί είναι κάποιος που πιστεύει βάσιμα ότι η παιδική του ηλικία δεν έχει τελειώσει» [iv].
     ΄Εχω την αίσθηση ότι η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων και η διερεύνηση σχετικά με τον ακριβή και λεπτομερή ορισμό της παιδικής λογοτεχνίας θα συνεχίζεται όσο υπάρχουν παιδιά, όσο γράφονται κείμενα με επιθυμητό αναγνώστη ένα παιδί και όσο συνεχίζεται το ενδιαφέρον των ενηλίκων για το αναγνωστικό υλικό των παιδιών. Γεγονός παραμένει ότι η παιδική λογοτεχνία, ως κλάδος της λογοτεχνίας γενικά, έχει πλέον αναγνωριστεί σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, μελετάται από όλα τα αξιόλογα πανεπιστήμια και διακονείται με αφοσίωση και γνώση από πολλούς δημιουργούς της
 


[i]  Ivan Southall : A Journey of Discovery – On Writing for Children. Kestrel Books,1975, σελ. 30.
[ii]   Τα βασικά αυτά κριτήρια αναφέρονται στο πρώτο  κεφάλαιο του βιβλίου  Το μικρόβιο της ευεξίας.
[iii] Πίτερ Χαντ: Κριτική, θωρία και παιδική λογοτεχνία, Αθήνα: Πατάκης, 1996, μετ. Ευγενία Σακελλαριάδου -      Μένη Κανατσούλη, σελ. 89.
[iv] Peter Hollindale:  Signs of Childness in Chιldren’s Books.  Thimble Press, Stroud (UK). 1977, σελ. 30.
 
 
 

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Γράφει η Χριστίνα Κόλλια


 Στον ίσκιο του παραμυθόδεντρου (*)
της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

 

…Αν ήμουν δέντρο θα ήθελα να είχα γίνει δέντρο παράξενο. Ένα δέντρο παραμυθάς…

Διαβάζω στον αυτοβιογραφικό πρόλογο της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου και συλλογίζομαι πόσο πλούσια σε φυλλώματα και ρίζες είναι η πορεία της, τόσο στην παιδική όσο και στην εφηβική λογοτεχνία. Τούτη τη φορά ρίχνει τον βαρύτιμο «ίσκιο» της σε μια συλλογή παραμυθιών, τα οποία ήδη έχουν επιβεβαιώσει -σε παλαιότερες εκδόσεις- τις δεξιότητες που την έχουν καθιερώσει, υπογράφοντας ένα διαχρονικό λογοτεχνικό έργο με τον τίτλο: «Στον ίσκιο του παραμυθόδεντρου» από τις εκδόσεις Πατάκη.

… Ο Ζαβολίνος, με το βραχιόλι το χρυσό στο χέρι, αναλογίστηκε τι ωραία που θα ήταν κι η καδένα η χρυσή! Και τι καλά θα ήταν αν την έπαιρνε και αυτή… (απόσπασμα από το παραμύθι «Οι ζαβολιές του Ζαβολίνου»)

     Αειθαλής και καρποφόρα, η γραφή της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου, ξεδιπλώνει γενναιόδωρα, στο βιβλίο της,  ένα τοπίο δώδεκα μύθων, όπου το φανταστικό απορρέει από το πραγματικό με σκοπό να το ερμηνεύσει. Έτσι όπως γνωρίζουν και κάνουν μόνον οι καλοί και άξιοι παραμυθάδες. Γιατί ποιος στη ζωή, μικρός ή μεγάλος, δε συνάντησε χαρακτήρες δόλιους και κακότροπους, που επιχειρούν άκοπα και σε βάρος άλλων να ωφεληθούν, όπως συμβαίνει στις «Ζαβολιές του Ζαβολίνου» στις «Πονηριές της πονήρως» και στον «Καπετάνιο και τ’ αυγά». Ποιος δεν καθυστέρησε, έστω και λίγο, μέχρι να βρει το δρόμο του, όπως «Το δίκροκο αυγό», από λάθος υποδείξεις ή παρερμηνείες.

