Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Μνήμη Νατάλη Εμμ. Πέτροβιτς: Σαν παραμύθι



(Ομιλία στις Σέρρες, στις 2 Νοεμβρίου 2002 –
Δημοσιεύτηκε στα Σερραϊκά Ανάλεκτα,
τόμος 4ος 2006, σελ. 319-342*)


Η πρόσκληση του Δήμου Σερρών και της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Σερρών-Μελενίκου να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση με ομιλία μου για ένα από τα ιδρυτικά της μέλη, τον μακαριστό πατέρα μου Νατάλη Πέτροβιτς, αποτελεί για μένα εξαιρετική τιμή. Αποδέχτηκα την πρόσκληση αυτή με συγκίνηση, με θερμές ευχαριστίες, αλλά και με κάποια αμηχανία. Πώς θα μπορούσε άραγε ένας σύγχρονος παραμυθάς ν’ αναφερθεί σ’ ένα έργο τόσο σημαντικό και πολύτιμο σαν αυτό της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Σερρών-Μελενίκου; Και πώς να καταφέρει ένας άνθρωπος, που κύρια δουλειά του είναι η συγγραφή βιβλίων για παιδιά, να ζωντανέψει μια πνευματική προσωπικότητα αθόρυβη μεν αλλά ισχυρή, που πολλαπλά συνέβαλε στο έργο αυτό της Εταιρία ς;“Σαν παραμύθι, τον μόνο τρόπο που ξέρει ο παραμυθάς να επικοινωνεί” ένιωσα να έρχεται μόνη της η απάντηση. Κι αυτό θα προσπαθήσω απόψε, με την άδειά σας, «εικονογραφώντας» μάλιστα το παραμύθι, όσο είναι δυνατό. Κι ας είμαι βέβαιη πως, αν βρισκόταν ο Νατάλης Πέτροβιτς ανάμεσά μας τώρα εδώ, θα αισθανόταν μάλλον άβολα έτσι σεμνός που ήταν. «Δεν έχω κάνει τίποτα σπουδαίο στη ζωή μου, μονάχα το καθήκον μου» έλεγε συχνά. Ωστόσο εγώ ήδη σας υποσχέθηκα το παραμύθι.

Μια φορά, λοιπόν, κι έναν καιρό όχι και τόσο μακρινό σαν των παραμυθιών, τον Ιούλιο του 1899, ένα ζευγάρι, ο Μανόλης Πέτροβιτς και η Πηνελόπη το γένος Βεζούκα, γέννημα θρέμμα των Σερρών κι οι δυο, απόκτησαν το τρίτο τους παιδί. Χαρά μεγάλη στο σπιτικό τους το νεογέννητο - γιος έπειτα από δυο κόρες, την Αργυρή και τη Χρυσούλα.
Και να! Την τρίτη νύχτα από τη γέννηση του αγοριού, τρεις μοίρες στάθηκαν αόρατες δίπλα στην κούνια του, να ορίσουν πώς θα πορευτεί στο βίο που μόλις είχε αρχίσει να ξετυλίγεται μπροστά του. Οι δυο μοίρες, καλές. H τρίτη, μοχθηρή. «Να γίνει άνθρωπος καλός και χρήσιμος στην κοινωνία, να ’χει αγάπη για τα γράμματα, τον τόπο του, την ιστορία» είπε η πρώτη. Την έσπρωξε στο πλάι η μοχθηρή: «Οι χαρές του να είναι λίγες, αντάρες πλήθος να τον βρουν», σφύριξε με κακία. «Να πεθάνει μια χρονιά που θα ’χει πάνω της ένα 1 κι ένα 7, να τον έχουν πάρει για είλωτα οι εχθροί, να βαδίζει κατά το βορρά σε χωματόδρομο, να είναι τέλος άνοιξης, να είναι νέος...»
Με τρόμο την απώθησε η τρίτη πριν τελειώσει τη φριχτή της φράση, καθώς αναλογίστηκε πως η θανάσιμη χρονιά δεν ήταν μακριά. Θα ήταν αναπόφευκτα το 1917, όταν τ’ αγόρι θα έκλεινε τα 18 του χρόνια. Να σβήσει ολότελα η κατάρα δε γινόταν. Μόνο ν’ αλλάξει, να έρθουν όλα ανάποδα ήταν μπορετό. Χτύπησε λοιπόν με μαγικό ραβδί τα λόγια της κακιάς και τ’ αναποδογύρισε όλα. ΄Αλλαξε τη θλιβερή χρονιά - δε θα ήταν πια το 1917, μα χρόνια αργότερα, το 1971, αφού κι αυτό θα είχε στην ουρά του ένα 1 κι ένα 7. Τότε δε θα ήταν νέος πια ο μικρός. Ανάποδα έβαλε και όλα τα υπόλοιπα. Πιο πολλές θα ήταν οι χαρές απ’ τις αντάρες και τις λύπες. Δε θα πέθαινε είλωτας μα λεύτερος, δε θα βάδιζε προς το βορρά, δε θα ’ταν τέλος άνοιξης...
«Να γίνει θαρραλέος, επίμονος κι υπομονετικός, να του αρέσει η ποίηση κι η μουσική και ν’ αγαπά τη φύση» απόσωσε η τρίτη μοίρα τις ευχές της. Και χάθηκε όπως κι οι άλλες μες στη νύχτα.
Λύπη καμιά στα πρώτα χρόνια του αγοριού. Μεγάλωνε δίχως προβλήματα κάτω απ’ τη σκέπη της αρχοντικής του οικογένειας. ΄Ανοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο χαιρότανε τον κάμπο των Σερρών, ακολουθώντας τον πατέρα και το θείο του, που φρόντιζαν σπαρτά και καλλιέργειες κι επιστατούσαν έφιπποι στο απέραντό τους χτήμα στο Πεθελινό. Του δίδασκαν και να ψαρεύει μόνος του στη λίμνη του Αχινού. Να τον ασκήσουν. Να γίνει επίμονος κι υπομονετικός. ΄Οπως αρμόζει σ’ έναν άνθρωπο σωστό. Τον έπαιρναν και στο κυνήγι, όταν ερχόταν ο καιρός. Να τον σκληραγωγήσουν. Να γίνει ατρόμητος και θαρραλέος, όπως αρμόζει σ’ ένα γνήσιο Μακεδόνα. Τα βράδια του χειμώνα έπειτα, του έλεγαν για τους ξενιτεμένους συγγενείς και τους παππούδες του. Για τη ζωή τους στη Βιέννη, στην παροικία την Ελληνική, για τη συμμετοχή τους στην ετοιμασία του ξεσηκωμού και για τη δράση που είχε ο συνεργάτης ο πιο φλογερός κι ο πιο μικρός του Ρήγα του Βελεστινλή, ο Φίλιππος ο Πέτροβιτς. Να τα μαθαίνει. Για να γίνει πατριώτης φλογερός κι αυτός. ΄Οπως αρμόζει σ’ ένα γνήσιο ΄Ελληνα. Κι έτσι αρματωμένος, μ’ ελπίδα και με πίστη, να περιμένει την  ημέρα την ολόφωτη της λευτεριάς. ΄Οπως την ονειρεύονταν αιώνες οι Σερραίοι - 13 ολόκληρες γενιές από την αποφράδα εκείνη μέρα του Σεπτέμβρη του 1383, όταν, ύστερα από θυσίες και υπεράνθρωπους αγώνες, υπέκυψε η πόλη τους στον τουρκικό ζυγό - εβδομήντα χρόνια πριν από την άλωση της Βασιλεύουσας.
Μα όλα τούτα φαίνονταν ακόμα μακρινά, κάπως παραμυθένια στο μικρό Νατάλη, που σαν παιδί, είχε το νου του πρώτα στο παιχνίδι. Κι ας άκουγε για έναν αγώνα μυστικό, που «μακεδονικό» τον λέγαν’ οι μεγάλοι. ΄Εβλεπε ανάκατα την αγωνία, την πίστη για τη νίκη και την προσμονή στα πρόσωπά τους. Μα τα παιδιά είναι παιδιά. Βρίσκουν τον τρόπο πάντα να ξεφεύγουν από τις ανησυχίες και να χαίρονται με πράγματα μηδαμινά κι ωστόσο θαυμαστά. ΄Οπως το ψάρεμα στη λίμνη. ΄Η το κυνήγι στο βουνό. ΄Η το τρεχαλητό στον κάμπο.
΄Ωσπου ήρθε η πρώτη αντάρα η μεγάλη. Η δίνη των Βαλκανικών Πολέμων έβαλε τέλος στην ανεμελιά, έφερε  βίαιη έξοδο από την παιδική του ηλικία. Ερείπια το πατρικό του σπίτι, συντρίμμια και η πόλη ολάκερη την τελευταία μέρα εκείνων των πολέμων. Η αποχώρηση των τότε εχθρών μας, των Βουλγάρων, άφησε πίσω μόνο θάνατο και στάχτη.
Να πώς την περιέγραψε ο ίδιος ο Νατάλης Πέτροβιτς εκείνη την καταστροφή σε αναμνήσεις του κάμποσα χρόνια αργότερα:

«Από το πρωί της 28ης Ιουνίου 1913 οι πρώτες οβίδες με απαίσιο συριγμό έπεσαν σε διάφορα της πόλεως σημεία και έσπειραν τον πανικό στους κατοίκους... Τα γυναικόπαιδα απ’ όλες τις συνοικίες, με κατεύθυνση προς τον κάμπο και τον Στρυμόνα, αλλόφρονα από το φόβο, άρχισαν να σκορπίζονται στα χωράφια, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, αφήνοντας τα πάντα στην προσπάθεια να σώσουν τη ζωή τους και με την ελπίδα να συναντήσουν τον Ελληνικό στρατό... Τις προμεσημβρινές ώρες, όταν τα καταδιωκόμενα πλήθη έφταναν στην Μπελίτσα, συνήντησαν με συγκίνηση την πρώτη φάλαγγα του Ελληνικού Στρατού να προελαύνει προς τας Σέρρας, πλην όμως, την ίδια στιγμή, από το κέντρο της πόλεως φαίνονταν ν’ αναβαίνουν στήλαι μαύρου καπνού. Το μεγάλο κακό είχε γίνει. Υπολείμματα του Βουλγαρικού στρατού, με ειδική διαταγή, χρησιμοποιώντας βόμβες εμπρηστικές και πετρέλαια της αποθήκης πετρελαίου, σκόρπισαν τον εμπρησμό σ’ ολόκληρη την  έκταση των 12 Ελληνικών συνοικιών της πόλης. Τα προελαύνοντα ελληνικά στρατεύματα δεν είχαν τα μέσα να καταστείλουν μια τεραστία πυρκαγιά 5.500 σπιτιών, των εκπαιδευτηρίων, των 17 εκκλησιών και των καταστημάτων. Ο καπνός της τεράστιας αυτής φωτιάς εφαίνετο εις ακτίνα 80 χιλιομέτρων.
»Την ίδια νύχτα που οι περισσότεροι των Σερραίων μείναμε στην παραστρυμόνειο «Κουμάριανη» και άλλοι στο Φιτάκι, από απόσταση 12 χιλιομέτρων βλέπαμε ένα μοναδικό σε θλίψη και τραγικότητα θέαμα: Μια τεράστια πύρινη σκολόπενδρα τριών χιλιομέτρων, όσο το μήκος της πόλης, αχόρταγα να κατατρώγει τον κόπο και τον μόχθο των γονέων και των προγόνων μας. Δε θα λησμονήσω τη λύπη και την πίκρα που αισθάνθηκε τότε η παιδική μου καρδιά. Την επομένη, ψυχικά ράκη, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι, γυρίσαμε να δούμε από κοντά, με δάκρυα στα μάτια, τα καπνίζοντα ερείπια της γλυκιάς μας πατρικής στέγης. Είχαν μεταβληθεί όλα σε στάχτη...»

