Πρώτος
άκουσε την κραυγή ο Θωμάς, που νοίκιαζε στην παραλία κανό και ποδήλατα: «Σώσε
με, Κύριε!» - φωνή παράξενη και συνάμα γνωστή, τόσο γνώριμη που κι αν ακόμα δεν
έβλεπε την ίδια στιγμή τον παπα-Πέτρο να βουλιάζει και το νερό να ταράζεται άξαφνα
ολόγυρα στο κορμί και στη βάρκα του, όρκο θα έπαιρνε πως εκείνος ήταν που
φώναξε από τη θάλασσα – τριάντα μέτρα το πολύ από την ακτή.
Όρμησε το παλικάρι έτσι όπως ήτανε, με τη
φανέλα και το μπλουτζίν, έπεσε με δύναμη στο νερό, έφτασε με γρήγορες απλωτές
ως τη βάρκα, κοίταξε ολόγυρα… Tίποτα! Ούτε κορμί, ούτε χέρι φαινότανε τώρα.
Βούτηξε ολόκληρο το κεφάλι του, άνοιξε τα μάτια… Λίγο πιο κει, να το! Το κορμί
του παπά βυθιζόταν αργά… Δυο σβέλτες κινήσεις κάτω από το νερό και
τον άδραξε από τα μαλλιά. Κολύμπησε με το ένα χέρι όσο πιο γρήγορα μπορούσε,
τον έσυρε ως τα χαλίκια, τον γύρισε μπρούμυτα λαχανιασμένος, να βγει το νερό
από τα πνεμόνια του…
«Τι έγινε, βρε παιδί;» έφτασε τρέχοντας ο
Μιχάλης από την ταβέρνα της παραλίας, έπειτα κι άλλες φωνές ακούστηκαν, έτρεξαν
αγουροξυπνημένοι και μισόγυμνοι δυο τρεις παραθεριστές από τα νοικιασμένα
δωμάτια… Στάθηκαν ολόγυρα με περιέργεια. Σα να γέλασε κάποιος. Έπειτα ένα
μουρμουρητό, κι έπειτα ξανά η φωνή του Μιχάλη:
«Τι έπαθε ο άνθρωπος, βρε Θωμά; Πνίγηκε;»
Δε γινότανε ν’ απαντήσει το παλικάρι. Από
πρώτες βοήθειες ήξερε, τεχνητές αναπνοές και τα τέτοια, το σπουδαιότερο μη χαθεί πολύτιμος χρόνος.
«Βρε τον τρελόπαπα! Χρόνια του το λέμε πως
θα πάει καμιά ώρα στον πάτο», ξέσπασε ο Μιχάλης. «Και γυμνός πάλι ψάρευε, ε; Τι
να του πεις;»
Τότε μόνο το πρόσεξε ο Θωμάς το κορμί που
πάλευε ν’ αναστήσει. Ο παπα-Πέτρος ήταν ολόγυμνος σαν τον Αδάμ.
Το μουρμουρητό ένα γύρω δυνάμωνε.
«Γιατρό, βρε παιδιά, ένα γιατρό!» φώναξε
κάποιος.
«Φέρτε ένα σεντόνι να τον σκεπάσουμε,
μωρέ!» το βρήκε πιο επείγον αυτό κάποιος άλλος.
«Τι έχουνε να δούνε ακόμα τα μάτια μας!»
είπε μέσ’ απ’ τα δόντια της μια γυναίκα.
Ο Θωμάς δεν άφηνε το κορμί απ’ τα χέρια του. Το πάλευε τώρα με τεχνητή
αναπνοή, ώσπου ένας γιατρός παραθεριστής τον έκανε πέρα λαχανιασμένος. ΄Εσκυψε
πάνω στον παπα-Πέτρο, τον πάλεψε κι αυτός κάμποσο, προσπάθησε με το φιλί της
ζωής, τον ακροάστηκε ξανά και ξανά…
«Δε γίνεται τίποτα! Είναι νεκρός…»
μουρμούρισε τέλος.
΄Ενας ήλιος ολόλαμπρος ξεπρόβαλε την ίδια
στιγμή από τα δεξιά, πάνω από της Ρούμελης τα βουνά στην απέναντι όχθη, κι
έπεσε και φώτισε το κουφάρι.
Σεντόνι καθαρό έφερε κάποιος και σκέπασε
τη γύμνια του παπα-Πέτρου, και το κεφάλι μαζί.
«Όχιιιι!» μούγκρισε ο Θωμάς, πεσμένος εκεί
δίπλα. «΄Οχιιι!» και βάλθηκε να χτυπάει μανιασμένα με τις γροθιές του τα
βότσαλα. Δεν κατάφερε να τον σώσει, που να πάρει, δεν πρόλαβε… Και του το ’λεγε
κι αυτός του ευλογημένου «παράτα το ψάρεμα, παπα-Πέτρο, θα σε κλάψουμε καμιά μέρα,
μη μπαίνεις στη βάρκα, μην ξανοίγεσαι αφού δεν ξέρεις κολύμπι…».
