Η αλφαβήτα του συγγραφέα
και δυο απαραίτητες ακροστιχίδες
«Τι χρειάζεται για να γίνει κανείς συγγραφέας;» ρωτούν συχνά τα μεγαλύτερα παιδιά, ιδίως του γυμνασίου, τον συγγραφέα που επισκέπτεται το σχολείο τους. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός έχει αρχίσει να τ’ απασχολεί. Η ιδέα της δημιουργίας λογοτεχνικών βιβλίων που θέλγουν το αναγνωστικό κοινό φαντάζει γοητευτική, η ενασχόληση με την Τέχνη δείχνει ευχάριστη, η κάθοδος στο στίβο της λογοτεχνίας μοιάζει με αγώνα σε άθλημα που υπόσχεται νίκες. ΄Ετσι το «επάγγελμα» του συγγραφέα συχνά εγγράφεται στον κατάλογο των μελλοντικών τους επιδιώξεων.
Πρώτο μέλημα εκείνου που
δέχεται την ερώτηση πρέπει να είναι, νομίζω, η παροχή ορισμένων διευκρινίσεων
σχετικά με τον χαρακτηρισμό «επάγγελμα» της εργασίας του συγγραφέα λογοτεχνικών
βιβλίων.
Κάποιος διάσημος λογοτέχνης
είπε κάποτε χαριτολογώντας ότι τo γράψιμo
είvαι εύκoλη δoυλειά, αφού τo μόvo πoυ χρειάζεται είvαι vα κάθεσαι και vα
κoιτάς μια κόλλα άσπρo χαρτί μέχρι vα στάξει αίμα από τo μέτωπό σoυ. Κι αν ήταν
μόνον αυτό, ίσως τα πράγματα να ήταν κάπως απλά. Η ζωή όμως έχει τις απαιτήσεις
της και οι ανάγκες της διαβίωσης δεν καλύπτονται όσες σταγόνες αίμα κι αν
στάξουν από το μέτωπο του συγγραφέα.
Πρέπει λοιπόν να εξηγήσει κανείς στα παιδιά ότι οι λογοτέχνες
που γράφουν στις λεγόμενες «μικρές»
γλώσσες, στις οποίες κατατάσσεται και η ελληνική (όσο παράλογο κι αν ακούγεται
κάτι τέτοιο για μια μάνα-γλώσσα), σπάνια μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του
βίου μόνο με το ποσό που εισπράττουν (όταν και αν το εισπράττουν) ως πνευματικά
δικαιώματα των βιβλίων τους. Αυτό είναι πιθανό να το πετύχουν έπειτα από σκληρή
δουλειά πολλών ετών, όταν θα έχουν ίσως γράψει πολλά βιβλία και μάλιστα
«ευπώλητα». Ως τότε, είναι αναγκασμένοι να ασκούν παράλληλα και κάποιο άλλο,
«βιοποριστικό» επάγγελμα.
Η παράλληλη βιοποριστική απασχόληση των λογοτεχνών ήταν και εξακολουθεί
να είναι κανόνας. Τα παραδείγματα πολλά. Ας αναφέρουμε μερικά: Ο Ηλίας Βενέζης
τραπεζικός υπάλληλος, ο Στέλιος Σπεράντζας καθηγητής οδοντιατρικής, ο Ι.Μ.
Παναγιωτόπουλος εκπαιδευτικός, ο Γιώργος Σεφέρης υπάλληλος του Υπουργείου
Εξωτερικών ως διπλωμάτης, ο Αντώνης Σαμαράκης υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας
– και ο κατάλογος είναι μακρύτατος. Φυσικά το ίδιο συμβαίνει και με τους
συγγραφείς παιδικών βιβλίων. Κατά κανόνα, όλοι άσκησαν ή εξακολουθούν να ασκούν
και κάποιο άλλο επάγγελμα για βιοπορισμό. ΄Ηταν ή είναι υπάλληλοι σε τράπεζες,
άλλους οργανισμούς ή επιχειρήσεις, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί,
νομικοί και πολλά άλλα. Η αλησμόνητη Πιπίνα Τσιμικάλη, για παράδειγμα, ήταν
οδοντίατρος. ΄Αρα, όποιος θέλει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, πρέπει να είναι
έτοιμος για σκληρή και πολύωρη δουλειά. Τις ώρες – κυρίως τις βραδινές – που οι
άλλοι ίσως αναπαύονται, διασκεδάζουν, χαλαρώνουν μπροστά στην τηλεόραση, ή
ασχολούνται με κοινωνικές σχέσεις, ο συγγραφέας της «μικρής» γλώσσας γράφει - ασκεί το επάγγελμα που έχει διαλέξει
η καρδιά του, ασχολείται με την «εργασία» του, αφού τις άλλες ώρες της ημέρας ασχολείται
με τη «δουλειά»-δουλεία του.
