Συνέντευξη 6 - στο ηλ. περιοδικό "Παπάκι στην μπανιέρα"


 Συνέντευξη στο ηλεκτρονικό περιοδικό
«Παπάκι στην μπανιέρα» 
  http://www.papakistimpaniera.gr/   σελ. 38-45       

(1) Μερικοί από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου σας “βασανίζονται” από τον πρώτο τους έρωτα. Τι θυμάστε από τον δικό σας πρώτο έρωτα;

- Αναφέρεστε, ασφαλώς, στο μυθιστόρημά Η προφητεία του κόκκινου κρασιού, διότι στα περισσότερα από τα 16 μυθιστορήματά μου, σε όποιο σημείο της πλοκής υπάρχει πρώτος έρωτας, κάθε άλλο παρά «βασανιστικός», όπως τον χαρακτηρίζετε, μπορεί να θεωρηθεί. Αλλά και σ’ αυτό το βιβλίο, τους τέσσερις από τους πέντε πρώτους έρωτες που συναντά ο αναγνώστης, προσωπικά θα τους έλεγα μάλλον «ανώριμους», «αταίριαστους», «χωρίς ανταπόκριση», ή κάτι τέτοιο. Με τους τέσσερις αυτούς πρώτους έρωτες σε διαφορετικές εποχές φανερώνεται, πιστεύω, το γεγονός ότι ο συναισθηματικός ρεαλισμός των εφήβων, δηλαδή εκείνος που αφορά ψυχολογικές καταστάσεις και προβλήματα σε σχέση με την ανάπτυξη και την εξέλιξή τους (την κρίση προσωπικότητας, το ερωτικό ξύπνημα, την εμμονή στην πρώτη αγάπη και το ξεπέρασμά της, την ανάγκη τους ν’ αντισταθούν στις αντιλήψεις των μεγάλων, κλπ), σε αντίθεση με τα δύο άλλα είδη ρεαλισμού (τον κοινωνικό ρεαλισμό και τον ρεαλισμό στις σχέσεις τoυ ανθρώπoυ με τo περιβάλλoν και τo μέλλoν τoυ) μένει κατά βάση αναλλοίωτος παρά τις κοινωνικές ή άλλες αλλαγές. Και μ’ ενδιέφερε να δείξω αυτή την αντίθεση σ’ ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Στη δική μου περίπτωση τώρα  – αν θυμάμαι καλά! – συνέβη ό,τι και στους περισσότερους ανθρώπους. Οι πρώτοι έρωτες είναι συνήθως φαντασιώσεις, μια «προπόνηση», θα έλεγα, για να επιλέξουμε αργότερα τον άνθρωπο που πραγματικά μας ταιριάζει. Δεν αποκλείονται βέβαια και τα παραδείγματα όπου δυο άνθρωποι μένουν μαζί σε όλη τους τη ζωή, μολονότι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν στην εφηβική τους ηλικία. Όπως ο Irνin Yalom, ο πασίγνωστoς ψυχίατρος-συγγραφέας και η γυναίκα του, που είναι μαζί από τα εφηβικά τους χρόνια. Το ίδιο συμβαίνει και με δύο από τους ήρωές άλλων μυθιστορημάτων μου, το Φίλιππο και τη Χριστίνα, που εμφανίζονται διαδοχικά στο Σπίτι για πέντε ως παιδιά, στο Λάθος Κύριε Νόιγκερ και στο Τραγούδι για τρεις ως έφηβοι και στο βιβλίο Τα τέρατα του λόφου ως νέοι ενήλικες πια, αν και στα φοιτητικά τους χρόνια είχαν χωρίσει για ένα διάστημα.

(2) Τι σας οδήγησε στην Προφητεία του κόκκινου κρασιού;

- Το αισθάνθηκα ως ανάγκη να γράψω για το Μελένικο, το «ερημικό Βυζαντινό μαύρο μαργαριτάρι, με τους Βυζαντινούς ανθρώπους, απογόνους των εξορίστων πριγκίπων», όπως το αποκάλεσε ο ΄Ιων Δραγούμης. Την ένιωθα χρόνια την ανάγκη αυτή, ένα δέος όμως μπροστά στον όγκο των ιστορικών και λαογραφικών στοιχείων που έπρεπε να συλλέξω και να μελετήσω με απέτρεπε. ΄Εφτασε ωστόσο η στιγμή που δεν μπορούσα πια να το αναβάλω. Η άγνοια της ιστορίας του Μελενίκου, της σημασίας του, ακόμα και της ίδιας της ύπαρξής του, που διαπίστωνα στις επισκέψεις μου στα σχολεία, αλλά και σε συζητήσεις μου με ενήλικες, σε καιρούς μάλιστα παραποίησης της ιστορίας της Μακεδονίας, με παρακίνησαν να επιχειρήσω τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Το θεώρησα χρέος μου, τόσο προς τους προγόνους μου, όσο και προς τους σημερινούς αναγνώστες, τους νέους κυρίως. Γιατί πιστεύω πως όποιος δεν έχει μνήμη ιστορική μοιάζει με δεντράκι που προσπαθεί να μεγαλώσει χωρίς ρίζες. Αυτό ακριβώς τονίζω και στα παιδιά, όταν με καλούν στα σχολεία: ΄Οπως τα δέντρα τρέφονται από τις ρίζες τους, έτσι και οι άνθρωποι τρέφονται από το παρελθόν, με εργαλεία τους τη μνήμη και την ιστορία.