Δεν
είχε μάθει ποτέ του να κολυμπάει ο παπά-Πέτρος. Βουνίσιο ήτανε το χωριό του,
από τα πιο ψηλά σκαρφαλωμένα της Αρκαδίας. Πρόβατα έβοσκε ως τα δέκα του
χρόνια, έπειτα το κοπάδι πήρε να λιγοστεύει – ο πόλεμος, η πείνα, οι ναζί που
τα δημεύανε, οι αντάρτες που τα παίρνανε «να φάει ο στρατός», αρρώστιες
αργότερα…
«Υπάρχει κι άλλο ποίμνιο, τέκνο μου» του
είπε κάποτε ο παπάς του χωριού του, έτσι που τον έβλεπε από μικρό να βοηθάει
στο ιερό Κυριακές και γιορτάδες, κι όταν μεγάλωσε, να ψέλνει καλύτερα κι από
κείνους που είχανε μάθει βυζαντινή μουσική σε σχολή. «΄Εξυπνος είσαι» τον κανοναρχούσε από τότε συχνά ο
παπάς, «φόβον Θεού έχεις, από γράμματα παίρνεις, ιερέας να γίνεις, αυτό είναι το
μέλλον σου».
Πες πες ο γέροντας, τον έπεισε τελικά τον
Πέτρο. ΄Ηταν που ορφάνεψε κιόλας, ήταν που έμεινε κι επί ξύλου κρεμάμενος,
δίχως πρόβατα ή άλλο βιος… Τον πάντρεψε λοιπόν μάνι μάνι με μια θεοσεβούμενη
ανιψιά του ο παπάς κι ύστερα συνεννοήθηκε με το Δεσπότη για τη χειροτονία το
συντομότερο.
Κι έγινε διάκος ο Πέτρος μια Κυριακή μετά
τη λειτουργία, διάκος υπηρέτησε στην Τρίπολη κάμποσο καιρό κι ύστερα
χειροτονήθηκε ιερέας.
«Σε χωριό θα σε στείλω» του είπε μια
μαγιάτικη μέρα ο Δεσπότης. «Μεγάλη ανάγκη έχουνε τα χωριά μας!»
Και τον έστειλε με την παπαδιά του
ετοιμόγεννη σε άλλο νομό του Μοριά, σε τούτο τον τόπο, χωριό βουνίσιο και θαλασσινό μαζί, χτισμένο
σε πέτρινο εξώστη ζωσμένο από λιόδεντρα, λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και πεύκα, να
βλέπει κατά το βορρά και να του βρέχει τα ριζά του η θάλασσα.
Αχ, η θάλασσα! Πρώτη φορά την έβλεπε στη
ζωή του ο παπα-Πέτρος, κι ας μην το πίστεψε κανείς απ’ όσους τ’ ακούσανε. Πρώτη
φορά και – Θε’ μου συχώρα με! – τέτοια αναστάτωση ποτέ του δεν είχε νιώσει ως
τότε, ούτε τη μέρα που πρωταντίκρισε σαν την Εύα την παπαδιά του. Κάτι σαν
τρέλα του ήρθε όταν είδε ν’ απλώνεται
κάτω ατέλειωτο το νερό. Και κάτι σαν παραφορά, σα μανία τον έπιασε όταν έφτασε
ως τα ρουθούνια του η αρμυρή της μοσκοβολιά, τόσο δυνατή που σκέπασε ακόμα και
την ανοιξιάτικη ευωδιά του χωριού από πεύκο, σκίνο και λεμονανθούς.
«Ωραίο το χωριό!» ενθουσιάστηκε η παπαδιά
και μπήκε πρώτη στο σπίτι δίπλα στην εκκλησία - κληροδότημα κάποιου δάσκαλου
συνταξιούχου, συχωρεμένου πριν από κάτι μήνες, που το άφησε, λέει, για να μένει
πάντα εκεί του χωριού ο παπάς.
«Ωραία η θάλασσα…» μουρμούρισε
μαγνητισμένος εκείνος. «Εγώ θα πάω να δω τον πρόεδρο» είπε ύστερα δυνατά, κι
άφησε σύξυλους την παπαδιά και τους νεαρούς να ξεφορτώνουνε το νοικοκυριό του
απ’ το φορτηγάκι.
Πήγε πρώτα στην άκρη, εκεί που άρχιζε ο
γκρεμός μπροστά στο χωριό, να χαζέψει το βαθυγάλαζο στοιχειό που ξεκινούσε
στραφταλίζοντας από την πλατιά παραλία κάτω, κι έφτανε ίσαμε τη Ρούμελη
απέναντι.
