(Από το βιβλίο μου
Το μικρόβιο της ευεξίας - Γράφοντας βιβλία για παιδιά. Πατάκης, 2002).
α. Εξορία χρονική
Εδώ και καιρό, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ακόμη καλύτερα πώς ακριβώς
λειτουργεί την ώρα της δημιουργίας ένας συγγραφέας βιβλίων που εντάσσονται στην
παιδική λογοτεχνία, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι συχνά βρίσκεται σε μια
κατάσταση που μοιάζει με εξορία. Έχει βέβαια και από άλλους υποστηριχτεί κατά
καιρούς ότι η κάθε γραφή είναι αδύνατη δίχως κάποια μορφή εξορίας. Μια συναφής
άποψη έχει, για παράδειγμα, διατυπωθεί από ελληνοαυστραλή συγγραφέα. “Ξέρω ανθρώπους (...)” λέει “ που λαχταρούν
πάντοτε την πατρίδα τους (...) και πατρίδα τους είναι πάντα κάπου αλλού από κει
που βρίσκονται οι ίδιοι (...). Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να είναι επωφελής
για διανοούμενους και συγγραφείς (...)” [i].
Σύμφωνα με μία ακόμη γνώμη, «η εξορία
είναι εξαιρετικά χρήσιμη στο συγγραφέα, γιατί του δίνει τη δυνατότητα να μάθει,
μακριά από την πατρίδα και τους φίλους του, τι θα πει καρδιά, πώς νιώθει η
καρδιά του»[ii].
Ωστόσο, η εξορία του συγγραφέα βιβλίων για παιδιά, όπως προσωπικά την
αντιλαμβάνομαι, δεν αφορά τόπο αλλά χρόνο. Πατρίδα του είναι η παιδική ηλικία,
μια πατρίδα που την έχει στερηθεί τελεσίδικα. Διατηρεί πάντα γι’ αυτήν μια
βαθύτατη αγάπη, καθώς και ισχυρούς δεσμούς και έντονη λαχτάρα για επικοινωνία
μαζί της, αφού “ενήλικος δεν είναι το
πεθαμένο παιδί, αλλά το παιδί που επέζησε”[iii] - φράση που θυμίζει δυο ποιητικές
αράδες του Ευγένιου Αρανίτση: “Στη
Μεσογγή ζει ακόμη και μεγαλώνει μες στα μικρά του βατραχοπέδιλα το εντέκατο
έτος της παιδικής ηλικίας μου”[iv].
Αυτό λοιπόν το ξενιτεμένο παιδί που επέζησε και μετασχηματίστηκε σε
ενήλικο, έχοντας ξεπεράσει με τη φυσιολογική ωρίμασή του το νόστο της επιστροφής,
είναι σε θέση ν’ αναπτύξει τώρα διάλογο με την παιδική ηλικία-πατρίδα του,
χρησιμοποιώντας σύγχρονη σκέψη και φαντασία. Έτσι τού διασφαλίζεται η μέθεξη, ενώ
ταυτόχρονα του επιτρέπεται να βλέπει τα πράγματα σφαιρικά και αντικειμενικά,
ακριβώς λόγω της απόστασης που τον χωρίζει από την ηλικία εκείνη. «΄Οταν ξαναμπαίνεις στον κόσμο ως παιδί,
όταν πραγματοποιείς αυτό το συγκινησιακό άλμα,... διατηρείς τις ικανότητές σου
του ενηλίκου, που σου δίνουν τη δυνατότητα να ξεδιαλέξεις εκείνα που θέλεις,
απ’ όσα ευφραίνουν την καρδιά ενός δεκάχρονου, δωδεκάχρονου ή δεκατετράχρονου
παιδιού» γράφει ο Αυστραλός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Iνan Sοuthall[v]. Και συμπληρώνει:
«Καθώς
μεγαλώνουμε, νομίζω κοιτάζουμε όλο και περισσότερο προς τα πίσω, όχι γιατί ένας
ώριμος άνθρωπος επιθυμεί πραγματικά και
πάλι τις αγωνίες και την έκσταση της νεότητας με την άμεση έννοια, αλλά
εξαιτίας της ανάγκης να ανακαλέσει στη μνήμη του την τεράστια επίδραση, την τεράστια
σημασία, την εξαιρετική λαμπρότητα των γεγονότων της παιδικής ηλικίας, για να
αντισταθμίσει τον χαμηλότερο τόνο της μετέπειτα ενήλικης ζωής»[vi]
β.
Προσανατολισμός προς το μέλλον
Με την άποψη που προσπαθώ εδώ να
διατυπώσω, γίνεται νομίζω σαφές ότι η νοσταλγική διήγηση παιδικών αναμνήσεων ή,
αντίθετα, η θλιβερή και αδιέξοδη εξιστόρηση μιας τραγικής παιδικής ηλικίας σπάνια
οδηγούν σε λογοτεχνικό έργο που δίκαια να εντάσσεται στην παιδική/νεανική λογοτεχνία.
Ο Γάλλος παιδαγωγός και μελετητής
Μarc Sοrianο έχει τονίσει: "Το
παιδί είναι ον στραμμένο προς το μέλλον. Το πιο καίριο χαρακτηριστικό των αληθινών
παιδικών βιβλίων είναι η απουσία νοσταλγίας, ο προσανατολισμός προς το μέλλον [vii].