(3) Χρειάστηκε να κάνετε μεγάλη έρευνα προκειμένου να συλλέξετε τις πληροφορίες που αναφέρετε στο βιβλίο. Τι είδους ταξίδι είναι εκείνο που κάνει κάποιος ψάχνοντας στο παρελθόν της οικογένειάς του; Πώς επιστρέφει από το ταξίδι αυτό;

- Η συλλογή και η μελέτη του απαραίτητου υλικού, ιστορικού και λαογραφικού, η διασταύρωση των ιστορικών γεγονότων, η κατάταξή τους κι έπειτα το στήσιμο της πλοκής και η δημιουργία των χαρακτήρων ήταν πράγματι κοπιώδης. Χρειάστηκα τρία χρόνια δουλειάς με άπειρα ξενύχτια για να το τελειώσω. Αντίθετα, το ψάξιμο στο παρελθόν της οικογένειας, από την πλευρά του πατέρα μου και της προγιαγιάς μου, δεν ήταν τόσο δύσκολο. Επιστολές, φωτογραφίες και άλλα στοιχεία υπήρχαν στο αρχείο του και τα περισσότερα τα ήξερα από αφηγήσεις του στα παιδικά μου χρόνια. Σ’ εκείνες τις αφηγήσεις, ήρωες ήταν πρόσωπα αληθινά, «άνθρωποι-μύθοι» που έτυχε να περιλαμβάνονται στο γενεαλογικό μας δέντρο, προκαλούσαν θαυμασμό σε μας τα παιδιά και λειτουργούσαν ως πρότυπα κοινωνικής προσφοράς και ευαισθησίας. ΄Οπως π.χ. ο Φίλιππος Πέτροβιτς, ο νεαρότερος και φλογερότερος συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου˙ ο Αναστάσιος Κ. Χρηστομάνος, εγγονός του ενός από τα κύρια πρόσωπα της «Προφητείας» με το ίδιο όνομα, διαπρεπής καθηγητής Χημείας και ιδρυτής-δωρητής του Χημείου του Κράτους, το κτήριο του οποίου υψώνεται ανακαινισμένο επιτέλους στο Κέντρο της Αθήνας, στο τετράγωνο Σολωνος-Χαρ.Τρικούπη-Ναυαρίνου-Μαυρομιχάλη˙ η αδελφή του Αικατερίνη Λασκαρίδου, ιδρύτρια της πρώτης σχολής Νηπιαγωγών στην Καλλιθέα˙ οι κόρες της Ειρήνη, ιδρύτρια του Φάρου Τυφλών, και Σοφία, διακεκριμένη ζωγράφος˙ ο διάσημος ανάπηρος λογοτέχνης Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ανανεωτής του ελληνικού θεάτρου, ιδρυτής της Νέας Σκηνής και δάσκαλος ελληνικών της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρουγγαρίας, της γνωστής ως Σίσσυ, κ.ά. Το ταξίδι μου και στα γνωστά και στα άγνωστα του παρελθόντος, ήταν εξαιρετικά γοητευτικό. ΄Οσο για την επιστροφή, η χαρά που νιώθει ένας συγγραφέας, όταν ολοκληρώσει αυτό το ταξίδι στο χρόνο και καταλαβαίνει ότι έπραξε ό,τι μπορούσε καλύτερο, τον κάνει να ξεχνάει την κούραση και  το μόχθο που απαιτήθηκε. Ένα τέτοιο ταξίδι πάντως θα το συνιστούσα στον καθένα, άσχετα αν είναι συγγραφέας ή όχι. Το να ψάχνει κανείς στο παρελθόν της οικογένειάς του θα έλεγα πως είναι χρέος. Στους προγόνους μας οφείλουμε πολλά, είτε έτυχε να είναι γνωστές προσωπικότητες, είτε παρέμειναν άγνωστοι για τους πολλούς. ΄Ολοι, από τον τυχόν ξεχωριστό διανοούμενο και διακεκριμένο επιστήμονα, ως τον πιο απλό και ίσως μη εγγράμματο εργάτη, τον βασανισμένο αγρότη, ή τον ταλαιπωρημένο βοσκό, αξίζουν το σεβασμό και το θαυμασμό μας για ό,τι κατάφερε ο καθένας, μικρό ή μεγάλο. ΄Ισως μάλιστα γι’ αυτούς τους τελευταίους έγραφε κάπου ο κορυφαίος λογοτέχνης μας Παντελής Πρεβελάκης «φέρτε μου τους ξωμάχους να τους φιλήσω τα χέρια».


(4) Εάν στην πορεία των ερευνών σας ανακαλύπτατε ότι ανάμεσα στους προγόνους σας είναι και κάποιος που ντρεπόσαστε να έχετε συγγενή σας, πώς θα το αντιμετωπίζατε;

- Υποθέτω κριτικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κατανοήσω τα αίτια της συμπεριφοράς του και την ψυχολογική του κατάσταση. Τέτοιο πρόσωπο δεν έχω ανακαλύψει ανάμεσα στους προγόνους μου, αυτό όμως δε θα μ’ εμπόδιζε να δημιουργήσω έναν τέτοιο χαρακτήρα στα πεζογραφήματά μου, αν το απαιτούσε η πλοκή. ΄Αλλωστε κύριο χαρακτηριστικών των μυθιστορημάτων, ιστορικών ή όχι, είναι η μυθοπλασία. Και η μυθοπλασία δεν αφορά μόνο την πλοκή, αλλά και τους χαρακτήρες. ΄Ενα ιστορικό ή κοινωνικό μυθιστόρημα οφείλει να είναι καθρέφτης της ζωής. Και στη ζωή υπάρχουν όλων των ειδών οι χαρακτήρες. ΄Ετσι συμβαίνει και στα βιβλία μου. Σε όλα, ακόμη και στα παραμύθια, μπορεί εύκολα να ανιχνεύσει κανείς προβληματικούς χαρακτήρες ή παραβατικές συμπεριφορές. Και η στάση μου προσπαθώ να είναι αυτή που προανέφερα.