΄Οταν οι επαγγελματικές
δυσκολίες έχουν διευκρινιστεί, έρχεται η ώρα ν’ απαντηθεί το κυρίως ερώτημα: Τι
χρειάζεται για να γίνει κανείς συγγραφέας; Τι χρειάζεται για να κατέβει στο
στίβο της λογοτεχνίας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Ασφαλώς δεν μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά και ίσως δεν μπορεί είναι απόλυτα
αντικειμενική, αφού ο κάθε δημιουργός ιεραρχεί διαφορετικά τις προϋποθέσεις που
θεωρεί απαραίτητες για το «άθλημα» της λογοτεχνίας, τονίζει περισσότερο ή
λιγότερο κάποια στοιχεία βασικά και ουσιώδη που απαιτούνται. Επειδή ωστόσο η
σχολική ώρα που έχει στη διάθεσή του ο επισκέπτης συγγραφέας δεν είναι
απεριόριστη, πρέπει να συμπυκνώσει με κάποιο τρόπο αυτά τα στοιχεία, ώστε να
μείνει χρόνος και για συζήτηση ή κάποιες επεξηγήσεις.
Η συμπύκνωση που έχω
προσωπικά επινοήσει βασίζεται στην «αλφαβήτα του συγγραφέα». Κάθε γράμμα
συνοδεύεται κι από ένα στοιχείο, που είναι χρειαζούμενο στον επίδοξο λογοτέχνη,
είτε ως δεξιότητα, είτε ως στάση ζωής, είτε ως απαίτηση της τέχνης του:
Καρλ Σπίτσβεκ, Ο φτωχός ποιητής (1839) |
΄Α σκηση
Β
ιβλιολατρία
Γ
ράψιμο ακατάπαυστο
Δ
ιάβασμα
΄Ε μπνευση
Ζ
ήλος
΄Η θος
Θ
έληση
Ι δέες
Κ
αλαισθησία
Λ
εξιλόγιο πλούσιο
Μ
εράκι
Ν
οημοσύνη συναισθηματική
Ξ
ενύχτι
΄Ο νειρα
Π
είσμα
Ρ
υθμός
Σ
ύνεση
Τ
αλέντο
Υ
πομονή
Φ
αντασία
Χ
ρόνος
Ψ
υχική υγεία
Ω
ριμότητα
Στη συζήτηση που ακολουθεί,
παρατηρούμε βέβαια ότι μερικά στοιχεία είναι απαραίτητα για την ορθή άσκηση
όλων των επαγγελμάτων, ή των πνευματικών «αθλημάτων». Π.χ. ο ζήλος, η θέληση, η
σύνεση, η υπομονή ή το μεράκι. Είναι όμως και άλλα που αφορούν αποκλειστικά το
λογοτέχνη. Τα σημαντικότερα που επισημαίνουν τα παιδιά είναι δύο: Το ταλέντο
και η έμπνευση.