Ο Βρετανός μελετητής Peter Hοllindale σημειώνει: «Η συγκρότηση του εαυτού μέσα στο χρόνο
αρχίζει πολύ νωρίς και συνεχίζεται ως το τέλος της ζωής. Αυτό δε σημαίνει
παράταση της ανωριμότητας του ενηλίκου ή νοσταλγία. Στη διαπραγμάτευση της
παιδικότητας μεταξύ του συγγραφέα και του παιδιού-αναγνώστη που συμβαίνει σ’
ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας, ο ενήλικος συγγραφέας ζει ως ένα σημείο τη
ζωή προς τα πίσω, για να δώσει τη δυνατότητα στο παιδί να τη ζήσει προς τα
εμπρός. Ο συγγραφέας αναδομεί την παιδική του ηλικία και με αυτόν τον τρόπο
βοηθάει το παιδί να δομήσει τη δική του»[viii]
.
Και η Beatriz Rοbilliard, κριτικός, εκπαιδευτικός και μέλος της κριτικής
επιτροπής για το διεθνές βραβείο παιδικής λογοτεχνίας Χανς Κρίστιαν ΄Αντερσεν,
που απονέμεται από τη Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ) κάθε δύο
χρόνια σε συγγραφέα παιδικών βιβλίων για το σύνολο του έργου του, σημειώνει σε
άρθρο σχετικά με τα κριτήρια των μελών της επιτροπής του 1996 και του 1998:
«...Η νοσταλγία δεν είναι
συναίσθημα που επικροτώ. Εργάζομαι για τα σημερινά παιδιά και προσπαθώ να τους
δώσω τον πλούτο και την ποικιλία μιας σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας».[ix]
Πράγματι, ο συγγραφέας που
αφηγείται με έκδηλη και αθεράπευτη νοσταλγία ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια,
δίνει έμμεσα το μήνυμα στους αναγνώστες ότι, κατά τη γνώμη του, η μόνη αξιόλογη
ή ευχάριστη περίοδος της ζωής είναι τελικά η παιδική ηλικία. Και τούτο δείχνει
προσανατολισμό προς το παρελθόν. Η
περίπτωσή του προδίδει συγγραφέα που δεν ξεπέρασε το νόστο της επιστροφής. ΄Η
δίνει την αίσθηση δημιουργού που βρίσκεται σε μια άλλου είδους εξορία, διόλου
ευεργετική για τον τομέα που μας ενδιαφέρει εδώ - μια εξορία που φέρνει στη
μνήμη τους στίχους του Σεφέρη:
......................................................
η νοσταλγία
σού έχει πλάσει
μια χώρα
ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.[x]
Το μόνο είδος νοσταλγίας που θα
μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε αποδεκτό σε λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά, θα
ήταν η νοσταλγία με την έννοια που δίνει σε κείμενό του ο καθηγητής Μιχάλης
Μερακλής, όπου ως «νοσταλγία» νοείται μια «λαχτάρα
για την τάξη, την ισορροπία, τη δικαιοσύνη». Είναι η νοσταλγία την οποία,
όπως επισημαίνει, «έχουν στο βάθος μέσα τους» όλα τα σημαντικά έργα, «και εκείνα που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας
απώτερης τάξης και ισορροπίας και δικαιοσύνης στη ζωή, και εκείνα που
δημιουργούνται υπό το κράτος της συνείδησης για την αταξία, την ανισορροπία,
την αδικία που διέπουν τη ζωή».[xi] Μια τέτοιου είδους
νοσταλγία θα μπορούσαμε, νομίζω, να την ονομάσουμε «νοσταλγία του παραδείσου».
Και αυτού του είδους τη νοσταλγία – που και ως σκοπός της ζωής μπορεί να νοηθεί
-ποιος μπορεί να μην την αποδεχτεί σε παιδικά βιβλία;
Η άλλη περίπτωση είναι εκείνη
του συγγραφέα που αφηγείται με φανερή πικρία ή και μεμψιμοιρία τα μικρά του χρόνια,
διεκτραγωδεί τα τυχόν δεινά που υπέστη ως παιδί, παραλείπει όμως να παρουσιάσει
και τις ευχάριστες στιγμές ή τις διεξόδους που του επέτρεψαν να ξεπεράσει τις
δυσκολίες του και να αντικρίσει θαρραλέα το αύριο. Βρίσκεται κι αυτός σ’ ένα
είδος εξορίας από την παιδική ηλικία, δίνει όμως την εντύπωση ότι με κανέναν
τρόπο δεν επιθυμεί το σύγχρονο διάλογο με την ηλικία αυτή, ότι τον απωθεί η
έστω και στιγμιαία παλιννόστηση ή η “μέθεξη” σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με αυτή
την περίοδο της ζωής. Η δική του κατάσταση μου θυμίζει τον αφορισμό του
Οκτάβιου Μερλιέ: «Το να ζει κανείς τη μοίρα του σαν εξόριστος του παρελθόντος μες στον
σημερινό κόσμο αυτή είναι η ανυπόφορη εξορία...» - φράση που ειπώθηκε,
βέβαια, για άλλη αιτία και λόγο διαφορετικό[xii].
Μια τέτοια στάση και κατάσταση, ωστόσο,
προδίδει απόλυτη ανοσία στο “μικρόβιο της ευεξίας”, με άλλα λόγια μεταγγίζει
απαισιοδοξία και αποκαρδίωση. Και τούτα τα συναισθήματα είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να προκαλέσει ένα λογοτέχνημα
σε νεανικό αναγνωστικό κοινό που είναι - και πρέπει να είναι - "στραμμένο
προς το μέλλον", με κέφι και όρεξη για τη ζωή.
