Ένα πρωί που
ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, το πόσουμ τίναξε τη γούνα του, έστρωσε την τσέπη
που είχε στην κοιλιά, έπλυνε τη μουσούδα του και αποφάσισε να πάει να δει τι
γίνεται ο φίλος του ο κυρ Κούνελος.
Ξεκίνησε λοιπόν όλο χαρά, μα εκεί που περπατούσε, ακούει ξάφνου μια φωνή:
- Βοήθεια! Βοήθεια!
Το πόσουμ κοντοστάθηκε. Από πού ερχόταν άραγε η φωνή; Κοιτάζει εδώ, κοιτάζει εκεί, και βλέπει ένα φίδι, μισοβγαλμένο από μια τρύπα. ΄Ενα τεράστιο τούβλο είχε στην πλάτη και δεν μπορούσε διόλου να συρθεί.
Τρόμαξε το πόσουμ κι έκανε να φύγει, γιατί το ήξερε καλά. Από το φίδι, ζωάκια σαν εκείνο κινδυνεύουν.
- Βοήθα με, καλό μου πόσουμ! του φώναξε τότε το φίδι. Μη φεύγεις! Βγάλε μου αυτό το τούβλο από την πλάτη, σε παρακαλώ!
- ΄Απαπαπαπα! έκανε το πόσουμ. Αν γίνει τέτοιο πράγμα, αλίμονό μου! Είσαι κακός και ύπουλος. Αν έρθω και σ’ ελευθερώσω, θα χιμήξεις και θα με δαγκώσεις. ΄Ολοι το ξέρουν πως πρέπει να φυλάγεται κανείς από τα φίδια.
- Μπορεί να κάνουν λάθος, πού το ξέρεις; - όλο γλύκα του αποκρίθηκε το φίδι.
Το πόσουμ δίστασε ακόμα λίγο, μα ήταν και πονετικό ζωάκι, έτσι στο τέλος το λυπήθηκε το ερπετό. ΄Αρπαξε λοιπόν ένα χοντρό κλαρί, έδωσε μια στο τούβλο, το πέταξε από την πλάτη του φιδιού κι έφυγε τρέχοντας καλού κακού, μη φάει καμιά δαγκωνιά.
Δεν είχε πάει μακριά, και να σου ακούγεται ξανά το φίδι να φωνάζει:
- Βοήθεια! Βοήθεια!
«Σαν τι να θέλει πάλι;» αναρωτήθηκε το πόσουμ. Κι έτσι πονετικό που ήταν, ξαναγύρισε να δει.
- Βοήθα με, καλό μου πόσουμ, να φτάσω ως το δέντρο εκείνο το ψηλό, ν’ ανέβω να λιαστώ! του ζήτησε το φίδι. Πάγωσα τόση ώρα ο μισός μέσα στην τρύπα, πιάστηκα κιόλας με το τούβλο που μου πλάκωνε την πλάτη και δεν μπορώ να κουνηθώ.
- ΄Απαπαπα! μαζεύτηκε το πόσουμ. Αν κάνω τέτοιο πράγμα, πάω χαμένο! ΄Ετσι κι έρθω κοντά να σε βοηθήσω, θα χιμήξεις και θα με δαγκώσεις. Όλοι το ξέρουν πως πρέπει να φυλάγεται κανείς από τα φίδια.
- Μπορεί να κάνουν λάθος όμως, πού το ξέρεις; μίλησε ξανά το φίδι όλο γλύκα.
΄Ετσι το πόσουμ πείστηκε να το βοηθήσει άλλη μια φορά. Πήρε πάλι το χοντρό κλαδί, έδωσε μια στο φίδι να πάει προς το δέντρο, κι έπειτα το ’βαλε στα πόδια, γιατί ποτέ δεν ξέρεις με τα φίδια τι μπορεί να σου συμβεί.
Και τότε ακούστηκε τρίτη φορά το φίδι να φωνάζει. Βοήθεια ζητούσε πάλι και το πόσουμ το πονετικό δεν άντεξε ν’ ακούει τη φωνή του. Πλησίασε ξανά.
