Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Στοιχεία λαϊκού παραμυθιού στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία για παιδιά


Από το βιβλίο «“Όπως και στ’ αηδόνια” - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις, Πατάκης 1995  http://www.loty.gr/meletimata_analyt_3.htm

Ο τίτλος αυτού του κειμένου ίσως δίνει την εντύπωση ότι προσεκτικά θα απαριθμήσω όλα τα στοιχεία των λαϊκών παραμυθιών που έχουν κατά καιρούς επισημανθεί, και με λεπτομέρειες θα αναφέρω κάθε τέτοιο στοιχείο που εντοπίζεται στη σύγχρονη πεζογραφία για παιδιά. Μπορεί και να περίμενε κανείς ότι θ' αναφερθώ, για παράδειγμα, στις 31 λειτουργίες των δρώντων προσώπων που καταγράφει ο Προπ, και θα επιχειρήσω κάποια συσχέτιση με τις λειτουργίες και τα πρόσωπα στη σύγχρονη παιδική μας λογοτεχνία.
     'Ενας συγγραφέας ωστόσο έχει πάντα τη δική του οπτική γωνία, τη δική του θέαση των πραγμάτων, τη δική του -συχνά απρόοπτη, παράδοξη ή και αιρετική-  άποψη, και αυτή θαρρώ πρέπει να καταθέτει, όταν μάλιστα για ένα θέμα σαν αυτό, που αφορά τη σχέση του παραμυθιού με τα επώνυμα λογοτεχνήματα για παιδιά, σεβαστοί καθηγητές, μελετητές και λαογράφοι έχουν δώσει εξαίρετα πονήματα. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω εδώ τις εργασίες της Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Πάτρας κ. Μαρίας Μιράσγεζη: Λαογραφικά στοιχεία στην Παιδική Λογοτεχνία[1], Απόηχοι του παραμυθιού στην Παιδική Λογοτεχνία [2], Λαογραφία και Παιδική Λογοτεχνία[3], κ.ά.
     Δε θα ασχοληθώ λοιπόν ούτε με τα δομικά στοιχεία που ίσως έχουν κοινά τα λαϊκά παραμύθια και τα πεζογραφήματα για παιδιά ούτε με τα λαογραφικά στοιχεία που εντοπίζονται στην παιδική μας λογοτεχνία. Θα περιοριστώ στην επισήμανση τριών, κατ' αρχάς, κύριων -και καίριων- κατά τη γνώμη μου, χαρακτηριστικών των παραμυθιών. Σ' αυτά θα σταθώ πρώτα και θ' αναφέρω κείμενα όπου έκδηλα είναι τούτα τα χαρακτηριστικά.
     Είναι γνωστό και κοινά παραδεκτό λοιπόν ότι:
α) Στο παραμύθι υπάρχει πλοκή. "Κυρίως όταν λέγωμεν παραμύθι" τόνιζε ο Γ.Μέγας, "εννοούμεν μίαν έντεχνον διήγησην που έχει πλοκήν..." [4]
Ο Καθηγητής Μιχάλης Μερακλής
β) Στόχος του παραμυθιού είναι η τέρψη των αποδεκτών του. "Κοινός σκοπός (των παραμυθιών)" σημείωνε και πάλι ο Γ. Μέγας "είναι να τέρψουν τον ακροατήν" [5].
γ) Στο παραμύθι θριαμβεύει η δικαιοσύνη και η ηθική ομορφιά, με άλλα λόγια υπάρχει καλό τέλος. 'Οπως παρατηρεί ο Καθηγητής Μιχ. Μερακλής, "(στο παραμύθι)... στο μυθικό αυτό κοσμοείδωλο, υπάρχει ένας στοιχειώδης αλλά αμετακίνητος κώδικας συμπεριφοράς που αυτός δεν είναι μυθικός αλλά βασίζεται στη βαθύτερη φύση -ή τουλάχιστον ανάγκη- του ανθρώπου να ζητάει δικαιοσύνη. Είπαν πως είναι το παραμύθι (και πραγματικά είναι) διήγηση με ευχάριστο τέλος, ακριβώς γιατί είναι διήγηση λυτρωτική και καθαρτική" [6]. Και ο Καθηγητής Β.Δ. Αναγνωστόπουλος συμπληρώνει: "(το παραμύθι) δεν καταλήγει κατ' ανάγκη σε ηθικό δίδαγμα αλλά η όλη αφήγηση... τονίζει την υπεροχή του καλού πάνω στο κακό." [7]
     Τα τρία τούτα χαρακτηριστικά είναι αναμφίβολα και γνωρίσματα όσων πεζογραφημάτων εντάσσονται στην παιδική λογοτεχνία, όπως πλήθος λογοτεχνικά κείμενα το αποδεικνύουν. Μπορεί βέβαια ν' αναρωτηθεί κανείς: Και δεν εντοπίζονται τέτοια χαρακτηριστικά και στα σύγχρονα λογοτεχνήματα για μεγάλους;
Alan Garner
     Φοβούμαι πως οι υπάρχουσες πληροφορίες μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά κανόνα (με τις απαραίτητες εξαιρέσεις φυσικά) όχι, δεν υπάρχουν -ή τουλάχιστον δεν συνυπάρχουν και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Η πλειονότητα των λογοτεχνών σε παγκόσμια κλίμακα δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια να τέρψουν πραγματικά τον αναγνώστη, να του διηγηθούν ιστορίες όπου υπάρχει μύθος με αρχή μέση και τέλος, όπου τελικά το κακό δεν θριαμβεύει πάντα, το καλό δεν νικιέται πάντα. Ο γνωστός 'Αγγλος συγγραφέας παιδικών βιβλίων Alan Garner παρατηρεί: "Δε βρήκα τίποτα στα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα που να με αφορά, ενώ, αντίθετα, όλα με αφορούσαν στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Θυμούμαι πόσο με εντυπωσίασε το ότι κάποιος 'Ελληνας, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και πλέον, είχε γράψει κάτι που με βοήθησε να καταλάβω τον τρόπο που συμπεριφερόταν σήμερα η μητέρα της αρραβωνιαστικιάς μου..." Και καταληγει: "Τα σύγχρονα μυθιστορήματα είναι γραμμένα από υπερδιανοούμενος με αφηρημένη σκέψη για άλλους διανοούμενους με επίσης αφηρημένη σκέψη. Κανείς δε μου λέει, εμένα του αναγνώστη, "σ' αγαπάω". Δε βρήκα τίποτα το θεμελιώδες, τίποτα που να βιώνεται πραγματικά, να ξεπερνιέται, να σώζεται. Η κάθαρση είναι σχεδόν ανύπαρκτη".[8]
    Ο επαρκής σημερινός αναγνώστης δε θα δυσκολευτεί, υποθέτω, να διαπιστώσει ότι τα λεγόμενα του Garner αφορούν σε σημαντικό βαθμό και τη δική μας πραγματικότητα. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους λογοτέχνες μας που συνειδητά απευθύνονται σε ενήλικες αρκούνται να στήνουν με τα κείμενά τους έναν καθρέφτη στο πρόσωπο του αναγνώστη για ν' αναγνωρίσει τα προσωπικά του ή τα κοινωνικά αδιέξοδα. Και τούτο με τρόπο διόλου αγαπητικό για τον αποδέκτη, χωρίς καμιά αχτίδα φωτός στο τέλος, χωρίς ίχνος ελπίδας, χωρίς την ελάχιστη αίσθηση κάθαρσης.
     'Iσως μπορεί να αντιτάξει κανείς εδώ, ότι από τους σημαντικότερους σκοπούς με τους οποίους μπορούμε να χρεώσουμε τη γνήσια λογοτεχνία είναι η διερεύνηση της ανθρώπινης εμπειρίας κι ο εμπλουτισμός των ανθρωπίνων συναισθημάτων και αντιλήψεων. Και αυτά δεν προκαλούν πάντα ευχαρίστηση στον αναγνώστη με την τρέχουσα έννοια, λύτρωση ή άμεσα αισθητή τέρψη, αλλά προβληματισμό και βαθύτερη κατανόηση του εαυτού και των άλλων. Συχνά ωστόσο, στην προσπάθειά τους οι σύγχρονοι λογοτέχνες να πετύχουν αυτούς τους στόχους, δεν καταλήγουν παρά στη δική τους και μόνο εκτόνωση και ανακούφιση από τα δικά τους άγχη, τις δικές τους αποτρόπαιες μνήμες, τη δική τους ανασφάλεια ή απελπισία. Και βέβαια όλ' αυτά σε περιτύλιγμα, συνήθως, υποτιθέμενου "ρεαλισμού", όπως αποκαλείται η τάση για παρουσίαση χυδαιοτήτων και χρήση βωμολοχιών [9].
     Τούτες οι σκέψεις μάς οδηγούν στην επισήμανση ενός ακόμα χαρακτηριστικού των παραμυθιών: στην έλλειψη χυδαίου τρόπου αφήγησης, ακόμα και όταν ιστορούνται αιμομιξίες ή άλλες ακραίες καταστάσεις. Η αθυροστομία που περιείχαν κάποιες ευτράπελες λαϊκές διηγήσεις, που ακούγονταν πιο συχνά στα θαλασσινά ταξίδια για να γελάσουν και να ξεδώσουν οι ναυτικοί -μια αθυροστομία "αριστοφανικού τύπου" μπορούμε ίσως να πούμε-, σπάνια εισχωρούσε και στα γνήσια παραμύθια. Και ασφαλώς δεν εξέπιπτε σε σημερινού τύπου αισχρολογία, που συνήθως μας σερβίρεται αναίτια και με σοβαροφάνεια, και που εύκολα ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως πρόκειται απλώς για "μανιώδη θήρα βωμολόχου αιφνιδιασμού", όπως εύστοχα τη χαρακτήριζε ο Χουρμούζιος [10], τάση ξένη προς την παιδική λογοτεχνία.
    Υπάρχει όμως, κατά τη γνώμη μου, ακόμη ένα χαρακτηριστικό στα παραμύθια που εύκολα ανιχνεύεται και στα πεζογραφήματα για παιδιά: είναι η αντιμετώπιση της ζωής από τη θέση του αδύναμου, του μικρού, ή του ανίσχυρου, και ταυτόχρονα η θέαση του κόσμου και των όντων με ματιά καθαρή, άμεση, συχνά απρόοπτη, ανοιχτή στο θαυμασμό, στη φαντασία και στο όνειρο -δηλαδή ματιά που σήμερα την ονομάζουμε παιδική και που απουσιάζει, κατά κανόνα, από την άλλη λογοτεχνία.
     Ξεκάθαρη πλοκή λοιπόν που τέρπει τον αναγνώστη, κάθαρση, επικράτηση της δικαιοσύνης, ελπιδοφόρο τέλος, αγαπητική σχέση με τον αναγνώστη, απουσία χυδαιότητας, ματιά ανεπιτήδευτη, "θαυμαστική", θέαση των πραγμάτων από την πλευρά του αδυνάτου - νά κάποια σημαντικά στοιχεία του παραμυθιού, ιδού και τα κύρια γνωρίσματα των σύγχρονων πεζογραφημάτων για παιδιά.
     Θα ευχόμουν να είχα την άνεση ν' αναφέρω εδώ σύντομη περίληψη εκατό τουλάχιστον συγχρόνων μυθιστορημάτων και διηγημάτων για παιδιά, ώστε από δείγμα ικανό να φανεί ανάγλυφα η ύπαρξη των χαρακτηριστικών που αναφέραμε. 'Ομως δεν μπορώ παρά να περιοριστώ σε σύντομη μνεία μερικών έργων, με την ελπίδα ότι οι ενδιαφερόμενοι θα θελήσουν να τ' αναζητήσουν και να διαπιστώσουν την αλήθεια των όσων υποστηρίζω. Για παράδειγμα:
Γαλάτεια Σουρέλη
 