            «Θλίψη κι αντάρες να τον βρουν», είχε  μιλήσει με κακία η μοίρα η δεύτερη. ΄Ομως «να γίνει θαρραλέος, επίμονος κι υπομονετικός» είχε ευχηθεί η τρίτη. Και ο δεκατετράχρονος πια Νατάλης είχε κιόλας ασκηθεί σ’ αυτές τις αρετές. Δίνει λοιπόν κουράγιο σ’ όλη την οικογένεια κι ας είναι ο μικρότερος. Γιατί είναι γνήσιος Μακεδόνας, ΄Ελληνας γενναίος, άνθρωπος σωστός.
΄Οπως όπως ξαναστήνεται το σπιτικό. Και μόλις η οικογένεια συνέρχεται, όπως κι όλες οι άλλες οικογένειες των πολεμόπληκτων Σερραίων, φτάνει η αντάρα η δεύτερη, ακόμα πιο μεγάλη. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Πρώτος, φτάνει ως τη Μακεδονία. Για τον  δεκαεφτάχρονο τότε Νατάλη, η δυστυχία είναι τριπλή. Σκλαβιά και πάλι των Σερρών το 1916 από τον ίδιο ανελέητο κατακτητή, ορφάνια με το θάνατο του άρρωστου πατέρα, και τέλος η σκληρή ομηρεία την επόμενη χρονιά. Τον Ιούνιο του 1917, σέρνονται όμηροι στη γη του εχθρού 72.000 άνδρες από την Ανατολική Μακεδονία. ΄Επειτα από κοντά δύο χρόνια σε απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με σκληρή καταναγκαστική δουλειά, επιζούν και επιστρέφουν μόνο 12.800, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Ανάμεσά τους και ο νεαρός Νατάλης, που σώζεται από θαύμα.
Τις σκληρές δοκιμασίες, τις κακουχίες τις ασύλληπτες και τις αγριότητες τις φοβερές που έζησε, γλαφυρά τις περιέγραψε στις αναμνήσεις του με τίτλο «Σερραίων Ομηρεία». Δημοσιεύτηκαν το 1973 στον 6ο Τόμο των Σερραϊκών Χρονικών, έναν τόμο που δεν πρόφτασε να τον χαρεί και τυπωμένο. ΄Οταν έφτασε στα χέρια τα δικά μου ο φρεσκοτυπωμένος τόμος μαζί με  το ανάτυπο, ξαναδιάβασα με περισσή λαχτάρα τις απίστευτες εκείνες περιπέτειες, έτσι καθώς αποζητούσα μια σταλιά παρηγοριά και προσπαθούσα να τον αναστήσω έστω για λίγο μέσ’ από τα γραφτά του. Αμέσως διαπίστωσα πως δεν είχα τίποτα ξεχάσει. Κι ας είχαν πια περάσει κοντά τριάντα χρόνια από την πρώτη τη φορά που είχα ακούσει για την ομηρεία εκείνη.

       ΄Ηταν στ’ άραχνα χρόνια του πολέμου, ένα βράδυ της Γερμανικής Κατοχής, όταν μας πρωτοδιηγήθηκε, σε μένα και τον αδερφό μου, τα τραγικά εκείνα γεγονότα. Από τότε, τα πάθη του στα δύο χρόνια της ομηρείας τού 1917 και οι περιπέτειες των Μακεδόνων, οι κακουχίες που έφεραν το θάνατο σε 58.000 απ' αυτούς και ο τρόπος που κατόρθωσαν να επιζήσουν και να γυρίσουν στην Ελλάδα οι λίγοι που επέζησαν, ήταν η αληθινή, η συγκλο-νιστική ιστορία που συχνά μας διηγόταν αντί για κάποιο παραμύθι τη δύσκολη εκείνη εποχή. Αφήγημα σκληρό, σε χρόνια επώδυνα ενός ακόμα Παγκοσμίου Πολέμου, που τυραννούσε και τη δική μας παιδική ηλικία. Το τέλος το καλό της ιστορίας του όμως -ο γυρισμός, το αντάμωμα με τους δικούς του, η αρχή νέας ζωής ελπιδοφόρας - μας έπειθε ότι και ο δικός μας πόλεμος θα τέλειωνε μια μέρα. Μας μετάγγιζε θάρρος, ελπίδα και υπομονή, ενώ έμμεσα μας δίδασκε την τραγικότητα των πολέμων και την αναγκαιότητα της ανθρωπιάς.  

       Από τότε, από τα κρύα εκείνα της βράδια της Κατοχής, χωρίς να ξέρω ειρήνη τι θα πει και τι σημαίνει κόσμος χωρίς πόλεμο, αφού το πρώτο που αμυδρά θυμόμουν στη ζωή μου ήταν οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου του '40, τον πόλεμο τον μίσησα μ’ όλη τη δύναμη της παιδικής μου ψυχής. Κι αντίθετα, αγάπησα ολόψυχα “τα Σέρρας” – έτσι, με όνομα ουδέτερο, «τα» Σέρρας, όπως λεν’ την πόλη τους οι γνήσιοι Σερραίοι. Γιατί τα βράδια εκείνα δεν ακούγαμε μονάχα για την ομηρεία. Ο πατέρας μάς διηγόταν και ιστορίες πιο παλιές, από τα χρόνια τα ευτυχισμένα. Παιδιά μικρά ήμασταν, βλέπεις, και το χαμόγελο δεν έπρεπε να λείψει από το σπίτι. Μας έλεγε λοιπόν για “τύπους” που τους γνώρισε μικρός. ΄Οπως την Μπίλιω τη φαγού, που είχε πέντε γιους κι έτρωγε πέντε φορές το κάθε μεσημέρι, με καθένα απ’ τα παιδιά της, που γυρίζανε στο σπίτι χωριστά. ΄Η σαν τον Μήττα, που χασμουριόταν δυνατά, τόσο πολύ που τον ακούγανε ως και του Πέρα-Μαχαλά οι Σερραίοι! ΄Η σαν της γειτονιάς την κουτσομπόλα, που σχολίαζε τη μάνα του, τη δική μας τη νενέ την Πηνελόπη, όταν έστειλε τις δύο κόρες της – τις θειάδες μου με άλλα λόγια – να σπουδάσουν στο Διδασκαλείο του Αρσακείου: “Μμμ... άλλο παλ’ αυτό! Η Πηνελόπ’ έστειλι τις θυγατέρις τ’ς να γίνουν διηφύντριες!” 