Κείνα
τα χρόνια – τριάντα, σαράντα πριν, τόσα δεν ήτανε; - στην παραλία ούτε ταβέρνα,
ούτε μπαράκια, ούτε δρόμος με άσφαλτο, ούτε δωμάτια για νοίκιασμα, ούτε κανό
και ποδήλατα για τη θάλασσα. Δυο τρία σπιτόπουλα όλα κι όλα και βάρκες
μετρημένες πέντε, να βγαίνουν οι λίγοι από το χωριό που καταπιάνονταν και με το
ψάρεμα, εξόν από τα χωράφια και τα ζωντανά. Την έκτη την πρόσθεσε ο παπά-Πέτρος
λίγες βδομάδες αργότερα, που μπήκε το καλοκαίρι.
«Πρέπει όμως να μάθεις κολύμπι, παπά μου!»
τον προειδοποίησε πρώτος ο πρόεδρος. «Τα νερά εδώ βαθαίνουν απότομα, ο
Κορινθιακός έχει ρεύματα, είναι επικίνδυνος, πιάνουν αέρηδες ξαφνικά κι ο
μαΐστρος δεν αστειεύεται».
«Άμα δε μάθεις πρώτα να επιπλέεις
τουλάχιστο, στη βάρκα να μην το τολμήσεις να μπεις, ακούς;" χωράτεψε κι ο
γραμματέας της Κοινότητας, νεαρούλης και νιόπαντρος ακόμα εκείνα τα χρόνια.
"΄Οχι να μας πνιγείς και να μείνουμε πάλι χωρίς παπά, τώρα που βολευτήκαμε!».
«Μόλις κλείσει το σχολείο, θα σε μάθω
κολύμπι εγώ» υποσχέθηκε ο δάσκαλος, νεοδιορισμένος τότε κι εκείνος.
Μα το σχολείο ήθελε μήνα και βάλε ακόμα να
κλείσει για καλοκαίρι. Και ποιος περίμενε ίσαμε τότε;
«Σε καλό σου, παπά μου!» ταράχτηκε κι η
πρεσβυτέρα του σαν τον είδε μια μέρα να γυρίζει με σύνεργα ψαρικής. «Εδώ παιδί
περιμένουμε, είναι ώρα για τρέλες; Βάλθηκες, δηλαδή, να πνιγείς;»
Άλλος κινδύνευε να πνιγεί, αμάθητος από
θάλασσα μέσα στη βάρκα του, κι άλλος πνίγηκε, μαθημένος να πλέει σε νερό μες
στης μάνας του την κοιλιά. Η πρεσβυτέρα είχε άσχημη γέννα. Πάει το βρέφος, έτσι
το θέλησε ο Μεγαλοδύναμος. Μα και του λόγου της δεν το άφησε να φύγει μονάχο.
Το ακολούθησε, λες και θα χρειαζόταν τροφό το μωρό, για να γίνει άγγελος
κανονικός εκεί που θα πήγαινε.
Κι έμεινε μονάχος ο παπά-Πέτρος να θρηνεί
κρυφά για το κακό που τον βρήκε, ν’ αναρωτιέται το γιατί και να ρωτάει, όπως οι
Ιουδαίοι για τον τυφλό στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο: «ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς
αυτού;»
Τι έλεγε, αλήθεια, παρακάτω το ευαγγέλιο;
Το διάβασε μια Κυριακή και το θυμήθηκε: «απεκρίθη Ιησούς, ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς
αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ». Σε κείνον όμως τον αμαρτωλό τι έργα του
Θεού να φανερωθούν; Ανεξιχνίαστες οι βουλές του Υψίστου κι εκείνος δεν είχε
παρά να δεχτεί τη μοίρα του και να συνηθίσει να ζει μονάχος από δω κι εμπρός.
Μονάχος του με τη θάλασσα.
«Πρέπει να μάθεις να κολυμπάς! Πού
ακούστηκε να ψαρεύει άνθρωπος που δεν ξέρει να επιπλέει;» του έλεγε πάλι και
πάλι ο πρόεδρος.
Το ίδιο κι ο γραμματικός. Και ο δάσκαλος.
Και όλοι το βράδυ στο καφενείο.
«Καλά» μουρμούριζε αόριστα εκείνος.
Άκου να μάθει να κολυμπάει!... Τι το ήθελε
το κολύμπι; Του έφτανε που έμπαινε στο νερό ίσαμε το λαιμό, πότε για να
τραβήξει έξω στην παραλία τη βάρκα, πότε για να τη ρίξει στη θάλασσα. Τούτο το
βούτηγμα, τούτη η υδάτινη απέραντη αγκαλιά που μοσχοβολούσε αρμύρα, ήταν η πιο
μεγάλη χαρά της ζωής του. Και το ψάρεμα, με τη βάρκα να γλιστράει στην πλάτη
της θάλασσας, η πιο σημαντική του δουλειά εκτός από κείνη της εκκλησίας.
