Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Η γυναίκα και η παιδική λογοτεχνία (1)


[Το κείμενο που ακολουθεί σε εννέα συνέχειες περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία (Καστανιώτης 1983, 1987 - εξαντλημένο)[1].

Σε συζητήσεις γύρω από τη γυναίκα και την παιδική λογοτεχνία, αναφέρω συχνά ένα περιστατικό που διηγείται η Αμερικανίδα συγγραφέας παιδικών βιβλίων – μία από τις διασημότερες σύγχρονες – η Katherine Paterson. Κι ο λόγος είναι γιατί το θεωρώ χαρακτηριστικό για τη στάση του κοινού ανθρώπου – και κατ’ επέκταση του κοινωνικού συνόλου – ακόμα και σε προηγμένες κοινωνίες, απέναντι τόσο στη γυναίκα όσο και στην παιδική λογοτεχνία. Όταν λοιπόν η  Paterson πήγε κάποιο Σεπτέμβρη να γράψει τα παιδιά της σε καινούριο σχολείο, ο γραμματέας, συμπληρώνοντας στην καρτέλα τους τα στοιχεία των γονιών, τη ρώτησε: «Και το επάγγελμά σας;». «Συγγραφέας βιβλίων για παιδιά» του αποκρίθηκε. «Αααα», έδειξε κείνος να κατάλαβε. «Δηλαδή να γράψω οικιακά»[2]
Katherine Paterson
          Χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία των «οικιακών» ως επαγγέλματος, δεν μπορώ να μη σας καλέσω να θαυμάσετε μαζί μου το μέγεθος της εκτίμησης που έτρεφε ο γραμματέας εκείνος τόσο για την παιδική λογοτεχνία όσο και για την προσφορά της γυναίκας στην τέχνη αυτή.Τέτοια παραδείγματα, βέβαια, ίσως δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσουν, γιατί: α) Ως προς την παιδική λογοτεχνία, είναι ατυχώς γεγονός ότι δεν έχει ακόμη εδραιωθεί στο βαθμό που θα έπρεπε στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου ως αυτόνομος κλάδος της λογοτεχνίας, φορτωμένος μάλιστα με πρόσθετες ευθύνες. Γι’ αυτό και ο αγώνας συνεχίζεται διεθνώς κάτω κυρίως, από τη σημαία της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα – ΙΒΒΥ (www.ibby.org) .
β) Ως προς την προσφορά της γυναίκας γενικά στη λογοτεχνία, εξετάζοντας τη στάση της κοινωνίας απέναντί της, δε θα είναι ίσως υπερβολή να ειπωθεί ότι, στο παρελθόν, παρόλη την αναγνώριση που πέτυχε ένας αρκετός αριθμός γυναικών-δημιουργών, η κάποια συγκατάβαση λόγω του φύλου τους, στις αυστηρά τότε ανδροκρατικές κοινωνίες, ποτέ δεν έλειπε, όπως δεν έλειπε και μια τάση για –προσβλητική θα λέγαμε- επιείκεια ή τάση για παράλληλη έμφαση και της γυναικείας γοητείας τους. Τολμηρό ίσως, αλλά θα μπορούσε να υποστηριχτεί και τούτο: Πολλά γυναικεία ονόματα δεν ήταν μονάχα για το λογοτεχνικό/ποιητικό τους έργο που έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπως συνέβη κατά το μεγαλύτερο ποσοστό για τα ανδρικά ονόματα, αλλά και για κάποιο άλλο χαρακτηριστικό ή γεγονός που προκαλούσε την προσοχή ή έδινε λαβή για συζητήσεις, συνεπικουρώντας τελικά στη δημιουργία μεγάλης φήμης.
            Δε θα δρασκελίσω τους αιώνες για ν’ αρχίσω τα παραδείγματα από τη Σαπφώ, μολονότι θαρρώ πως ο κανόνας που προσπαθώ να συντάξω ισχύει και για κείνη, αφού δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για την ποίησή της. Κι ακόμα, δε θα σταθώ στην Κασσιανή, παρόλο που μόνο το δικό της τροπάριο, και κανενός άλλου, μας μεταδίδει έως σήμερα, κάθε Μεγάλη Τρίτη, μαζί με την ομορφιά του και τον απόηχο μια ρομαντικής ερωτικής ιστορίας. Περιορίζομαι σ’ ένα σύντομο, κοντινό χρονικά περίπατο και σταχυολογώ ονόματα σαν της Γεωργίας Σάνδη και της Βιρτζίνια Γουλφ. Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, διερωτώμαι αν δεν πρόσθεσε στη φήμη της Σιμόν ντε Μπωβουάρ η συμβίωσή της με τον Σαρτρ, ενώ αμφιβάλλω αν πρόσθεσε τίποτα στη φήμη των θεωριών του Σαρτρ η δική της παρουσία δίπλα του. Διερωτώμαι αν ήταν το έργο της Φρανσουάζ Σαγκάν που τη διατήρησε τόσο στη δημοσιότητα και όχι η ταραχώδης ζωή της, ενώ, για παράδειγμα, ελάχιστα απασχόλησε τον Τύπο η ενδιαφέρουσα ζωή του Χένρυ Μίλερ, κι ενώ ο ΄Αρθουρ Καίσλερ είναι σίγουρα γνωστός περισσότερο ως καλός συγγραφέας και λιγότερο ως σύμβολο πολιτικής αμφισβήτησης.