΄Επειτα μας μιλούσε για τους συγγενείς μας τους παλιούς, που είχαν φύγει πια, κι εκείνους που ακόμα ζούσαν  στην πατρίδα του. Μας περιέγραφε τα έθιμα και τις συνήθειες του τόπου, ακόμα και τον πετροπόλεμο που έστηναν τα παιδιά συχνά στις γειτονιές. Κάθε πρώτη του Μάρτη μάς τραγουδούσε τα Χελιδονίσματα: «Χελιδόνα έρχεται απ’ τη μαύρη θάλασσα...» ΄Ελεγε γνωμικά και παροιμίες σερραϊκές, μας διηγόταν παραμύθια, περιστατικά ιστορικά, όλα εκείνα που χρόνια αργότερα θ’ αποθησαύριζε στους τόμους των Σερραϊκών Χρονικών.
΄Ετσι έγινε κι απ’ τον καιρό που ένιωσα τον κόσμο, η λέξη “Σέρραι” σήμαινε για μένα κάτι ανείπωτα ιερό. ΄Ηταν ο τόπος του πατέρα μου, που στα μικρά μου χρόνια, φάνταζε τόπος απρόσιτος, σχεδόν μυθικός. Και ήταν όντως απρόσιτος κείνη την εποχή. Οι μπότες των Ναζί που βροντούσαν ρυθμικά στα πεζοδρόμια των Εξαρχείων, της δικής μου Αθηναϊκής πατρίδας, έλιωναν κάτω από το βάρος τους κάθε κρυφή μου ελπίδα να δω με τα ίδια μου τα μάτια κάποτε κι εγώ του πατέρα την πόλη.
Γνώριζα ωστόσο αρκετούς ανθρώπους από τον τόπο εκείνον λίγο λίγο, καθώς αποχτούσα του κόσμου συνείδηση. ΄Ητανε συγγενείς και φίλοι, που ο πόλεμος ή προηγούμενες αντάρες τούς είχαν κι αυτούς ρίξει στην πρωτεύουσα. Ξεχώριζα πια καλά την οικογένεια Παπαλεξίου, τις οικογένειες Μάρκατζη, Ζία, Χόνδρου, Σιμωνίδη. Τους συγγενείς μας Χρηστομάνου, Ζλάτκου, Κοντού, Καπέτη και Παπάζογλου. Πρόσωπα πιο κοντινά μάς ήταν του πατέρα οι δύο πρώτες ξαδέρφες, Ελισάβετ και Καλλιόπη Πέτροβιτς, που έμεναν κι εκείνες στα Εξάρχεια. Η Ελισάβετ –θεία Λιζέττα τη φωνάζαμε εμείς τα παιδιά - ήταν πασίγνωστη στην τότε Αθήνα, παρασημοφορημένη ερυθροσταυρίτισσα, με θητεία στο μέτωπο της Αλβανίας και πλούσια δράση έπειτα για την περίθαλψη των πεινασμένων παιδιών και των κάθε λογής θυμάτων του πολέμου.
Σαν τέλειωσε η κόλαση της κατοχής, πάλι δεν ήταν εύκολο να ταξιδέψει κανείς τόσο μακριά, ως τη Μακεδονία. Τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, κατασπάραξαν και πάλι τις ελπίδες μου να δω τον τόπο που ονειρευόμουν - τον Κουλά, το Μπεζεστένι, την πλατεία Ελευθερίας - μαζί και τη λαχτάρα μου να συναντήσω συγγενείς. Τα χρόνια εκείνα ωστόσο, αντί εμείς να ταξιδεύουμε στα Σέρρας, τα Σέρρας έρχονταν στο σπιτικό μας, και πιότερο στις 11 Ιανουαρίου κάθε χρόνο, που ήταν του πατέρα μου η γιορτή. Μνήμη του Αγίου Θεοδοσίου την ημέρα εκείνη κι ήταν και Θεοδόσης βαφτισμένος, όπως και ο παππούς του, ο πρώτος ο Νατάλης, γιατρός το επάγγελμα, που είχε σπουδές στην Πάντοβα, είχε ασκήσει επάγγελμα στη Δαλματία και είχε καταλήξει στην πατρίδα του, στα Σέρρας, για να παντρευτεί – κάπου στα 1830 πρέπει να ήτανε – μια αρχοντοπούλα απ’ το Μελένικο, την Ελισάβετ Χρηστομάνου.
Στις 11 λοιπόν του Ιανουαρίου, το σπιτικό μας στα Εξάρχεια γέμιζε από τα Σέρρας του πατέρα. Κατάμεστο ήταν το σαλόνι από συγγενείς και από φίλους. Πρώτες πρώτες κάθε χρόνο οι θείες ΄Ελλη, ΄Αννα και Καλλιόπη Ζλάτκου. Εντύπωση ξεχωριστή μου έκανε ύστερα ο Νέτος Ζλάτκος, πάντα καλοβαλμένος και στητός, ο Μίμης ο Παπάζογλου, σκυφτός μα πάντα χαμογελαστός, ο Γιάγκος ο Καπέτης με τις γκέτες του τις άσπρες, ο Αστέριος Χατζιδίνας, με τα καλοραμμένα του κοστούμια, μα και τόσοι άλλοι. Τότε, μικρό παιδί, με κούραζαν οι χαιρετούρες και οι τόσες χειραψίες, εκείνα τα πολλά «πόσο μεγάλωσες» και «να σου ζήσει ο μπαμπάς». Tώρα, ωστόσο... Και τι δε θα ’δινα για να «μου ζει ο μπαμπάς» και να ’ναι πάλι στη γιορτή του όλοι εκείνοι οι συγγενείς από τα Σέρρας... Κι ας έπρεπε να χαιρετήσω τον πληθυσμό ολάκερης της γης.
΄Ομως ας ξαναπιάσουμε το νήμα της ζωής του ίδιου του Νατάλη Πέτροβιτς.
Σαν έληξε ο πόλεμος και η φοβερή εκείνη ομηρεία - αρχές του 1919 - κατάφερε με μύριες περιπέτειες να φτάσει στην Αθήνα, όπου έλπιζε να συναντήσει τη μητέρα και τις αδερφές του. Κοντά δυο χρόνια είχε να τις δει, τις είχανε κι εκείνες εκτοπίσει οι κατακτητές στη Βουλγαρία. Φτάνει ως την Ομόνοια κι αδύναμος σωριάζεται σ’ ένα παγκάκι της πλατείας. ΄Εχει κλείσει πια τα 19 το αγόρι που στα παιδικά του χρόνια τρεχοβολούσε ανέμελο στο κτήμα το απέραντο της οικογένειάς του στο Πεθελινό. Τώρα, μέσα στην τσέπη των φθαρμένων του των ρούχων, εξήντα λεπτά έχει μονάχα – ούτε μια ολόκληρη δραχμή. Σωστά έβγαιναν πάλι τα όσα είχε πει η μοίρα η κακιά, μα ακόμα πιο σωστά τα όσα είχε ευχηθεί η τρίτη, η καλή. Ο νεαρός Νατάλης μπορεί να ήταν πια φτωχός μα ήταν θαρραλέος, επίμονος κι υπομονετικός.