Αυτός ο "προσανατολισμός προς το μέλλον"
ως βασικό χαρακτηριστικό των αληθινών παιδικών βιβλίων, κατά τον Sοrianο, ας μην
οδηγήσει βέβαια σε παρεξηγήσεις. Αναμφίβολα δεν υπονοείται εδώ κάποια υποτίμηση
της αξίας του παρελθόντος ή υποβάθμιση της ανάγκης για γνώση της ιστορίας. Κοινός
τόπος ότι δέντρο δεν καρπίζει - ούτε καν επιζεί - αν αποκοπεί από τις ρίζες του.
Και ρίζα του μέλλοντος είναι βέβαια το παρελθόν. Σύμφωνα με φράση που αποδίδεται
στον Τ.S. Elliοt, άλλωστε, «δεν μπορούμε να χτίσουμε το μέλλον παρά μόνο με
υλικά του παρελθόντος». Στη ρήση του Sοrianο απλώς υπονοείται, θαρρώ, πως ο
συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, απαλλαγμένος από το άχθος της νοσταλγίας όταν
επιστρέφει νοερά στην παιδική ηλικία, είναι σε θέση να μετέχει σ' αυτή δημιουργικά,
κι έτσι ανακτά την ικανότητα να στρέφεται προς το μέλλον.
Προσανατολισμός προς το μέλλον λοιπόν, με
τη σωστή αντίληψη της φράσης. Σε τούτο το σημείο μού έρχεται στο νου κάτι που
υποστήριζε για την ποίηση ο Σεφέρης: «Η
ποίηση είναι ένα είδος χορού, [ενώ] η
πρόζα (...) ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου», έλεγε.[xiii]
Η παιδική λογοτεχνία μάς οδηγεί κάπου κι αυτή, σκέφτομαι. Το «κάπου» το δικό
της είναι – πρέπει να είναι - το μέλλον. Και πετυχαίνει να μας οδηγεί εκεί πότε
με τρεχάλα και χοροπηδητό, από χαρά για τη ζωή που απλώνεται μπροστά στο νεαρό
αναγνώστη, πότε με λαχάνιασμα από τη λαχτάρα του για το αύριο, και πότε με
αναστεναγμό από θλίψη, ακόμα και πόνο, γιατί αναπόφευκτα είναι κι από τέτοια
σπαρμένος ο δρόμος προς το μέλλον.
γ. Το παιδί-νοερός αναγνώστης ως γέφυρα με την παιδική ηλικία-πατρίδα
Τη διαφορά μεταξύ του "γράφω
για την παιδική μου ηλικία" και "γράφω μια ιστορία ή ένα μυθιστόρημα
για παιδιά" - που μπορεί να έχει ή να μην έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία –
ίσως πρέπει να τη διασαφηνίσουμε περισσότερο.
Νομίζω λοιπόν ότι η διαφορά αυτή κατανοείται καλύτερα αν, από τις
περιπτώσεις που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με το λόγο για τον
οποίο γράφουν για παιδιά οι συγγραφείς, δεχτούμε ως πλέον πειστική την
περίπτωση εκείνων που δηλώνουν ότι γράφουν έχοντας ως υποθετικό αναγνώστη ένα
παιδί. Η δική τους περίπτωση μας δείχνει καθαρά ότι χωρίς αυτό το παιδί-νοερό
αναγνώστη, ό,τι και αν γράψει για την παιδική του ηλικία ένας συγγραφέας λίγες
πιθανότητες έχει να ενδιαφέρει το παιδικό αναγνωστικό κοινό. Αν όμως είναι
παιδί ο φανταστικός αναγνώστης, τότε, είτε για την παιδική του ηλικία γράψει
ένας λογοτέχνης είτε οποιαδήποτε άλλη ιστορία, είναι βέβαιο σχεδόν ότι το έργο
του θα ενταχθεί στη λογοτεχνία για παιδιά. ΄Αλλωστε, όπως σημειώνει ο Βρετανός
μελετητής της παιδικής λογοτεχνίας Peter Hοllindale:
«Μερικά μυθιστορήματα για
ενήλικες κάνουν εκτενή χρήση χαρακτήρων-παιδιών, παρουσιάζουν ωστόσο
περιορισμένο και φτωχό ενδιαφέρον για τα παιδιά... Αντίθετα, ένα βιβλίο μπορεί
να μην έχει κανένα χαρακτήρα-παιδί, αλλά να έχει εμφανή στοιχεία μιας
πολύμορφης παιδικότητας»[xiv]
Στην
περίπτωση λοιπόν του λογοτέχνη που γράφει έχοντας κατά νου ένα παιδί ως
φανταστικό αναγνώστη, το παιδί αυτό τον ανακαλεί στην παιδική ηλικία-πατρίδα του,
κάτι που και θεμιτό είναι και εφικτό πρέπει να το θεωρήσουμε. “Η
παιδική ηλικία μπορεί να είναι άλλη χώρα, όμως όλοι μας, ως πρώην παιδιά,
μπορούμε να την επισκεπτόμαστε κατά βούληση”, έχει γράψει χαρακτηριστικά η
κορυφαία και πολυγραφότατη Βρετανή συγγραφέας παιδικών βιβλίων και δικαστικός
Nina Bawden.[xv]
Το παιδί αυτό λοιπόν γίνεται η αφορμή και η γέφυρα που νοερά μεταφέρει το
συγγραφέα στην παιδική ηλικία, στη χώρα-πατρίδα του. Και ο επαναπατρισμός αυτός
δεν μπορεί παρά να επηρεάζει σε
σημαντικό βαθμό το συγγραφέα και να διαμορφώνει αυθόρμητα τον τρόπο της
αφήγησης, τη μορφή αλλά και το περιεχόμενο του κειμένου του.
