Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Κωστής Μακρής: Σκέψεις για το βιβλίο «Το φιλί της λύκαινας»


Από πού να πιαστώ για να ξετυλίξω τις σκέψεις μου για το βιβλίο αυτό; Δεν θέλω να μιλήσω σαν να κάνω κριτική. Δεν θέλω να κάνω κριτική. Δεν μπορώ να κάνω κριτική. Όσο κι αν μοιάζει με κριτική αυτό που θα γράψω. Από την άλλη μεριά, δεν θέλω να φανεί σαν ένα ακόμα εγκώμιο για μια πάρα πολύ γνωστή και κατά τεκμήριον σπουδαία ελληνίδα συγγραφέα, πολυβραβευμένη στην Ελλάδα και διεθνώς (υποψηφιότητα για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν το 1994 και το 2010, Διεθνές Βραβείο Astrid Lindgren το 2015) και με τόσες άλλες διακρίσεις…

Έχω διαβάσει πολλά βιβλία πριν από «Το φιλί της λύκαινας»*της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2016 από τις Εκδόσεις Πατάκη. Πολλά και πολλών συγγραφέων. Δεν θέλω ούτε και μπορώ να παραστήσω τον Όμηρο, σαν να μην έχω διαβάσει κανένα βιβλίο. Και δεν είναι αυτό το πρώτο που πιάνω στα χέρια μου και με εντυπωσιάζει και με συναρπάζει και το διαβάζω αργά αργά αν και διαβάζω γρήγορα. Ξύπνησε το παιδί μέσα μου. Δεν θέλω να διαβάζω μονορούφι κάποια βιβλία εκτός ίσως από κάποια αστυνομικά όπου θέλω να δω τι έγινε ή τι θα γίνει. Η «Λύκαινα» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Συγκρατούσα την επιθυμία μου να δω τι γίνεται επειδή ήθελα να μακρύνω τον χρόνο που θα έχω όμορφες σελίδες στο κομοδίνο μου να με περιμένουν. Ε; Δεν είναι ωραίο συναίσθημα αυτό; Να σε περιμένει ένα βιβλίο που σ’ αρέσει δίπλα στο κρεβάτι σου; Το θυμάμαι αυτό από παιδί και μερικά βιβλία καθυστερούσα να τα τελειώσω και έψαχνα ―αρκετές σελίδες πριν το τέλος― να βρω με τι θα τα αντικαταστήσω όταν θα τελείωνε.

Είπα ότι δεν μπορώ να παραστήσω τον Όμηρο. «Τι σχέση έχει ο Όμηρος;», σαν να ακούω το ερώτημα. Ο Όμηρος ήταν ένα πολύ μεγάλο μυστήριο για μένα. Πολλά χρόνια πριν αρχίσω να γράφω αναρωτιόμουνα: Πώς μπόρεσε να γράψει δυο τόσο πελώρια, γοητευτικά και διαχρονικά έργα χωρίς να έχει διαβάσει κανένα βιβλίο; Η απάντηση που δίνω τώρα είναι ότι ο Όμηρος ―ό «ένας» ή «οι πολλοί»― άκουγε πολύ και πολλά. Άκουσε χιλιάδες ιστορίες. Ιστορίες που μπορεί να ερχόντουσαν από πολύ μακριά και που πήγαιναν εξίσου μακριά. Μια απ’ αυτές μπορεί να ήταν και το Έπος του Γιλγαμές. Ίσως και ιστορίες για κυνόμορφους ―ή τσακαλόμορφους― θεούς, όπως ο Άνουβις, και σχέσεις ανθρώπων με ζώα, ανθρώπων με θεούς, θεών με θνητούς. Όπως ας πούμε ο μύθος της Ευρώπης.