Ελένη Ουράνη (΄Αλκης Θρύλος)
και Κώστας Ουράνης
Επιστρέφοντας στο δικό μας χώρο, αρπάζω για παράδειγμα τη Μαρία Πολυδούρη: Δεν ξέρω πόσο περισσότερο θα τη γνωρίζαμε από τόσες άλλες άξιες της πένας εργάτριες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αν τ’ όνομά της δεν είχε συνδεθεί με τα’ όνομα του Κώστα Καρυωτάκη. Χαρακτηριστικές πάλι, από άλλη πλευρά, οι περιπτώσεις σαν της Γαλάτειας Καζαντζάκη ή της Λιλής Ιακωβίδη, που κράτησαν το επώνυμο του συζύγου τους και μετά το διαζύγιό τους. Αξιοσημείωτο, έπειτα, ότι άλλες γυναίκες-συγγραφείς, ίσως για να αποφύγουν τη «συγκατάβαση» για την οποία μιλώ, κατέφυγαν σε ψευδώνυμα αντρικά – σαν τον ΄Αλκη Θρύλο της Ελένης Ουράνη. Καταστάσεις όλες αυτές που, θαρρώ, μόνο στις τελευταίες δεκαετίας άρχισαν να ξεπερνιούνται και να αναγνωρίζεται η γυναίκα εργάτρια της πένας –όταν φυσικά το αξίζει- ως αυτόφωτο, καθαρά για το συγγραφικό της έργο.
            Κάπως διαφορετικά είναι τα πράγματα για τις συγγραφείς παιδικών βιβλίων. Εκ πρώτης όψεως όλα δείχνουν ρόδινα και η συμβολή τους αναγνωρισμένη. Από στατιστική που έχει δημοσιευτεί, βεβαιώνεται ότι στη 10ετία 1970-1980, το 70% περίπου των συγγραφέων παιδικών βιβλίων ήταν γυναίκες[3]. Αυτό, και δίχως την απόδειξη της στατιστικής, είναι κάτι που το αγοραστικό κοινό των παιδικών βιβλίων, αλλά και το κοινωνικό σύνολο ευρύτερα, το έχει προσέξει. Και το συζητεί. Και το σχολιάζει κατά τρόπο που φοβούμαι ότι είναι μόνον επιφανειακά ευνοϊκός, γιατί, καταρχάς, στέκεται στην ποσότητα, ενώ παράλληλα η «συγκατάβαση» παραμένει∙ και δεν αφορά μόνο τη συμβολή της γυναίκας στον τομέα, αλλά και το αντικείμενο της τέχνης της.

X.K. ΄Αντερσεν
Κ. Ντίκενς
«Ωραία απασχόληση για μια γυναίκα!» μου χαμογέλασε κάποτε κάποιος ετερόφυλος –κι αμέσως άκουσα να τρίζουνε τα κόκαλα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μαζί με τόσων άλλων, όπως του Μαρκ Τουαίν, του Ντίκενς, ή του δικού μας Ζαχαρία Παπαντωνίου, ενώ παράλληλα γινόμουν κόκκινη από θυμό για λογαριασμό των απανταχού ομοφύλων μου.



Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Το πόσο σφάλλουν –είτε από άγνοια, είτε από αδικαιολόγητη πια σήμερα υπεροψία έναντι των απαιτήσεων της παγκόσμια αναγνωρισμένης αυτόνομης φάσης της ζωής που λέγεται παιδική ηλικία – όσοι εξακολουθούν να θεωρούν υποδεέστερο είδος τη λογοτεχνία για παιδιά δε θα έφτανε ούτε ένα ολόκληρο βιβλίο, αφιερωμένο αποκλειστικά στο θέμα αυτό, για να αποδειχτεί με όλα τα επιχειρήματα που υπάρχουν. Για το λόγο αυτόν, αλλά και γιατί θεωρώ περιττή τούτη την απόδειξη, δε θα επιμείνω στην αξία της παιδικής λογοτεχνίας, αλλά θα προχωρήσω στην εξέταση της προσφοράς των γυναικών. Στις σχετικές εκτιμήσεις που γίνονται, τονίζεται κατά κανόνα, όπως ήδη ανέφερα, η ποσοτική τους προσφορά – στο πόσες, δηλαδή πολλές γυναίκες έχουν γράψει για παιδιά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος που με αναγκάζει να σταθώ στην προσφορά την ποιοτική και μάλιστα σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα, που θα τον χωρίσω σε δύο περιόδους: την πριν και την μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
            Για μια τέτοια εκτίμηση θεωρώ απαραίτητο να εντοπίζουμε παράλληλα και τις ανάγκες και τις ελλείψεις που υπήρχαν στ’ αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Δε θέλω μ’ αυτό να σας παρασύρω να θεωρήσετε ως πρωτογενή σκοπό της τέχνης – και η παιδική λογοτεχνία είναι πρώτα απ’ όλα τέχνη – την κάλυψη οποιωνδήποτε αναγκών, ούτε ν’ αμφισβητήσω στην καλλιτεχνική δημιουργία το «εαυτής τέλος». Εξετάζοντας όμως τις ανάγκες και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες η γυναίκα πρόσφερε στην παιδική λογοτεχνία, θα διαπιστώσουμε, φρονώ, καλύτερα και την τεράστια κοινωνική αποστολή και το σημαντικότατο παιδαγωγικό έργο που επετέλεσε.



[2] Το περιστατικό αναφέρεται στο τεύχος 4 - τόμος LVII , Αύγουστος 1981, σελ. 397,  του διμηνιαίου περιοδικού The Horn Book Magazine, που εκδίδεται στη Βοστώνη, με άρθρα, κριτική, μελέτες και θέματα παιδικής λογοτεχνίας από το 1923.
[3] Βλ. Β. Δ. Αναγνωστόπουλου: Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1981, σελ. 12.