Αυτό το "αυθόρμητα" πρέπει να το υπογραμμίσουμε. Να τονίσουμε
ότι, κατά την ώρα της δημιουργίας, η νοερή αυτή παλιννόστηση στην παιδική
ηλικία-πατρίδα δεν υποχρεώνει τον πραγματικό λογοτέχνη να νοθεύσει τη γνησιότητα
του έργου του, δεν προκαλεί έκπτωση του αφηγηματικού του λόγου, και δεν τον
ωθεί σε οποιαδήποτε μορφή αυτολογοκρισίας. Είπαμε ήδη ότι ο “επαναπατριζόμενος”
συγγραφέας έχει ξεπεράσει πια το νόστο της επιστροφής, άρα είναι σε θέση ν’ αναπτύξει
διάλογο με την παιδική ηλικία, χωρίς να απεκδύεται την ωριμότητά του και τη
λογοτεχνική του ικανότητα. Εκτός και αν θεωρεί κανείς “νόθευση”, “έκπτωση” ή
“αυτολογοκρισία” την επίπονη αλλά σύμφυτη με τη δουλειά του λογοτέχνη προσωπική
επιλογή ή απόρριψη λέξεων, φράσεων και γεγονότων. Αν, δηλαδή, απορρίπτει κανείς
την επεξεργασία κάθε λογοτεχνικού έργου από το δημιουργό του, την λεγόμενη
“αγωνία του εργαστηρίου”, για την οποία θα μιλήσουμε περισσότερο σε ξεχωριστό
κεφάλαιο.
δ. Μια άλλης
μορφής εξορία
Μολονότι η αυτολογοκρισία ή η εκ
των προτέρων απόφαση να εξυπηρετηθούν στόχοι παιδαγωγικοί - δεσμεύσεις που μειώνουν
ή και ακυρώνουν την αξία του λογοτεχνικού κειμένου – είναι απορριπτέες ως
υποτιμητικές από το δημιουργό παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων, ο ίδιος πολύ συχνά
υποτιμάται και αντιμετωπίζει μια άλλης μορφής εξορία. Μια εξορία που τούτη τη φορά
έχει τη θλιβερή έννοια του όρου, και όχι απλώς την έννοια της "ετεροτοπίας",
όπως ίσως θα έπρεπε ευστοχότερα να είχαμε χαρακτηρίσει τη δημιουργική απόσταση
του συγγραφέα από την παιδική ηλικία-πατρίδα. Είναι η εχθρότητα και η τάση για
τον εκτοπισμό του από την κοινότητα των πνευματικών ανθρώπων, τον αποκλεισμό
του από εκδηλώσεις προβολής βιβλίων, την αποσιώπηση της επιτυχίας του
λογοτεχνικού του έργου και της ευρείας κυκλοφορίας των βιβλίων του. Ας τα δούμε
λεπτομερέστερα όλ’ αυτά.
Είναι γνωστό ότι τις περασμένες δεκαετίες πολύ αγωνίστηκαν οι συγγραφείς
παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων για να γίνουν δεκτοί στις εταιρίες των λογοτεχνών.
Σήμερα η κατάσταση έχει βέβαια βελτιωθεί, όμως οι διακρίσεις συνεχίζονται. Πολύ
ευκολότερα γίνεται δεκτός σε σωματεία του κλάδου του ένας συγγραφέας του οποίου το έργο απευθύνεται σε ενηλίκους
από κάποιον που ασχολείται αποκλειστικά με την παιδική λογοτεχνία. […]
Ως εξόριστοι από τον κόσμο των πραγματικών πνευματικών ανθρώπων εξακολουθούν να θεωρούνται οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων
και από μεγάλη μερίδα του ανίδεου κοινού. Τα ευτράπελα και τα απίστευτα
περιστατικά που βεβαιώνουν του λόγου το αληθές είναι πάμπολλα και έχουν συχνά
καταγραφεί.[xvi] ΄Ενα από τα πιο πρόσφατα, που
συνέβη με τη λήξη της χιλιετίας, το Δεκέμβρη του 1999, είναι τούτο:
Μια συγγραφέας που βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο παιδικής
λογοτεχνίας, χρειάστηκε πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας για να εισπράξει
το ποσό που συνοδεύει το βραβείο. ΄Οταν ο υπάλληλος της Εφορίας διάβασε στην αίτηση
“επάγγελμα: συγγραφέας”, είπε:
“Γνωστό τ’ όνομά σας. Γράφετε βιβλία λοιπόν;”
“Μάλιστα! Βιβλία για παιδιά”, απάντησε η συγγραφέας.
Και τότε ο υπάλληλος είπε το εξής απίστευτο:
“Στα παιδικά βιβλία πήγε κι εμένα ο νους μου, αλλά δε σας το είπα, για
να μη σας προσβάλω!”