- Στο Εμένα με νοιάζει (Πατάκης) της Γαλάτειας Σουρέλη, ένα άρτιο λογοτέχνημα που πραγματικά τέρπει τον αναγνώστη, οι προσπάθειες ενός δασκάλου και των μαθητών του καρποφορούν, έπειτα από σκληρό αγώνα, πολλές περιπέτειες και απογοητεύσεις, κι έτσι σώζεται ένα ολόκληρο χωριό.
 
- Στο Για τον πατέρα (Πατάκης) της Καλλιόπης Σφαέλλου, ένα δεκατριάχρονο αγόρι αναζητεί και τελικά βρίσκει τον χαμένο πατέρα του, αγνοούμενο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πλοκή έντονη, έκβαση αίσια, τελικά τέρψη για τον αναγνώστη κι εδώ.
Ειρήνη Μάρρα
- Στο Μάνα δεν είναι μόνο μία (Ψυχογιός) της Φράνσης Σταθάτου, και στα Μια ιστορία για δύο (Καστανιώτης) της Ειρήνης Μάρρα και Το κορίτσι με τις δύο μητέρες (ΑΣΕ) του I.Δ. Ιωαννίδη, το θέμα "υιοθεσία" και "θετή μητέρα" δημιουργεί κρίσιμες καταστάσεις, συγκινεί τον αναγνώστη, τον φέρνει σε επαφή με πλευρές της σκληρής πραγματικότητας αλλά δεν τον αφήνει μετέωρο, διαφαίνεται ρύθμιση δίκαιη που έρχεται ύστερα από ενδιαφέρουσα πλοκή.
- Στα S.Ο.S. Κίνδυνος (Καστανιώτης) της Νίτσας Τζώρτζογλου και Το ταξίδι που σκοτώνει (Καστανιώτης) του Μάνου Κοντολέων, παιδιά προεφηβικής κι εφηβικής ηλικίας, μέσα από δυσάρεστες περιπέτειες, έρχονται αντιμέτωπα με τη μάστιγα των ναρκωτικών, βιώνουν τραγικά περιστατικά, όμως δίνουν μάχη και τελικά βρίσκουν διέξοδο προς τη ζωή.
Λίτσα Ψαραύτη
- Στα Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Κέδρος) της 'Αλκης Ζέη, Το Διπλό ταξίδι (Πατάκης) της Λίτσας Ψαραύτη, Απο κει βγαίνει ο ήλιος (Ακρίτας) της Ζωής Κανάβα, Το σύνθημα: σαράντα κόσκινα (Μόκας-Μορφωτική) της Σούλας Ροδοπούλου, μέσα στη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα παιδιά ζουν ώρες τραγικές, γνωρίζουν απαίσιες όψεις της ζωής, αποκτούν τις φρικτές εμπειρίες που κομίζουν πάντα οι ένοπλες συγκρούσεις, οσμίζονται το θάνατο, αλλά επιβιώνουν, μεγαλώνουν, ωριμάζουν.
- Στα "Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες" (Κέδρος) της Μαρούλας Κλιάφα, "Ο κήπος με τ' αγάλματα" (Καστανιώτης) της Ελένης Σαραντίτη, "Τα ξύλινα σπαθιά" (Πατάκης) του Παντελή Καλιότσου, προβλήματα κοινωνικά έρχονται στο προσκήνιο, μα με τρόπο που κινεί το ζωηρό ενδιαφέρον του νεαρού αναγνώστη και αφήνει να φανεί το δίκαιο, με πλοκή όπου πρωταγωνιστούν ξεχωριστοί τύποι παιδιών, άρτια παρουσιασμένοι, γι' αυτό και ικανοί να τέρψουν τους αποδέκτες.
- Στις συλλογές διηγημάτων Ο ήλιος με τα κρόσια του Σπύρου Τσίρου (Κέδρος), Αγριολούλουδα για σένα (Εκδόσεις των Επτά) του Δημ. Μανθόπουλου, Μισά τις στεριάς, μισά της θάλασσας (Μίνωας) της Σοφίας Φίλντιση, καταγράφονται πικρές στιγμές από τη ζωή των παιδιών, δυσκολίες ασήμαντες ίσως στα μάτια των ενηλίκων, ουσιαστικές όμως για τους μικρούς αναγνώστες, με τρόπο που κρατά το ενδιαφέρον τους και δεν τους στερεί την ελπίδα.
Ελένη  Βαλαβάνη
- Στα Το θυμωμένο ποτάμι του Χάρη Σακελλαρίου (Gutenberg), Το κόκκινο της Ανατολής (Kέδρος) της 'Αννας Γκέρτσου-Σαρρή, Ταξίδι στ' Ανάπλι (Δωδώνη) της Ελένης Βαλαβάνη, Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά (Πατάκης) της Ελένης Δικαίου, οι νεαροί αναγνώστες καλούνται να βιώσουν έντονα περιστατικά του πρόσφατου ή του απώτερου ιστορικού παρελθόντος που προσφέρουν νόημα ζωής και διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες
Αγγελική Βαρελλά
- Στα 'Εξι εναντίον ενός (Πατάκης) της Αγγελικής Βαρελλά, Το μυστικό του κόκκινου σπιτιού (Ελευθερουδάκης) της 'Αλκης Γουλιμή, Το αίνιγμα του πύργου (Κέδρος) της Κίρας Σίνου, ομάδες παιδιών αναλαμβάνουν μόνα τους να λύσουν κάποιο μυστήριο με τρόπο που ικανοποιεί απόλυτα τους μικρούς αναγνώστες.