(5) Είναι απάνθρωπο να διώχνεται απ' τη γη του ένας λαός, όπως τότε που χάθηκε το Μελένικο, είναι απάνθρωπο να καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πώς θα πάψουμε να είμαστε απλοί θεατές όλων όσων συμβαίνουν γύρω μας;

- Κατ’ αρχάς δεν πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είναι «απλοί θεατές» των σύγχρονων φαινομένων. Γι’ αυτό και έχουμε ακτιβιστές και άτομα που παλεύουν για το γενικό καλό στα πλαίσια ανθρωπιστικών, γνήσιων μη κυβερνητικών οργανώσεων ή άλλων άτυπων συναφών ομάδων, αλλά και μεμονωμένους ανθρώπους που αντιδρούν με τον τρόπο τους στα τεκταινόμενα.. Μπορεί να είναι λίγοι σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό, αλλά πάντα οι λίγοι έκαναν τελικά τη διαφορά ή έφεραν τις ποθούμενες ανατροπές. Το ζήτημα είναι ποιος τρόπος θα επιλεγεί για τις ανατροπές αυτές. Προσωπικά είμαι κατά της βίας. Πιστεύω στην «ειρηνική διαρκή επανάσταση». Εξακολουθώ να συμφωνώ μ’ έναν από τους «νέους φιλοσόφους», όπως επεκράτησε να λέγονται, που πρωτοστάτησαν στη φοιτητική εξέγερση του Μάη του 1968 στο Παρίσι, τον Bernard-Henry Leνy, όταν έγραψε στο βιβλίο του Η βαρβαρότητα με ανθρώπινο πρόσωπο  «πίστεψα στην επανάσταση σαν κάτι που οδηγεί στο καλό, κάτι στο οποίο αξίζει να πιστεύει κανείς,  τώρα όμως, όταν βλέπω τη γη να λεηλατείται και το μέλλον να ραγίζει, δεν αναρωτιέμαι πια αν η επανάσταση είναι δυνατή, αλλά αν είναι επιθυμητή». Επίσης, εξακολουθώ να συντάσσομαι με τον Karl Popper, που απέρριπτε εδώ και πολλές δεκαετίες τη βίαιη αναμόρφωση της κοινωνίας και πρότεινε την τροποποίηση και την τμηματική προσαρμογή των υπαρχόντων συστημάτων «με ρυθμίσεις και επαναρυθμίσεις που θα βελτιώνονται εξακολουθητικά». Σε μια τέτοια ειρηνική διαδικασία όλοι μπορούμε να βοηθήσουμε.

(6) Ποια είναι η γνώμη σας για τη διεκδίκηση του ονόματος της Μακεδονίας;

- Θα εννοείτε, φυσικά, τη διεκδίκηση του ονόματος από την FYROM. Μα νομίζω πως κανένας σοβαρός ιστορικός επιστήμων δεν τη δικαιολογεί. Είναι αποδεδειγμένα αβάσιμη και κάποτε οι γείτονές μας πρέπει να το καταλάβουν, ώστε να συμβιώσουμε επιτέλους αρμονικά, χωρίς επικίνδυνους και δόλιους εθνικισμούς από μέρους τους, σε μια περιοχή που μας χωράει όλους. Τώρα το πώς φτάσαμε να πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε τόσο τα ήδη αποδεδειγμένα και να υποστηρίζουμε τα αυτονόητα, νομίζω πως οφείλεται σε λάθη της δικής μας εξωτερικής πολιτικής. Και τα λάθη πληρώνονται.

(7) Πιστεύετε ότι η Προφητεία του κόκκινου κρασιού έχει κάποια βάση ως προκατάληψη;

- Ας μη λησμονούμε ότι κύριο χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων, ιστορικών ή όχι, είναι η μυθοπλασία. Στα ιστορικά μυθιστορήματα, ο συγγραφέας καλείται να συμπληρώσει τα κομμάτια που του χρειάζονται για να στήσει την ιστορία του, όπως ένας αρχαιολόγος συμπληρώνει τα κομμάτια ενός αγγείου που βρίσκει σε ανασκαφή και το συναρμολογεί, ώστε να μπορεί να εκτεθεί το εύρημα σ’ ένα μουσείο. Η προφητεία είναι εύρημα, βασίζεται ωστόσο, συμπληρώνει και «συναρμολογεί» πραγματικά γεγονότα, με κορυφαίο αυτό που συνέβη κατά την αποχώρηση των κατοίκων του Μελενίκου, όταν οι τεράστιες ποσότητες του φημισμένου αποθηκευμένου κόκκινου κρασιού του ξεχύθηκαν από τις «τρυπητές» κι έβαψαν κόκκινα τα κατηφορικά δρομάκια της πόλης. Βέβαια, ότι το χυμένο κόκκινο κρασί θεωρείται συχνά γρουσουζιά, είναι γεγονός. Το ποιοι το πιστεύουν αυτό στο μυθιστόρημα και ποιοι όχι φαίνεται στην πλοκή, όπου καθένας παίρνει τη δική του θέση. Η καταδίκη των προλήψεων όμως από τους νουνεχείς διαφαίνεται καθαρά.

(8) Πιστεύετε ότι κάποια πράγματα στη ζωή μας είναι προδιαγεγραμμένα;

- Όχι, αυτό δεν το πιστεύω. Είμαστε όλοι πλασμένοι με ελεύθερη βούληση και είμαστε σε θέση να επιλέξουμε την πορεία και τις πράξεις μας σε μεγάλο βαθμό. Φυσικά αυτό εξαρτάται και από τις συνθήκες που θα επικρατούν στη διάρκεια της ζωής μας. Η αλλαγή των συνθηκών και μάλιστα η ξαφνική (π.χ. ένας πόλεμος ή μια φυσική καταστροφή) μπορεί να ανατρέψει τα σχέδια και την πορεία μας. Η επιλογή των πράξεών μας όμως παραμένει δική μας υπόθεση. Η παραδοχή μιας «προδιαγεγραμμένης» πορείας θα ήταν πολύ βολική για όλους μας, αφού θα λειτουργούσε ως ένα εξίσου βολικό άλλοθι για τα λάθη, τις αστοχίες ή τις παραλήψεις μας.