ε. Η
παλιννόστηση, η παιδικότητα και η επαφή με τα παιδιά
Την διαρκή και εποικοδομητική “παλιννόστηση”
των Ελλήνων συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας στη θέση που τους αξίζει την έχουν
ευτυχώς αναλάβει από τη δεκαετία του 1980 τα παιδαγωγικά τμήματα των ελληνικών
πανεπιστημίων, τα οποία περιβάλλουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στοργή την
παιδική λογοτεχνία.[xvii]
Η έγνοια και η στάση τους δείχνουν ότι προσυπογράφουν όσα καίρια έχει
επισημάνει με θαυμαστή πυκνότητα ένας σύγχρονος διανοητής μας για τους πνευματικούς
ανθρώπους:
"Αυθεντικοί πνευματικοί άνθρωποι
είναι αυτοί που μεταφέρουν όλο το υπερβατικό ρίγος της παιδικής εμβιώσεως στο
έργο της ενηλικιώσεώς τους. Σ' αυτούς ενηλικίωση δε σημαίνει απόρριψη της
παιδικότητας, αλλά απλώς απόκτηση της ικανότητας να εκφραστεί με το λόγο, την
τέχνη, τούτος ο ατίμητος θησαυρός της παιδικότητας".[xviii]
Σχετικά με τη διατήρηση της «παιδικότητας», ας προσθέσουμε και μια φράση του μακαριστού Κωνσταντίνου Π. Δεμερτζή, φιλόλογου,
διανοητή και Προέδρου του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου επί σειρά ετών:
«Κάθε
άνθρωπος, και στην πιο γεροντική του ηλικία, διατηρεί μέσα του ένα μέρος της
ψυχής του της παιδικής. Χαρά σ’ εκείνον που μπορεί να ανιχνεύσει το πολύτιμο
αυτό κομμάτι κι ανέπαφο να το διατηρήσει από της ζωής τις εναντιότητες».[xix]
Τέλος ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό και τα
όσα σχετικά έχει δηλώσει αποκαλυπτικά ο
Νίκος Καζαντζάκης:
«...Δοξάζω το Θεό που ζει ακόμα μέσα μου
πολύχρωμο, πολύβουο, δροσερό, το παιδικό ετούτο όραμα. Αυτό κρατάει το μυαλό
μου ανέγγιχτο από τη φθορά και δεν το αφήνει να μαραθεί και να στερέψει. Είναι
η άγια στάλα, το αθάνατο νερό, που δε με αφήνει να πεθάνω. ΄Οταν, γράφοντας,
θέλω να μιλήσω για τη θάλασσα, για τη γυναίκα, για το Θεό, σκύβω απάνω στο
στήθος μου κι αφουγκράζουμαι τι λέει το παιδί μέσα μου, αυτό μου υπαγορεύει,
και αν τύχει κάπως να ζυγώσω με λόγια και να στορήσω τις μεγάλες ετούτες
δύναμες – τη θάλασσα, τη γυναίκα, το Θεό – στο παιδί που ζει ακόμα μέσα μου το
χρωστώ. Ξαναγίνουμαι παιδί, για να μπορώ να βλέπω με μάτια παρθένα, για πρώτη
πάντα φορά, τον κόσμο.» [xx]
'Ενα ερώτημα τώρα που τίθεται συχνά από γονείς και δασκάλους, αλλά και
από τα ίδια τα παιδιά, όταν γίνεται λόγος περί "παιδικότητας", είναι
το πώς καταφέρνει ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων να διατηρεί τούτη την ιδιότητα.
«Πώς ξέρετε πώς νιώθουμε; με ρωτούν συχνά τα
παιδιά», αναφέρει η γνωστή και τιμημένη με το βραβείο ΄Αντερσεν Αμερικανίδα
συγγραφέας παιδικών βιβλίων Katherine Pattersοn. «΄Ημουν κάποτε κι εγώ παιδί, ξέρετε» τους λέω. Γελούν νευρικά, το
βρίσκουν δύσκολο να φανταστούν πως η γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά που στέκεται
μπροστά τους υπήρξε ποτέ παιδί. ΄Η ότι η παιδική της ηλικία, χαμένη στην αχλύ
μιας παλιάς εποχής, μπορεί ποτέ να έχει κάποια σχέση με τα σημερινά παιδιά. Οι
ενήλικοι είναι ακόμα πιο σκεπτικιστές. Τα σύγχρονα παιδιά είναι τόσο
διαφορετικά ακόμα και από τα παιδιά όπως ήταν πριν από λίγα χρόνια, λένε. Πώς
είναι δυνατό να γράφετε ιστορίες για παιδιά που ζουν παρέα με το διαδίκτυο ή
που τα δάχτυλά τους είναι κολλημένα στα βιντεοπαιχνίδια;»[xxi]
Ως
απάντηση η Patersοn αναφέρει μία ρήση του William Butler Yeats: «Αν σκεφτόμαστε με το δικό μας νου και
κατανοούμε τα όσα πασχίζουν να εκφραστούν μέσ’ από το μυαλό μας, συγκινούμε
τους άλλους όχι επειδή τους σκεφτήκαμε αυτούς τους άλλους, αλλά επειδή η ζωή
έχει την ίδια ρίζα.». Και προσθέτει: «Ο
συγγραφέας γράφει από το βαθύτερο κομμάτι του εαυτού του και οι αναγνώστες
αποκρίνονται από το βαθύτερο κομμάτι του εαυτού τους. Αυτά τα δυο χτίζουν μια
ανθρώπινη γέφυρα. Οι δύο κόσμοι μας συναντιούνται». [xxii]
Μια άλλη απάντηση
στο ερώτημα πώς καταφέρνει να διατηρεί την παιδικότητά του ο συγγραφέας, ώστε
να μπορεί να επικοινωνεί με τα παιδιά, είναι η επόμενη: Πρόκειται για δώρημα,
τάλαντο που του επιτρέπει να "βιώνει"
την παιδικότητα, χωρίς να εκπίπτει σε παλίμπαιδα, έμφυτη ικανότητα που ευκολύνει
το δημιουργικό διάλογο του συγγραφέα με τη νοητή χώρα των παιδιών.