- Στα Ο δάσκαλος με το βιολί και τ' άστέρι ('Αγκυρα) της Θέτης Χορτιάτη, Μικρή καλοκαιρινή ιστορία (Κέδρος) της Ευγενίας Φακίνου, Αυγουστιάτικο Φεγγάρι (Πατάκης) της Βούλας Μάστορη, Τα στενά παπούτσια (Πατάκης) της Ζωρζ Σαρή, Η εποχή των υακίνθων (Πατάκης) της Τούλας Τίγκα, 'Ακου, φίλε! (΄Αγκυρα) του Αντώνη Δελώνη, η ζωηρή πλοκή οδηγεί τα παιδιά-αναγνώστες να ψηλαφήσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα για πρόσωπα συγγενικά ή φιλικά τους, τα προβλήματα που τους δημιουργεί κάποιος θάνατος, η οικογένεια ή το περιβάλλον τους, την αναστάτωση που προκαλεί στον ίδιο τους τον εαυτό το μεγάλωμά τους, και τελικά να φτάσουν σε ορθότερη αναγνώριση και πληρέστερη κατανόηση των πραγμάτων που άμεσα τα αφορούν.
Μνημόνευσα ήδη 30 τίτλους βιβλίων και αντίστοιχο αριθμό συγγραφέων, μα πάμπολλοι είναι εκείνοι που θα μπορούσα να προσθέσω[11]. Δεν μπορεί φυσικά να υποστηριχτεί ότι τα έργα που αναφέρθηκαν είναι όλα ίσης ποιότητας. Ασφαλώς θα υπάρχουν διαφορές απόψεων ως προς τον βαθμό της λογοτεχνικής τους αξίας. Πρόκειται πάντως για έργα που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διακριθεί -έχουν αγαπηθεί από τα παιδιά κι έχουν γνωρίσει αλλεπάλληλες εκδόσεις, έχουν τιμηθεί με βραβεία ή επαίνους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μερικά έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες- με λίγα λόγια έχουν κατακτήσει τη θέση τους στην παιδική μας λογοτεχνία. Ωστόσο το σημαντικό εδώ είναι ότι πρόκειται για έργα σύγχρονων παραμυθάδων. Γιατί έτσι νομίζω πρέπει ν' αποκαλούνται οι δημιουργοί στα έργα των οποίων ευδιάκριτα είναι τα χαρακτηριστικά των παραμυθιών που προαναφέραμε.
Κίρα Σίνου
     Ας σημειωθεί εδώ πως αν οι δημιουργοί που μνημόνευσα απευθύνονται ενσυνείδητα πρωτίστως στα παιδιά, τούτο δε σημαίνει ότι αυτοδεσμεύονται με οποιοδήποτε τρόπο, ή ότι πρόθεσή τους είναι να αρέσουν τα όσα γράφουν μόνο σε παιδιά. Απλώς, όπως οι παλιοί παραμυθάδες, διηγούνται τις ιστορίες τους από ανάγκη να εκφραστούν και να τέρψουν το κοινό. Και ο τρόπος που τους ταιριάζει, για να πετύχουν το σκοπό τους, είναι τα αφηγήματα με ξεκάθαρη κι ενδιαφέρουσα πλοκή, εκείνα που μιλούν ίσως για πράγματα θαυμαστά ή φοβερά, μαγευτικά ή τρομακτικά, χαρούμενα ή θλιβερά, μα στο τέλος δεν επιτρέπουν στο κακό να επικρατήσει, δεν αφήνουν τον αναγνώστη χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Και αυτό σημαίνει αγάπη για κείνον που διαβάζει το βιβλίο τους. 'Οπως αγάπη για το ακροατήριο σήμαινε και η κατάληξη των διηγήσεων του παλιού παραμυθά "κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα", όταν κι εκείνος και οι ακροατές του ήξεραν πως δεν καταλήγουν πάντα έτσι τα πράγματα στη ζωή. Εκείνο που είχε σημασία ωστόσο ήταν να φύγουν οι ακροατές από την πλατεία του χωριού, τους φούρνους ή τα σπεροκαθίσματα παρηγορημένοι, ψυχικά συντροφευμένοι, με καινούριο θάρρος και δύναμη για ν' αντιμετωπίσουν τον συχνά μίζερο βίο τους, με κουράγιο για να παλέψουν και να τον βελτιώσουν.
Μάνος Κοντολέων
     Το να είναι όμως κανείς σύγχρονος παραμυθάς σημαίνει ότι συμμερίζεται σε αρκετό βαθμό και τη μοίρα των παλιών παραμυθάδων. Θέλω να πω πως, αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται και μολονότι τα παιδικά και νεανικά βιβλία του καιρού μας έχουν το όνομα του συγγραφέα ευδιάκριτα γραμμένο στο εξώφυλλό τους, τα παιδιά σπάνια το θυμούνται. Συνήθως πολύ λίγο ενδιαφέρονται για το ποιος έγραψε ένα βιβλίο που διάβασαν, τους άρεσε και πιθανώς το ξαναδιάβασαν. Το διήγημα ή το μυθιστόρημα γίνεται κτήμα τους, όπως κτήμα του έκανε τα παραμύθια το ακροατήριο του παραμυθά, αφήνοντας τ' όνομά του στη λήθη. Τα ονόματα των συγγραφέων βιβλίων για παιδιά τα γνωρίζουν καλά μόνον οι εκδότες, οι βιβλιοθηκονόμοι, οι μελετητές, οι φοιτητές ίσως, καμιά φορά και οι γονείς. Τα χαριτωμένα περιστατικά που βεβαιώνουν αυτό που υποστηρίζω εδώ είναι πολλά. Σας αναφέρω ένα:
     'Οπως και άλλοι συνάδελφοί μου, συχνά επισκέπτομαι σχολεία και μιλώ για βιβλία με τα παιδιά. Τα ρωτώ αν διάβασαν κάποιο βιβλίο τελευταία ή αν θυμούνται κάποιο βιβλίο που να τους άρεσε πολύ. Μερικά -λίγα σχετικά- είναι πραγματικοί βιβλιοφάγοι, κι έτσι μαζί με τους τίτλους των βιβλίων που αγάπησαν θυμούνται και τους συγγραφείς. 'Αλλα δυσκολεύονται. Αναφέρουν μ' ενθουσιασμό κάποιο βιβλίο, θυμούνται την υπόθεση, είναι σε θέση να πουν για ποιο λόγο τους άρεσε τόσο, μα το όνομα του συγγραφέα το έχουν λησμονήσει. Και το απρόσμενο είναι ότι συμβαίνει συχνά ο συγγραφέας να στέκεται μπροστά τους!
     "Εμένα, κυρία, μου άρεσε πολύ ένα βιβλίο που διάβασα και το λένε Στο τσιμεντένιο δάσος!", ή "Ο μικρός αδελφός!" ή "Σπίτι για πέντε!" έχω ακούσει συχνότατα να μου λένε. Μα όταν ρωτήσω "Ποιος το έγραψε;" δεν είναι λίγες οι φορές που έρχεται η χαριτωμένη απάντηση: "Α... δε θυμάμαι!" Το πράγμα παύει να είναι αστείο και γίνεται μάλλον θλιβερό, όταν παρόμοια άγνοια για τους δημιουργούς των παιδικών βιβλίων δηλώνουν γονείς ή ακόμα και δάσκαλοι!
     Σκέφτομαι με λίγη πίκρα ότι κανείς ενήλικος που θ' αποφάσιζε να πάει ν' ακούσει ένα συγγραφέα για μεγάλους δε θ' αγνοούσε ένα από τα πιο γνωστά του έργα. (Σκεφτείτε π.χ. αν θα ήταν δυνατόν ένας ακροατής του Σαμαράκη ν' αγνοούσε ότι ο ομιλητής είναι ο συγγραφέας του Αρνούμαι που κάποτε το διάβασε και του άρεσε!) Με παρηγορεί αμέσως η σκέψη ότι κανείς δεν ξέρει και κανείς ποτέ δε θα μάθει ποιος πρωτοείπε την Κοκκινοσκουφίτσα.
     Και η συζήτηση στο σχολειό προχωρεί, μια συζήτηση όπου οι εκπλήξεις δεν τελειώνουν. Πολλές από τις ερωτήσεις των παιδιών αφορούν τον τρόπο και τις πηγές εμπνεύσεις του συγγραφέα. 'Ετυχε λοιπόν αρκετές φορές να μου γίνει και τούτη η απροσδόκητη ερώτηση: "Εκτός από το Σπίτι για πέντε, σας έχει εμπνεύσει άλλο βιβλίο η τηλεόραση;"
     Αδιανόητο για τον μικρό μου αναγνώστη ότι δεν προηγείται πάντα η εικόνα, με την οποία ανελέητα και καθημερινά μάς κατακλύζει η παντοδύναμη τηλοψία, ότι ευτυχώς συμβαίνει ακόμα -και πολύ συχνά μάλιστα- να προηγείται το γραφτό του σύγχρονου παραμυθά. Βέβαια κανείς ενήλικος αναγνώστης του Κώστα Μουρσελά, για παράδειγμα, δε θα έκανε ποτέ τη σκέψη ότι το βιβλίο του Βαμμένα κόκκινα μαλλιά το εμπνεύστηκε από την ομώνυμη σειρά, που κάποιο άλλο, μυστηριώδες πρόσωπο την είχε γράψει πρώτα για την τηλεόραση!
     'Αγνωστοι συχνότατα λοιπόν οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων στο πλατύ κοινό τους, όση κυκλοφορία και αν έχουν -και συχνά έχουν ευρύτατη- τα βιβλία τους. Παραγνωρισμένοι από τον Τύπο που απαξιώνει -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- να παραχωρήσει μόνιμες στήλες κριτικής παιδικού βιβλίου στις λογοτεχνικές σελίδες. Παρεξηγημένοι και από κάποιους λόγιους και πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας -λίγους ευτυχώς- που από ελλιπή πληροφόρηση ή απλή άγνοια περιφρονούν την παιδική λογοτεχνία, έναν κλάδο που γνωρίζει πια παγκόσμια αναγνώριση[12]  και γίνεται ολοένα και περισσότερο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μελέτης ανά τον κόσμο, αλλά και διδασκαλίας στα Πανεπιστήμια.
     Παρ' όλα αυτά οι σύγχρονοι παραμυθάδες εξακολουθούν να δουλεύουν με υπομονή και επιμονή. Προσπαθούν να ψυχαγωγήσουν -με την πραγματική έννοια της λέξης- τους αναγνώστες τους, γνωρίζοντας ότι η παραδοχή από το πλατύ κοινό, η επωνυμία, η φήμη, η αναγνώριση των κόπων τους ίσως δε θα έρθει ποτέ. Δεν νοιάζονται όμως, όπως δεν νοιάζονταν και οι παλιοί παραμυθάδες. Συνεχίζουν το έργο τους. Γιατί τους αρέσει να διηγούνται και να τέρπουν, να συντροφεύουν και να παρηγορούν το κοινό τους.
     'Iσως ο αναγνώστης μου ν' αναρωτιέται γιατί δεν περιορίστηκα στην εξέταση των στοιχείων παραμυθιού στα σύγχρονα πεζογραφήματα για παιδιά και μίλησα και για τους συγγραφείς τους. Το έκανα από πεποίθηση ότι μόνο αν υπάρχουν δημιουργοί που έχουν κάποια κοινά σημεία με τους παλιούς παραμυθάδες, μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στοιχεία παραμυθιού στο έργο τους, δηλαδή στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία.
     Και τέτοιοι δημιουργοί πιστεύω πως υπάρχουν.