(9) Έχει συμβεί στη ζωή σας κάποιο περιστατικό, “...σαν κάποια ανεξιχνίαστη δύναμη να το οδήγησε να συμβεί σε σας” -όπως αναφέρετε στο βιβλίο; Θέλετε να το μοιραστείτε μαζί μας;

- Εδώ είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση. Στα εννέα συνολικά κεφάλαια του βιβλίου υπάρχουν πέντε διαφορετικές οπτικές γωνίες, ή «εσωτερικές εστιάσεις», όπως τις λένε οι μελετητές της λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια, η ιστορία εκτυλίσσεται ιδωμένη μέσα από τα μάτια πέντε χαρακτήρων. Και μολονότι η αφήγηση γίνεται στο τρίτο πρόσωπο, τίποτα δεν μαθαίνει ο αναγνώστης που δεν το βλέπει, δεν το σχολιάζει, δεν το θυμάται, δεν το διαισθάνεται, δεν το πιστεύει ή δεν το επιθυμεί κάθε φορά ο χαρακτήρας που «βλέπει», «σκέπτεται» ή «αποφασίζει» για τα πράγματα στο αντίστοιχο κεφάλαιο. Τη φράση που αποσπάσατε τη λέει ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος και αποτυπώνει το δικό του τρόπο σκέψης. Δεν την αναφέρω εγώ ως παντογνώστης αφηγητής. Αλίμονο αν κάθε σκέψη και φράση των ηρώων ενός συγγραφέα τη θεωρούσαμε και ως δική του άποψη. Για παράδειγμα, αν παρουσίαζα την οπτική γωνία ενός προδότη, ή ενός εγκληματία και κατέγραφα το πώς σκέφτεται ή τι λέει, εξυπακούεται ότι αυτό δεν είναι πεποίθηση δική μου, αλλά δική του. Οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν αυτονομία για να είναι ολοκληρωμένοι. Αυτονομία, λόγου χάρη, έχουν και οι χαρακτήρες των νεοναζί που παρουσιάζω στο βιβλίο Τα τέρατα του λόφου, όμως τα όσα υποστηρίζουν, ασφαλώς και δεν τα ασπάζομαι! Τώρα, άσχετα από το βιβλίο, αν επιμένετε να μάθετε κατά πόσο συμμερίζομαι την άποψη του ήρωά μου, θα έλεγα πως όχι, μολονότι συχνά στη ζωή συμβαίνουν σε όλους μας εξαιρετικά περίεργες συμπτώσεις που μας συγκλονίζουν και μας βάζουν στον πειρασμό να σκεφτούμε κάτι τέτοιο. Φυσικό το βρίσκω αυτό, αφού εμείς οι άνθρωποι, στον μικρό αυτόν πλανήτη, είμαστε τόσο μηδαμινοί μέσα στο σύμπαν και γνωρίζουμε τόσο απελπιστικά λίγα γι’ αυτό, τους νόμους του και τα μυστήριά του…


(10) Γράψατε στην Προφητεία “Το έχει η φυλή μας, από τη μία προσπαθούμε να υποστηρίξουμε όλοι μαζί τον Αγώνα με σύμπνοια και ομοψυχία κι απ' την άλλη μας διαιρούν η φιλοπρωτία, οι μικροεγωισμοί, πρόσφατα και η ανοησία παρέα με την άγνοια...”. Πώς εξηγείτε αυτό; Γιατί συμβαίνει;

- Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσω κι εδώ ότι η φράση ανήκει σ’ έναν από τους κεντρικούς ήρωες. Συμπτωματικά το πιστεύω και προσωπικά. Εξηγήσεις γι’ αυτό έχουν δοθεί πολλές κατά καιρούς από πρόσωπα αρμοδιότερα εμού. Μία από αυτές είναι ότι όπως και τα άτομα, έτσι και οι λαοί έχουν ως σύνολο κάποια χαρακτηριστικά, προτερήματα και ελαττώματα. ΄Οσο δεν τα συνειδητοποιούν και δεν προσπαθούν να απαλλαγούν από τα ελαττώματά τους, θα συνεχίζουν να υποφέρουν από τις συνέπειες.

(11) Γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται;

- Δεν είμαι βέβαιη αν συμβαίνει αυτό πάντα. «Αν τα ξεχάσεις, θα τα ξαναζήσεις» ήταν γραμμένο σ’ έναν τοίχο του ΄Αουσβιτς, αν δεν κάνω λάθος. Στο βαθμό λοιπόν που λησμονούμε όσα μαθήματα μας δίνει η ιστορία, επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Όταν την αφήνουμε να μας διδάξει, τότε καταφέρνουμε να τα αποφύγουμε. Για παράδειγμα, η Ευρώπη δείχνει να διδάχτηκε από τα δεινά των δύο παγκοσμίων πολέμων, γι’ αυτό και προσπαθεί μεταπολεμικά να πορευτεί ως ενότητα. Αν τα ξεχάσει στην πορεία της προς αυτή την κατεύθυνση, ο όλεθρος που θα επακολουθήσει είναι ευνόητος.

(12) Πόσο γρήγορα ή αργά ξεχνάει ένας λαός τους αιώνες του ξένου ζυγού που τον βαραίνουν;

- ΄Εχω την αίσθηση ότι ένας λαός σαν τον δικό μας «ξεχνάει» επιφανειακά τους ξένους ζυγούς που έχει υποστεί, είτε για να δείξει καλή διάθεση, είτε λόγω άγνοιας ή πλημμελούς μάθησης της ιστορίας. Βαθύτερα όμως, στη συλλογική συνείδησή του, η μνήμη τέτοιων ζοφερών εμπειριών παραμένει και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά του.

