Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Αντιπελαργισμοί ή Σκέψεις για το βιβλίο όπως το διάβασα εγώ*






Γράφει ο Κωστής Α. Μακρής


Το διάβασα δυόμισι (2 και ½) φορές. Μετράω και τη μισή που το ξεκίνησα μόλις έφτασε στα χέρια μου και το άφησα. Και μετά δύο φορές «μπακ-του-μπακ», που λένε και στην τηλεόραση. Μέσα σε μια μέρα. Τη δεύτερη φορά είχα χαρτί και μολύβι για να δω αν θα ξανακλάψω στις ίδιες σελίδες που έκλαψα την πρώτη φορά.


Ξεκινάω να διαβάζω ένα βιβλίο σημαίνει ―για μένα― κάνω μακροβούτι σε μια θάλασσα (και περιπέτεια) σκέψης που δεν ξέρω πού θα με βγάλει. Κάτι ανάλογο ―νομίζω ότι― δείχνουν και τα παιδικά μάτια στο εξώφυλλο του βιβλίου «Ο χορός του μαύρου πελαργού» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, που έχει φιλοτεχνήσει η Κατερίνα Χαδουλού.

Σκέφτομαι ότι αν ήμουν αναλφάβητος και μια μέρα αποκτούσα ―ως εκ θαύματος― την ικανότητα της ανάγνωσης τι θα γινόταν;

Νομίζω ότι το πρώτο βιβλίο που θα διάβαζα θα αποτελούσε ―ως εμπειρία― το ανάλογο ενός πρωτόπειρου κολυμβητή που τον σπρώχνουν από έναν πανύψηλο βατήρα σε μια τρικυμισμένη θάλασσα.  Κι εκείνος όχι μόνο δεν πνίγεται αλλά καταφέρνει να κολυμπήσει και να βγει πάλι στη στεριά.

Κι αν μετά την πρώτη ανάγνωση του πρώτου μου βιβλίου ήθελα να διαβάσω κι άλλα, κι άλλα… ε, τότε, θα ήταν σαν ο πρωτάρης κολυμβητής που τον σπρώξανε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, να  ποθεί, να λαχταράει μετά να ξαναμπεί στη θάλασσα και να μπαίνει ξανά και ξανά· αδιαφορώντας αν είναι γαλήνια, έχει φουρτούνες, θύελλες και κύματα βουνά, αν είναι καθαρή, ζεστή ή βρόμικη.

Αυτό το λέω έρωτα για τη ζωή και ζωή.

Δεν μου αρέσει να αφηγούμαι την υπόθεση ενός βιβλίου. Μπορώ όμως να σας πω ότι στο βιβλίο υπάρχουν οι περιπέτειες ενός παππού, του Νικόλα Αστρινού, όπως τις μαθαίνει ο εγγονός του, Φάνης Αστρινός, από τον ίδιο τον παππού του εμμέσως (από ένα βιβλίο που έχει γράψει γι’ αυτόν ο «καπετάνιος» παππούς) αλλά από τις αφηγήσεις των γονιών του. Περιπέτειες παλιές αλλά και νέες, που θα αναστατώσουν όλη την ευρύτερη οικογένεια.

Έγραψα πιο πάνω ότι η περιπέτεια της ανάγνωσης ενός βιβλίου ―κυρίως η πρώτη του ανάγνωση― (μου) μοιάζει με μακροβούτι σε άγνωστα νερά. Έχοντας «κολυμπήσει» μέχρι το τέλος στο βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι όχι απλώς μου άρεσε αλλά κι ότι μπορούσα να τεκμηριώσω ―με τα συνήθη ταυτολογικά  επιχειρήματα των κριτικών της λογοτεχνίας― ότι είναι καλό. Να δώσω στο υποκειμενικό «μου αρέσει» μια επίφαση αντικειμενικότητας· κάτι που κανένας θεωρητικός ή κριτικός της λογοτεχνίας δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξή της. Της αντικειμενικότητας εννοώ…

Είπα επίσης κι ότι έκλαψα και μου άρεσε αυτό καθώς εδώ και πολλά χρόνια εμπιστεύομαι τη συγκίνησή μου. Κι αν πείτε «μα, καλά, όταν κλαίει αυτός σημαίνει ότι είναι καλό το βιβλίο;» ή «και τι μας νοιάζει αν αυτός είναι ευσυγκίνητος και κλαψιάρης;» δίκιο θα έχετε.

Η εκ μητρός γιαγιά μου ―δασκάλα ήταν, να το ξαναπώ― έκλαιγε με τις ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου και της Μάρθας Βούρτση. Εμείς ― ο αδερφός μου κι εγώ, παιδιά τότε― γελάγαμε και την κοροϊδεύαμε. «Παλιόπαιδα» μας έλεγε αλλά το γέλιο μας, γέλιο. Τα παιδιά είναι αμείλικτα, ανελέητα…

Έκλαιγε εκείνη με το περιεχόμενο κι εμείς γελάγαμε με τη μορφή των ταινιών εκείνων. Γιατί δεν αρκεί το όποιο συγκινητικό, τραγικό ή δραματικό περιεχόμενο για να κάνεις υψηλή τέχνη, νομίζω. Άλλο πράγμα τα τύπου «Άρλεκιν» αισθηματικά ―ή «ροζ»― μυθιστορήματα κι άλλο η «Άννα Καρένινα», του Λέοντα Τολστόι. Αλλά, τέλος πάντων… Σαν παιδί, έβλεπα ―και ακόμα βλέπω…― την «Παναγία των Παρισίων», τους «Άθλιους», τον «Όλιβερ Τουίστ», τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» και πολλές άλλες ταινίες στο σινεμά ή στην τηλεόραση· κι εκεί, το δάκρυ κορόμηλο.