Το ταλέντο είναι όντως βασική
προϋπόθεση στην περίπτωση του συγγραφέα. Το ότι δεν αρκεί όμως είναι απαραίτητο
να το καταλάβουν καλά τα παιδιά. Με μια ακροστιχίδα τονίζουμε τα όσα πρέπει να
το συνοδεύουν:
Τ
εχνική
Α
γώνας διαρκής
Λ
ατρεία για τη γλώσσα
Ε
πιμονή
Ν
ηφαλιότητα
Τ
ύχη
΄Ο ραμα
Δύο στοιχεία πάλι προκαλούν ερωτήσεις:
Γιατί νηφαλιότητα; Και γιατί τύχη; Μιλούμε λοιπόν πρώτα για τη νηφάλια
επεξεργασία του κειμένου που έχει προκύψει από την έμπνευση. Κατανοούμε ότι
μόνο με νηφαλιότητα μπορεί το κοίταγμα της πρώτης γραφής να είναι όσο πρέπει
αυστηρό, το «σμίλευμα» των χαρακτήρων προσεκτικό, η βελτίωση του έργου διαρκής,
ώσπου να φτάσει στην τελική του μορφή. Ακολουθεί η συζήτηση για την τύχη. Εδώ
αναλογιζόμαστε πόσα και πόσα ταλέντα δεν πήγαν χαμένα επειδή δεν ευτύχησαν να
αναπτυχθούν σε κατάλληλες συνθήκες, επειδή οι κάτοχοί τους έτυχε να ζήσουν σε
σκληρούς, απάνθρωπους καιρούς, που δεν άφηναν περιθώρια για καλλιτεχνικές
αναζητήσεις, ή έφυγαν από τη ζωή, προτού φανεί το μέγεθος των ικανοτήτων τους.
΄Αρα η τύχη παίζει το ρόλο της.
΄Ερχεται ύστερα η σειρά της έμπνευσης. Πώς και από πού έρχεται ρωτούν τα
παιδιά. Και φαίνεται ότι την ίδια ερώτηση θέτουν τα παιδιά σε όλα τα μήκη και
τα πλάτη της γης. Μία ξένη συγγραφέας έχει γράψει: «Γιατί τα παιδιά κάνουν τόσο συχνά αυτή την ερώτηση; Τι ρωτούν στην
πραγματικότητα; Μας ζητούν να τους εξηγήσουμε
κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές, αλλά δεν είναι˙ μας ζητούν να τους
εξηγήσουμε ένα μυστήριο». Μυστήριο η έμπνευση πράγματι. Και ως μυστήριο
ανεξήγητο μένει στη συζήτηση με τα παιδιά. ΄Ομως εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί
είναι ότι ακόμα και όταν η έμπνευση έρθει, αν δεν πέσει σε κατάλληλο «έδαφος»,
θα είναι άχρηστη ή θα οδηγήσει σε έργα ανάξια λόγου. Υπάρχουν λοιπόν κι εδώ κάποιες
προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει η έμπνευση και να αποτελέσει το έναυσμα για
λογοτέχνημα αξιόλογο. Τις επισημαίνουμε πάλι με μια ακροστιχίδα τις
προϋποθέσεις αυτές, που άλλες χαρακτηρίζουν το δημιουργό και τον τρόπο δουλειάς
του, άλλες αφορούν το κείμενο που θα προκύψει:
Ε
υαισθησία
Μ εθοδικότητα
Π ρωτοτυπία
Ν όημα
Ε πεξεργασία
΄Υ φος συγγραφικό
Σ
υνθετική ικανότητα
΄Η
θος
΄Οταν η διαθέσιμη σχολική ώρα τελειώνει και μια τέτοια συζήτηση με τα παιδιά σταματά, έχει κανείς την αίσθηση ότι κάπως ξεδιάλυνε τα πράγματα, κάπως ξεκαθάρισε την εικόνα, κάπως «προγύμνασε» έστω και έναν από τους μαθητές που θα θελήσει μεγαλώνοντας να μπει στο στίβο της λογοτεχνίας και ν’ αγωνιστεί τίμια και ολόψυχα, ώστε κάποτε να δρέψει δάφνες στις όποιες «πολιτιστικές ολυμπιάδες» του μέλλοντος.
΄Οταν η διαθέσιμη σχολική ώρα τελειώνει και μια τέτοια συζήτηση με τα παιδιά σταματά, έχει κανείς την αίσθηση ότι κάπως ξεδιάλυνε τα πράγματα, κάπως ξεκαθάρισε την εικόνα, κάπως «προγύμνασε» έστω και έναν από τους μαθητές που θα θελήσει μεγαλώνοντας να μπει στο στίβο της λογοτεχνίας και ν’ αγωνιστεί τίμια και ολόψυχα, ώστε κάποτε να δρέψει δάφνες στις όποιες «πολιτιστικές ολυμπιάδες» του μέλλοντος.
(Δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της
λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, τ. Καλοκαίρι 2004, σελ. 133-137)