- Αχ, πώς κρυώνω! κουλουριάστηκε το φίδι. Καλέ μου φίλε, στο δέντρο που με πέταξες δεν τα κατάφερα ν’ ανέβω, έτσι που είμαι παγωμένος.
- Και τι θέλεις από μένα τώρα; ρώτησε το πόσουμ.
- Αν δεν κάνω λάθος, έχεις μια τσέπη στην κοιλιά σου, σαν τα καγκουρό. Καλά δε λέω;
- Καλά το λες, του αποκρίθηκε το πόσουμ.
- Βάλε με λοιπόν στην τσέπη τη ζεστή σου να συνέλθω!
Κατατρόμαξε το πόσουμ. ΄Ακου στην τσέπη του το φίδι!
- ΄Απαπα! Αν κάνω κάτι τέτοιο, σίγουρα θα με δαγκώσεις!
- Κι αν κάνεις λάθος; - μέλι έσταζε ξανά το στόμα του φιδιού. Δεν είναι κρίμα να πεθάνω από το κρύο;
- Είναι κρίμα, συμφώνησε το πόσουμ το πονετικό.
΄Ετσι, το πήρε και το έβαλε στην τσέπη του. Μα μόλις πήγαν πάρα κάτω και ζεστάθηκε το φίδι, έβγαλε το κεφάλι και του σφύριξε:
- Την έπαθες, κουτό ζωάκι! Τώρα θα σε δαγκώσω, δε γλιτώνεις!
- ΄Οχι! ΄Οχι! φώναξε το πόσουμ τρομαγμένο. ΄Ελα στα συγκαλά σου! Εμένα θα δαγκώσεις; ΄Εμένα θα σκοτώσεις που σε βοήθησα τόσες φορές;
- Το ήξερες, δεν το ήξερες πως κινδυνεύεις από μένα; γέλασε το φίδι. Είμαι κακός και ύπουλος, μονάχο σου το είπες. Τα μπλεξίματα μαζί μου τι τα ήθελες; Τώρα θα πεθάνεις!
Το πόσουμ το καημένο κατάλαβε πως δε γινόταν να ξεφύγει. Το φίδι από την τσέπη της κοιλιάς του δε θα έβγαινε με τίποτα.
- Πριν με δαγκώσεις, κάνε μου τουλάχιστον μια τελευταία χάρη, παρακάλεσε το πόσουμ. ΄Ασε με να δω προτού πεθάνω τον καλό μου φίλο το κουνέλι!
«Τι έχω να χάσω;» συλλογίστηκε το φίδι. «Ζεστά είν’ εδώ μέσα, μπορώ να περιμένω λίγο. ΄Ας του κάνω το χατίρι».
Μια και δυο λοιπόν έφτασαν στο σπίτι του κυρ Κούνελου. Χτύπησαν την πόρτα και μόλις άνοιξε ο νοικοκύρης, άρχισε το πόσουμ να του εξηγεί τα όσα είχαν γίνει. Του είπε για το φίδι που είχε μες στην τσέπη του, για τα καλά που του είχε κάνει και για τη δαγκωνιά που το περίμενε.
- Το φίδι έχει δίκιο, είπε στο τέλος. Δικό μου είναι το λάθος. Το ήξερα πως κινδυνεύω αν το πλησιάσω. Γι’ αυτό, καλά να πάθω, τώρα θα πεθάνω.
Χαμογέλασε ο κυρ Κούνελος κάτω από τα μουστάκια του. Κι έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
- ΄Οτι το φίδι είναι σπουδαίο ερπετό και ότι πάντα έχει δίκιο το έχω ακουστά, κούνησε το κεφάλι τάχατες με θαυμασμό. Μα, καλέ μου φίλε, κάπως μπερδεμένα μου τα λες. Πάμε καλύτερα εκεί που το πρωτοσυνάντησες να μου εξηγήσεις πώς το βρήκες, για να καταλάβω πιο καλά το πόσο δίκιο έχει.
- Μετά χαράς, του αποκρίθηκε το πόσουμ.
Μπροστά λοιπόν εκείνο, με το φίδι μες στην τσέπη, και πίσω του ο κυρ Κούνελος, έφτασαν μπροστά στην τρύπα του φιδιού.