Σημειώσεις:


[1]. Βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.1, 'Ανοιξη 1986.
[2].  Bλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.9,  'Ανοιξη 1988.
[3]. Βλ. Λαογραφία, Δελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος ΚΛ', σ.367.
[4]. Βλ. Νέστορα Μάτσα: Το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια, στη σελ.36, Εστία, χ.χ.ε.
[5]. ο.π.
[6]. Βλ. το άρθρο του Το παραμύθι και το παιδαγωγικό του περιεχόμενο, στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.2, Καλοκαίρι 1986.
[7]. Βλ. Τάσεις και Εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1982, σελ.92.
[8]. Βλ. Aidan Chambers: An interνiew with Alan Garner, στον τόμο The Signal Apprοach tο Children's Bοοks, (με διάφορα δοκίμια), επιμέλεια Nancy Chambers, Kestrel Bοοks, 1980, στη σελ. 307.
[9].  Η στροφή προς το ιστορικό μυθιστόρημα με διαφορετικό ύφος και ήθος που παρατηρείται τελευταία και σε ξένες χώρες και στον τόπο μας (π.χ. Θα υπογράφω Λουί της Ρέας Γαλανάκη) μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι η τάση αυτή θα εξασθενίσει.
[10].  Βλ. Αιμ.Χουρμούζιος: Ο αφηγηματικός λόγος, οι Εκδόσεις των Φιλων 1979, σελ. 256 και 262.
[11]. Π.χ. διηγήματα/μυθιστορήματα των Γεωργίας Ανεζίνη-Λεράκη, Μαρίας Βελετά-Βασιλειάδου, Μαρίας Γουμενοπούλου, Πέπης Δαράκη, Μάρως Λοϊζου, Νένας Κοκκινάκη, Κατερίνας Μουρίκη, Γιάννη Μπάρτζη, Λιλής Μαυροκεφάλου, Αγγελικής Νικολοπούλου, Δήμητρας Παϊζη-Πρόκου, Γαλάτειας Παλαιολόγου, Αυγής Παπάκου, Ηρώς Παπαμόσχου, Γιολάντας Πατεράκη, Νένας Πάτρα, Αναστασίας Περιστεράκη-Ψυχογιού, Λέλας Πεταλά-Παπαδοπούλου, Ναννίνας Σακκά-Νικολακοπούλου, Βεατρίκης Κάντζολα-Σαμπατάκου, 'Αννας Σαφιλίου, Χρήστου Σκανδάλη, Φιλομήλας Βακάλη-Συρογιαννοπούλου, Δημήτρη Φερούση, Λείας Χατζοπούλου-Καραβία και πολλών άλλων. Φυσικά θα μπορούσαν να προστεθούν εδώ και πεζογραφήματα, τα οποία οι εκδότες ή οι συγγραφείς τους δεν τα εντάσσουν στην παιδική λογοτεχνία, συμβαίνει όμως να έχουν τα στοιχεία που προαναφέραμε. Αντίθετα, δεν θα μπορούσαν να αναφερθούν έργα που οι εκδότες ή οι συγγραφείς τους τα προορίζουν για παιδιά, δεν έχουν όμως τα παραπάνω βασικά χαρακτηριστικά.
[12]. Το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την παιδική λογοτεχνία αποδεικνύεται από τη δραστηριότητα των 76 εθνικών τμημάτων της Διεθνούς Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (IΒΒΥ), την παρακολούθηση των ανά διετία διεθνών συνεδρίων της από εκατοντάδες ειδικούς, μελετητές, ερευνητές και δημιουργούς, από την τακτική διοργάνωση διεθνών εκθέσεων για το παιδικό βιβλίο, την από μακρού θέσπιση διεθνών βραβείων, και την έκδοση ειδικών θεωρητικών περιοδικών που υπερβαίνουν τα 200 ανά τον κόσμο (βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ τ.35, Φθινόπωρο 1994, σελ.242).