Έχω διαβάσει πολλά βιβλία, έχω ακούσει πολλές ιστορίες και έχω δει πολλές ταινίες. Και έχω ταξιδέψει αρκετά. Ήδη ακούω ψίθυρους γκρίνιας: «Μας τα είπες αυτά… Μας υποσχέθηκες να μιλήσεις για το Φιλί της λύκαινας και έχεις ήδη ανακατέψει τον Όμηρο, το Έπος του Γιλγαμές, τους θεούς της Αιγύπτου, βιβλία, ταινίες, ταξίδια και ποιος ξέρει τι θα μας φέρεις ακόμα! Άντε! Τελείωνε με την εισαγωγή!»

Δίκιο βουνό έχετε. Αλλά τι φταίω εγώ που έχω να κάνω με μια παμπόνηρη όσο και μαστόρισσα συγγραφέα που μου φανεροκρύβει και μου κρυπτοφανερώνει όλη της τη βαθιά παιδεία πίσω από σελίδες απευθυνόμενες φαινομενικά σε παιδιά; Που ντύνει με γούνες αγάπης και γνώσης τις γυμνές ερωτήσεις και απορίες των παιδιών που θα τη διαβάσουν; Που παρασύρει ακόμα κι εμένα στις σελίδες της και χαίρομαι μαζί με τον εγγονό του παππού Πέτρου, να ανακαλύπτω τον περίπλοκο κόσμο των ενηλίκων με τα μάτια ενός παιδιού, κοντά στην εφηβεία;

Τι; Πώς είπατε; Δεν ξέρει η συγγραφέας ότι πολλά παιδιά στην ηλικία του Φραγκίσκου Νόιγκερ ―του «Φραγκή» της― ξέρουν αρκετά για τον Μόγλη και τους λύκους που τον έκαναν μέλος της οικογένειάς τους; Γιατί τότε ο ―άλλος αρχιπονήρακας!― παππούς Πέτρος Δίγκος, προσφωνεί «λυκόπουλο» τον εγγονό του παρόλο που είναι ήδη πρόσκοπος; Το όνομα Ακέλας είναι οικείο στους προσκόπους και ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, ο συγγραφέας του Μόγλη, έχει δώσει πολλές περιγραφές της λυκίσιας οικογένειας του ήρωά του αλλά και ολόκληρης της φυλής των λύκων που αρχηγός της ήταν ο Ακέλας.

Και εκείνα «τα ύδατα της Στυγός»; Μήπως δεν ξέρει η συγγραφέας ότι όποιος νεαρός ―ή και μεγαλύτερος― αναγνώστης της δεν τα ξέρει θα σπεύσει να τα «γκουγκλάρει» για να μάθει περισσότερα για τον Αχιλλέα και την οικογένειά του; Ή τα άλλα, για την Αμφίπολη και το αριστοτεχνικό πλέξιμό της με τον μύθο του βιβλίου; Κι ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης πάλι; Τι δουλειά έχει σε ένα βιβλίο με λύκαινα στον τίτλο; Ε; Λες και δεν ξέρουμε… Αλλά, ξέρουμε; Και η δικτατορία του 1967 και τα πιο πριν γεγονότα και πολλά για την Αθήνα και παλιές ονομασίες όπως η Πλατεία Κυριακού και πολλά άλλα.

Διακρίνω στραβομουτσουνιάσματα; «Τι θες να πεις; Ότι το βιβλίο διδάσκει;» Ναι, μωρέ! Διδάσκει. Τιμή του και καμάρι του! «Δηλαδή πάσχει από διδακτισμό;» Όχι, κάθε άλλο! Δεν «πάσχει» από διδακτισμό το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου. Αλλά είναι και διδακτικό. Πώς; Μα με τον απλό κι αβίαστο τρόπο που έχουν για να μας διδάσκουν όλοι οι καλοί συγγραφείς από την εποχή του Ομήρου, του Αισώπου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και όλων εκείνων που σήμερα προσπαθούμε να τους επιβάλλουμε στα μικρά παιδιά, στερώντας και εκείνους, τους «αρχαίους», αλλά και τα παιδιά από την εγγενή «παιδειά/παιχνίδι» των μεγάλων έργων, το παιχνίδι εκείνο με το οποίο μπορεί να γίνει ευχάριστη, ελκυστική όσο και διδακτική η παιδεία, η εκπαίδευση και η μαθητεία.