Όχι πως δεν έκανε και τίποτ’ άλλο. Πάλευε και μ’ ένα χωραφάκι που ξεχέρσωσε,
κανένα τέταρτο με τα πόδια έξω από το χωριό. Και με το αμπελάκι που απόκτησε
κει κοντά. Και με τα λίγα λιόδεντρα τ’ άγρια που μπόλιασε κατά το βουνό, στα
νώτα του χωριού. Ζωντανά, βέβαια, δεν είχε. Μονάχα ένα γαϊδουράκι πήρε δικό
του, ν’ ανεβοκατεβαίνει στην παραλία και να πηγαίνει στ’ αμπέλι. ΄Αλλα ζωντανά όχι, δεν ήθελε. Ό,τι
ζωντανό άλλωστε πήγαινε κοντά του χανόταν, αυτό το πίστευε πια. Πρόβατα,
γυναίκα, παιδί… Απέθαντη μόνο η θάλασσα. Μαζί της λοιπόν.
Με τη δική της τη συντροφιά θα ζούσε από δω κι εμπρός.
«Γυμνός ψαρεύεις του λόγου σου;» έσκυψε στ’
αυτί του κατάπληκτος και κάπως θυμωμένος ο γραμματικός ένα βράδυ που κάθονταν
όλοι στο καφενείο. «Σε είδε, λέει, κάποιος που ψάρευε κι εκείνος τα ξημερώματα,
να παλεύεις με τα σύνεργα τσίτσιδος. Είν’ αλήθεια, παπά μου;»
Τον αγριοκοίταξε ο παπα-Πέτρος λοξά και
δεν αποκρίθηκε.
«Καλά… δε λέω» μαζεύτηκε ο γραμματικός,
«καλοκαίριασε βέβαια, ζέστη κάνει… Μα και ολόγυμνος, πάτερ μου; Θα κολάσεις τον κόσμο, και…»
Σηκώθηκε απότομα ο παπά-Πέτρος.
«Έλα μαζί μου!» τον πρόσταξε.
Και σε λίγο τον είχε καθισμένο μπροστά
του, μέσα στην εκκλησία, με το Ευαγγέλιο ανοιγμένο στις τελευταίες σελίδες.
«Ορίστε, διάβασε!» φώναξε. «Γράμματα
ξέρεις, βάλε τα γυαλιά σου και διάβασε το κατά Ιωάννην. Τι λέει εδώ;»
Το δάχτυλό του έδειχνε σταθερά τη σελίδα.
Κι ο γραμματικός άρχισε κομπιαστά να διαβάζει:
«Μετά
ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς τοις μαθηταίς επί της θαλάσσης της Τιβεριάδος. εφανέρωσε δε ούτως. ήσαν ομού
Σίμων Πέτρος, και Θωμάς…»
«Πάρα κάτω, πάρα κάτω!» έκανε ανυπόμονα ο
παπά-Πέτρος.
«…λέγει
αυτοίς Σίμων Πέτρος. υπάγω αλιεύειν…»
«Πιο κάτω ακόμα!»
«…Σίμων
ούν Πέτρος ακούσας ότι ο Κύριός εστι, τον επενδύτην διεζώσατο. ην γαρ γυμνός…»
«Αρκετά!» τον σταμάτησε ο παπά-Πέτρος.
«Πήγαινε λοιπόν να πεις σε όποιον αχρείο κουτσομπολεύει, ότι και ο Απόστολος
Πέτρος ολόγυμνος ψάρευε. Το πονηρό στο κεφάλι τους το ’χουν. Τι θέλατε δηλαδή;
Να πηγαίνω για ψάρεμα με τα ράσα; ΄Υπαγε οπίσω μου σατανά…»
«Ναι, μα…» έκανε να φέρει αντίρρηση ο
γραμματικός, «στο Ευαγγέλιο λέει ότι ο Πέτρος φόρεσε τον επενδύτη του όταν…»
«Όταν;» αγρίεψε για τα καλά ο παπά-Πέτρος.
«Όταν κατάλαβε ότι στην παραλία τον
περίμενε ο αναστημένος Χριστός».
«Ε, αν με περίμενε και μένα τον αμαρτωλό
στην παραλία, το ίδιο θα έκανα. ΄Ομως εγώ μονάχα έναν κουτσομπόλη συνάντησα.
Για δαύτον δεν άξιζε να βάλω τον ‘επενδύτη’ μου, κατάλαβες;»
«Κατάλαβα, παπά μου, να με συμπαθάς!».
Δεν είχε λόγο ν’ αντιμιλήσει άλλο και να
τον θυμώσει ο γραμματικός. Αντίθετα μάλιστα! Ήθελε να τα έχει καλά με τον
εκπρόσωπο του Υψίστου. Να τον καλέσει μια μέρα και στο σπίτι για ευχέλαιο – από
καιρό του ’χε φάει τ’ αυτιά η πεθερά του η Χατζίνα - μη και γίνει το θάμα και
πιάσει παιδί η γυναίκα του, που περνούσε ο καιρός και η κοιλιά της δεν έλεγε να
φουσκώσει.