(13) Η διαφθορά, η βία, η δίψα για εξουσία και χρήματα είναι μια ισοπεδωτική, θλιβερή παγκόσμια πραγματικότητα. Τι χρειάζεται να συμβεί ώστε να ανατραπεί; Τι δεν πάει καλά;

- Για να περιγράψει κανείς υπεύθυνα και εμπεριστατωμένα τι δεν πάει καλά και κυρίως πώς μπορεί να ανατραπεί η θλιβερή παγκόσμια πραγματικότητα που ζούμε, πρέπει να είναι κοινωνιολόγος-ανθρωπολόγος με ανάλογες επιστημονικές μελέτες. ΄Αρα δεν είμαι σε θέση ν’ απαντήσω τεκμηριωμένα στην ερώτησή σας. Ξέρετε, συνήθως αποφεύγω ν’ απαντώ σε θέματα που εκφεύγουν της δικής μου αρμοδιότητας και φοβάμαι πως ήδη προηγουμένως, παρασυρμένη από τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας, έχω περιπέσει στο σφάλμα ν’ απαντήσω μπαίνοντας σε «ξένα χωράφια», κάτι που δεν το βρίσκω σωστό. ΄Εχω κουραστεί από τους διάφορους «παντογνώστες» που, επειδή θεωρούνται πετυχημένοι σ’ έναν τομέα, πνευματικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό ή ό,τι άλλο, θεωρούν ότι τα ξέρουν όλα («ξερόλες» τους λέει πετυχημένα ο λαός) και όταν καλούνται σε τηλεοπτικές συζητήσεις ή στα λογής έντυπα, απαντούν με ύφος βαθυστόχαστο επί παντός επιστητού ως ειδήμονες. Το μόνο λοιπόν που θα μπορούσα εγώ να πω επί του προκειμένου, είναι το αυτονόητο για κάθε άνθρωπο με κοινό νου: Δεν πάμε καλά παγκοσμίως προφανώς γιατί έχει παραμεληθεί η παιδεία με την πραγματική της έννοια που, μεταξύ άλλων, αποκλείει τη διαφθορά και τη βία˙ έχει παραμεριστεί η γνήσια πνευματική καλλιέργεια και η διαμόρφωση ηθικών προσωπικοτήτων, που είναι αντίθετη με τον άνομο πλουτισμό και την εξουσιαστική μανία. Μια τέτοια παιδεία δεν έχει καμιά σχέση με την απλή «εκπαίδευση» ή τη λεγόμενη «μόρφωση», δηλαδή με τη στεγνή απόκτηση γνώσεων και ειδικοτήτων. Με την έλλειψη αληθινής παιδείας λοιπόν, θεοποιήθηκε το χρήμα και ο «πάση θυσία» πλουτισμός, γιγαντώθηκε ο άκρατος καταναλωτισμός, χάθηκαν οι ανθρωπιστικοί στόχοι της κοινωνίας και φτάσαμε όχι πια στην αμφισβήτηση θεμελιωδών αξιών, αλλά σε κάτι πολύ χειρότερο: Στην αμφισβήτηση την αναγκαιότητας τέτοιων αξιών! Η έγκαιρη θεραπεία των δεινών αυτών ίσως φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ικανοποιητικό βαθμό. Το ποιος οι ποιοι θα αναλάβουν και θα πετύχουν κάτι τέτοιο είναι βέβαια ένα μεγάλο ερώτημα.

(14) Πώς χαρακτηρίζετε την ισραηλινή επιδρομή σε πλοία που μετέφεραν ακτιβιστές απ' όλο τον κόσμο;

- Απλά εγκληματική.

(15) Είμαστε οι Έλληνες ρατσιστές;

-  Γενικά πιστεύω πως όχι. Οι εξαιρέσεις ενισχύουν τον κανόνα.

(16) Πιστεύετε στο Θεό;

- Την απάντηση στο ερώτημά σας αυτό μπορεί να την ανιχνεύσει κανείς διαβάζοντας τα βιβλία μου. Λέω «ανιχνεύσει», διότι τις πεποιθήσεις και τις απόψεις του ένας λογοτέχνης είναι απαράδεκτο να τις προβάλλει κραυγαλέα και να επιδιώκει να τις επιβάλει μέσα από τα έργα του, ωστόσο αυτές διαφαίνονται τελικά για τους προσεκτικούς αναγνώστες, όσο  κι αν δεν το θέλει. Κι αυτό, νομίζω, έχει ένα καλό: Αποδεικνύεται στην πράξη το τι πιστεύει ο συγγραφέας, με τα έργα του, όχι με «έπεα πτερόεντα» και δημόσιες δηλώσεις που καμιά φορά έρχονται σε αντίφαση μ’ αυτά που καταθέτει στα γραπτά του.

(17) Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της εκκλησίας σήμερα;

- Σήμερα και πάντα πρέπει να είναι αυτός που υπαγορεύεται από τον Χριστιανισμό.

(18) Τι νοσταλγείτε από το παρελθόν;

- Από το πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή τον κόσμο της δικής μου παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, νοσταλγώ τις πιο ζεστές και ειλικρινείς ανθρώπινες σχέσεις, το πιο συγκροτημένο οικογενειακό περιβάλλον, την γνησιότερη φιλοπατρία, την απλούστερη ζωή, τη λιγότερη κατανάλωση και την απουσία του αηδέστατου «λάιφ-στάιλ».

(19) Γράψατε ένα βιβλίο με το οποίο απευθύνεστε τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. Γιατί επιλέξατε να εκδοθεί ως Λογοτεχνία για νέους;

-  Η Προφητεία του κόκκινου κρασιού απευθύνεται σε ενήλικες και εφήβους – σε μικρότερα παιδιά θα φανεί μάλλον κουραστική και λόγω μεγέθους και λόγω θέματος. Συμφώνησα να ενταχθεί στη σειρά «Λογοτεχνία για νέους» των εκδόσεων Πατάκη επειδή συνδέεται, κατά κάποιον τρόπο, με προηγούμενα μυθιστορήματά μου για εφήβους, αλλά κυρίως γιατί το νεανικό αναγνωστικό κοινό με ενδιαφέρει πρωτίστως. Αυτό αποδεικνύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι τα 52 από τα 60, ως τώρα, βιβλία μου απευθύνονται σε παιδιά και νέους, ενώ, από τα υπόλοιπα οκτώ, τα πέντε είναι μελετήματα για την παιδική/νεανική λογοτεχνία και μόνο τρία εντάσσονται στη λογοτεχνία για ενήλικες.