Σαν να παίζουμε. Σαν να λέμε ανέκδοτα, γλωσσοδέτες και αινίγματα που τόσο αρέσουν στα παιδιά. Σαν να γελάμε. Σαν να βλέπουμε θέατρο, κουκλοθέατρο, σινεμά. Σαν να μιλάμε για πράγματα γνωστά που τα ξέρουν όλοι. Κι όταν κάτι φαίνεται να το ξέρουν όλοι, το παιδί θέλει να το ξέρει κι αυτό. Μιλάω από πείρα. Πες σ’ ένα παιδί ότι «όλος ο κόσμος ξέρει πώς κάνει τον ήχο του το αρσενικό τζιτζίκι!» και θα καθίσει να του εξηγήσεις. Με σχέδια, με ένα αληθινό τζιτζίκι που θα πιάσετε από ένα πεύκο, θα το δείτε και μετά θα το αφήσετε ελεύθερο. Πες του όμως με ύφος δασκαλίστικο: «Τώρα θα σου μάθω πώς κι από πού ακούγεται ο ήχος του τζιτζικιού», και το παιδί θα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια.

Κι έτσι μας σπρώχνει η συγγραφέας ―με χάδι, χαμόγελο κι αγάπη κι όχι με το ζόρι― να αναζητήσουμε τους φανερούς ή κρυφούς συνδέσμους με πολλά άλλα βιβλία και από τα άλλα βιβλία με πολλών ανθρώπων «νόες και άστεα». Και μέσω των πολλών βιβλίων να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους οι αναγνώστες και να λένε «Βασιλιάς Ληρ» και να αναφέρονται με κοινούς κώδικες στη γεροντική αμβλύνοια και τη θυγατρική αγνωμοσύνη. Όπως τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω των ριζών τους με τη βοήθεια μυκήτων. Πρόσφατες έρευνες οδηγούν σε τέτοιες θεωρίες για τα δέντρα, δεν τα έβγαλα από την κοιλιά μου αυτά. Το αν θα αποδειχτούν είναι μια άλλη ιστορία.

Ας ξαναγυρίσω όμως στο βιβλίο.

Ανακατεμένα τα λέω επειδή δεν γράφω εργασία, γράφω τις εντυπώσεις και τις σκέψεις μου για ένα βιβλίο που το χάρηκα και ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. Τι χαίρομαι δηλαδή που σε περισσότερες από πέντε ―όχι συνεχόμενες― σελίδες με πήραν τα ζουμιά. Αλλά δεν θα σας πω σε ποιές γιατί ο καθένας κλαίει με διαφορετικά πράγματα ανάλογα με τα βιώματά του. «Και δεν ντρέπεσαι να το λες;» Γιατί να ντραπώ; Ίσα ίσα το έχω για πολύ σπουδαίο που μπορώ ακόμα να κλαίω με ένα βιβλίο που δεν φτιάχτηκε για να με κάνει να κλάψω, όπως μερικές σαπουνόπερες ή κάποιες τρίτης διαλογής δακρύβρεχτες κι ευπώλητες βιβλιοπαραγωγές.

Κλαίω όπως κλαίω σε πολλές σελίδες του Ντίκενς, του Παπαδιαμάντη, του Καμύ και πολλών άλλων παλαιότερων αλλά και συγχρόνων συγγραφέων που είναι μεγάλοι μάστορες στη διαχείριση των συναισθημάτων των χαρακτήρων που πλάθουν και την επίδραση στο θυμικό των αναγνωστών τους και ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν αλλιώς δεν το κάνουν.
Αν θέλετε περισσότερα για την υπόθεση, μπείτε στο σάιτ της συγγραφέως http://www.loty.gr/ , μπείτε και διαβάστε κι άλλα κριτικά σημειώματα σπουδαίων συγγραφέων, καθώς και το σημείωμα του εκδότη.