Εξήγησε λοιπόν χαμηλόφωνα ο γραμματικός
και στους άλλους, όταν επέστρεψε στο καφενείο, τι έλεγε το Ευαγγέλιο. ΄Ετσι
έληξε κάθε σχόλιο, τουλάχιστον φανερά. Και κανένας πια δεν παραξενευόταν που ο
παπα-Πέτρος, μόλις έμπαινε καλοκαίρι, ψάρευε όπως τον γέννησε η μάνα του.
Στην
αρχή, τότε, τα πρώτα χρόνια – τριάντα, σαράντα, τόσα δεν ήτανε; - όταν
κατέβαινε στην παραλία με το γαϊδούρι, τύλιγε τα ράσα με προσοχή, τ’ άφηνε πάνω
στα βότσαλα, έβαζε πάνω μια πέτρα μεγάλη μην τα πάρει ο αέρας, κι έμπαινε στη
θάλασσα με το σώβρακο μόνο και τη φανέλα, για να τραβήξει τη βάρκα. Κι όταν
πηδούσε μέσα στη βάρκα, τα ’βγαζε κι αυτά και τ’ άπλωνε να στεγνώσουν ώσπου να
τελειώσει το ψάρεμα.
Αργότερα, όταν ψόφησε το γαϊδούρι, ο
παπά-Πέτρος αγόρασε μηχανάκι. Βρήκε κι ένα μακρύ και φαρδύ πουκάμισο μαύρο, μια
μέρα που κατέβηκε ως την πόλη, αγόρασε κι ένα μαύρο τζιν, κι αυτά πια φορούσε
όταν κατέβαινε από το χωριό στην παραλία για ψάρεμα.
«Αν σε πάρει το μάτι του δεσπότη που
κυκλοφορείς δίχως ράσο κανονικό, θα στείλει να σε ξυρίσουνε» τον πείραξε μια
μέρα ο πρόεδρος.
«Χαράματα οι δεσποτάδες δεν κυκλοφορούν
στα χωριά» του αποκρίθηκε ο παπά-Πέτρος. «Ιούδες και μαρτυριάρηδες μόνο…»
Ιούδας δε βρέθηκε ποτέ στην περιοχή. Κι
έμεινε για πάντα ιερέας του χωριού ο παπά-Πέτρος, να λειτουργεί την εκκλησία
της Παναγιάς Κυριακές και γιορτάδες. Να βαφτίζει, να παντρεύει, να κηδεύει… Να
ξομολογεί και να κοινωνάει. Να κάνει ευχέλαια όπου χρειάζονταν, όπως εκείνα
συχνά πυκνά στο σπίτι του Γραμματικού, ώσπου να γεννηθεί επιτέλους μια
μονάκριβη κόρη. Να δίνει ευχή στις μανάδες και τα βρέφη που σαραντίζανε. Να συντρέχει
τους αρρώστους, να φροντίζει τους γέροντες, να παρηγορεί τους χαροκαμένους. Να
ψέλνει τρισάγια στα μνήματα των κεκοιμημένων και να ευλογεί των καινούριων
σπιτιών τα θεμέλια. Να κουτσοπίνει κανένα κρασάκι στην ταβέρνα τα βράδια με
τους συχωριανούς και να λύνει τις διχόνοιες και διαφορές τους. Να τρώει κάθε
χρόνο στου Προέδρου το σπίτι ανήμερα τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το
Πάσχα. Και να χαίρεται το θαλάσσιο παράδεισό του το καλοκαίρι «ως ο Αδάμ».
Αγαλλίαζε η ψυχή του στη θάλασσα με το
ψάρεμα. Πότε καθετή, πότε συρτή, πότε παραγάδι… Ως και δίχτυα είχε μάθει
ν’ απλώνει. Γιατί σύντομα έβαλε στην
ψαρόβαρκα κι εξωλέμβιο. Χαιρότανε κι έπαιζε λοιπόν με τη βάρκα, τα σύνεργα και
τα ψάρια, λες κι ήταν δέκα, το πολύ δώδεκα χρονώ.
Τρόμαξε κάποια φορά. Μήπως δεν ήτανε
πρέπον; Μη και ήτανε αμαρτία να νιώθει πάλι παιδί; Μπα! Το κατά Ματθαίον το
έγραφε καθαρά: «Εάν μη στραφήτε και
γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών». Τα
ίδια έλεγε κάπου και το κατά Μάρκον. Και το κατά Λουκάν επίσης. Το να γίνεσαι
πάλι παιδί σίγουρα δεν ήταν κακό.
Ηρέμησε λοιπόν και συνέχισε να ψαρεύει, να
παίζει αμέριμνος μέσα στον υδάτινο κήπο του Θεού, έχοντας για «επενδύτη» την
αύρα την πρωινή και τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Κάθε καλοκαίρι. Για χρόνια
και χρόνια – τριάντα, σαράντα, τόσα δεν ήτανε;
Κοντοζύγωνε
πια τα εβδομήντα. Μόνος του πάντα - χήρος βλέπεις, ήγουν καλογερόπαπας χωρίς να
το έχει διαλέξει - και πάντα να παλεύει με το ψάρεμα και τη βάρκα, πάντα
συντροφιά του η θάλασσα.