Οπότε, το «κλάμα» μου δεν το θεωρώ και τόσο άχρηστο σαν κριτήριο υψηλής ποιότητας περιεχομένου, μορφής και καλλιτεχνικής επάρκειας ενός έργου. Κι όχι μόνο λογοτεχνικού. Και μην σας περάσει απ’ το μυαλό ότι η Λότη Πέτροβιτς εκβιάζει τη συγκίνηση! Κάθε άλλο… Η αυθεντική συγκίνηση έρχεται μέσα από την τέχνη να μιλάς με αλήθεια για τα πράγματα που αγαπάς και που κάνουν τον κόσμο (σου, μας…) λίγο πιο ανεκτό, πιο βιώσιμο. Εφόσον βέβαια ο αποδέκτης έχει «χορδές» ικανές να συνηχήσουν με το έργο τού δημιουργού. Κάτι σαν τις «προσλαμβάνουσες» που λέμε…

Η Λότη Πέτροβιτς χτίζει στην ιστορία της δεσμούς αγάπης ανάμεσα σε παππού και εγγονό και παιδιά και γονείς. Εγκιβωτίζει και πολλές άλλες ιστορίες με τρόπο πυκνό αλλά λειτουργικό και τις χωράει όλες αρμονικά μέσα στις ±120 σελίδες του βιβλίου της.
Ιστορίες μνήμης, ξεριζωμών και προσφυγιάς Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Ιστορίες αγάπης για μόρφωση.
Ιστορίες αγάπης μεταξύ φίλων, παλιών και νέων.
Ιστορίες αγάπης πελαργών.
Ιστορίες αγώνων για την επιβίωση.
Ιστορίες αγώνων λαών ―όπως της Πολωνίας― για ζωή με ελευθερία και δημοκρατία.

Και μαζί με αυτά, έρχονται και οι «Μαύροι Πελαργοί». Οι Πόντιοι που, μαυροντυμένοι, χορεύουν και με κάθε χτύπο των ποδιών τους στη γη που ―τώρα― πατούν, θυμούνται τη γη στις χαμένες τους πατρίδες και είναι σαν με κάθε χτύπο να δίνουν υπόσχεση μνήμης στους πεθαμένους αλλά και στους αγέννητους Πόντιους. Και με τα χέρια υψωμένα, σαν να θέλουν να πετάξουν…

Και μέσα σ’ όλα, ο θεϊκός ―ως λέξη, νόημα και χρήση―  «Αντιπελαργισμός» (ή “αντιπελάργηση”) να διατρέχει ως πολύκλωνο και πολύχρωμο νήμα όλο το βιβλίο.
Αντιγράφω  από το μπλογκ της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου:

«…Αντιπελάργηση ή αντιπελαργισμός, τους είπε, σημαίνει ανταπόδοση φροντίδας και στοργής απ’ τα παιδιά προς τους γονείς. Και την είπαν έτσι αυτή την ανταπόδοση, γιατί απ’ την αρχαία εποχή, αλλά και τη βυζαντινή, παρατηρούσαν οι άνθρωποι ότι οι πελαργοί, όταν ο γονιός τους πια γεράσει και γυμνωθεί απ’ τα φτερά του, τον κρατούν ανάμεσά τους και τον ζεσταίνουν με τα δικά τους φτερά. Τον φροντίζουν, του ετοιμάζουν φαγητό, κι όταν πρέπει να πετάξει, τον σηκώνουν πότε ο ένας από δεξιά και πότε ο άλλος από αριστερά με τη φτερούγα τους. Όλ’ αυτά, συμπλήρωσε, τα πρόσεξε ιδιαίτερα και τα κατέγραψε ο Βασίλειος ο Μέγας…».

«Ο χορός του μαύρου πελαργού» είναι ένα βιβλίο μουλιασμένο με έρωτες και αγάπη.
Έρωτας για την ιστορία.
Αγάπη για την πατρίδα.
Έρωτας για τη ζωή.
Αγάπη ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα.
Έρωτας για όλες τις ηλικίες.

Λέω συχνά, και μάλλον δεν είμαι ο μόνος, ότι όλη μας η ζωή είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης του κόσμου με εφόδιο, χάρτη και πυξίδα την παιδική μας ηλικία.
Κάποιοι φτάνουν μακριά· άλλοι ξεχνάνε.