- Τώρα να μου πείτε απ’ την αρχή πώς ξεκινήσαν όλα και πού βρισκόταν ο καθένας από σας.
- Εγώ στο δρόμο περπατούσα, μίλησε το πόσουμ πρώτο.
- Κι εγώ ήμουν μισός μέσα στην τρύπα και μισός απ’έξω, σφύριξε μετά το φίδι.
- Παράξενο μου φαίνεται αυτό που ακούω, έξυσε τ’ αυτιά του το κουνέλι. Πώς ήσουν δηλαδή ακριβώς; Για δείξε μου να καταλάβω!
- Να σου δείξω, λέει το φίδι.
Και γλιστράει ευθύς από την τσέπη τη ζεστή του πόσουμ, σέρνεται στο χώμα και χώνεται στην τρύπα ως τη μέση.
Τότε ο κυρ Κούνελος παίρνει το τούβλο το μεγάλο και το βάζει βιαστικά πάνω στην πλάτη του.
- ΄Ετσι δεν ήσουν; το ρωτάει.
- ΄Ετσι, λέει το φίδι.
- Ε, λοιπόν, εκεί θα μείνεις! αγριεύει ο κυρ Κούνελος. Γιατί φέρθηκες απαίσια στον ευεργέτη σου και σου αξίζει αυτή η τιμωρία.
Γυρίζει έπειτα στο πόσουμ, που τον κοίταζε ακόμα τρομαγμένο, και του λέει:
- Κι εσύ, άμυαλο πόσουμ, γυρεύοντας ποτέ να μην πηγαίνεις, φίδι στον κόρφο σου ποτέ μην ξαναβάλεις και τους κακούς ποτέ μην εμπιστεύεσαι! Πάμε τώρα να σου κάνω το τραπέζι.
- Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου φίλε, είπε το πόσουμ. Είσαι ο σωτήρας μου, αυτό θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή.
Κι αλήθεια το θυμόταν, δεν το ξέχασε ποτέ. ΄Οπως δεν ξέχασε ποτέ και τις καλές τις συμβουλές που του είχε δώσει το κουνέλι την ημέρα εκείνη.
http://www.loty.gr/paramith_analyt_30.htm
Ξεκίνησε λοιπόν όλο χαρά, μα εκεί που περπατούσε, ακούει ξάφνου μια φωνή:
- Βοήθεια! Βοήθεια!
Το πόσουμ κοντοστάθηκε. Από πού ερχόταν άραγε η φωνή; Κοιτάζει εδώ, κοιτάζει εκεί, και βλέπει ένα φίδι, μισοβγαλμένο από μια τρύπα. ΄Ενα τεράστιο τούβλο είχε στην πλάτη και δεν μπορούσε διόλου να συρθεί.
Τρόμαξε το πόσουμ κι έκανε να φύγει, γιατί το ήξερε καλά. Από το φίδι, ζωάκια σαν εκείνο κινδυνεύουν.
- Βοήθα με, καλό μου πόσουμ! του φώναξε τότε το φίδι. Μη φεύγεις! Βγάλε μου αυτό το τούβλο από την πλάτη, σε παρακαλώ!
- ΄Απαπαπαπα! έκανε το πόσουμ. Αν γίνει τέτοιο πράγμα, αλίμονό μου! Είσαι κακός και ύπουλος. Αν έρθω και σ’ ελευθερώσω, θα χιμήξεις και θα με δαγκώσεις. ΄Ολοι το ξέρουν πως πρέπει να φυλάγεται κανείς από τα φίδια.
- Μπορεί να κάνουν λάθος, πού το ξέρεις; - όλο γλύκα του αποκρίθηκε το φίδι.
Το πόσουμ δίστασε ακόμα λίγο, μα ήταν και πονετικό ζωάκι, έτσι στο τέλος το λυπήθηκε το ερπετό. ΄Αρπαξε λοιπόν ένα χοντρό κλαρί, έδωσε μια στο τούβλο, το πέταξε από την πλάτη του φιδιού κι έφυγε τρέχοντας καλού κακού, μη φάει καμιά δαγκωνιά.
Δεν είχε πάει μακριά, και να σου ακούγεται ξανά το φίδι να φωνάζει:
- Βοήθεια! Βοήθεια!
