Μια ερώτηση
που θέτουν κατά καιρούς οι δάσκαλοι των μεγάλων τάξεων του δημοτικού και πολύ
συχνότερα οι φιλόλογοι του γυμνασίου, σχετικά με τις συναντήσεις των μαθητών με
συγγραφείς είναι η εξής: «Γιατί να προσκαλέσουμε στο
σχολείο ένα συγγραφέα παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας και όχι ένα συγγραφέα για
μεγάλους;»
Τα επιχειρήματα είναι πολλά, όμως
αρκεί, νομίζω, να επαναλάβει κανείς το κυριότερο χαρακτηριστικό των έργων όσων
γράφουν για παιδιά και νέους. Είναι η ελπίδα που ποτέ δε λείπει, το θάρρος και
το κέφι για τη ζωή που μένει πάντα ως γεύση στο τέλος ενός παιδικού ή νεανικού
βιβλίου, παρ’ όλο που το βιβλίο αυτό μπορεί συχνότατα να κρύβει στις σελίδες
του πικρές πλευρές της ζωής, να μιλάει για θλιβερά γεγονότα ή για καυτά
κοινωνικά προβλήματα. Κι αυτό το θάρρος, αυτή την ελπίδα, αυτό το μικρόβιο της ευεξίας, το χρειάζονται τα
παιδιά όσο και το ψωμί, ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου όλα δείχνουν να τ'
αποθαρρύνουν, να τα τρομάζουν, να τ’ απελπίζουν.
Αυτό μου φέρνει πάντα στο νου κάτι
που διάβασα πριν από χρόνια στο περιοδικό The Horn Book Magazine (July-August 1996, σελ.
413) για μια φυλή ιθαγενών της Αυστραλίας. Οι άνθρωποί της, λέει, αν δουν το
ρύζι να μη μεγαλώνει, στέλνουν παραμυθούδες να σκύψουν και να του διηγηθούν
ποιες είναι οι καταβολές του, να του μιλήσουνε για τον προορισμό του στη γη, να
του δώσουν κουράγιο. Και τότε το ρύζι, καταλαβαίνοντας τον λόγο που βρίσκεται
εκεί, αρχίζει πάλι να μεγαλώνει.