 

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

«…τι ακούγεται για τα στοιχεία της Φύσης τη μέρα τη μεγάλη των Θεοφανίων…»

«…Τότε η δρυς κατάλαβε πως ήταν ώρα πια για τη δική της τη φωνή. Αναθυμήθηκε την ευλογία την αρχαία που είχε να μαντεύει, να γνωρίζει και να λέει αυτά που πρέπει, όποτε πρέπει, με το θρόισμα της φυλλωσιάς της. Και βάλθηκε να  μιλάει στον ασκητή με τον τρόπο που ήξερε.
     Πρώτα τον μάλωσε που αποκαλούσε την αμαδρυάδα της πνεύμα κακό κι ακάθαρτο. ΄Ηταν, του είπε, σαν να κατηγορούσε την ψυχή του δέντρου. Αλλά η ψυχή ενός δέντρου, όπως φρονούσε κείνη με τη σοφία που κατείχε, δε γίνεται ποτέ να είναι πονηρή. Όπως δεν είναι πονηρές και οι ψυχές που έχουν όλα τα στοιχεία της Δημιουργίας. Γι΄ αυτό και, έμψυχα όλα καθώς είναι, στις μεγάλες άγιες στιγμές καλούνται από τα κείμενα τα ιερά να υμνήσουν και να ευλογήσουν το Δημιουργό τους. Αν δεν τα είχε πρόχειρα στη μνήμη του, ας διάβαζε ο Λεόντιος, λόγου χάρη, στη Γραφή την ΄Αγια που κρατούσε τα όσ’ ακούγονται στις εκκλησιές το Μέγα Σάββατο, όταν πιστοί και ψάλτες κι ιερείς ψάλλουνε κατανυκτικά τον ύμνο των Τριών Αγίων Παίδων και σύμπασα η φύση αγαλλιάζει :
     «Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον… Εὐλογεῖτε ὕδατα πάντα τὰ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν… Εὐλογεῖτε ἥλιος καὶ σελήνη, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ… φῶς καὶ σκότος, νύκτες καὶ ἡμέραι… πᾶς ὄμβρος καὶ δρόσος, πάντα τὰ πνεύματα… πῦρ καὶ καῦμα, ψῦχος καὶ καύσων… δρόσοι καὶ νιφετοί, πάγοι καὶ ψῦχος… πάχναι καὶ χιόνες, ἀστραπαὶ καὶ νεφέλαι… γῆ, ὄρη καὶ βουνοί, καὶ πάντα τὰ φυόμενα ἐν αὐτῇ… πηγαί, θάλασσα καὶ ποταμοί, κήτη καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι.... πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας…»
  

΄Η μήπως δε θυμάται τι ακούγεται για τα στοιχεία της Φύσης τη μέρα τη μεγάλη των Θεοφανίων:
            «Σὲ ὑμνεῖ ἥλιος, σὲ δοξάζει σελήνη, σοὶ ἐντυγχάνει τὰ ἄστρα, σοὶ ὑπακούει τὸ φῶς, σὲ φρίττουσιν ἄβυσσοι, σοὶ δουλεύουσιν αἱ πηγαί…»




(Απόσπασμα από το βιβλίο Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας, Πατάκης, 2012)

http://www.i-read.i-teen.gr/book/sti-skia-tis-prasinis-basilissas
http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_18.htm
http://lotypetrovits.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html
http://lotypetrovits.blogspot.gr/2012/06/2012.html
http://lotypetrovits.blogspot.gr/2012/06/2012-9.html
http://lotypetrovits.blogspot.gr/2012_05_01_archive.html
http://lotypetrovits.blogspot.gr/2012_09_01_archive.html
http://patakis.gr/ViewShopProduct.aspx?Id=610905

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (*)


Της Μαρίας Τζαφεροπούλου, δ.φ. (**)

(Από το εξαντλημένο βιβλίο  Το υφαντό της Πηνελόπης  – διαχρονικές αναγνώσεις για το έργο και την προσωπικότητα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Επιμέλεια: Β.Δ. Αναγνωστόπουλος,  Εργαστήρι Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Βόλος 2008 - κατά παράκληση φίλων).

Περιληπτική απόδοση

Βασικός φορέας της αφήγησης είναι η γνωστή μας πεντάχρονη Νεφέλη, η οποία στα μέσα του Ιουνίου βλέπει ξαφνικά τον Αγιοβασίλη, στην περιοχή που κατοικεί με την οικογένειά της: στο λόφο του Στρέφη. Ποιος μπορεί να την πιστέψει; Είναι γνωστή η έντονη φαντασία των μικρών παιδιών, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τη Νεφέλη. Εκείνη επιμένει και προσπαθεί να πείσει τους δικούς της χωρίς όμως να βρίσκει σύμμαχο στους ισχυρισμούς της. Ο ντυμένος στα κόκκινα γέροντας με το σακούλι με τα δώρα που κλείνεται στο υπόγειο κοντά στο σπίτι της, μυστηριώδης και άγνωστος κεντρίζει τη φαντασία της και το ... αστυνομικό της δαιμόνιο. Τελικά θα αποδειχθεί ότι πρόκειται για πρόσωπο υπαρκτό: είναι ο Λευτέρης, μετανάστης από την Αυστραλία, ο οποίος επέστρεψε για το καλοκαίρι στην Ελλάδα και καταπιάνεται στο υπόγειο εργαστήρι του με τη επισκευή παλιών παιχνιδιών, τα οποία στη συνέχεια – σαν τον ΄Αγιο της παράδοσης – τα μοιράζει σε παιδιά μεταναστών και τους προσφέρει χαρά. Το μυστήριο λύνεται και η Νεφέλη με τον αδελφό της Απελλή και τα τριτοξάδερφά της την ΄Ολγα και τον Φραγκίσκο θα γνωρίσουν μαζί του την Πρωτοχρονιά ετεροχρονισμένα την 1η Ιουλίου, ημέρα των Αγίων Αναργύρων – μαζί με παιδιά μεταναστών από την Πολωνία, τις Φιλιππίνες, το Ζαίρ, την Αλβανία, τον Πόντο, το Λίβανο και το Ιράκ, τα οποία δέχθηκαν τα δώρα του και το γνήσιο αλτρουισμό του. Η αξιοπιστία της Νεφέλης αποκαθίσταται χάρη στη λύση του μυστηρίου και ο μικρός αναγνώστης κλείνει το βιβλίο με αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης.
 