«Σαν τι να θέλει πάλι;» αναρωτήθηκε το πόσουμ. Κι έτσι πονετικό που ήταν, ξαναγύρισε να δει.
- Βοήθα με, καλό μου πόσουμ, να φτάσω ως το δέντρο εκείνο το ψηλό, ν’ ανέβω να λιαστώ! του ζήτησε το φίδι. Πάγωσα τόση ώρα ο μισός μέσα στην τρύπα, πιάστηκα κιόλας με το τούβλο που μου πλάκωνε την πλάτη και δεν μπορώ να κουνηθώ.
- ΄Απαπαπα! μαζεύτηκε το πόσουμ. Αν κάνω τέτοιο πράγμα, πάω χαμένο! ΄Ετσι κι έρθω κοντά να σε βοηθήσω, θα χιμήξεις και θα με δαγκώσεις. Όλοι το ξέρουν πως πρέπει να φυλάγεται κανείς από τα φίδια.
- Μπορεί να κάνουν λάθος όμως, πού το ξέρεις; μίλησε ξανά το φίδι όλο γλύκα.
΄Ετσι το πόσουμ πείστηκε να το βοηθήσει άλλη μια φορά. Πήρε πάλι το χοντρό κλαδί, έδωσε μια στο φίδι να πάει προς το δέντρο, κι έπειτα το ’βαλε στα πόδια, γιατί ποτέ δεν ξέρεις με τα φίδια τι μπορεί να σου συμβεί.
Και τότε ακούστηκε τρίτη φορά το φίδι να φωνάζει. Βοήθεια ζητούσε πάλι και το πόσουμ το πονετικό δεν άντεξε ν’ ακούει τη φωνή του. Πλησίασε ξανά.
- Αχ, πώς κρυώνω! κουλουριάστηκε το φίδι. Καλέ μου φίλε, στο δέντρο που με πέταξες δεν τα κατάφερα ν’ ανέβω, έτσι που είμαι παγωμένος.
- Και τι θέλεις από μένα τώρα; ρώτησε το πόσουμ.
- Αν δεν κάνω λάθος, έχεις μια τσέπη στην κοιλιά σου, σαν τα καγκουρό. Καλά δε λέω;
- Καλά το λες, του αποκρίθηκε το πόσουμ.
- Βάλε με λοιπόν στην τσέπη τη ζεστή σου να συνέλθω!
Κατατρόμαξε το πόσουμ. ΄Ακου στην τσέπη του το φίδι!
- ΄Απαπα! Αν κάνω κάτι τέτοιο, σίγουρα θα με δαγκώσεις!
- Κι αν κάνεις λάθος; - μέλι έσταζε ξανά το στόμα του φιδιού. Δεν είναι κρίμα να πεθάνω από το κρύο;
- Είναι κρίμα, συμφώνησε το πόσουμ το πονετικό.
΄Ετσι, το πήρε και το έβαλε στην τσέπη του. Μα μόλις πήγαν πάρα κάτω και ζεστάθηκε το φίδι, έβγαλε το κεφάλι και του σφύριξε:
- Την έπαθες, κουτό ζωάκι! Τώρα θα σε δαγκώσω, δε γλιτώνεις!
- ΄Οχι! ΄Οχι! φώναξε το πόσουμ τρομαγμένο. ΄Ελα στα συγκαλά σου! Εμένα θα δαγκώσεις; ΄Εμένα θα σκοτώσεις που σε βοήθησα τόσες φορές;
- Το ήξερες, δεν το ήξερες πως κινδυνεύεις από μένα; γέλασε το φίδι. Είμαι κακός και ύπουλος, μονάχο σου το είπες. Τα μπλεξίματα μαζί μου τι τα ήθελες; Τώρα θα πεθάνεις!
Το πόσουμ το καημένο κατάλαβε πως δε γινόταν να ξεφύγει. Το φίδι από την τσέπη της κοιλιάς του δε θα έβγαινε με τίποτα.
- Πριν με δαγκώσεις, κάνε μου τουλάχιστον μια τελευταία χάρη, παρακάλεσε το πόσουμ. ΄Ασε με να δω προτού πεθάνω τον καλό μου φίλο το κουνέλι!