-Τώρα δε μένει παρά να χωρίσουμε,, της είπε με βαριά καρδιά. Κι όπως ήτανε συμφωνημένο, πρέπει να φύγεις από το παλάτι μ’ άδεια χέρια, όπως ήρθες…(απόσπασμα από το παραμύθι «Ο Άρχοντας και η Αυγή»

    Σε ποιον δεν έχει τύχει  μια κοντόφθαλμη κι εγωιστική αγάπη σαν του Άρχοντα και ποιος δε λαχτάρησε να ανταμώσει μια ευφυή και δίχως όρια αγάπη σαν της Αυγής, όπως στο παραμύθι  «Ο Άρχοντας και η Αυγή». Πόσοι δεν έχουμε αισθανθεί οργή υποθέτοντας ότι γνωρίζουμε την αλήθεια για τον άλλον, όπως ο κεντρικός ήρωας στις «Περιπέτειες του Μιχάλη». Κι αν κάποιος δε βρήκε ακόμα ένα φίλο να του διώξει τους φόβους σε μια κρίσιμη στιγμή, σίγουρα μπορεί να ελπίζει διαβάζοντας «Το χελιδόνι και την πεταλούδα». Κι όλες αυτές οι τόσο γνώριμες σε όλους μας συμπεριφορές καθώς και οι αδύναμοι χαρακτήρες, βρίσκουν την έξοδο και μια καλή ευκαιρία επανεκτίμησης καταστάσεων και συναισθημάτων, μέσα από την αφηγηματική τεχνική της Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου.

     Στον ίσκιο του παραμυθόδεντρου υπάρχει μια αγκαλιά για τα παιδιά γεμάτη από το άρωμα και τη μαγεία της κλασσικής λογοτεχνίας.  Η συγγραφέας προτρέπει τους μεγάλους να  θυμηθούν και τους μικρούς να ανακαλύψουν τις σοφές αλήθειες των παραμυθιών, σαν «τα χρόνια τα παλιά, τα παραμυθένια, που όλα πότε πότε ήταν δυνατά».
 
Σημ.: Δημοσιεύτηκε στο http://fractalart.gr/dentro-paramithas/
 
(*) http://www.loty.gr/paramith_analyt_36.htm

 

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Αχ, αυτά τα παιδιά που δε μας ακούνε!


Ο Ιούλιος, το δεύτερο παιδί του Καλοκαιριού και της Ζέστης, το πρώτο πράγμα που άκουσε όταν γεννήθηκε στη χώρα του παππού του του Χρόνου ήταν το τραγούδι ενός τζιτζικιού. ΄Εσκυψε στη γη, είδε το τζιτζίκι σκαρφαλωμένο στο πιο ψηλό κλαρί ενός πανύψηλου δέντρου και του φώναξε με λαχτάρα:
     - Ε, φίλε! Να κατέβω μια μέρα να μου μάθεις κι εμένα να τραγουδάω;
     - Μετά χαράς, αποκρίθηκε το τζιτζίκι. ΄Ελα νωρίς αύριο το πρωί ν’ αρχίσουμε τα μαθήματα.
     Το άλλο πρωί όμως άδικα το τζιτζίκι τραγουδούσε και περίμενε. Ο Ιούλιος το ξέχασε. Μόλις ξημέρωσε, έπιασε φιλίες με το Λιοπύρι κι άρχισαν αντάμα να τσουρουφλίζουν στη γη τους ανθρώπους...
     Το τρελό παιχνίδι  κράτησε ως το απόγευμα. Κι όταν βασίλεψε ο ήλιος, ο Ιούλιος γύρισε σπίτι του κατάκοπος και ιδρωμένος.
     - Ε, τι έγινες; του φώναξε νυσταγμένο το τζιτζίκι από το ψηλό το κλαρί. Δεν είπες πως θα έρθεις να σε μάθω να τραγουδάς;
     - Θα έρθω αύριο, αποκρίθηκε ο Ιούλιος κι έβαλε να πιει νερό πολύ παγωμένο.
     - Ιούλιε, μην πίνεις ιδρωμένος τόσο παγωμένο νερό! τον ορμήνεψε ο παππούς του ο Χρόνος, που ήταν – καταπώς έλεγαν – κι ο καλύτερος γιατρός. Αύριο μπορεί να σε πονάει ο λαιμός σου.
     Ο Ιούλιος όμως δεν τον άκουσε….
Το άλλο πρωί, το τζιτζίκι του κάκου τραγουδούσε και περίμενε, τραγουδούσε και περίμενε... Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Ιούλιος, ένιωσε το κεφάλι του βαρύ, το λαιμό του να τον πονάει και το κορμί του να ζεματάει ολόκληρο.
      - Το παιδί ψήνεται στον πυρετό, ανησύχησε η μαμά του η Ζέστη.
      - Να του βάλουμε θερμόμετρο, είπε ο μπαμπάς του το Καλοκαίρι.
 Το θερμόμετρο έδειχνε σαράντα και ένα!
      - Πρέπει να μείνει στο κρεβάτι και να κάνει γαργάρες, είπε τη γνώμη του κι ο παππούς ο Χρόνος, σαν καλός γιατρός που ήταν. 'Εχει αμυγδαλές!...
(Aπό το βιβλίο Τα παιδιά του Καλοκαιριού, της σειράς "Ιστορίες με τους 12 μήνες"