Στοιχεία δομής
 
Αρχή της ιστορίας ένα μυστήριο! Η εξέλιξή της οδηγεί ευθύγραμμα στη λύση του. Το κείμενο κινείται σ’ αυτόν τον άξονα-υφάδι Το «στημόνι» όμως αποκαλύπτει δύο θεματικά επίπεδα, δύο πλαίσια επικοινωνίας επιφανειακά αυτόνομα αλλά στην ουσία αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοτροφοδοτούμενα. Ας ανιχνεύσουμε λοιπόν τη δημιουργία αυτού του βιβλίου.
     Το εύρημα της συγγραφέα: ένας κοκκινοντυμένος ΄Αγιος Βασίλης μέσα στο καλοκαίρι, στην καρδιά της Αθήνας, σίγουρα κεντρίζει το ενδιαφέρον μας – πόσο μάλλον ενός πεντάχρονου κοριτσιού. Η υπερρεαλιστική αυτή εικόνα πέφτει σαν την πέτρα μέσα στη λίμνη του ... Τζ. Ροντάρι και προκαλεί το ξύπνημα της φαντασίας και το ξεδίπλωμα της δημιουργικότητας της συγγραφέα. Οι ομόκεντροι που σχηματίζονται από την πτώση της συνιστούν τα συστατικά στοιχεία του βιβλίου
     Ο Αγιοβασίλης με τα δώρα στο σακί γίνεται η έμμονη ιδέα της Νεφέλης και όλοι οι άλλοι, μεγάλοι και ... μεγαλύτεροι απ’ αυτήν προσπαθούν να την πείσουν ότι σφάλλει. Σ’ αυτή τη σύγκρουση του «λογικού» με το «παράλογο», όπου το λογικό ταυτίζεται με τη συμβατική εκλογίκευση των μεγάλων και το παράλογο με την αγνότητα της παιδικής ψυχής που είναι ακόμη ανοιχτή σε θαύματα και ανατροπές των φυσικών νόμων και των κοινωνικών στεγανών υφαίνει η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου με γνώση, φαντασία και παιγνιώδη διάθεση το πρώτο της θεματικό επίπεδο: Παρεμβάλλει δηλαδή στην ευθύγραμμα εξέλιξη της ιστορίας όλα εκείνα τα τεκμήρια που οι μεγάλοι επιστρατεύουν προκειμένου να προσγειώσουν τη Νεφέλη στην πραγματικότητα: ΄Ετσι, η γιαγιά Νεφέλη θα της αφηγηθεί την ιστορία του Μεγάλου Βασιλείου, τα της Καππαδοκίας και της βασιλόπιτας και θα ζωντανέψει σαν παραμύθι τον βίο του Ιεράρχη.
     Ο αδελφός της από την άλλη πλευρά, ο 16χρονος Απελλής, θα της απομυθοποιήσει τον Σάντα Κλάους των δυτικών αναφερόμενος στη ... μετάλλαξή του σε τροφαντό παππούλη και σε πρωταγωνιστή της διαφημιστικής εκστρατείας της Κόκα-Κόλα εν έτει 1931, οπότε και απέκτησε την κόκκινη περιβολή του, η οποία παραπέμπει στο χρώμα κατατεθέν αυτού του αναψυκτικού. Η θεωρία της σχετικότητας συμβάλλει στον «εκμοντερνισμό» του Αγίου, αλλά δεν φαίνεται να τον γκρεμίζει από το βάθρο, στο οποίο συνειδητά τον συντηρεί η Νεφέλη.
     Τα λογοτεχνικά κείμενα χρησιμοποιούνται επίσης ως τεκμήρια, ως σημεία αναφοράς, με σκοπό να βοηθήσουν τη Νεφέλη να... λογικευτεί. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης, ο Φ. Κόντογλου και ο Στ. Σπεράντσας παρουσιάζουν τον ΄Αγιο, μια μορφή οικεία και αγαπημένη, απλή και σεμνή με φόντο την Πρωτοχρονιά.
     ΄Ετσι ο Αγιοβασίλης της χριστιανικής παράδοσης συναντά τη σύγχρονη καταναλωτική εκδοχή του, «συνεργάζεται» με την επιστήμη και ζωντανεύει μέσα από κείμενα σπουδαίων λογοτεχνών,. Η «παρουσία» του Αγίου Βασιλείου όμως αποκτά και άλλες διαστάσεις, καθώς η Λότη Πέτροβιτς λογο-παίζει και αναφέρεται και στον... ΄Αγιο Βασίλειο Κυνουρίας, ένα χωριό, τόπο καταγωγής του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη, όπως και στον ΄Άγιο Βασίλειο, τον ομώνυμο ιερό ναό στο κέντρο της Αθήνας. Η φαντασία υπαγορεύει και ο υπερρεαλισμός συνεπικουρεί.
     Η εξέλιξη της ιστορίας, η αποκάλυψη της ταυτότητας του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη και η εξήγηση της ιδιότυπης εξωτερικής εμφάνισης και συμπεριφοράς του οδηγούν στο δεύτερο επίπεδο του κειμένου, την άλλη, συμπληρωματική προς την προηγούμενη ανάγνωσή του: ο Λευτέρης αφιερώνει το χρόνο του, το ενδιαφέρον και την αγάπη του στα παιδιά των μεταναστών, στα πολλά πρόσωπα της προσφυγιάς που συναντάμε όλοι μας στην Ελλάδα του 2000. Σαν άλλος Αγιοβασίλης, φροντίζει να δώσει χαρά σε παιδιά που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ν’ αποκτήσουν ένα παιχνίδι ή ένα βιβλίο.
     Η προσφυγιά λοιπόν είναι ένα μοτίβο που κυριαρχεί στο βιβλίο αυτό. ΄Ομως η προβολή της και ο προβληματισμός που αυτή πυροδοτεί στον αναγνώστη προοικονομείται συστηματικά με νύξεις – αναφορές διάσπαρτες στο κείμενο: η γιαγιά Νεφέλη έχει ζήσει διπλή προσφυγιά. Και ο ογδοντάχρονος Λευτέρης των παιδιών υπήρξε μετανάστης στην Αυστραλία και ξέρει τι σημαίνει να ζεις μακριά από πατρίδα και συγγενείς, να είσαι ξεριζωμένος, να δοκιμάζεται η αξιοπρέπειά σου, να ξεκινάς από το μηδέν, να παλεύεις για τα παιδιά σου στη «χώρα υποδοχής». Η Ιβάνκα από τη Βουλγαρία που καθαρίζει σπίτια, η Πολωνέζα Σόνια που κουρδίζει πιάνα, οι μελαψοί μικροπωλητές της λαϊκής αγοράς και το επεισόδιο των δεκατριών εξαντλημένων λαθρομεταναστών που εξετάζει η θεία Δάφνη στο νοσοκομείο συναντούν το δράμα της Κύπρου και αποτελούν πρόωρες ενδείξεις – ψηφίδες αυτού του θέματος.
      Ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς την 1η Ιουλίου στην καρδιά της Αθήνας, το ετερώνυμο πλήθος των εορταζόντων παιδιών από τις τέσσερις άκρες του πλανήτη είναι το σημείο στο οποίο τα δύο επίπεδα της ιστορίας – ο Άγιος Βασίλης της αγάπης και η προσφυγιά που θέλει αγάπη – συγκλίνουν και γίνονται ένα. Κι αν το θέαμα είναι υπερρεαλιστικό, το θέμα είναι ακόμα περισσότερο: στην αυγή του 21ου αιώνα η προσφυγιά ξεπερνά κάθε έννοια ρεαλισμού. Είναι η ίδια ο παραλογισμός του σύγχρονου κόσμου, ένας κοινωνικός υπερρεαλισμός.
      Η ανάγνωση του βιβλίου τελειώνει και οι σκέψεις κατακλύζουν τον αναγνώστη κάθε ηλικίας: Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη λύθηκε.  Είναι ο Λευτέρης από την Αυστραλία. ΄Ομως στις σελίδες του βιβλίου ζωντανεύει και ο ΄Αγιος Βασίλης της χριστιανικής παράδοσης και ο Σάντα Κλάους των δυτικών – ή μάλλον ο ΄Αγιος Νικόλας της καθ’ ημάς Λυκίας – όλοι γέροντες σεβάσμιοι. Κι εκείνος ο φτωχοντυμένος γέροντας, που λιποθυμά στο δρόμο και τον περιποιείται η γιαγιά Νεφέλη, ποιος είναι; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Η Λ.Π.-Α. αφήνει αυτό το μυστήριο να αιωρείται. ΄Εχουμε όμως την αίσθηση ότι αυτός, ο Αϊ Βασίλης διακονιάρης, είναι η ενσάρκωση του πνεύματος της αγάπης που διακατέχει όχι μόνο τον ΄Αγιο της Ιστορίας αλλά και τον Λευτέρη. Τη μορφή του τη γνώρισε η μικρή Νεφέλη από τις αφηγήσεις της γιαγιάς. Και την είδε άλλη μια φορά φευγαλέα, στο δρόμο, λίγες μέρες αργότερα...
     Η Λ.Π.-Α. με λόγο πυκνό, χιούμορ και ευαισθησία αποτυπώνει την παιδική ματιά πάνω στα πράγματα και την παιδική ψυχή. Η ικανότητά της να ζωντανεύει τους μικρούς της ήρωες πιστοποιείται τόσο στην έκφραση των αποριών τους όσο και στην αφέλεια, την ευπιστία και την καθαρή ματιά του ζωηρού, έξυπνου παιδιού, όπως αυτές προβάλλονται στους εσωτερικούς του μονολόγους: ΄Οταν η μικρή Νεφέλη ρωτά τι σημαίνουν οι λέξεις «προσφυγιά» και «κειμήλιο», η γιαγιά θα της απαντήσει:
      - Τι θα πει «προσφυγιά»; βρίσκει ευκαιρία τώρα η Νεφέλη να ρωτήσει. Τι θα πει «πρόσφυγας»
      - Προσφυγιά θα πει να σε διώξουν με τη βία ή να σε αναγκάσουν με άλλους τρόπους να φύγεις από τον τόπο σου, ν’ αφήσεις τη γειτονιά σου,  το σπίτι σου, και να πας να μείνεις αλλού. Τότε γίνεσαι πρόσφυγας. Βρίσκεσαι σε ξένο τόπο, χωρίς τα πράγματά σου, τ’ αντικείμενα που αγαπάς, τα οικογενειακά σου κειμήλια, τις περισσότερες φορές μάλιστα και χωρίς αυτούς που αγαπάς πολύ.
      - Τι είναι κειμήλιο, γιαγιά;
      - Κάτι που έχει απομείνει από παλιά εποχή, έχει για μας μεγάλη αξία και το φυλάμε γι’ ανάμνηση.
 