Βέβαια το τάλαντο
μόνο ποτέ δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται καλλιέργεια. Σε τούτη την καλλιέργεια
συμβάλλει σημαντικά η επικοινωνία με τους νεαρούς αναγνώστες, ώστε να
διατηρείται ανοιχτή η γέφυρα του συγγραφέα με την παιδική ηλικία.. ΄Ενας τρόπος
είναι η αλληλογραφία. ΄Αλλος είναι οι συναντήσεις με παιδιά σε σχολεία,
βιβλιοθήκες, παιδότοπους ή εκθέσεις βιβλίου.
Τα γράμματα που
στέλνουν τα παιδιά σ’ ένα συγγραφέα συχνά φανερώνουν γνήσιες αντιδράσεις και
μεταφέρουν την εικόνα και τη σκέψη του σύγχρονου νεαρού αναγνώστη. Η
επικοινωνία αυτή προϋποθέτει βέβαια τη διάθεση του συγγραφέα να απαντά σε όλα
ανεξαιρέτως τα παιδιά που του γράφουν. Και η διάθεση αυτή δεν υπάρχει σε όλους
τους συγγραφείς. Προσωπικά, θεωρώντας εξαιρετικά αποκαλυπτικό αυτόν τον τρόπο
επικοινωνίας, απαντώ πάντα στα παιδιά που μου γράφουν και θεωρώ τα γράμματα που
έχω λάβει ως πολύτιμα αποκτήματα.
Αποτελεσματική
μπορεί να είναι και η συνάντηση του συγγραφέα με τα παιδιά στις παιδικές
βιβλιοθήκες. Πρέπει όμως να έχει καλά οργανωθεί από τους υπεύθυνους
βιβλιοθηκαρίους.
Λιγότερο
φερέκαρπες είναι οι συναντήσεις σε παιδότοπους και εκθέσεις βιβλίου, που δεν
προσφέρονται για ουσιαστική επικοινωνία, όμως κι αυτές ακόμη έχουν να
προσφέρουν κάτι.
Οι πιο
εποικοδομητικές συναντήσεις συγγραφέων και παιδιών γίνονται στα σχολεία, στις
τάξεις τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτός
είναι και ο λόγος που θα μιλήσουμε γι’ αυτές εκτενέστερα σε άλλο κεφάλαιο.
Κύριος
στόχος βέβαια των συναντήσεων σε βιβλιοθήκες, σχολεία και εκθέσεις είναι να
παρακινηθούν οι μαθητές να διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία και το όφελος που αποκομίζουν από αυτή την
επικοινωνία είναι όντως σημαντικό. Από την άλλη πλευρά ωφελείται και ο
συγγραφέας. Βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τον τρόπο που τα παιδιά σκέφτονται, δρουν
και εκφράζονται. ΄Ετσι μπορεί με τη σειρά του να στρέφεται προς το μέλλον και
να χτίζει άλλες απαραίτητες γέφυρες: Να γεφυρώνει με τα έργα του τα χάσματα που
απλώνουν οι καιροί μας μπροστά στα παιδιά. Μεταφέρω και πάλι εδώ μερικές
σκέψεις της Katherine Patersοn:
«Στα τόσα χρόνια που έχω ζήσει, είδα πολλά
χάσματα που έπρεπε να γεφυρωθούν – χάσματα πολιτισμών, χρόνου, φυλετικών και
θρησκευτικών διαχωρισμών, ταξικών και πολιτιστικών ιδεολογιών – και νόμιζα ότι
για όλ’ αυτά θα μπορούσε να χτιστεί μια γερή γέφυρα για τα παιδιά. ΄Ομως το
μάθημα που πήρα όλα τούτα τα χρόνια είναι ότι δεν μπορείς απλά να χτίσεις μια
γέφυρα για ένα παιδί, πρέπει να γίνεις γέφυρα ο ίδιος – πρέπει εσύ ο ίδιος ν’
απλωθείς για να ενώσεις τις άκρες του χάσματος.»[xxiii]
στ. Ελπίδα και
αυτοεξορία
'Ενα άλλο ερώτημα τώρα που υποβάλλεται από τους ενηλίκους, είναι το εξής: Πώς γίνεται
ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων να στρέφεται προς το μέλλον με αισιοδοξία, να
γεφυρώνει χάσματα και να μεταδίδει «το μικρόβιο της ευεξίας», πώς μπορεί να
διατηρεί εντός του και να μεταγγίζει στα έργα του ελπίδα, όταν ζει σ’ έναν κόσμο
που μαστίζεται από τη βία, την εκμετάλλευση, τη διαφθορά, τους βρόμικους πολέμους
και την τρομοκρατία; 'Οταν είναι αναγκασμένος να αποτελεί μέλος μιας κοινωνίας
όπου υπάρχει πια όχι μόνο κρίση συγκεκριμένων αξιών, αλλά αμφισβήτηση της αναγκαιότητας
των αξιών;
Οι σκέψεις αυτές δείχνουν την απελπισία των ενηλίκων. Και οι ενήλικοι
δεν έχουν διόλου άδικο να νιώθουν απελπισμένοι. Πληθαίνουν στις μέρες μας οι φωνές διαμαρτυρίας για την κατάντια του κόσμου
μας, μεγαλώνει η απαισιοδοξία για το μέλλον, βαθαίνει η απογοήτευση για την
καταρράκωση θεσμών και απαρασάλευτων, διαχρονικών αξιών. Κάθε άνθρωπος που ανησυχεί
θα προσυπέγραφε με θλίψη τούτους στίχους:
Σήμερα πια σε ποιον να μιλήσω;
Τ' αδέρφια έχουν γίνει εχθροί,
οι φίλοι δεν αγαπιούνται.