Ένας παππούς, δυο γονείς, ένας εγγονός, μια κυνηγημένη μάνα λύκαινα, ένα φιλί, ένα λυκάκι, παρεξηγήσεις χρόνιες, οικογενειακοί καβγάδες, αποκαλύψεις, ταξίδια σε τόπους και χρόνια. Η Αμφίπολη, αρχαιολόγοι, ιστορίες, μύθοι, θρύλοι. Έρωτας, αγάπη, παρεξηγήσεις, μια κόρη που δεν μιλιέται με τον πατέρα της και που εκείνος θέλει να μεταφέρει τις δικές του εξηγήσεις στον εγγονό του μπας και αλλάξει κάπως η κατάσταση. Ε, δεν θα σας πω και όλη την ιστορία! Να τη διαβάσετε θέλω.

Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου συνεχίζει το προσωπικό της ταξίδι και την ανέγερση νέων ορόφων και διπλανών μεγάρων στους μύθους και τις ιστορίες που έχει μελετήσει , έχει κληρονομήσει και έχει πλάσει και που η ίδια συνεχίζει να οικοδομεί με ένα πλέγμα χαρακτήρων ―που όπως λέει η Βιρτζίνια Γουλφ, και συμφωνώ μαζί της, η λογοτεχνία είναι εν πολλοίς πλάσιμο χαρακτήρων― που συναπαρτίζουν όλοι μαζί έναν προσωπικό θίασο της συγγραφέως που μας γίνεται γνώριμος από βιβλίο σε βιβλίο της μέχρι να συγγενέψουν μαζί μας, σαν τους χαρακτήρες της κλασικής λογοτεχνίας. Τόσο γνώριμοι και τόσο οικείοι, που μας φαίνεται απολύτως φυσικό το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Δεν θέλω να φανερώσω εδώ τον τρόπο που βρίσκει η συγγραφέας να ταιριάξει η ίδια μ’ ένα πλάσμα της ονειροφαντασιάς ―που δεν ξέρουμε πόσο πραγματικό και πόσο μυθοπλασμένο είναι― και με το ταίριασμα αυτό να γεννηθούν Κόσμοι. Για να πληρωθεί το ρηθέν υπό του προφήτου Ουίλιαμ Σέξπηρ ―πολυχρησιμοποιημένο ακόμα κι από τη διαφήμιση― ότι «είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη των ονείρων». Αλλά μια ύλη που αποδεικνύεται τόσο ισχυρή, τόσο χειροπιαστή ―όταν γίνεται πρώτη ύλη σκέψης και πράξης― που μπορεί ακόμα και μια λύκαινα να την κάνει να δώσει ένα φιλί σε έναν εκπρόσωπο του είδους μας. Αρκεί αυτός να της δείξει αγάπη και να την πείσει ότι θα προστατέψει με αγάπη το σπλάχνο της. Κι ας έχουμε, οι άνθρωποι, τόσο πολύ δυσφημήσει και βλάψει τη γενιά των λύκων.

Τώρα που γράφω, θυμάμαι πολλά από το βιβλίο που θα ήθελα να αναφέρω με αποσπάσματα. Σχέσεις με λεπτές αποχρώσεις, ευαίσθητες σαν το κράτημα μιας πεταλούδας, σκηνές έντασης, τραγούδια… Σκέφτομαι τον έρωτα που διατρέχει όλο το βιβλίο που δεν είναι μόνο ο έρωτας ο προκλητικός και ο ερεθιστικός, όσο κι αν χρειάζεται κι αυτού του έρωτα η αποκωδικοποίηση στα παιδιά και στους εφήβους. Είναι η μύηση στον έρωτα που με αλληλοσεβασμό, αλληλοεκτίμηση και φιλικότητα μπορεί να μετεξελιχθεί σε μακροχρόνια αγάπη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους.

