Ο Ιούλιος, το δεύτερο παιδί του Καλοκαιριού και της Ζέστης,
το πρώτο πράγμα που άκουσε όταν γεννήθηκε στη χώρα του παππού του του Χρόνου
ήταν το τραγούδι ενός τζιτζικιού. ΄Εσκυψε στη γη, είδε το τζιτζίκι σκαρφαλωμένο
στο πιο ψηλό κλαρί ενός πανύψηλου δέντρου και του φώναξε με λαχτάρα:
- Ε, φίλε! Να κατέβω μια μέρα να
μου μάθεις κι εμένα να τραγουδάω;
- Μετά χαράς,
αποκρίθηκε το τζιτζίκι. ΄Ελα νωρίς αύριο το πρωί ν’ αρχίσουμε τα μαθήματα.
Το άλλο πρωί όμως
άδικα το τζιτζίκι τραγουδούσε και περίμενε. Ο Ιούλιος το ξέχασε. Μόλις
ξημέρωσε, έπιασε φιλίες με το Λιοπύρι κι άρχισαν αντάμα να τσουρουφλίζουν στη
γη τους ανθρώπους...
Το τρελό
παιχνίδι κράτησε ως το απόγευμα. Κι όταν
βασίλεψε ο ήλιος, ο Ιούλιος γύρισε σπίτι του κατάκοπος και ιδρωμένος.
- Ε, τι έγινες;
του φώναξε νυσταγμένο το τζιτζίκι από το ψηλό το κλαρί. Δεν είπες πως θα έρθεις
να σε μάθω να τραγουδάς;
- Θα έρθω αύριο,
αποκρίθηκε ο Ιούλιος κι έβαλε να πιει νερό πολύ παγωμένο.
- Ιούλιε, μην
πίνεις ιδρωμένος τόσο παγωμένο νερό! τον ορμήνεψε ο παππούς του ο Χρόνος, που
ήταν – καταπώς έλεγαν – κι ο καλύτερος γιατρός. Αύριο μπορεί να σε πονάει ο
λαιμός σου.
Ο Ιούλιος όμως
δεν τον άκουσε….
Το άλλο πρωί, το τζιτζίκι του κάκου τραγουδούσε και περίμενε, τραγουδούσε και περίμενε... Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Ιούλιος, ένιωσε το κεφάλι του βαρύ, το λαιμό του να τον πονάει και το κορμί του να ζεματάει ολόκληρο.
- Το παιδί ψήνεται στον πυρετό, ανησύχησε η μαμά του η Ζέστη.
- Να του βάλουμε θερμόμετρο, είπε ο μπαμπάς του το Καλοκαίρι.
Το θερμόμετρο έδειχνε σαράντα και ένα!
- Πρέπει να μείνει στο κρεβάτι και να κάνει γαργάρες, είπε τη γνώμη του κι ο παππούς ο Χρόνος, σαν καλός γιατρός που ήταν. 'Εχει αμυγδαλές!...
(Aπό το βιβλίο Τα παιδιά του Καλοκαιριού, της σειράς "Ιστορίες με τους 12 μήνες"