     Μια απάντηση απλή και εύληπτη – ούτε απλοϊκή ούτε αφελής, που βοηθά τη Νεφέλη να προσεγγίσει δύο αφηρημένες έννοιες με βαρύ συγκινησιακό φορτίο.
     ΄Οσο για τον τρόπο που η μικρή ηρωίδα ερμηνεύει την πραγματικότητα, αυτός απορρέει από την αφέλεια της ηλικίας της, μια εμμονή κι ένα πείσμα παιδικό και την πίστη της σε καταστάσεις και πρόσωπα που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Η Λ.Π.-Α. εύστοχα τονίζει την τάση της Νεφέλης – αλλά και των συνομηλίκων της – να συντηρεί το μύθο και τ’ όνειρο, τη φαντασία. Σ’ αυτήν στηρίζεται η απόφασή της να επισκεφθεί την έκθεση βιβλίου με τον πατέρα της:
     Αφού είν’ έτσι, καλά, η Νεφέλη θα φύγει. Προτιμάει να πάει στην έκθεση, παρά ν’ ακούει την ΄Ολγα να λέει για τον Αγιοβασίλη πράγματα που δεν της αρέσουν καθόλου.
 
     Και όταν η ΄Ολγα προσπαθεί να την πείσει ότι δεν υπάρχει Αγιοβασίλης, διαβάζουμε:
     - Λοιπόν, ξαδερφούλα, διορθώνει τώρα η ΄Ολγα, λες και κατάλαβε πάλι τι σκέφτηκε η Νεφέλη. Άκου να σου πω: Τώρα που μεγάλωσες, τώρα που κοντεύεις να κλείσεις τα πέντε και του χρόνου θα πας στο σχολείο, είναι καιρός πια να μάθεις την αλήθεια για τον Αγιοβασίλη. Τα δώρα, κοριτσάκι μου...
     - Ξέρω, ξέρω, την κόβει η Νεφέλη. Τα δώρα τα ψωνίζουν οι γονείς και Αγιοβασίλης δεν υπάρχει – μου το έχει πει μία φίλη μου. ΄Ομως εμένα δε μ’ αρέσει να τ’ ακούω αυτό. Κι έπειτα, εγώ τον είδα τον Αγιοβασίλη. Τον είδα, σου λέω, με ρούχα καλοκαιρινά!
 
      Αυτή η παιδικότητα αποδίδει παραστατικά και η ασπρόμαυρη εικονογράφηση της Λήδας Βαρβαρούση που συνοδεύει το κείμενο: Κυριαρχεί η μορφή της Νεφέλης με την έντονη κινητικότητα και το εκφραστικό πρόσωπο.
     Με την ίδια ενάργεια ψυχογραφεί η συγγραφέας και τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Η ΄Ολγα στα 12 της υιοθετεί σταδιακά τη λογική των ενηλίκων και συμπεριφέρεται με κατανόηση αλλά και τάσεις προστατευτισμού προς τη Νεφέλη.
 Ο 16χρονος Απελλής, αθλητής και βιβλιοφάγος τρανός εκπλήσσει ευχάριστα όχι μόνο με το συγκροτημένο χαρακτήρα του, αλλά και με την αφίσα που κοσμεί το γραφείο του: είναι η ασκητική μορφή του Αλ. Παπαδιαμάντη, που προβληματίζει εμάς, τους μεγαλύτερους αναγνώστες και αποδίδει την έγνοια της συγγραφέα για τη νέα γενιά. ΄Ισως το πρότυπο του Απελλή να έχει ελάχιστους νεαρούς θαυμαστές στις μέρες μας, όμως η Λ.Π.-Α. προτείνει έμμεσα στους νεαρούς αναγνώστες της να επανεκτιμήσουν τα πρότυπά τους και προλειαίνει το έδαφος χωρίς ίχνος διδακτισμού.
     Εκτός από τη λεπτή ψυχογραφία των προσώπων, το χιούμορ, η πρωτοτυπία της έμπνευσης και ο λυρισμός διαχέονται στο κείμενο.
     Το επαναλαμβανόμενο ερώτημα της Ιβάνκα από τη Βουλγαρία «εγώ βάλει πάλι το σκούπα;» (σελ.82) προκαλεί το γέλιο χωρίς να υποτιμά ή να γελοιοποιεί όμως την αδυναμία της να χειρισθεί την ελληνική γλώσσα.
     Κι όταν ο γηραιός Λευτέρης αποκαλύπτει ότι τόπος καταγωγής του είναι το χωριό ΄Αγιος Βασίλειος στην Κυνουρία, η Νεφέλη σκέφτεται ότι «τα κάλαντα λένε Αγιοβασίλης έρχεται από την Καισαρεία, δε λένε Αγιοβασίλης έρχεται από την Κυνουρία» (σελ. 90).
     Η πρωτοτυπία στην προσέγγιση του θέματος ερείδεται τόσο στη σύνδεση του αγίου της αγάπης με τους πρόσφυγες μετανάστες όσο και στο δέσιμο των παραδόσεων για τον ΄Αγιο Βασίλειο με τη σύγχρονη καταναλωτική του εικόνα και τη θεωρία της σχετικότητας: «Αγιοβασίλης και Coca Cola μαζί από το 1931;» αναρωτιέται ο αναγνώστης κάθε ηλικίας. Και η ερμηνεία της ικανότητάς του να φέρνει τα δώρα του σε εκατομμύρια ανθρώπων μέσα σε μια νύχτα ηχεί παράδοξα λογική, πυροδοτεί τη σκέψη ή μας κάνει να χαμογελάμε με τον επιστήμονα που τη διετύπωσε. Εκείνο όμως που συγκρατούμε είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του γνήσιου συγγραφέα: την ικανότητα συλλογής γνώσεων, αφομοίωσης τους και δημιουργικού μετασχηματισμού τους. Παρακολουθούμε δηλαδή από κοντά τη γέννηση της Ιδέας...
     Η διακειμενικότητα είναι εμφανής σ’ αυτό το βιβλίο. Το κείμενο «διαλέγεται» με κείμενα άλλων δημιουργών επωνύμων (Φ. Κόντογλου, Στ. Σπεράντσας, Αλ. Παπαδιαμάντης, Λάρυ Σίλβερμπεργκ, Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Ελένη Δικαίου, ΄Ελσα Χίου, ΄Αννα Γκέρτσου-Σαρρή, Αγγελική Νικολοπούλου) και ανωνύμων (κάλαντα ηπειρώτικα και ποντιακά) αλλά και με παλαιότερα κείμενα της Λ.Π.-Α.
     Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη συνδέεται άμεσα με το Ποιος θα γράψει για το σκύλο μας; αλλά και με τον Μικρό αδελφό, το Για την άλλη πατρίδα, το Τραγούδι για τρεις, το Γιούσουρι στην τσέπη και το Καναρίνι και μέντα. Ακόμη και στο Τσιμεντένιο δάσος γίνεται μια έμμεση αναφορά.
 