  
(20) Πώς αντιμετωπίζουν τα παιδιά στα σχολεία που επισκέπτεστε, την Προφητεία; Τι ανταπόκριση έχετε από εκείνα;

- Πρέπει να πω πως Η προφητεία του κόκκινου κρασιού διαβάζεται από τα μεγάλα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου. Η ανταπόκρισή τους είναι πολύ θετική. Στην πράξη διαπιστώνω ότι έτσι και πεισθούν να διαβάσουν ένα βιβλίο με ιστορικές αναφορές, ανακαλύπτουν πόσο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία, όταν τη διαβάζουν από σελίδες που δεν τους προκαλούν πλήξη, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τα σχολικά βιβλία. ΄Επειτα, πολλοί έφηβοι, που είναι αναγνώστες των βιβλίων μου, ενδιαφέρονται για μερικούς από τους ήρωες που τους είναι ήδη γνωστοί από προηγούμενα μυθιστορήματα και θέλουν να μάθουν την εξέλιξή τους. Για παράδειγμα, την ΄Ολγα, τη νεαρή σύγχρονη ηρωίδα που ταξιδεύει στο Μελένικο με τον πατέρα της, την είχαν συναντήσει μικρό παιδάκι, με πολύ μικρό ρόλο, στο Καναρίνι και μέντα και μεγαλύτερη – όλο και μεγαλύτερη! - στα βιβλία Ποιος θα γράψει για το σκύλο μας, Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη, Τα τέρατα του λόφου και Ο κόκκινος θυμός, είτε σε δευτερεύοντα είτε σε κύριο ρόλο. ΄Οσο για τον πατέρα της, τον είχαν συναντήσει σε όλα σχεδόν τα βιβλία που προανέφερα, επιπλέον όμως και κυρίως στο Λάθος, Κύριε Νόιγκερ!, όπου είχε ρόλο πρωταγωνιστικό.

(21) Τι γνώμη έχετε για τα ηλεκτρονικά βιβλία;

- Είμαι κάπως επιφυλακτική. Ωστόσο αυτό δεν με εμπόδισε να δώσω την άδεια να αποκτήσουν και ηλεκτρονική μορφή μερικά βιβλία μου. Γενικά πιστεύω ότι θα αργήσει αρκετά η μαζική του χρήση. Κατά κανόνα, ένα μέσο αντικαθιστά κάποιο άλλο παρόμοιο εφόσον είναι πιο εύχρηστο και πιο φθηνό. Αυτά τα δύο προς το παρόν δε συμβαίνουν.

(22) Ποια είναι η σχέση σας με τους ομότεχνούς σας;

Εγκάρδια και αγαπητική! Στη στενή και ζεστή αυτή σχέση βοήθησε πολύ η εθελοντική δουλειά που πρόσφερα με την καρδιά μου επί τριάντα χρόνια στον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου/Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ) για την πραγμάτωση των στόχων του. Δηλαδή την προαγωγή της παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας και την υποστήριξη του έργου των δημιουργών της. Βλέπω με συγκίνηση να αναγνωρίζουν ότι, όπως και άλλοι συνάδελφοι, έκανα ότι μου ήταν δυνατόν για την ανάπτυξη του κλάδου από το 1978, όταν με περιέλαβαν στους κόλπους τους οι πρωτοπόροι του Κύκλου, οπότε άρχισα να προσφέρω υπηρεσίες τα πρώτα χρόνια ως μέλος-σύμβουλος του Δ.Σ., έπειτα ως Γενική Γραμματέας, ως «σύνδεσμος» με την ΙΒΒΥ και τελικά ως Πρόεδρος από το 2000 ως το 2008, καθώς και ως ανταποκρίτρια του διεθνούς περιοδικού της ΙΒΒΥ Bookbird (1982-2005). ΄Οντως δούλεψα με όλες μου τις δυνάμεις για τους σκοπούς του Κύκλου, αλλά και γενικότερα της ΙΒΒΥ από το 1998 ως το 2002, όταν εκλέχτηκα μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της από τη Γενική Συνέλευση των κρατών-μελών της και θήτευσα ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Βραβείου Φιλαναγνωσίας ΙΒΒΥ-Ashahi το 2002 και το 2003. Στόχος μου ήταν να έρχονται τα μέλη του Κύκλου σε επαφή με ξένους φορείς, να ενημερώνονται για τις κινήσεις και τις τάσεις που σημειώνονται στο εξωτερικό, να παίρνουν μέρος σε επιμορφωτικά σεμινάρια και διεθνή συνέδρια και γενικά να παρακινούνται να βελτιώνουν τη δουλειά τους και τη σχέση τους με τον κλάδο. Τις πολύχρονες αυτές προσπάθειες φαίνεται πως δεν τις λησμονούν οι ομότεχνοί μου, όπως και όλα τα 350 περίπου μέλη του Κύκλου από όλους τους συναφείς κλάδους (εικονογράφοι, μεταφραστές, αφηγητές, εκπαιδευτικοί, βιβλιοθηκονόμοι, ψυχολόγοι, εκδότες), γι’ αυτό και στη Γενική Συνέλευση του 2009 μου επεφύλαξαν τη μεγάλη τιμή να με ονομάσουν Επίτιμη Πρόεδρο του Κύκλου, κάτι που με συγκίνησε βαθύτατα. Στην εγκάρδια σχέση μας βοήθησε επίσης και η συμμετοχή μου στη συντακτική επιτροπή του μη κερδοσκοπικού περιοδικού ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, που, όπως ασφαλώς γνωρίζετε, κυκλοφορεί κάθε τρεις μήνες ανελλιπώς από το 1986 ως σήμερα – σε ηλεκτρονική μορφή από το 2009.