Σήμερα πια σε ποιον να μιλήσω;
Αρπακτικές έχουν γίνει οι καρδιές,
όλοι κλέβουν το βιος του γείτονα.
Σήμερα πια σε ποιον να μιλήσω;
Ο καλός το βάζει στα πόδια,
ο θρασύς φανερώνεται παντού...
Σήμερα πια σε ποιον να μιλήσω;
'Οσοι έπρεπε ν' αγριεύουν με τον ανέντιμο
άνθρωπο
χαμογελούν μ' επιείκεια μπροστά στην
ατιμία του...
Μόνο που οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν από έναν ανώνυμο
απελπισμένο αρχαίο Αιγύπτιο ποιητή πριν από 4.000 χρόνια (δημοσιεύτηκαν προ
καιρού στο Περιοδικό για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου).
Σαν μια
πρώτη απάντηση λοιπόν θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι, αιώνες τώρα, η
ελπίδα για τον άνθρωπο και τον κόσμο του δεν σβήνει ούτε δείχνει πως θα χαθεί.
Αυτό μάλιστα φαίνεται να το πιστεύουν ακράδαντα όσοι ασχολούνται με την παιδική
λογοτεχνία. Γι' αυτό και η ελπίδα ποτέ δε λείπει από τις σελίδες κάθε παιδικού
βιβλίου που γράφεται με έγνοια για το μέλλον και με αγάπη για το
παιδί-αναγνώστη. ΄Αλλωστε "η αγάπη πάντα στέγει, πάντα υπομένει, πάντα
ελπίζει..."
Μια δεύτερη απάντηση θα μπορούσε να είναι η άποψη που είχε διατυπώσει ο
Γερμανός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μίχαελ 'Εντε:
“Οι αξίες δεν παρουσιάζονται από
μόνες τους και δεν είναι αυταπόδεικτες. Αντίθετα, για να επιβιώσουν πρέπει όχι
μόνο να δημιουργούνται αλλά και να ανανεώνονται. 'Ολη η κοινωνική κριτική προϋποθέτει
μια απλή αξία: την αξία της ανθρώπινης ζωής. Καθήκον του κάθε συγγραφέα είναι να
επαναδημιουργεί αυτή την αξία ξανά και ξανά, με το δικό του τον τρόπο, τη δική
του ηλικία, τη δική του παιδεία...” [xxiv]
Μια τρίτη απάντηση, τέλος, θα μπορούσε να είναι και τούτη: Η ελπίδα και
η αισιοδοξία που βλασταίνουν στα έργα της παιδικής λογοτεχνίας είναι αποτέλεσμα
και αυτά μιας άλλης επωφελούς περιοδικής εξορίας, ή μάλλον αυτοεξορίας του δημιουργού
από τον παραλογισμό του σημερινού κόσμου, την ώρα της δημιουργίας. Εδώ
πρόκειται για μια "ετεροτοπία", που του επιτρέπει να οραματίζεται το
μέλλον βελτιωμένο˙ είναι μια ηθελημένη αποστασιοποίηση που γεννά την πεποίθηση
ότι τα πάντα αναγεννώνται και ότι ουδέν απόλλυται.
'Οταν έτσι τοποθετώ στη σκέψη μου την ικανότητα για την τελευταία τούτη
επωφελή αυτοεξορία και απόδραση από τα δεινά του σύγχρονου κόσμου όσων γράφουν
για παιδιά, έρχεται στο νου μου ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη από το "'Αξιον
εστί": "Εξόριστε ποιητή, στον
αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;” Και βέβηλα ίσως, αλλά αυθόρμητα, τον συμπληρώνω
με τον δικό μου τρόπο, απαντώντας:
Βλέπω τη διαρκή παλιννόστηση
στη νοητή χώρα των
παιδιών,
βλέπω τη διαρκή ανάσταση
ελπίδων και αξιών,
σημάδι ότι θα λάβουνε
τα όνειρα εκδίκηση,
και θα έχει κάθε
παιδί
τα λίγα γραμμάρια
της ευτυχίας που του ανήκουν.
[i] Βλ. στηv εφημερίδα Τo Βήμα ( Κυριακή 19 Μαρτίoυ 1995, σελ. Β2.36) τηv άπoψη της Φωτειvής Επαvωμίτη, όπως τηv αvαφέρει o Αv. Καθηγητής τωv Νεoελληvικώv Σπoυδώv στo Παvεπιστήμιo τoυ Birmingham της Αγγλίας Δ. Τζιόβας, στo άρθρo τoυ "Οι συγγραφείς της εξoρίας".
[ii] Στο άρθρο του Francis King “Abroad
Thoughts from Home”, Author! Author!, (Κεφάλαιο «Pros and Cons of Exile»), επιμέλεια: Richard Findlater, Faber and Faber, Λονδίνο: 1984, σελ.250.
[iii] Φράση της Ursula le Guin, στο άρθρο της “This Fear of
Dragons”, στο The Thorny Paradise, επιμέλεια: Edward Blishen, Kestrel Books 1975,
σελ. 91.
[iv] Ιψ ο τυπογράφος, Πατάκης, Αθήνα:
2000, σελ.26.
[v] Στο βιβλίο του A Journey of Discovery – On Writing
for Children, Kestrel Books, 1975, σελ. 62.
[vii] Στo άρθρo τoυ "'Ερευvα και κριτική στo χώρo της παιδικής λoγoτεχvίας" (μετ.: I.Ν. Βασιλαράκης), στo περιoδικό Η Λέξη, τεύχος 118, Νoε.-Δεκ.1993, σελ.808.