«Τι έχω να χάσω;» συλλογίστηκε το φίδι. «Ζεστά είν’ εδώ μέσα, μπορώ να περιμένω λίγο. ΄Ας του κάνω το χατίρι».
Μια και δυο λοιπόν έφτασαν στο σπίτι του κυρ Κούνελου. Χτύπησαν την πόρτα και μόλις άνοιξε ο νοικοκύρης, άρχισε το πόσουμ να του εξηγεί τα όσα είχαν γίνει. Του είπε για το φίδι που είχε μες στην τσέπη του, για τα καλά που του είχε κάνει και για τη δαγκωνιά που το περίμενε.
- Το φίδι έχει δίκιο, είπε στο τέλος. Δικό μου είναι το λάθος. Το ήξερα πως κινδυνεύω αν το πλησιάσω. Γι’ αυτό, καλά να πάθω, τώρα θα πεθάνω.
Χαμογέλασε ο κυρ Κούνελος κάτω από τα μουστάκια του. Κι έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
- ΄Οτι το φίδι είναι σπουδαίο ερπετό και ότι πάντα έχει δίκιο το έχω ακουστά, κούνησε το κεφάλι τάχατες με θαυμασμό. Μα, καλέ μου φίλε, κάπως μπερδεμένα μου τα λες. Πάμε καλύτερα εκεί που το πρωτοσυνάντησες να μου εξηγήσεις πώς το βρήκες, για να καταλάβω πιο καλά το πόσο δίκιο έχει.
- Μετά χαράς, του αποκρίθηκε το πόσουμ.
Μπροστά λοιπόν εκείνο, με το φίδι μες στην τσέπη, και πίσω του ο κυρ Κούνελος, έφτασαν μπροστά στην τρύπα του φιδιού.
- Τώρα να μου πείτε απ’ την αρχή πώς ξεκινήσαν όλα και πού βρισκόταν ο καθένας από σας.
- Εγώ στο δρόμο περπατούσα, μίλησε το πόσουμ πρώτο.
- Κι εγώ ήμουν μισός μέσα στην τρύπα και μισός απ’έξω, σφύριξε μετά το φίδι.
- Παράξενο μου φαίνεται αυτό που ακούω, έξυσε τ’ αυτιά του το κουνέλι. Πώς ήσουν δηλαδή ακριβώς; Για δείξε μου να καταλάβω!
- Να σου δείξω, λέει το φίδι.
Και γλιστράει ευθύς από την τσέπη τη ζεστή του πόσουμ, σέρνεται στο χώμα και χώνεται στην τρύπα ως τη μέση.
Τότε ο κυρ Κούνελος παίρνει το τούβλο το μεγάλο και το βάζει βιαστικά πάνω στην πλάτη του.
- ΄Ετσι δεν ήσουν; το ρωτάει.
- ΄Ετσι, λέει το φίδι.
- Ε, λοιπόν, εκεί θα μείνεις! αγριεύει ο κυρ Κούνελος. Γιατί φέρθηκες απαίσια στον ευεργέτη σου και σου αξίζει αυτή η τιμωρία.
Γυρίζει έπειτα στο πόσουμ, που τον κοίταζε ακόμα τρομαγμένο, και του λέει:
- Κι εσύ, άμυαλο πόσουμ, γυρεύοντας ποτέ να μην πηγαίνεις, φίδι στον κόρφο σου ποτέ μην ξαναβάλεις και τους κακούς ποτέ μην εμπιστεύεσαι! Πάμε τώρα να σου κάνω το τραπέζι.
- Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου φίλε, είπε το πόσουμ. Είσαι ο σωτήρας μου, αυτό θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή.
Κι αλήθεια το θυμόταν, δεν το ξέχασε ποτέ. ΄Οπως δεν ξέχασε ποτέ και τις καλές τις συμβουλές που του είχε δώσει το κουνέλι την ημέρα εκείνη.
-----------------------
* Από το βιβλίο Ο βάτραχος,
η γάτα και το φίδι – Αφροαμερικάνικα παραμύθια (εικόνες: Δημήτρης Φουσέκης), Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.