Βρίσκει την οικογένειά του κι εξασφαλίζει στέγη με τη βοήθεια της πρώτης του εξαδέρφης, της Καλλιόπης Πέτροβιτς, που ήταν παντρεμένη με τον ηλικιωμένο και βαθύπλουτο Κολιάτσο –  τ’ όνομά του το έχει μέχρι σήμερα μια κεντρική πλατεία της Αθήνας, γιατί εκεί απλώνονταν τα σπίτια και κτήματά του. Δουλειά όμως δεν έχει ο νεαρός Νατάλης. Θάρρος μονάχα έχει. Αυτό λοιπόν μαζεύει και χτυπά πόρτα μεγάλη. Ζητά επίμονα και βλέπει τον Εμπεδοκλή, που έχει στα χέρια του και διευθύνει μία τράπεζα γνωστή από τότε, την Εμπορική. «Είμαι άνεργος, πρόσφυγας απ’ τη Μακεδονία» του εξηγεί. «΄Εχω να θρέψω μάνα και δυο αδερφές. Αν δε δουλέψω, θα πεθάνω από πείνα τώρα που είμαι ελεύθερος, κι ας γλίτωσα το θάνατο δυο χρόνια είλωτας στη Βουλγαρία. Μαζί μου θα πεθάνουν κι οι δικοί μου».
Ο Εμπεδοκλής καταλαβαίνει. Τον προσλαμβάνει αμέσως. ΄Ετσι, το πρωί δουλεύει και το βράδυ συνεχίζει τις σπουδές του. ΄Αριστη η επίδοση και στις σπουδές και στη δουλειά. Θα μείνει στην Εμπορική 45 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, ώσπου να έρθει η ώρα για τη σύνταξη. Θα φτάσει ως τ’ ανώτατα αξιώματα, έχοντας ιδρύσει δύο μεγάλα νέα Υποκαταστήματα, στο κέντρο της πρωτεύουσας, μα και – το πιο σπουδαίο – έχοντας κατακτήσει την εμπιστοσύνη, το σεβασμό και την αγάπη των υφισταμένων του. Γιατί, για τα δικά τους δικαιώματα, είχε συχνά διακινδυνέψει την προσωπική του σταδιοδρομία.
Είχαν περάσει δέκα πέντε χρόνια από την πρόσληψη του στην Εμπορική, όταν, αποκατεστημένος πια επαγγελματικά, πήρε απόφαση να προχωρήσει στη ζωή του. «Ο Αριστοτέλης, παιδί μου» έλεγε συχνά «δίδασκε ότι η ευτυχία η πραγματική βρίσκεται μονάχα στο αγνό οικογενειακό μας περιβάλλον». Εκεί λοιπόν την αναζήτησε κι ο ίδιος όταν αισθάνθηκε έτοιμος. Το 1934 παντρεύτηκε τη Σταματίνα Ράμμου, γεννημένη στην Αθήνα, με καταγωγή από την Αρκαδία. «Οι χαρές θα είναι πιο πολλές από τις λύπες», το είχε βεβαιώσει η μοίρα η τρίτη, η καλή. ΄Εζησε λοιπόν με τη γυναίκα του, με το χαμόγελό της, την καλοσύνη και τον ήπιο χαρακτήρα της τριάντα εφτά συζυγικά ευτυχισμένα χρόνια. Απόκτησε σύντομα δύο παιδιά κι αργότερα, μετά τον πόλεμο, ένα τρίτο, που ακολούθησαν πιστά τις υποθήκες του: Φιλοπατρία, πίστη κι ελπίδα στο Θεό, αγάπη για τα γράμματα, αφοσίωση στην οικογένεια και στον καθήκον, προσφορά κοινωνική, εργατικότητα, επιμονή και υπομονή - διδάγματα που τα ’παιρναν με το παράδειγμά του, πολλές φορές και μέσ’ απ’ το παιχνίδι.
Οι χαρές του ήταν όντως πιο πολλές από τις λύπες. ΄Εφυγε πρώτος, χωρίς να ζήσει την πίκρα του θανάτου κανενός από τη νέα του οικογένεια. Τη μάνα του έχασε μονάχα παραμονές του Δεύτερου Πολέμου. Μα και γι’ αυτό αργότερα τον παρηγόρησε η σκέψη, ότι έφυγε η σεβαστή του η γερόντισσα προτού να δει κι άλλη αντάρα, προτού ν’ ακούσει πως καταστράφηκε τρίτη φορά η πατρίδα της, προτού να μάθει για τα νέα ξεσπιτώματα, που πέρασαν οι παντρεμένες κόρες της στα Σέρρας, με τις δικές τους οικογένειες.
Τριάντα χρόνια αργότερα το ίδιο θα σκεφτόμουνα κι εγώ για κείνον. ΄Εφυγε προτού ν’ ακούσει για την εισβολή στην Κύπρο, για ομηρείες και για προσφυγιά που τόσο τα δικά του τα δεινά θα του θυμίζαν και τόσο θα τον πλήγωναν. Χηρεία δεν εγνώρισε. Κι ακόμα, έφυγε χωρίς να υποψιαστεί ποτέ πως η γλυκιά μικρή του κόρη, η Ρούλη, θα έσβηνε νωρίς, στα 48 της χρόνια˙  χωρίς να μάθει πως ο γιος του ο Μάνος, που τον διαδέχτηκε στη Λαογραφική Εταιρία, θα έκλεινε τα μάτια του πιο νέος από κείνον.
«Οι χαρές θα είναι πιο πολλές», ήταν γραμμένο. Είδε λοιπόν τις ανιψιές του τις αγαπημένες να μνηστεύονται ή να παντρεύονται στα Σέρρας. Πάντρεψε τα δυο μεγάλα του παιδιά και πρόφτασε να δει τα τέσσερα από τα έξι του εγγόνια.
Δοσμένο ήταν ακόμα από την τρίτη μοίρα να του αρέσει η ποίηση κι η μουσική και ν’ αγαπά τη φύση. Μπορεί λοιπόν να έχασε το κτήμα στο Πεθελινό, απ’ τις συνέπειες του πολέμου, και να στερήθηκε τη λίμνη του Αχινού, από την αποξήρανση στα χρόνια της ειρήνης, μα σύντομα, με κόπους και στερήσεις, απόκτησε έναν κήπο κι ένα σπίτι στην ακρογιαλιά της Αττικής, στη Βούλα. Και φρόντιζε τον κήπο του και ψάρευε στη θάλασσα συχνά – έγινε ως και Πρόεδρος των ερασιτεχνών αλιέων.
Τη μουσική τη λάτρεψε, μα πιο πολύ την ποίηση. Μόνο που ο χρόνος δεν τον άφησε να δει και τυπωμένη την ποιητική του συλλογή Στο Διόνυσο του Παγγαίου. Πολλά ποιήματά του υμνούσαν τη Μακεδονία. ΄Ενα μικρό μονάχα δείγμα θα σας δώσω απ’ αυτά:

ΓΗ ΜΑΚΕΔΟΝΑ
Πολύχυμη, μυριόβλαστη, χώρ’ Αξιού – Στρυμόνα,
πάνω σου Δήμητρας ευχή πλανιέται από παλιά,
όση απ’ τον ουρανό βροχή πέφτει μες στο χειμώνα
κι όση θολή των ποταμιών σου κατεβασιά κυλά,

απ’ τον καιρό τ’ Αλέξανδρου και κείνον του Αγώνα,
τόσο εχύθη κι έτρεξε αίμ’ απ’ τ’ αρχαία χρόνια.
Σε βάψαν κι οι Βαλκανικοί πολέμοι ώς το γόνα.
Χιλιάδες φάγαν’ όμηρους της Βουργαριάς τα χιόνια.

Δαρμοί, πείνα, εξόντωση στ’ αυτόχθονο στοιχείο,
σφαγές στο Σιδηρόκαστρο, Σέρρας, Δοξάτο, Δράμα,
ματόλουστες, σαδιστικές, που ξεπερνούν τη Χίο,
κλάμα, φωτιές και οιμωγές σε σπάραξαν αντάμα.

Μα σαν ο σίφουνας περνά και σαν σιγούν οι πόνοι,
αχτιδωτή φωτάει χρυσή ανατολής σφεντόνα,
κι ύστερ’ απ’ το απόβροχο τ’ αλέτρι ξεφαντώνει,
γόνιμα σπλάχνα σκίζοντας στη Γη τη Μακεδόνα.

«Να έχει αγάπη για τα γράμματα, τον τόπο του, την ιστορία» - η πρώτη μοίρα το ’χε πει κι αυτή απ’ την αρχή. Τα τρία τούτα πιότερο τα συνόψισε σε μια μεγάλη αγάπη: Στην εταιρία που έστησε μαζί με άλλους διαλεχτούς Σερραίους το ’52 στην Αθήνα – τον Πέτρο Πέννα, τον Βασίλειο Σιμωνίδη, τον Δημήτριο Χόνδρο, τη Λιλίκα Χρηστομάνου-Καλλίνσκη, την ΄Αννα Τριανταφυλλίδη, τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Τριαντάφυλλο Θεοδωρίδη, τον Αστέριο Χατζηδίνα κι άλλους ακόμα. Μια εταιρία που ζει 50 χρόνια τώρα, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και τώρα βρίσκεται στα χέρια άξιων συνεχιστών. Σκοπός της εταιρίας να περισυλλεγούν και να διασωθούν ιστορικά, λαογραφικά και πολιτιστικά στοιχεία της γενέθλιας γης. Και για τούτους τους σκοπούς με πάθος θα εργαζότανε μέχρι το θάνατό του. 
Πάσχιζε από τότε, όπως κι οι συνεργάτες του, να καταγράψει κάθε τι, να διασώσει, να φωτίσει. Πολλά τα μελετήματά του: Μελέται μεσαιωνικής ιστορίας Σερρών, Σερραϊκά Μελετήματα, Ο Μακεδονικός αγών και η συμβολή των Σερρών, Βαρόσι Σερρών, Σελίδες του Μακεδονικού Αγώνος, Σερρών λαογραφικά σύμμεικτα, Η διάλεκτος των Σερρών, Γεννάδιος Σχολάριος – Πλήθων Γεμιστός, Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, ΄Αγιος Γεώργιος ο Κρυονερίτης, Αμφίπολις, η Μακεδόνων πρώτη, και Σερραίων Ομηρεία. Σχόλια ευνοϊκά γι’ αυτά δημοσιεύτηκαν σε αρκετές εφημερίδες: στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΟΡΡΑ Θεσσαλονίκης, στο ΣΕΡΡΑΪΚΟΝ ΒΗΜΑ, στην ΠΡΟΟΔΟ Σερρών κι αλλού. Στις 27 Μαρτίου ’57, η αθηναϊκή εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ έγραφε:

«Στα λαογραφικά του Ν. Πέτροβιτς πόσοι και πόσοι θησαυροί ιστορικοί, λαογραφικοί και γλωσσικοί, πόσα στοιχεία για τα σπίτια, για τα κοστούμια ανδρών και γυναικών, και για τις συνοικίες... Απορεί κανείς για τη σπουδή και τη φροντίδα με τις οποίες συγκεντρώθηκαν. Είναι η πρώτη φορά που τόσο συγκεκριμένα μάς δίδονται τόσα στοιχεία για την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας... για τη λαϊκή μορφή των Σερρών, για το Μπεζεστένι, για τις επιπλώσεις, τις διακοσμήσεις, για τη δίαιτα των κατοίκων, για τη φιλολογική και μουσική κίνηση της πόλεως...».