«Έτσι
και τον βγάλει ο δεσπότης στη σύνταξη, θα κάνουμε καιρό να δούμε παπά στο
χωριό» κρυφοκουβέντιαζαν ανήσυχοι όλοι στο καφενείο.
Όμως ο δεσπότης αντικαταστάτη δεν έβρισκε.
΄Εμενε λοιπόν «εν υπηρεσία» ο παπά-Πέτρος κι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Γιατί
τον αγαπούσανε μικροί και μεγάλοι, αυτό
είν’ αλήθεια. Ούτε να το φανταστούνε δεν
ήθελαν ότι θα ερχόταν κάποτε άλλος να λειτουργήσει την Παναγιά, το καμάρι τους,
εκκλησιά μεγαλωμένη κι ανακαινισμένη με δωρεά κι αυτή του συχωρεμένου παλιού
δασκάλου και με παράδες ομογενών από την Αυστραλία, σταυροειδής μετά τρούλου.
Κι ο τρούλος της να φαίνεται από παντού,
ψηλότερος απ’ όλα τα σπίτια, ακόμα και τα καινούρια, τα «καλοκαιρινά», που
φύτρωναν χρόνο το χρόνο στις άκρες του χωριού και στην πλαγιά του βουνού με
αναίδεια και ξιπασιά, χτισμένα σε χωράφια που είχανε βαφτιστεί ξαφνικά
οικόπεδα, είχανε πουληθεί σε ξένους περαστικούς, και τώρα κίνδυνος ήτανε να
δώσουνε στο χωριό την όψη πυκνοχτισμένη συνοικίας από κείνες που φυτρώνουνε
στις υποβαθμισμένες περιοχές κάθε μεγαλούπολης.
Τα ίδια και στην παραλία. Το ένα «εξοχικό» δίπλα στο άλλο, καθένα με τη
δική του αλλοπρόσαλλη αρχιτεκτονική, άλλο ψηλό και τεράστιο, άλλο μικρό να
θυμίζει κουτί. Και ταβέρνες, και μπαρ, και δωμάτια προς ενοικίαση, και κανό,
και ποδήλατα, και κόσμος τα Σαββατοκύριακα…
Ως και στην εκκλησία γινότανε πια
συνωστισμός κάθε Κυριακή. Τ’ απογεύματα, ωστόσο, στις παρακλήσεις του
Δεκαπενταύγουστου, οι πιστοί μετρημένοι στα δάχτυλα. Οι επίτροποι, ο πρόεδρος,
ο γραμματικός, η πεθερά του η Χατζίνα και πεντ’ έξι γυναίκες ακόμα.
Δεν είχε προλάβει ο παπά-Πέτρος να
τελειώσει το «Απόστολοι εκ περάτων
συναθροισθέντες ενθάδε» κείνο το
δειλινό, στο «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων» πρέπει να
ήτανε, όταν έφτασε κάποιος τρέχοντας και φώναξε από την πόρτα στο γραμματικό:
«Έλα γρήγορα! Η κόρη σου σβήνει…»
Είχε μόλις πατήσει τα δεκατέσσερα το
κορίτσι το μονάκριβο, το γεννημένο έπειτα από χρόνων και χρόνων ευχέλαια, και
άρρωστο ήταν εδώ και βδομάδες, να ψήνεται στον πυρετό και να μη βρίσκει την
αιτία ο γιατρός που ερχότανε κάθε τόσο απ’ την πόλη. Νοσοκομείο είχε διατάξει,
μα δίσταζε ο γραμματικός, τα είχε από φόβο τα νοσοκομεία και η πεθερά του η
Χατζίνα... Κι έτρεχε αλαφιασμένος τώρα, μήπως και προλάβει το μεγάλο κακό, από
πίσω κι ο παπά-Πέτρος με τ’ άμφια της λειτουργίας ακόμα - το «δι’ ευχών» δεν τον είπε, μα δεν
πειράζει, δε νοιάζεται η Μεγαλόχαρη για τέτοιες μικρολεπτομέρειες.
Το κορίτσι κατάχλομο, ακίνητο στο κρεβάτι,
κι η μάνα του να ολοφύρεται πεσμένη εκεί δίπλα.
«Κάνε
κάτι!» ξέπνοος τον ικέτεψε ο γραμματικός.
Λύθηκαν τα γόνατα του παπα-Πέτρου από
ταραχή και τρομάρα. Τι να κάνει αυτός δηλαδή; Ευχέλαιο δε θα είχε πια νόημα, το
κορίτσι φαινόταν κιόλας νεκρό.
Πήγε κοντά… Δεν τον κρατούσαν άλλο τα
πόδια του. ΄Επεσε γονατιστός, «όχι, Θε’ μου, μην το πάρεις κι είναι
μοναχοπαίδι!» μουρμούρισε.
