Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Ο συγγραφέας και η ντίβα

Επέστρεφα κατάκοπη από μια πολύωρη επίσκεψη σε κάποιο σχολείο – πάνε κάμποσα χρόνια. Είχα μπει σε τέσσερις τάξεις δημοτικού, είχα κουβεντιάσει με τα παιδιά και όλα, με αδιάκοπες ερωτήσεις, ήθελαν να μάθουν τα πάντα για μένα, τη δουλειά μου, τα βιβλία...            
       Δεν ήταν αυτή η αιτία της κούρασής μου, όχι, βέβαια! ΄Επειτα από εκατοντάδες επισκέψεις σε πλήθος σχολεία τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, γιατί θα με κούραζε ένα σχολείο ακόμα; Η κόπωσή μου είχε τη ρίζα της αλλού. ΄Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, την προκάλεσε ξαφνικά μια ερώτηση που – να την πάλι! – την ξανάκουσα από κάποιο παιδί: «Πόσες ώρες κάνετε να γράψετε ένα βιβλίο;»
      ΄Ετσι: «΄Ωρες»! ΄Οπως ίσως θα χρειαζόταν μια έκθεση. Παίρνεις μολύβι και χαρτί, δουλεύεις λίγο στο μυαλό σου μια ιδέα, βρίσκεις μια αρχή, ξεκινάς το γράψιμο και σύντομα τελειώνεις. Τόσο απλό το φανταζόταν το παιδί. Κι έπρεπε για μια ακόμη φορά να του περιγράψω τον κόπο, την επιμονή και την υπομονή που κρύβει το γράψιμο ενός βιβλίου, το χρόνο που χρειάζεται η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη γραφή, η φροντίδα για τη γλώσσα,  η αυστηρή αυτοκριτική.... Να του δώσω να καταλάβει πόσο βασανιστικά είναι κι εκείνα που ακολουθούν: Η αμφιβολία για το αποτέλεσμα, η αγωνία για την υποδοχή, η ανησυχία για το βαθμό της επιτυχίας. Πόσο μεγάλο είναι το βάρος της ευθύνης, όταν το αναγνωστικό κοινό είναι νεανικό. Και φυσικά να μην παραλείψω να του μιλήσω και για την ικανοποίηση που νιώθει ο συγγραφέας, όταν καταλαβαίνει ότι όλα πήγαν καλά.
       Πολλές οι εξηγήσεις, όμως ούτε κείνες με είχαν κουράσει. Το μόνο που με κατέβαλε ήταν το αίσθημα της απελπισίας, όταν ο άλλος, έστω και μικρός (αν και συχνά την αποκαρδιωτική εκείνη ερώτηση την έχω ακούσει και από μεγάλους!) δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τίποτα για το μόχθο που συνεπάγεται η δουλειά του συγγραφέα. Δεν υποψιάζεται καν ότι χρειάστηκαν μήνες ή χρόνια ώσπου να γίνει βιβλίο μια ιστορία που γεννήθηκε στο μυαλό του δημιουργού της – ένα βιβλίο που ο αναγνώστης θα χρειαστεί μόνο λίγες ώρες ή λίγες μέρες να το τελειώσει. Ναι, αρκεί καμιά φορά μια φράση μόνο ή μια ερώτηση για να σ’ εξουθενώσει.
     Μπήκα στο σπίτι με την  παρήγορη σκέψη ότι το βράδυ με περίμενε μια απόλαυση: Μια θεατρική παράσταση που καμιά σχέση δε θα είχε με γραψίματα, βιβλία, παιδιά, ερωτήσεις κι εξηγήσεις.
      Στις εννέα παρά δέκα ήμουν κιόλας καθισμένη στις πρώτες σειρές του θεάτρου. Master Class o τίτλος του έργου του Terrence McNally, εμπνευσμένο από τα ανώτερα μαθήματα τραγουδιού που παρέδιδε η Μαρία Κάλας λίγα χρόνια πριν από το θάνατό της. Οι κριτικές που είχα διαβάσει πολύ καλές, η Κάτια Δανδουλάκη εγγύηση για την ποιότητα της παράστασης.
      ΄Ηταν αρκετά νωρίς, είχα στη διάθεσή μου είκοσι ολόκληρα λεπτά ώσπου ν’ ανοίξει η αυλαία. Κάθισα αναπαυτικότερα κι άρχισα να ξεφυλλίζω το πρόγραμμα.