Πέρ’ απ’ αυτά, πάλευε ο Νατάλης Πέτροβιτς - αντάμα πάντα με τους συνεργάτες του στην Εταιρία και τον τότε πρόεδρό της, τον επιστήθιο φίλο του κι εξαίρετο ιστορικό, τον Πέτρο Πέννα - για τον επαναπατρισμό των θησαυρών που είχαν σε καιρό πολέμων αρπαγεί. Σαν τα κειμήλια τα κλεμμένα από τα μοναστήρια του Τιμίου Προδρόμου και της Εικοσιφοίνισσας, που ακόμα κλαίνε για επιστροφή.
΄Ενα χρόνο πριν από την ίδρυση της εταιρίας, το ’51, γνώρισα κι εγώ, παιδί ακόμα, τον τόπο του τον μυθικό, επιτέλους! Μη και δεν ήταν μυθικός στ’ αλήθεια τέτοιος τόπος, για ένα παιδί που είχε ζήσει ως τότε στη στεγνή Αττική; Η βλάστηση με θάμπωσε, με μάγεψε η θέα του κάμπου από τον Κουλά, ζαλίστηκα από τα τρεχούμενα νερά του Αϊ-Γιάννη. Και παρακαλούσα τους μεγάλους να κάνουν κάτι γρήγορα, για να μαζέψουν το νερό, να μην πηγαίνει έτσι χαμένο. Το είχαμε στην Αθήνα τόσο λιγοστό εμείς...
Στα χρόνια που ακολούθησαν – σε κείνη τη δεκαετία και στην άλλη, του ’60, τίποτε δε μ’ εμπόδιζε να ξαναρθώ στα Σέρρας, έξω από διαβάσματα, βιοποριστική εργασία, κάποια κρυφά γραψίματα... Κι όμως δεν ήρθα. Συχνά μου πρότεινε ο πατέρας να τον συνοδέψω – τακτικά ερχότανε ο ίδιος, πότε για ομιλίες, πότε για δουλειές. Φαίνεται ωστόσο πως η παιδική μου ανάγκη για τον τόπο του το μυθικό είχε κείνα τα χρόνια κορεστεί. Ο ρεαλισμός είχε σκοτώσει πια το μύθο. Γνώριζα τώρα πως δεν ήταν δα και τόσο μακριά τα Σέρρας. ΄Ηξερα έπειτα πως τα κρατούσε ζωντανά στη μνήμη του εκείνος, με όλα όσα έγραφε και διάβαζε σκυμμένος ακόμα και τη νύχτα. Η δική μου παρουσία έδειχνε περιττή. ΄Οταν μάλιστα στις έγνοιες μου προστέθηκε η νέα μου οικογένεια, τα Σέρρας δεν περνούσαν διόλου από το μυαλό μου.
΄Αρχισε τότε, χωρίς καλά καλά να το αντιληφθώ, η άλλη δεκαετία, του ’70. Με μια χρονιά που είχε απάνω της κι αυτή ένα 7 κι ένα 1. ΄Οσα είχε ορίσει το ραβδί της τρίτης μοίρας, αναποδογυρίζοντας τα λόγια της κακιάς, όλο και πλησίαζαν – μα τότε εγώ πού να το φανταστώ; Τις Κυριακές, πότε με γέλιο, πότε με ψευτοκαβγάδες, παίζαμε τάβλι που τόσο παθιασμένα τ’ αγαπούσαμε κι οι δυο. Κι εγώ χαιρόμουν το παιχνίδι ανυποψίαστη. Μόνον εκείνος ίσως να διαισθανότανε το τέλος. Γιατί την εποχή εκείνη έγραψε ένα ποίημα με τον τίτλο:

                         ΓΕΡΑΜΑΤΑ ΘΑΝΑΤΟΣ

Του εγγονού το απαλό κεφάλι
γλυκά χαϊδεύει το χέρι του παππού,
στο γόνατο εκειός καβάλλα πάλι
γελάει και γέρνει πού και πού.

Μα κάτω από τα κάτασπρα μαλλιά,
ξελαμπικάρει η σκέψη τη μιλιά.
Χορτάσανε τα νεύρα από τους κρότους,
γαλήνη πια ζητάν για φάρμακό τους.

Πλατειά γύρω απλώνετ’ ησυχία,
σβήσαν σ’ απάγγια γωνιά τα γηρατειά
κι οι τάφοι στη σειρά με πειθαρχία
του διαβάτη περιμένουν τη ματιά.

Σειούνται τα κυπαρίσσια αργά πιο πέρα,
λογχίζουνε τα σύννεφα με τις κορφές,
κάτω σταυροί, βουβοί, κι εις τον αέρα
οι πεταλούδες-ψυχές γράφουν στροφές...