Ξαναδιάβασα πολλές σελίδες, περισσότερο για να εντοπίσω πού εδράζεται η ζήλεια που ένιωθα για κάποιες φράσεις φαινομενικά απλές. Το διέτρεξα ξανά περισσότερες φορές για να μελετήσω τη δομή του, τη διάρθρωση των κεφαλαίων του και τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας πλέκει τις ιστορίες των πρωταγωνιστών της. Μπας και αρπάξω κάτι από την πολύτιμη τέχνη της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου.

Έτσι κι αλλιώς, εκτός από φανατικός αναγνώστης, είμαι και συλλέκτης δασκάλων… Αλλά το έχω ξαναπεί αυτό. Υπήρξαν στιγμές που, διαβάζοντας κάποιες παραγράφους εξαιρετικά αφαιρετικές και με μια αίσθηση οικονομίας λόγου θαυμαστή, θυμήθηκα αυτό που αποδίδεται στον Φώκνερ (William Faulkner): “In writing, you must kill all your darlings.” Το αποδίδω με τα λόγια: «Στο γράψιμο πρέπει να σκοτώνεις τα αγαπούλια;-αγγελούδια;-καμάρια;-αγαπημένα; σου». Και σκέφτηκα μετά ότι η λέξη darling δεν είναι ισοδύναμη της λέξης love. Και η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου μπορεί ―ίσως― να έχει «σκοτώσει» πολλά, πολλούς και πολλές “darlings” στο γράψιμό της για να κρατήσει ζωντανές και πιο έντονα χρωματισμένες τις μεγάλες της αγάπες (loves): την ανθρωπιά, το ήθος, την ευγένεια, τη γλώσσα και την ιστορία της Ελλάδας.

Μερικά βιβλία τα διαβάζω περισσότερες από μία φορές. Τη μία για τη χαρά της ανάγνωσης και τη δεύτερη ―τουλάχιστον― για τη χαρά της μάθησης. Πολλοί είναι οι δάσκαλοί μου και οι δασκάλες μου και κανένας τους δεν φταίει που είμαι ακόμα στα «θρανία». Είμαι και θα είμαι ―το ελπίζω― στα θρανία του γραψίματος για όσο θα ζω. Θα μου πεις τώρα ίσως, εσύ που διαβάζεις αυτό: «Και τι φταίμε εμείς να μας πρήζεις με τα δικά σου; Επειδή δεν τα παίρνεις τα γράμματα…» Ε, δεν είναι ότι δεν τα παίρνω. Είναι που μετά από πολλά βιβλία έχω πλέον αποκτήσει μια απληστία για ποιότητα. Κι αυτό το πράγμα, η κατ’ εμέ ποιότητα, δεν εξηγείται με όρους αντικειμενικότητας. Είναι καθαρά υποκειμενικό κι όποτε προσπαθώ να εξηγήσω γιατί μ’ αρέσει κάτι, πάντα σε ταυτολογίες ξεπέφτω.

Και ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα για το Φιλί της λύκαινας, της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου από τις Εκδόσεις Πατάκη (επαναλαμβάνω το όνομα του βιβλίου, της συγγραφέως και του εκδότη για να τα θυμάστε όταν θα πάτε να το ζητήσετε από ένα βιβλιοπωλείο) θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία φράση: Μου άρεσε και μου αρέσει πολύ.

Και μια ακόμα πρόταση: Διαβάστε το.


(Δημοσιεύτηκε στις 12 Αυγούστου 2016 στο ηλ. περιοδικό iporta http://www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/9790-to-fili-tis-lykainas-tis-lotis-petrovits-skepseis-gia-to-vivlio-tou-kosti-a-makri#sthash.rCAvuAg8.dpuf )
 * http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_20.htm
http://www.i-read.i-teen.gr/book/to-fili-tis-lykainas