Πέρα από τους πολλούς έρωτες που συναντάμε στο βιβλίο, είναι και ο έρωτας-τσιμέντο για την τέχνη της γραφής και του λόγου που έχει η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου· και που επειδή ακριβώς είναι ένας έρωτας βαθύς και ισχυρός και πολύχρονος, εκδηλώνεται ―και σε αυτό της το βιβλίο― χωρίς ναρκισσισμούς ή κολακείες προς το νεανικό της κοινό· δεν έχει ανάγκη από «μοδάτες» γλωσσικές ακροβασίες για να πει απλά στον αναγνώστη της αυτά που θέλει η Λότη Πέτροβιτς, δεν της χρειάζεται ο έπαινος εκείνων που νομίζουν «ευτελές το να γίνεσαι κατανοητός στο κοινό», όπως ―ίσως― να έλεγε ο Κερτ Βόνεγκατ.

Διαβάζω συχνά σε κάποιες κριτικές ότι το τάδε βιβλίο «στέκεται μακριά από διδακτισμούς». Εγώ λέω ότι δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα βιβλίο που διάβασα και μου άρεσε που να μη με δίδαξε κάτι. Και τα βιβλία της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου διδάσκουν. Δεν «δασκαλίζουν». Ξεχειλίζουν από ήθος κι από μαθήματα. Αλλά, ούτε «μάθημα» κάνουν, ούτε «ηθικολογία». Κι αυτό είναι το νέο που φέρνει σήμερα η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου στη λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους κάθε ηλικίας: την αντίσταση στο «πάση θυσία “νεωτερικό”».

Την αντίσταση στο «πιασάρικο», το συνθηματολογικό, το «ευπώλητο». Κάτι που με κάνει να διαπιστώνω με θλίψη ότι αν έστελνε σήμερα χειρόγραφό του ο Τολστόι σε πολλούς εκδοτικούς οίκους θα του λέγανε (πιθανότατα): «Σας ευχαριστούμε αλλά το εκδοτικό μας πρόγραμμα για φέτος έχει ολοκληρωθεί».

Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου έχει τη γενναιότητα να αντιστέκεται στους «συρμούς» (μονοθεματικά βιβλία, βιβλία συνταγές, μόδες, τρέντι, κουλ και δε συμμαζεύεται…). Έχει και τη γενναιοδωρία να ξοδεύει απλόχερα τη ―με κόπους, χρόνο, δράση και διαβάσματα αποκτημένη― μαστοριά της με τον απλό και εύληπτο τρόπο που ένας άξιος μάστορας/μέντορας/δάσκαλος χαρίζει τη γνώση σε όποιο παιδί ή νέο θέλει να κοινωνήσει ή να μάθει την τέχνη και να βιοπορίζεται και να χαίρεται μια ζωή μ’ αυτήν.

Είχε λιακάδα σήμερα το πρωί όταν έκλεισα το βιβλίο. Πήρα μια βαθιά ανάσα και είδα γύρω μου τη λαμπερή μέρα, μετά τις πρόσφατες βροχές. Και οι σελίδες που μου άρεσαν υψώθηκαν με τοξωτή χάρη μέσα μου, πολύχρωμες σαν ουράνια τόξα, σαν υποσχέσεις ζωής· κι ένιωσα την ανάγκη να μοιραστώ αυτές τις υποσχέσεις. Πρώτα με τους δικούς μου ανθρώπους ― να μιλήσω στις εγγονές μας για πολλά― και μετά με ανθρώπους που ξέρω ότι νοιάζονται για τέτοια πράγματα, κάτι σαν «οδηγίες χρήσης της ζωής».

Γιατί, τι άλλο είναι η καλή λογοτεχνία από οδηγίες χρήσης της ζωής και των δώρων της; Το αν θα μάθουμε ―κάποτε…― να χειριζόμαστε τη ζωή και τα δώρα της ζωής μας όπως τους αξίζουν ή όχι, είναι άλλο ζήτημα…


Ελπίζω να σας μετέφερα λίγη από τη συγκίνηση και τη χαρά που μου χάρισε η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου με το βιβλίο της. Διαβάστε τον «Χορό του μαύρου πελαργού». Αν έχετε παιδιά, εγγόνια, ανίψια, βαφτιστήρια, παιδιά φίλων, χαρίστε το. Αν έχετε φίλες και φίλους γκαρδιακούς που μπορείτε να σωπαίνετε μαζί τους, χαρίστε το.

Τα παιδιά και οι νέοι, κάποια στιγμή θα καταλάβουν τις λέξεις «αντιπελάργηση», «αντιπελαργισμός» και πολλά άλλα· και τότε τα πράγματα ―ίσως― γίνουν πολύ καλύτερα για όλες και για όλους μας. Και για την Ελλάδα και για όλον τον Κόσμο.



ΥΓ. Αν θέλετε περισσότερες πληροφορίες για την «υπόθεση» του βιβλίου «Ο χορός του μαύρου πελαργού» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, θα βρείτε αρκετές στις ιστοσελίδες των Εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ, στο μπλογκ της συγγραφέως  http://lotypetrovits.blogspot.com/  και σε άλλες ιστοσελίδες που έχουν αξιόλογες κριτικές για το βιβλίο.

---------------------------------------
(*) Δημοσιεύτηκε στο :