Πρωί πρωί, 30 Οκτωβρίου του 1971, βγήκε από το σπίτι του να περπατήσει. Δεν ήταν νέος – αντίθετα, συνταξιούχος ήτανε πια, παππούς με τέσσερα εγγόνια – και πρώτο πρώτο ένα Νατάλη, πέντε τότε χρονών. Δεν τον έπαιρνε κανένας με τη βία να δουλέψει για εχθρούς, όπως στα 1917 – αντίθετα, μόνος του πήγαινε ήρεμα για εργασίες δικές του. Δεν πορευόταν κατά το βορρά έξω από την Ελλάδα – αντίθετα, νότια τράβηξε, προς της Αθήνας την καρδιά, προς την Ομόνοια, εκεί όπου είχε πρωτοφτάσει δεκαενιάχρονος. Δεν ήταν τέλος άνοιξης – αντίθετα, πλησίαζε τέλος του φθινοπώρου. Δεν ήταν χωματόδρομος εκεί που περπατούσε – βάδιζε σε πεζοδρόμιο φαρδύ, έξω από το Δημαρχείο της Αθήνας. «Επιτέλους!» ούρλιαξε η μοίρα η κακή. «Τώρα πια τα σχέδιά μου κανένας δεν μπορεί ν’ αλλάξει ».
΄Ετσι ήταν. Ο κύκλος είχε κλείσει και κανένας δεν μπορούσε να εμποδίσει πια το θάνατό του. Μα η μοίρα η καλή πέτυχε ακόμα κάτι. ΄Εφερε γρήγορα το τέλος, με πόνο σύντομο, χωρίς ταλαιπωρία. Το μόνο τίμημα ήταν να ξεψυχήσει, όχι στο σπίτι, όχι στα χέρια των δικών του, αλλά στο δρόμο. Σταμάτησε η καρδιά του βιαστικά λοιπόν, να μην υποφέρει, και η ψυχή του επέστρεψε σ’ Εκείνον που την είχε στείλει σε μια πόλη με τ’ όνομα Σέρρας, εβδομήντα και δύο χρόνια πρωτύτερα, για μια επίγεια ζωή με πολλές δοκιμασίες, μα νοηματισμένη, σεμνή και χρήσιμη.
Την ίδια νύχτα, κι ενώ ακόμα η γη της Αττικής δεν τον είχε σκεπάσει, «τα Σέρρας» του ξύπνησαν μέσα μου και πάλι επιτακτικά. Μαζί μ’ εκείνον μού έλειπε τώρα κι η πατρίδα του. ΄Ήθελα να βρεθώ εκεί αμέσως, λες κι αν ξανάβλεπα τον τόπο, θα ξανάβρισκα τον ίδιο τον πατέρα μου.
Δεν τα κατάφερα ούτε τότε  – δύσκολο το ταξίδι με δυο νήπια. Δεν άργησα ωστόσο να καταλάβω, πως τα Σέρρας του ήταν εντός μου από καιρό. Πάνω στο χρόνο από το θάνατό του, έγραψα με το δικό μου τρόπο για τα δυο παιδιά μου ένα λαϊκό παραμύθι από την περιοχή των Σερρών, που πρώτος εκείνος το είχε δημοσιεύσει στον πέμπτο τόμο των Σερραϊκών Χρονικών. Δυο χρόνια ακόμα – τρία από το θάνατό του – ένιωσα την ανάγκη να πλάσω από τα δικά του τα παθήματα και τα δεινά της γης του, ένα μυθιστόρημα για τα παιδιά, όχι μόνο τα δικά μου, μα όλα τα ελληνόπουλα, κι έτσι να μοιραστώ μαζί τους τα όσα ήξερα, να μη λησμονηθούν. Η προσπάθειά μου ευοδώθηκε. Το βιβλίο εκείνο είχε την τιμή και την τύχη να μπει σε 80.000 σπίτια ελληνικά, έφτασε ως τη μακρινή Ιαπωνία και συνεχίζει την πορεία του. Ο Μικρός αδελφός, το πιο αγαπημένο από τα βιβλία μου, ήταν «παιδί» πνευματικό και «αδέρφι» μου μαζί, αφού είχε στηριχτεί σ’ εκείνα που άκουγα παιδί για την αιχμαλωσία των Σερραίων απ’ το στόμα του πατέρα μου, μα και στο πνεύμα που φανέρωνε η τελευταία παράγραφος ενός από τα μελετήματά του:
«Ουδεμία μνησικακία απομένει εις τα συναισθήματα των διασωθέντων από τα μαρτύρια των πολέμων Σερραίων, παρά τας κατά χιλιάδας απωλείας προσφιλών προσώπων και σοβαράς αναποζημιώτους ζημίας αφανισμού περιουσιών γενεών ολοκλήρων. Η μόνη επιθυμία των είναι να αφεθούν ήσυχοι από την Βουλγαρικήν επιβουλήν δια να ζήσουν ειρηνικά εις την πλουσίαν και βουνοστεφανωμένην πατρίδα των, την οποίαν επότισαν και ποτίζουν τόσον συχνά και τόσον ακριβά με πολύτιμον αίμα και ιδρώτα.»
Παρόμοια και το δικό μου το βιβλίο τελειώνει:
«...΄Ηξερε τώρα και κάτι ακόμα ο ΄Αγγελος. ΄Ηξερε πως δε μισούσε τους εχθρούς, όσα βάσανα κι αν είχε περάσει. Μισούσε τον πόλεμο, που για πρώτη φορά είχε ζήσει από κοντά τη φρίκη του, είχε δει την απαίσια μορφή του. Θα πολεμούσε ίσως κάποτε, αν το ζητούσε η τιμή της πατρίδας. Θα πολεμούσε αν ήταν για τη λευτεριά. ΄Οπως πολέμησαν οι συμπατριώτες του, όπως πολεμούσαν οι πρόγονοί του˙ όπως έγραφε η ένδοξη ιστορία της χώρας του. Μα τον πόλεμο τον μισούσε, τον μισούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. ΄Ηθελε να φωνάξει δυνατά, πολύ δυνατά, ν’ ακουστεί η φωνή του στον κόσμο ολάκερο, να μηνύσει στους νέους, τα παιδιά της δικής του γενιάς κάθε χώρας, να γεμίσουν τις αγκαλιές τους λουλούδια και να στήσουν ένα χορό, χορό αγάπης, που να φέρει ένα γύρο όλη τη γη. Η δική του αγκαλιά ήταν κιόλας γεμάτη. ΄Εσφιξε το [ξένο, ορφανεμένο] παιδί, το ανθρώπινο εκείνο μπουμπούκι, και βάλθηκε πάλι να τρέχει, σίγουρος πως κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό αδελφό.»
Στα 1977, όταν είχε κλείσει χρόνο πια που περπατούσε – που κυκλοφορούσε ήθελα να πω – ο Μικρός Αδελφός, ήρθα για δεύτερη φορά στα Σέρρας. Ο τόπος μου ήταν εφιαλτικά γνωστός. Θαρρείς και ήξερα από χρόνια πριν πού ήταν το παλιό Νοσοκομείο των Σερρών την εποχή εκείνη, πώς ήτανε ακριβώς η πόλη τότε, πού ήταν τα πλατάνια, απ’ όπου μια οβίδα φονική, στα 1916, γκρέμισε έναν πελαργό μαζί με τη φωλιά του. Θυμόμουν λες με σιγουριά τον τόπο που βρισκόταν του παππού το κτήμα, στον Πεθελινό. Μπορούσα να υπολογίσω πού απλωνόταν και η λίμνη του Αχινού. ΄Εβλεπα καθαρά το χωματόδρομο απ’ όπου είχαν ξεκινήσει οι όμηροι πεζοί από τα Σέρρας το 1917 – ήμουν τότε σίγουρα κι εγώ εκεί, είχα πάει με τον πατέρα μου κι εγώ στην ομηρεία εκείνη, μόριο μες στα σπλάχνα του, μες στο μυαλό του, μες στα κόκαλά του. Τα είχα ζήσει, τα είχα δει με τα δικά μου μάτια όλα εκείνα που είχα γράψει στο βιβλίο. Κι ήταν κι άλλα που ήξερα, κι άλλα που ήθελα και θέλω ακόμα να γράψω για τον τόπο του.
΄Ετσι συνέβη κι έμεινε για μένα ο πατέρας μου απέθαντος κι η πόλη του ολοζώντανη εντός μου. ΄Ετσι έγινε κι ένα κομμάτι της δικής τους ιστορίας έγινε βιβλίο για παιδιά και την υπόλοιπη την κουβαλάω μέσα μου ακόμα. Γι’ αυτό κι όποτε με ρωτούν: «Πού γεννηθήκατε, ποια είναι η πατρίδα σας;», αδίσταχτα τους απαντώ: «Στην Αθήνα γεννήθηκα, σ’ αυτή ζω, μα πατρίδα μου είναι ‘τα Σέρρας’».

(*) Το κείμενο φωτοτυπημένο από τα "Σερραϊκά Ανάλεκτα" με τις αντίστοιχες παλιές φωτογραφίες εδώ:
https://www.facebook.com/loty.petrovits/media_set?set=a.10151224725439861&type=3