[viii] Στο βιβλίο του Signs of Childness in Children’s Books, Thimble
Press, Stroud (UK): 1997, στη σελ. 68.
[ ix ] Στο άρθρο “Jury President’s report”στο Bookbird, τόμος 34, Νο 2, σελ.58-62.
[x] «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» στ.
47-48 στα Ποιήματα, ΄Ικαρος, Αθήνα 1998, σελ.164-165
[xi] Στο άρθρο του
«Λογοτεχνία και ζωή», περιοδικό Πειραϊκά
Γράμματα, τ.22, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2000, σελ. 17.
[xii] Στο άρθρο του «Ο
Γιώργος Σεφέρης και ο Ελληνισμός».
[xiii] Στο δοκίμιό του
«΄Ενας ΄Ελληνας – Ο Μακρυγιάννης», Δοκιμές
(1936-2947), τομ. Α΄, ΄Ικαρος, Αθήνα 1974, στη σελ.254.
[xiv] Στο βιβλίο του Signs of Childness in Children’s Books, ό.π. στη σελ. 85.
[xv] Στο άρθρο της “Remembering Dorothy”, περιοδικό Hornbook, Βοστώνη, Μάρτιος-Απριλιος 2000, σελ.172
[xvi] Βλ. Λ. Πετρoβιτς-Αvδρoυτσoπoύλoυ Μιλώvτας για τα παιδικά βιβλία, Αθήνα: Κασταvιώτης, 1983, 1987, σελ. 92, και Η
παιδική λoγoτεχvία στηv επoχή μας, Αθήνα: Κασταvιώτης, 1990, σελ. 22-23 και 35-36.
[xvii] Η θέση τους
καθρεφτίζεται ολοκάθαρα στα πονήματα των πανεπιστημιακών που διδάσκουν στα
παιδαγωγικά τμήματα των πανεπιστημίων μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:
Ηρακλής Καλλέργης: «Διαπιστώσεις και
προτάσεις για τη διδασκαλία της παιδικής λογοτεχνίας στα παιδαγωγικά τμήματα»
και «Η παιδική λογοτεχνία στα παιδαγωγικά τμήματα», Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Καστανιώτης, Αθήνα: 1995.
΄Αντα Κατσίκη-Γκίβαλου: «Η παιδική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο.΄Ερευνα και
διδασκαλία», Το θαυμαστό ταξίδι, Πατάκης,
Αθήνα: 1995. Ανάλογο είναι το ζωηρό ενδιαφέρον και η αφοσίωση στη μελέτη και τη
διδασκαλία της παιδικής λογοτεχνίας πολλών ομότιμων, τακτικών, αναπληρωτών ή
επίκουρων καθηγητών ή επιστημονικών συνεργατών των πανεπιστημίων μας, όπως οι
κ.κ. Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Βενετία Αποστολίδου,
Πολυδεύκης Ασωνίτης, Γιάννης Βασιλαράκης, Αγγελική Γιαννικοπούλου, Ζωή
Γκενάκου, Αλεξάνδρα Ζερβού, Τζίνα Καλογήρου, Μένη Κανατσούλη, Ανδρέας
Καρακίτσιος, Μάρθα Καρπόζηλου, Γιώργος Καψάλης, ΄Αλκηστη Κοντογιάννη, Δημήτρης
Κουκουλομμάτης, Μιχάλης Μερακλής, Μαρία Μιράσγεζη, Αθανάσιος Νάκας, Αναστασία
Οικονομίδου, Φωτεινή Παπαντωνίου, Βίκυ Πάτσιου, Θεοδόσης Πυλαρινός, Αναστασία
Ρουτζούνη-Μπίκα, Γιώργος Σπανός, Ελένη Χοντολίδου κ.ά. Επίσης φανερώνεται με
τον σημαντικό αριθμό των διατριβών που ολοκληρώθηκαν ή ετοιμάζονται, από
πολλούς ερευνητές, όπως οι: Κατερίνα Γεωργοπούλου, Νικολέττα Γκλιάου, Ελένη
Ηλία, Θάλεια Καλαμπαλίκη-Μπάου, Μαριάνθη Καπλάνογλου, Μαρία Κουρκουμέλη,
Δομινίκη Σάνδη, Κώστας Μαλαφάντης, Ιωάννης Μητροφάνης, Γιάννης Μπάρτζης, Βάσω
Οικονομοπούλου, Γιάννης Παπαδάτος, Γεώργιος Παπαντωνάκης, Βασιλική Παρρά,
Δημήτρης Πολίτης, Δομινίκη Σάνδη, Τασούλα Τσιλιμένη,
Μαρία-Μάγδα Τζαφεροπούλου, Σοφία Χατζηδημητρίου, κ.ά.
[xviii] Βλ. περιoδικό ΕΥΘΥΝΗ, τεύχoς 180, Δεκ. 1986, σελ. 620.
[xix] Κείμενα και στοχασμοί ενός δασκάλου, Αθήνα: Φιλιππότης 1981, σελ. 125.
[xx] Αναφορά στον Γκρέκο, Aθήνα,
1961, σελ. 59.
[xxi] Από την ομιλία της
στο 27ο Συνέδριο της ΙΒΒΥ, στην Καρθαγένη της Κολομβίας, το Σεπτέμβρη του 2000.
[xxiv] Στo άρθρo τoυ "Τo γράψιμo, έvα αυθόρμητo παιχvίδι", περιoδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τεύχος 5, 'Αvoιξη 1987, σελ. 20 -28.