Κάτι σα ρεύμα ηλεκτρικό ένιωσε άξαφνα να
τον διαπερνάει…
«Σήκω, παιδί μου!» άκουσε τον εαυτό του να
λέει.
Και το κορίτσι άνοιξε τα μάτια.
«Πεινάω» ήταν η πρώτη του λέξη.
«Δώστε του καμιά σούπα» γύρισε κείνος στη
μάνα και στη γιαγιά, που τον κοιτούσαν
αποσβολωμένες.
Την
επόμενη Κυριακή το κορίτσι του γραμματικού ήταν πρώτο πρώτο στην εκκλησία. Όχι,
ο παπα-Πέτρος ούτε να το συλλογιέται δεν ήθελε πως έκανε κάτι του λόγου του.
«Θάμα» το είπανε στο χωριό, μα εκείνος ήξερε καλά πως τα θαύματα τα κάνουν
μονάχα οι άγιοι. Εκείνος τι σόι άγιος μπορούσε να είναι; Αμαρτωλός ένιωθε κι
έτσι πρέπει να ήταν. Γιατί και θύμωνε πού και πού με τους συχωριανούς για όσα
στραβά σκαρώνανε κάθε τόσο, και ψάρι έτρωγε καμιά φορά στη νηστεία του
Δεκαπενταύγουστου, έτσι πολλά που τα ψάρευε – αφού και για τους γλάρους έμενε
μερτικό. ΄Επειτα και κρασάκι έπινε συχνά
πυκνά παραπάνω, σαν ένιωθε να φουντώνει μέσα του το παράπονο για την παπαδιά
και το αγγελούδι που έχασε. Κι ας είχε περάσει καιρός από τότε – τριάντα,
σαράντα χρόνια, τόσα δεν ήτανε;
Μαρία τη λέγανε την κόρη του γραμματικού
κι έγινε γλέντι τρικούβερτο στο χωριό ανήμερα της Παναγίας, με νταούλια,
κλαρίνα και πίπιζες, για να γιορτάσουν ντόπιοι και ξένοι τη σωτηρία της.
Κι ο παπα-Πέτρος να τρέμει ολάκερος όταν
έφταναν ως τ’ αυτιά του της Χατζίνας οι κουβέντες ότι τάχατες αυτός το ανάστησε
το κορίτσι. Και σύγκορμος να ταράζεται όταν ερχόταν κανένας να του φιλήσει το
χέρι και οι ξένοι τον κοιτούσαν μ’ απορία και δέος. Καλά που υπήρχε καλό
κοκκινέλι πάνω στο τραπέζι, να πίνει να παίρνει κουράγιο.
Πήρε κάποτε τέλος το γλέντι, πέρασε, πάει
κι αυτό. Ξημέρωσαν έπειτα ήσυχες μέρες, μόνο τα βράδια τον έπαιρνε ξανά το
παράπονο τον παπα-Πέτρο. Το δικό του το κοριτσάκι πόσο θα ήτανε τώρα; Τριάντα,
σαράντα, τόσο περίπου, γυναίκα ολόκληρη. Και της παπαδιάς τα μαλλιά θα ήτανε
άσπρα, όχι όπως τότε ξανθά, ίδια η ρετσίνα που έπινε κάθε βράδυ εκείνος. Καμιά
φορά και πρωί.
Και
να πάλι Κυριακή, η πρώτη μετά το Δεκαπενταύγουστο. Οι ξένοι πια είχαν αραιώσει.
«Ας πάνε στην ευχή του Θεού, να μείνουν
και για μας λίγα ψάρια» κρυφοχάρηκε ο παπά-Πέτρος, που έβλεπε κάθε καλοκαίρι να
πληθαίνουν οι βάρκες των παραθεριστών. Κι εκείνος όλο και πιο βαθιά να ’ναι
αναγκασμένος να ξανοίγεται για να ψαρεύει με την ησυχία του «ως ο Αδάμ». Κι όλο
να του φωνάζει ο πρόεδρος:
«Θα πνιγείς καμιά ώρα, παπά μου, έτσι
μακριά που πηγαίνεις και δεν έμαθες ποτέ σου να κολυμπάς. Αν πιάσει κανένας μαΐστρος…»
Μαΐστρος τούτη τη βδομάδα δε θα ’πιανε
σίγουρα, ένα βοριαδάκι φυσούσε μόνο, μα και τούτο θα κόπαζε – τους ήξερε πια
τους αέρηδες ο παπά-Πέτρος. Αύριο Δευτέρα, λοιπόν, θα πήγαινε όπως πάντα για
ψάρεμα τα χαράματα.
