(Από το βιβλίο:
Το μικρόβιο της ευεξίας – γράφοντας βιβλία
για παιδιά. Πατάκης, 2002*)
Έρχεται όμως η εποχή που το βιβλίο εκδίδεται πια και κυκλοφορεί, βρίσκει την απήχηση που του αρμόζει – μεγάλη ή μικρή – και τότε σαν παιδί που στέκεται στα πόδια του, παίρνει τον δικό του το δρόμο. Ο πνευματικός «γονιός» του δεν μπορεί πια παρά να το παρακολουθεί από μακριά. Και να σκέφτεται τα γνωστά λόγια του Καρόλου Ντίκενς: "Αν στο βιβλίο μου έδωσα κάτι που μπορεί να χαρίσει μια στάλα χαράς ή παρηγοριάς σε γέρους ή μικρούς στις ώρες της δοκιμασίας, τότε θα πιστέψω πως κάτι κατάφερα - κάτι που θ’ αναθυμάμαι με ικανοποίηση στη μετέπειτα ζωή".
* http://www.loty.gr/meletimata_analyt_5.htm
Ο J.B. Pristley είπε κάποτε: «Η
δεύτερη περίοδος ευφορίας (του συγγραφέα) είναι όταν έχεις ολοκληρώσει τη
δουλειά σου και νιώθεις σαν να έφυγε ένα βάρος από τους ώμους σου. Μέσα στο
σωρό των χειρογράφων βλέπεις τότε κάτι μοναδικό, κάτι που δημιουργήθηκε μια για
πάντα. Έπειτα το χειρόγραφο φεύγει για τον εκδότη και τον τυπογράφο κι αρχίζεις
να αναρωτιέσαι για το έργο σου. Η ελπίδα αναχωρεί και με την άφιξη των δοκιμίων
για διορθώσεις η απελπισία επιστρέφει...»[i]
Αυτή την αγωνία του συγγραφέα για το
αποτέλεσμα της δουλειάς του, αυτή την απελπισία του, άλλοι την παρομοιάζουν με την κατάθλιψη της λοχείας. Όπως κι αν
είναι, γεγονός παραμένει ότι το στάδιο αυτό κανένας πραγματικός συγγραφέας δεν
το αποφεύγει κατά κανόνα. Είναι κάτι σαν το «τρακ» που έχουν και οι πιο
διάσημοι ηθοποιοί πριν από την παράσταση. Θα παίξουν καλά; Θα ικανοποιήσουν το
κοινό; Οι προηγούμενες τυχόν επιτυχίες ποτέ δεν είναι εγγύηση.
Όμοια και ο συγγραφέας,
ιδιαίτερα εκείνος που επιθυμεί ως αναγνωστικό του κοινό τα παιδιά, διακατέχεται
από αμφιβολία, νιώθει αγωνία, διερωτάται αν δημιούργησε όντως κάτι αξιόλογο. «[Αποχωρίζομαι το γραφτό μου] όταν δεν μπορώ
πια να του κάνω άλλο τράβηγμα, τέντωμα, αναποδογύρισμα, τίναγμα, λάξευμα,
χάιδεμα, σκίσιμο, διόρθωμα, δέσιμο», λέει η σύγχρονη συγγραφέας παιδικών
βιβλίων Virginia Euwer Wοlff. «Δεν νομίζω πως έρχεται κάποια λαμπερή στιγμή,
που λες “Α, τώρα είναι τέλειο!”. Τίποτα τέτοιο. Μοιάζει περισσότερο με σήκωμα
των ώμων, με μια τεράστια εκπνοή ανακούφισης. Και στην περίπτωσή μου υπάρχει
πάντα το “νομίζω”. Δεν είμαι ποτέ απόλυτα σίγουρη. Για τίποτα»[ii] .
Τις περισσότερες φορές ο
συγγραφέας αισθάνεται απελπισμένος στη σκέψη ότι ίσως δεν κατάφερε ό,τι ακριβώς
επιθυμούσε, ανησυχεί μήπως το πνευματικό του τέκνο δεν έχει τη δύναμη να
επιζήσει στον κόσμο της λογοτεχνίας, όπως η λεχώνα ανησυχεί με το παραμικρό για
την ικανότητα του νεογέννητου να επιζήσει και να βρει τη θέση του αργότερα στην
κοινωνία. Υποσυνείδητα υποφέρει για τον αποχωρισμό της από το έμβρυο.
Έρχεται όμως η εποχή που το βιβλίο εκδίδεται πια και κυκλοφορεί, βρίσκει την απήχηση που του αρμόζει – μεγάλη ή μικρή – και τότε σαν παιδί που στέκεται στα πόδια του, παίρνει τον δικό του το δρόμο. Ο πνευματικός «γονιός» του δεν μπορεί πια παρά να το παρακολουθεί από μακριά. Και να σκέφτεται τα γνωστά λόγια του Καρόλου Ντίκενς: "Αν στο βιβλίο μου έδωσα κάτι που μπορεί να χαρίσει μια στάλα χαράς ή παρηγοριάς σε γέρους ή μικρούς στις ώρες της δοκιμασίας, τότε θα πιστέψω πως κάτι κατάφερα - κάτι που θ’ αναθυμάμαι με ικανοποίηση στη μετέπειτα ζωή".
[i] Αναφέρεται στο Author! Author! Επιμέλεια: Richard Findlater, Faber and Faber, London: 1984, p. 174.
[ii] “An interview
with Virginia Euwer Wolff”, by Roger Sutton, The Horn Book Magazine, Μay/June 2001, p. 286.
* http://www.loty.gr/meletimata_analyt_5.htm