Ο τρίτος γιος, το στερνοπαίδι του Καλοκαιριού και της
γυναίκας του της Ζέστης, όταν ήτανε μικρός φοβόταν τα σκοτάδια. Τη νύχτα δεν
έλεγε να κοιμηθεί. Και μόλις έπαιρνε ο ύπνος τους γονείς του, στηνόταν στο
παράθυρο και κοίταζε τ’ αστέρια ως το πρωί.
- Εεεε! Γιατί δεν πας να κοιμηθείς
εσύ, μικρέ; του φώναξε μια νύχτα ένα αστεράκι. Τι περιμένεις;
- Περιμένω την
αυγή, του αποκρίθηκε. Δε θέλω να ’μαι στα σκοτάδια…
- ΄Ακου τι
περιμένει μες στη νύχτα! γέλασε το αστέρι. Και πώς σε λένε φίλε;
- Δεν έχω ακόμα
όνομα, ντράπηκε κείνος. Ο παππούς ο Χρόνος όμως λέει πως, σαν έρθει η ώρα, θα
με βαφτίσει ένας τρανός νονός, ο ΄Ηλιος!...
΄Ετσι κι έγινε. Σαν
έκλεισε ο μικρός την έκτη μέρα, το Καλοκαίρι και η Ζέστη αποφάσισαν πως ήταν
πια καιρός για τα βαφτίσια. Κάλεσαν φίλους, κάλεσαν συγγενείς κι ακούμπησαν το
γιο τους στην πιο ψηλή κορφή ενός βουνού. Εκεί ο ΄Ηλιος, σαν νονός, πρώτα τον
έλουσε και ύστερα τον τύλιξε με φως.
- Τον ονομάζω
Αύγουστο, είπε μ’ επίσημη φωνή και τον παρέδωσε στη Ζέστη.
- Καλή φώτιση να
’χει, μουρμούρισε ο Χρόνος που, σαν παππούς, ήτανε πρώτος πρώτος καλεσμένος στα
βαφτίσια και ήξερε το φόβο του εγγονού του.

(Aπό
το βιβλίο «Τα παιδιά του Καλοκαιριού» - Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης 1988, 20η έκδοση 2018.
Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.)
http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=176608