(23) Πώς βλέπετε τη νέα γενιά συγγραφέων;

-  Παρατηρώ πως δεν υπάρχει ομοιογένεια. ΄Εχουμε αρκετούς συγγραφείς νέους στο χώρο του παιδικού βιβλίου – όχι απαραίτητα νέους και στην ηλικία – που μας δίνουν αξιολογότατα έργα και δείχνουν να έχουν πάρει στα σοβαρά την ενασχόλησή τους με την παιδική/νεανική λογοτεχνία, κάτι εξαιρετικά ευχάριστο, γιατί δείχνει ότι η ανθοφορία του κλάδου συνεχίζεται. Παράλληλα υπάρχουν και άλλοι νέοι συγγραφείς – τονίζω και πάλι, όχι απαραίτητα νέοι και στην ηλικία – που φαίνεται να πιστεύουν ότι η παιδική/νεανική λογοτεχνία είναι ένα εύκολο είδος, όπου μπορούν να «τσαλαβουτήσουν» ευκαιριακά από φιλοδοξία ίσως, ή για να περάσουν την ώρα τους, ή ελπίζοντας να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, χωρίς να υποψιάζονται καν τις ευθύνες που συνεπάγεται η συγγραφή βιβλίων για παιδιά και εφήβους έναντι του νεαρού αναγνωστικού κοινού και της κοινωνίας γενικότερα. Υπάρχουν έπειτα κι εκείνοι που περίπου … «ανακαλύπτουν την πυρίτιδα»! Δηλώνουν π.χ. ότι άρχισαν να γράφουν για παιδιά «για να υπάρξουν επιτέλους καλά παιδικά βιβλία»!. ΄Η, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, «για να προχωρήσουμε πια και παρακάτω από την Πηνελόπη Δέλτα και ν’ ασχοληθούμε με σύγχρονα θέματα»! Και τότε αναθυμάμαι τα λόγια του ήρωά μου που επισημάνατε προηγουμένως, όταν μιλούσε για «μικροεγωισμούς, παρέα με την ανοησία και την άγνοια». ΄Εχω επισημάνει και στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ μερικά από αυτά τα θλιβερά φαινόμενα, επειδή θέτουν σε κίνδυνο την άνθηση της παιδικής λογοτεχνίας που ξεκίνησε δειλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντονότερα μετά τη μεταπολίτευση και συνεχίστηκε τις επόμενες δεκαετίες. Στο τεύχος του Φθινοπώρου 2005 του ίδιου περιοδικού, έχω δημοσιεύσει κι ένα άρθρο σχετικό με τα όσα σας απαντώ εδώ, με τίτλο «Μετά την άνθηση, τι;»

      Κάτι τελευταίο που θα ήθελα να αναφέρω σχετικά με τους νέους συγγραφείς είναι και τούτο: Αρκετοί, και μάλιστα από τους επιτυχημένους, θεωρούν δεδομένες τις κατακτήσεις στο χώρο του παιδικού βιβλίου και ούτε καν υποψιάζονται τους πολυετείς, κοπιώδεις ανιδιοτελείς αγώνες που χρειάστηκαν από μια ομάδα ανθρώπων αφοσιωμένων στην παιδική και νεανική λογοτεχνία - με ελάχιστη σποραδική ή κατά καιρούς και απολύτως καμιά κρατική βοήθεια - ώστε να εδραιωθεί η αξία της στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου και το είδος αυτό της λογοτεχνίας, από παραπαίδι και φτωχοσυγγενής της λογοτεχνικής παραγωγής, να φτάσει σήμερα να θεωρείται από τα σημαντικότερα. Θα έπαιρνα πολύ από το χώρο και το χρόνο σας αν προσπαθούσα να περιγράψω όλους τους φερέκαρπους αγώνες και τα αποτελέσματά τους, που φάνηκαν όταν καθιερώθηκαν, π.χ., το μάθημα παιδικής λογοτεχνίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου σε όλη τη χώρα, τα κρατικά βραβεία σε παιδικά βιβλία, οι επισκέψεις συγγραφέων και εικονογράφων στα σχολεία, η συμμετοχή Ελλήνων υποψηφίων και ελληνικών βιβλίων σε διεθνείς διαγωνισμούς παιδικής λογοτεχνίας και εικονογράφησης, η συμμετοχή Ελλήνων εκδοτών σε διεθνείς εκθέσεις και πολλά άλλα. ΄Ολ’ αυτά δεν έγιναν από μόνα τους. Χρειάστηκε ατέλειωτη προσφορά εθελοντικής δουλειάς, η οποία εξακολουθεί να είναι απαραίτητη, ώστε να διατηρηθούν τα ως τώρα επιτεύγματα, αλλά και να γίνουν πολλά ακόμη που απαιτούνται για την υποστήριξη και την ανάδειξη του κλάδου, στις μέρες μας μάλιστα που, όπως προβλέπεται, ακόμα και η ελάχιστη κρατική βοήθεια θα εκλείψει. Με λύπη μου όμως παρατηρώ πως οι περισσότεροι από τους νέους συγγραφείς και εικονογράφους, με φωτεινή εξαίρεση μια θαυμαστή ομάδα που συνεχίζει το έργο των προηγουμένων, είναι απρόθυμοι για τέτοια προσφορά. Όμως χωρίς κοινή προσπάθεια, εθελοντική δουλειά και συνεργασία φοβάμαι ότι πολλές δραστηριότητες όχι μόνο δεν θα διευρυνθούν, αλλά αναγκαστικά θα περιοριστούν ή θα ατονήσουν, οπότε ίσως έρθει η μέρα που θα πρέπει να ξαναγίνουν όλες αυτές οι τεράστιες προσπάθειες από την αρχή με αμφίβολο αποτέλεσμα. Και αυτό θα έχει επίπτωση σε όλους.