       Στις πρώτες σελίδες μια ανατυπωμένη συνέντευξη που είχε δώσει η Κάλας  το 1961. Βιάστηκα να πάω πιο κάτω - τι μ’ ενδιέφεραν  εκείνη την ώρα οι απόψεις μιας ντίβας με παγκόσμια ακτινοβολία και τι σχέση μπορεί να είχαν οι σκέψεις της με τις έγνοιες και την κούραση ενός συγγραφέα σε μια μικρή χώρα;
       Λίγες φράσεις της όμως πιο κάτω, κομψά τυπωμένες, με προκαλούν να τις διαβάσω:
      «Αν είμαι “ντίβα”; Ναι, και χαίρομαι γι’ αυτό. Αλλά με την καλή έννοια. «Ντίβα» είναι εκείνη που αποτελεί υπόδειγμα εργατικότητας, πειθαρχίας και μεγάλης κυριαρχίας της τέχνης της.»
       Χαμογελάω... Σωστά! ΄Ομως αν είναι έτσι, τότε ο ίδιος χαρακτηρισμός ταιριάζει σε όλους εκείνους που, με όποια τέχνη κι αν καταπιάνονται, αποτελούν «υπόδειγμα εργατικότητας πειθαρχίας και μεγάλης κυριαρχίας της τέχνης τους». Μ’ αρέσει αυτό. Και συνεχίζω το διάβασμα:
       «Η δουλειά μου είναι μοναχική. Η Τέχνη είναι δημιουργία. Πρέπει να είσαι μόνος για να δημιουργήσεις.»
       Να κάτι που δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι θα συμβαίνει και σε μια ντίβα. «Μοναχική»! Κι εγώ που νόμιζα πως μόνον ο συγγραφέας χρειάζεται απομόνωση, ένα γραφείο-κελί, για να συγκεντρωθεί στο γράψιμο, ένα γραφείο-εργαστήρι, για να στεγάσει την αγωνία του ώσπου να δώσει την τελική μορφή στο δημιούργημά του. «Μοναχική» μια ντίβα! Απίστευτο. Με συγκινεί ωστόσο τούτη η ομολογία. Συνεχίζω λοιπόν το διάβασμα:
       «Λέω στον εαυτό μου: Θεέ μου, θα τραγουδήσω απόψε, τι θέλουν από μένα; Πώς μπορώ να κάνω το καλύτερο; Καλύτερο από χθες και πάντα καλύτερο;»
       Αρχίζουν τώρα να με αγγίζουν απροσδόκητα οι σκέψεις της Κάλας. ΄Ενας άνθρωπος που γράφει κυρίως για τα παιδιά καμιά σχέση δεν έχει βέβαια με μια ντίβα. Κι όμως πάμπολλες είναι οι φορές που σκέφτεται κι εκείνος κάπως έτσι: «Θεέ μου, γράφω πάλι ένα βιβλίο. Τι περιμένουν οι αναγνώστες από μένα; Πώς μπορώ να δημιουργήσω το καλύτερο; Καλύτερο από το προηγούμενο και πάντα καλύτερο». Σκέφτομαι βέβαια πως ίσως δεν αγωνιούν έτσι ούτε όλοι οι συγγραφείς ούτε όλες οι ντίβες. Εκείνοι όμως που επιδιώκουν την τελειότητα – άσχετα από το αποτέλεσμα της δουλειάς τους – κάπως έτσι, διαρκώς ανικανοποίητοι θα πρέπει να νιώθουν. Μου το επιβεβαιώνει η σκέψη της ντίβας που ακολουθεί:
       «Μισώ προπάντων την ικανοποιημένη μετριότητα.»
       Εύστοχη φράση. Ενθουσιάζομαι και χάνω τη σελίδα. Προσπαθώντας να την ξαναβρώ, το μάτι μου πέφτει σε τούτες τις αράδες, που έχουν άμεση σχέση με τη φράση που μου άρεσε:
    «Θεωρώ την τέχνη της μουσικής κάτι το πραγματικά εξαιρετικό και δεν εννοώ να βλέπω να την κακομεταχειρίζονται. ΄Οταν τη σέβονται και την υπηρετούν πιστά, τότε χαίρομαι βαθύτατα. ΄Οταν όμως την κακοποιούν, δε θέλω να συμμετέχω στην κακοποίηση.»
    ΄Αλλάζω τις λέξεις «τέχνη της μουσικής», με τις λέξεις «παιδική λογοτεχνία». Και συμφωνώ απολύτως. Μήπως όμως αυτό ενέχει κάποια υπεροψία; Διαβάζω πιο κάτω:
     «Δεν είμαι τέλεια, ούτε ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο. Η μόνη μου επιθυμία είναι να αγωνιστώ για την Τέχνη, όσο κι αν μου στοιχίσει αυτό...»
