…Μια κρύα,
παγερή μέρα - Φεβρουάριος ήταν του 1943 - μου είπε:
«Θέλεις να έρθεις μαζί μου, Ελισάβετ;» - και
τα μάτια της ήταν κόκκινα σαν να είχε κλάψει.
«Και... και οι θείες;» ρώτησα ξαφνιασμένη
μ’ εκείνο το "Ελισάβετ" – Λίζα μ’ έλεγε πάντα η ΄Ολγα.
«Τα κανόνισα, μη σε νοιάζει!. Μόνο φόρεσε το
δικό μου το πανωφόρι να μην κρυώνεις. Παρακόντυνε το δικό σου».
Το
πανωφόρι της το είχε φτιάξει από μια κουβέρτα, όπως έκαναν κι άλλες κοπέλες
στην Κατοχή. 'Ήταν μπεζ ανοιχτό και μου έπεφτε λίγο φαρδύ και μακρύ, μα το
φόρεσα όλο χαρά.
«Και πού πάμε;» ρώτησα.
«Στο νεκροταφείο» είπε και κοίταξε ίσια
μπροστά. «Πέθανε ο Κωστής Παλαμάς. Πρέπει να πάνε όλοι οι Έλληνες».
«Ο Μενέλαος κι ο Θεοδόσης θα έρθουν;»
«Δεν ξέρω. Εγώ πάντως θα πάω».
Δε
φοβόταν σαν την άλλη φορά, σ’ εκείνη τη διαδήλωση. Το βλέμμα της τώρα ήταν
αλλιώτικο, σκληρό, αποφασισμένο. Κι ο κόσμος, πλήθος πολύ που είχε μαζευτεί στο
νεκροταφείο, το ίδιο βλέμμα μου φαινόταν πως είχε.
Δεν
ήμουν ακόμη αρκετά ψηλή και τίποτα σχεδόν δεν είδα από την πομπή που πέρασε από
μπροστά μας με τον νεκρό. Μια φωνή βροντερή μόνο άκουσα: «Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα!»
Κάποιος
έβγαζε λόγο. Κι εγώ, μ’ όλο που δεν κρύωνα μέσα στο ζεστό πανωφόρι της 'Ολγας,
ένιωθα μια παράξενη ανατριχίλα.
«Ο
'Αγγελος Σικελιανός είναι που μιλάει» έσκυψε εκείνη στ’ αυτί μου….
Απόσπασμα
από το βιβλίο Τραγούδι για τρεις http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_7.htm