(24) Ταλέντο, πολλή δουλειά, τύχη, επιμονή, πειθαρχία, ελεύθερος χρόνος, γνωριμίες, διάβασμα, παρατηρητικότητα, ευαισθησία. Με ποια σειρά θα βάζατε όλες αυτές τις λέξεις (και ποιες ακόμα θα προσθέτατε) για να συμβουλέψετε έναν νέο συγγραφέα;

- Το ταλέντο και η πολλή δουλειά πάνε μαζί, δε γίνεται να τα ξεχωρίσουμε. Το ταλέντο μόνο δεν αρκεί, όπως δεν αρκεί και η πολλή δουλειά χωρίς το ταλέντο. Τώρα το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων και η άσκηση της γραφής είναι μέσα στην πολλή δουλειά που χρειάζεται. Μέσα στη δουλειά θα έβαζα και την κατάρτιση, την ενημέρωση, τη μελέτη των θεωρητικών βιβλίων σχετικά με την παιδική και νεανική λογοτεχνία. ΄Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, διαπιστώνει κανείς ότι πολλοί νέοι που καταπιάνονται με τη συγγραφή παιδικών ή νεανικών βιβλίων δεν έχουν λάβει τον κόπο να διαβάσουν θεωρία. Ξεκινούν απροετοίμαστοι, χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις, χωρίς να γνωρίζουν καν το ιστορικό της εξέλιξης αυτού του κλάδου, τα επιτεύγματα καθώς και τα τυχόν λάθη που έχουν παρατηρηθεί. Αυτό φαίνεται στα έργα τους και είναι κρίμα. Διότι τα θεωρητικά βιβλία τα σχετικά με το είδος αυτό της λογοτεχνίας, τόσο τα ελληνικά όσο και τα μεταφρασμένα ξένα, είναι πια και πολλά και καλά. Και μπορούν να τους βοηθήσουν αποτελεσματικά στη βελτίωση της δουλειάς και στον προβληματισμό τους. Για όλα τα παραπάνω χρειάζεται απεριόριστη υπομονή και μεγάλη πειθαρχία. Τώρα η ευαισθησία και η παρατηρητικότητα είναι από τα βασικά στοιχεία  που συνθέτουν το ταλέντο του συγγραφέα. Η τύχη έπειτα μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στο ξεκίνημα του συγγραφέα, δε θα έλεγα όμως ότι ο ρόλος της είναι καθοριστικός. ΄Οσο για τις γνωριμίες, αν ένας νέος συγγραφέας βασιστεί σ’ αυτές ή στις λεγόμενες «δημόσιες σχέσεις» και όχι στο ταλέντο και στη δουλειά του, η όποια επιτυχία του θα είναι παροδική, αφού δε θα στηρίζεται σε γερές βάσεις. Τώρα με τον όρο «ελεύθερος χρόνος» δεν τα πάω καλά. Τον θεωρώ ανεπιτυχή. ΄Ισως σκεφτείτε ότι παραδοξολογώ, αλλά συλλογίζομαι ότι κάθε ελεύθερος άνθρωπος αποφασίζει ελεύθερα πού πρέπει ν’ αφιερώσει το χρόνο του, σε ποιες ασχολίες να τον διαθέσει, ευχάριστες, ενδιαφέρουσες, δημιουργικές ή απλώς αναγκαίες για την επιβίωσή του. ΄Αρα ελεύθερος, ή καλύτερα «ελεύθερα διατιθέμενος» πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρείται όλος ο χρόνος των ελεύθερων ανθρώπων. ΄Οταν μιλάμε λοιπόν για «ελεύθερο χρόνο», υποθέτω ότι εννοούμε τον κενό χρόνο, το χρόνο όπου ενδεχομένως δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα. Ε, τέτοιο χρόνο αδυνατώ να διανοηθώ ότι μπορεί να έχει ένας νέος ή ένας επίδοξος συγγραφέας!

 (25) Ποιος είναι ο ρόλος σας στον κόσμο;

- Ο ρόλος μου, ως συγγραφέα, είναι να συνεχίσω «δια βίου» αυτό που επέλεξα όσο καλύτερα μπορώ και πάντα με συναίσθηση της ευθύνη που αυτό συνεπάγεται. Ως ανθρώπου, ο ρόλος μου είναι να αγωνίζομαι για αυτοβελτίωση ως το τέλος του βίου μου. Ως μητέρας, συζύγου και γιαγιάς, είναι να νοιάζομαι και να φροντίζω την οικογένειά μου με όλες τις δυνάμεις που διαθέτω.

(26) Τι φοβάστε και τι ελπίζετε για τη χώρα μας;

- Αντίθετα με τον λατρεμένο μου Καζαντζάκη και την περίφημη ρήση του «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», για τη χώρα μας τα φοβάμαι όλα και τα ελπίζω όλα. Και δεν είμαι βέβαιη αν θα παραμείνει στην ουσία ελεύθερη ή όχι, με τη σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση που τη μαστίζει. Θλιβερό αυτό που λέω και ίσως δεν ταιριάζει να το επισημαίνει ένας συγγραφέας για παιδιά και νέους, που οφείλει να μεταδίδει στους νεαρούς αναγνώστες του «το μικρόβιο της ευεξίας», όπως υποστηρίζω σε ένα από τα θεωρητικά μου βιβλία, που έχει αυτόν τον τίτλο. ΄Ομως, αφού παράλληλα και όλα τα ελπίζω, πιστεύω και εύχομαι να πάνε όλα καλά τελικά για την πατρίδα μας. Το αξίζει και της το οφείλουμε όλοι.