     Τα λόγια της με ανακουφίζουν αφάνταστα. Η πρωινή μου κούραση έχει περάσει. Νιώθω έτοιμη, αύριο κιόλας, ν’ αρχίσω ένα καινούριο βιβλίο, να γράψω ένα άρθρο, να μελετήσω κάτι σχετικά με τα παιδιά και τα βιβλία. Η μόνη μου επιθυμία είναι ν’ αγωνιστώ για την παιδική λογοτεχνία, όσο κι αν μου στοιχίσει αυτό. Γιατί στοιχίζει, το ξέρω. Κόστος του η ελάχιστη διασκέδαση, οι λιγότερες επαφές με τους φίλους, η σκληρή πολύωρη δουλειά.
      «Το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο είναι η σκέψη» έλεγε κάποιος σοφός σ’ ένα λαϊκό παραμύθι. ΄Εχω κάνει κιόλας τόσες σκέψεις και δεν έχουν περάσει παρά λίγα λεπτά. Μένει αρκετή ώρα ακόμα ώσπου ν’ αρχίσει η παράσταση. Και τώρα πια φλέγομαι από την επιθυμία να διαβάσω τη συνέντευξη της ντίβας ολόκληρη. Γυρίζω στις σελίδες που επιπόλαια προσπέρασα. Βγάζω μολύβι και σημειώνω τις αράδες που μου προκαλούν εντύπωση:
     «Για μένα, η μουσική είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Κι όταν κατορθώνεις να υπερβείς ορισμένες δυσκολίες (...) νιώθεις μια ικανοποίηση τόσο πηγαία, που μοιάζει να αναδύεται μέσα από την ίδια την ψυχή σου.»
      Κι εγώ που δεν έβρισκα λόγια το πρωί να εξηγήσω πώς νιώθω σε μια μικρούλα που με ρώτησε: «Και δε σας αποθαρρύνουν οι τόσες δυσκολίες που έχει η δουλειά του συγγραφέα;» Τώρα ξέρω τι θ’ απαντήσω την επόμενη φορά σε παρόμοια ερώτηση. Θα πω: «Για μένα, το να γράφω είναι ό,τι αγαπώ περισσότερο. Κι όταν κατορθώνω να ξεπεράσω τις δυσκολίες τις σύμφυτες με τη δουλειά μου, νιώθω μια ικανοποίηση τόσο πηγαία, που νομίζω πως ξεπηδάει μέσα από την ίδια μου την ψυχή».
       «Η επίπονη εργασία και η απομόνωση που, υποθέτω, χρειάζεται ο συγγραφέας», μου είπε κάποιος εκπαιδευτικός σ’ ένα σχολείο στο διάλειμμα που πίναμε καφέ, «καταλαβαίνω ότι θα σας υποχρεώνει να ζείτε κάπως μακριά από τον κόσμο. Μήπως έτσι κινδυνεύετε να χάσετε την επαφή σας με την πραγματικότητα;»
      Ορθή παρατήρηση που έπρεπε κι αυτή να απαντηθεί. Αναγκάστηκα λοιπόν να περιγράψω μια ακόμη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας: Την προσπάθειά του να συνταιριάσει την απαραίτητη απομόνωση από τη μια, και από την άλλη τη συχνή και άμεση επαφή με τον κόσμο, με τους ανθρώπους, με τις καταστάσεις της εποχής του –δηλαδή τις απαραίτητες πρώτες ύλες της δουλειάς του.
       Η «μοναχική» ντίβα πώς αντιμετώπιζε, αλήθεια, τούτη τη δυσκολία; Τι να σκεφτόταν άραγε;
       Βρίσκω την απάντηση πιο κάτω:
      «Για να μπορέσει ένας καλλιτέχνης να δώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων του, οφείλει να βρίσκεται σε άμεση σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα... Συνεχώς να γεμίζει τις μπαταρίες του, ν’  ανανεώνεται, να βρίσκει την αίσθηση της προοπτικής.»
        Με τη διαλεχτή παράσταση που πρόκειται να δω και με την ευκαιρία που είχα να διαβάσω τις απόψεις της ντίβας, σίγουρα θα γεμίσω τις μπαταρίες μου, σκέφτομαι. ΄Αλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο χρειάζομαι τούτο το «γέμισμα». Γιατί όλο και πιο δύσκολη μου φαίνεται η δουλειά μου, όλο και πιο αυστηρή γίνομαι με τον εαυτό μου, τα γραφτά μου, τις επαφές μου με τα παιδιά. Τέτοιες ανησυχίες, βέβαια, δε θα βασανίζουν μια ντίβα, συλλογίζομαι. Και διαψεύδομαι αμέσως:
       «Προσπαθώ να είμαι αντικειμενική – με τον εαυτό μου και με τη δουλειά μου... Είμαι η πιο αυστηρή από τους κριτικούς μου. ΄Αλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεσαι περισσότερο απαιτητικός. ΄Οταν είσαι νέος και βρίσκεσαι στο κατώφλι μιας καριέρας, εμπιστεύεσαι απόλυτα τον εαυτό σου. Νομίζεις ότι είσαι ικανός να αναλάβεις και το δυσκολότερο έργο και να το φέρεις σε πέρας με τρόπο θαυμαστό. Αλλά όσο περισσότερα μαθαίνεις, τόσο συνειδητοποιείς πόσο λίγα ξέρεις.»