«Σοφία,
ορθοί, ακούσωμεν του Αγίου Ευαγγελίου» είπε και άνοιξε το Ευαγγέλιο στο
κατά Ματθαίον. Τον συγκλόνιζε από τα μικράτα του η περικοπή αυτή:
«…οψίας
δε γενομένης μόνος ήν εκεί. το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην,
βασανιζόμενον υπό των κυμάτων. ην γαρ εναντίος ο άνεμος. τετάρτη δε φυλακή της
νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης. και ιδόντες
αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι
φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν. ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων΄
θαρσείτε, εγώ ειμι. μή φοβείσθε. αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε΄ Κύριε, ει συ
ει κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα. ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από
του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν. βλέπων δε
τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων΄ Κύριε
σώσον με. ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ΄
ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;…»
Δευτέρα χαράματα και κόπασε το βοριαδάκι.
΄Αφησε ο παπά-Πέτρος το μηχανάκι στη σκιά, όπως πάντα, ύστερα τα ρούχα του στα
βότσαλα, έσυρε τη βάρκα του, την έσπρωξε στη θάλασσα, μπήκε ως το λαιμό κι
εκείνος, έπειτα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μέσα.
Ξανοίχτηκε όσο ποτέ. Ησυχία ολόγυρα, ένας
γλάρος μόνο πετούσε κοντά. ΄Ιδιος καθρέφτης η συντρόφισσα η θάλασσα σήμερα.
΄Εφεγγε πέρα για πέρα, μ’ όλο που δεν είχε ανατείλει ακόμα ο ήλιος. Τότε – πώς
του ήρθε, αλήθεια; - ενώ ξημέρωνε πια, έσβησε κείνος τη μηχανή και βάλθηκε να
ψέλνει τον επιλύχνιο ύμνο:
«Φως ιλαρόν, αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου,
αγίου, μάκαρος…»
Και τότε άξαφνα έγινε φως. Παράξενο φως.
΄Οχι, δεν ήταν ο ήλιος. Ο ήλιος δεν έχει χέρια ούτε πόδια, ούτε κεφάλι, ούτε
μιλιά. Μιλιά που έλεγε… «εγώ είμαι, μη φοβάσαι!»
«Αν είσαι Συ, Κύριε,» ψιθύρισε θαμπωμένος
ο Πέτρος «πρόσταξέ με να ’ρθω κοντά σου…»
«Έλα!» είπε η φωνή.
«Μα… είμαι σαν τον Αδάμ», δίστασε.
«Γι’ αυτό και σου πρέπει παράδεισος.
΄Ελα!» του αποκρίθηκε η φωνή.
Και βγήκε ο Πέτρος, και περπάτησε πάνω στο
νερό, και μπήκε στο φως, και είδε… Είδε
αγγέλους και συγγενείς κεκοιμημένους από καιρό… Είδε την Παναγιά με το βρέφος,
όχι δεν ήταν η Παναγιά, η παπαδιά του πρέπει να ήταν που κρατούσε το κοριτσάκι
τους, και του χαμογελούσε, «δες τι ωραία που είναι» του έλεγε κι ύστερα «έλα
πια…»
Στράφηκε στη φωνή ο Πέτρος.
«Δε θέλω να γυρίσω στο χωριό» είπε μ’ έξαψη. «Θέλω να μείνω μαζί σας, εδώ».
«Πρέπει πρώτα να επιστρέψεις στην ξηρά το
πλοιάριό σου» είπε η φωνή. «Διότι γη ει
και εις γην απελεύσει».
Και μπήκε πάλι στο πλεούμενό του ο Πέτρος,
κι έκανε κουπί - τη μηχανή ούτε που τη σκέφτηκε, γρήγορα έσκιζε η ψαρόβαρκα το
νερό. Τριάντα μέτρα ήταν δεν ήταν τώρα από την ακτή, και το φως τον ακολουθούσε.
«Φτάνει πια, Κύριε, πρόσταξέ με να έρθω
ξανά!» μουρμούρισε ανυπόμονα ο Πέτρος.
«Έλα, λοιπόν!» είπε η φωνή.
Και κατέβηκε ο Πέτρος από τη βάρκα, όμως
αέρας σαν να σηκώθηκε ξάφνου και δείλιασε, κι άρχισε να καταποντίζεται, και
φώναξε δυνατά:
«Σώσε με, Κύριε!» - κραυγή παράξενη μα ο
Θωμάς που νοίκιαζε στην παραλία ποδήλατα και
κανό, ακόμα κι αν δεν έβλεπε την ίδια στιγμή τον παπά-Πέτρο να βουλιάζει
και το νερό να ταράζεται άξαφνα ολόγυρα στο κορμί και στη βάρκα του, όρκο θα
έπαιρνε πως εκείνος ήταν που φώναξε από τη θάλασσα.
«Ολιγόπιστε,
εις τι εδίστασας;» είπε η φωνή.
Και κόπασε ο άξαφνος άνεμος, κι άδραξε ο
παπα-Πέτρος το χέρι που του άπλωνε τώρα το φως, και ξαναστάθηκε «επί τα ύδατα»…
Ο γλάρος πέταξε μακριά.
΄Υστερα έγιναν όλα όπως έπρεπε..
*Από τη συλλογή διηγημάτων Ενώπιον των αγγέλων (Εκδόσεις Πατάκη,
1999).