Επίλογος
 
     Ο επίλογος του βιβλίου, όπως και όλο το κείμενο, υπαγορεύουν επίλογο αυτής της εισήγησης. “All you need is love” τραγουδούσαν οι Beatles σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή του κυρίαρχου συναισθήματος της χριστιανικής πίστης. Αυτή η αγάπη φωτίζει το κείμενο. Η φιγούρα της γιαγιάς Νεφέλης αποτελεί την ανώνυμη, καθημερινή εκδήλωσή της: «Να θυμάσαι μόνο πως η αγάπη καμιά φορά είναι σαν το ακτινίδιο, που απ’ έξω δείχνει αγριωπό αλλά μέσα είναι ολόγλυκο και καταπράσινο» (σελ.22) θα πει στην εγγόνα της. Κι όταν αργότερα θα φροντίσει τον ρακένδυτο γέροντα, αυθόρμητα και άμεσα θα μονολογήσει σκεπτική «άλλη πόρτα δεν είδα ν’ ανοίξει...» (σελ.103). Αυτή την αγάπη αντιτάσσει και ο Λεύτερης στη σύγχρονη αδιάφορη κοινωνία. Και ο αναγνώστης αναρωτιέται: μήπως όσοι δοκιμάζονται στη ζωή από τη φτώχια, τον πόνο ή το ξεριζωμό αποκτούν τελικά τη σοφία της αγάπης;
     Η Λ.Π.-Α. αφήνει την εντύπωση ότι είναι ένας άνθρωπος με αυτοέλεγχο, αυτοπειθαρχία, ρεαλιστική θέαση του κόσμου, δυναμισμό και αυτοπεποίθηση. Κι έτσι είναι. ΄Ομως η αγάπη και η ευαισθησία που νιώθει μέσα της οξύνουν στο έπακρο το λυρισμό και τον ιδεαλισμό της. Τι άλλο είναι η έμμονή της Νεφέλης στον Αγιοβασίλη; Τι άλλο μπορεί να δηλώνει ο μονόλογος της μικρής από τον αλτρουισμό της ουσιαστικής αγάπης;
     Θέλει να του πει ότι τον αγαπάει, κι ας μην της έφερε τίποτα όταν ήρθε το περασμένο Σάββατο στο σπίτι. ΄Επειτα μπορεί να διψάει πάλι. Μπορεί να πεινάει σήμερα. Θα του δώσει άραγε κανένας λίγο νεράκι; Κανένα φρούτο από τα τόσα που υπάρχουν στη λαϊκή; Αλήθεια, στον Αγιοβασίλη δίνει ποτέ κανείς τίποτα; ΄Η μόνο ζητάει και παίρνει;
     Και τι άλλο σηματοδοτεί ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς μέσα στο κατακαλόκαιρο από την πίστη της ότι όλος ο χρόνος μπορεί να είναι αφιερωμένος στη γιορτή της αγάπης, σε μια νέα αρχή;
     Η αγάπη για τη ζωή και ιδιαίτερα η αγάπη για τα παιδιά που διατηρούν την αγνότητα και την άδολη ψυχή την ανοιχτή στην αγάπη χαρακτηρίζει τη συγγραφέα. Για του λόγου το αληθές, σας διαβάζω την αφιέρωσή της στα παιδιά με τη μεγάλη ψυχή «Στον Αλέξη Ψαραύτη και στους φίλους του».
---------------
(*) http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_11.htm
 
(**) Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών (Φιλολογικό  τμήμα,1987) και Διδάκτωρ των Επιστημών της Αγωγής ( Πανεπιστήμιο Κρήτης). Θέμα της διδακτορικής της  διατριβής (1995), την οποία εκπόνησε ως υπότροφος του ΙΚΥ «Το  Χιούμορ στην Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία ( Πεζογραφία 1970-1990 )». Μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. ΄Εχει συμμετάσχει σε συνέδρια Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα (Ιωάννινα, Αθήνα) και το εξωτερικό (Αυστρία, Ισπανία). Στο πλαίσιο της ενασχόλησής της με την Παιδική/Νεανική Λογοτεχνία περιλαμβάνονται: ομιλίες, βιβλιοπαρουσιάσεις, συμμετοχή σε κριτικές επιτροπές πανελληνίων βραβείων, αξιολόγηση εκπαιδευτικού υλικού (Π.Ι.), μεταφράσεις και 14 δημοσιεύσεις. To 2005 απέσπασε το Πανελλήνιο Βραβείο του ΚΕΠΒ για την προώθηση της Παιδικής Λογοτεχνίας στο σχολείο. Από το 1997 και ως το 2005 συνεργάστηκε με το ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών  στο πρόγραμμα «Ακαδημαϊκής και Επαγγελματικής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Α/θμιας  Εκπαίδευσης », στο πλαίσιο του οποίου δίδαξε το μάθημα της Παιδικής Λογοτεχνίας. Ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική.  Από το 2005 εργάζεται ως αποσπασμένη καθηγήτρια φιλόλογος στο Ευρωπαϊκό  Σχολείο Bruxelles I

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

13.12.1943 - Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

“… Περνούσαμε από ένα μεγάλο δρόμο των Καλαβρύτων, την οδό Αγίου Αλεξίου.
    «Να πάμε και στην “εκτέλεση”, στη ράχη του Καπή» είπε ο κύριος Σπύρος. «Είναι το μνημείο των Καλαβρυτινών που τους σκότωσαν στον πόλεμο οι Γερμανοί»…
     Μόλις περάσαμε το νεκροταφείο, φάνηκε ψηλά ένας χώρος περιφραγμένος, γεμάτος κυπαρίσσια. Αφήσαμε στην είσοδο το αυτοκίνητο και μπήκαμε. Τριγύρω είδαμε κάτι θεόρατες πλάκες στημένες όρθιες, ΄Εμοιαζαν με πελώριους τοίχους κι επάνω είχαν γραμμένα ονόματα, ονόματα, ονόματα… Πλάι στο καθένα διάβαζες την ηλικία. ΄Ολοι άντρες από 14 χρονών κι επάνω. Δεκατεσσάρων… Σαν εμένα, σχεδόν, δηλαδή!
     Στη μέση, σκαμμένη στη γη, μια υπόγεια κρύπτη. Πλήθος καντήλια κρέμονταν από τη μικρή οροφή. Καθένα και μια αφιέρωση σ’ ένα νεκρό. Απ’ έξω, ένα περίεργο πέτρινο γλυπτό παρίστανε μια μάνα Καλαβρυτινή να θρηνεί τα σκοτωμένα παιδιά της. 
΄Ηταν κι άλλοι προσκυνητές  εκεί...                                                          
«Θαρρείς  η πέτρα δακρύζει» ψιθύρισε κάποιος. ΄Ενας άλλος πάτησε κάποιο κουμπί μέσα στην κρύπτη κι από το μεγάφωνο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να διηγείται “το χρονικό της σφαγής”.
Στην αρχή νόμισα πως δεν άκουσα καλά, δεν κατάλαβα. Όμως ο αριθμός ακούστηκε πάλι: χίλιοι τριακόσιοι άνθρωποι! ΄Ολους τους άντρες των Καλαβρύτων τους έφεραν σ’ αυτή την πλαγιά και τους σκότωσαν με μυδραλιοβόλα! Γι’ αντίποινα, λέει. Χίλιους τριακόσιους ανθρώπους μέσα σε λίγα λεπτά! Νέους, γέρους, παιδιά που δεν είχαν φταίξει σε τίποτα. ΄Αοπλους και αθώους!...          Προσπάθησαν, λέει. έπειτα να κάψουν και τις γυναίκες και τα παιδιά τα μικρότερα. Τα είχαν κλειδαμπαρωμένα στο σχολείο και τους έβαλαν φωτιά…»
 
Απόσπασμα από το βιβλίο Λάθος, Κύριε Νόιγκερ!  (Πατάκης, 24η έκδ. 2018)
http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_6.htm
http://www.i-read.i-teen.gr/book/lathos-kyrie-noigker
http://lotypetrovits.blogspot.gr/2013/08/blog-post_28.html
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=KiGi9KBaOBA
http://patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=232637