       Τελικά δεν ξέρω από τι θα ευχαριστηθώ περισσότερο: από την παράσταση που θ’ αρχίσει σε λίγο ή από το πρόγραμμα που διαβάζω; Γιατί όσο προχωρώ, όλο και ανακαλύπτω ιδέες κι ερωτήματα που ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι θ’ απασχολούσαν μια ντίβα κι ότι θα είχαν κάποια σχέση με όσα νιώθει, όσα πιστεύει, όσα αντιμετωπίζει ένας συγγραφέας γνωστός μόνο στα παιδιά, σε μερικούς γονείς και σε ανήσυχους δασκάλους μιας μικρής χώρας.
       «Η εμπιστοσύνη στον εαυτό σου είναι κάτι που μπορεί πολύ εύκολα να ανατραπεί. Να γίνει φόβος ότι δε θα σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. ΄Οταν βλέπω μια παρτιτούρα, αυθόρμητα αντιδρώ με αισιοδοξία. Λέω: «Να κάτι που θα ήθελα να κάνω και νομίζω ότι θα το κάνω καλά». Μόλις όμως καταπιαστώ με το έργο, εμφανίζεται η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Με βασανίζουν αμφιβολίες και φόβοι.»
        Αν δεν υπήρχε η λέξη παρτιτούρα, θα έπαιρνα όρκο ότι τα λόγια τούτα θα μπορούσαν να τα είχαν γράψει πολλοί συγγραφείς. Γιατί σίγουρα δεν είμαι η μόνη που νιώθω πόσο εύκολα η εμπιστοσύνη στον εαυτό σου μπορεί ν’ ανατραπεί, να γίνει φόβος ότι δε θα σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. Σίγουρα δεν είμαι η μόνη που, όταν βρω ένα θέμα, σκέφτομαι με αισιοδοξία: Να κάτι που θα ήθελα να γράψω και νομίζω πως θα το γράψω καλά. Μόλις όμως καθίσω μπροστά στον υπολογιστή μου, αρχίζουν να με βασανίζουν αμφιβολίες και φόβοι.
        Δεν πρόλαβα να διαβάσω την υπόλοιπη συνέντευξη. ΄Ανοιγε πια η αυλαία. Στ’ αυτιά μου ζωντάνεψε ολοκάθαρα η θεσπέσια φωνή της ντίβας, λυτρωτική, συναρπαστική, καθαρτήρια... Τι δίκιο που είχε ο Μίκαελ ΄Εντε όταν σημείωνε:
       «Η Τέχνη και η Ποίηση, πρώτο και κυριότερο, έχουν θεραπευτικό σκοπό. Η γνήσια Τέχνη και η γνήσια Ποίηση γεννιούνται πάντα από μια ιερή ένωση του πνεύματος, της καρδιάς και των αισθήσεων. Ξαναδημιουργούν αυτή την ένωση στο μυαλό του παραλήπτη, κάνοντάς το και πάλι γερό, κάτι που τελικά είναι και η πραγματική έννοια της λέξης “γιατρεύω”. ΄Οταν φεύγεις από ένα καλό κονσέρτο δεν είσαι πιο  σοφός από πρώτα, μα έχεις δοκιμάσει κάτι που επαναφέρει την ακεραιότητά σου, που αποκατάστησε μέσα σου κάτι που πρωτύτερα ήταν κομματιασμένο».
       Και μόνο με την ανάμνηση της θείας φωνής της ντίβας, ένιωθα τώρα ξεκούραστη ολότελα. Οι μπαταρίες μου είχαν γεμίσει ξανά. ΄Ενιωθα ανανεωμένη, είχα ξαναβρεί την αίσθηση της προοπτικής. Υποσχόμουν κιόλας στον εαυτό μου να ξαναπάω το συντομότερο σ’ ένα σχολείο. Κι ας με ρωτούσε πάλι κάποιο από τα παιδιά:
       «Πόση ώρα κάνετε να γράψετε ένα βιβλίο;»
   
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους» - ΄Ανοιξη 2007)