Για το βιβλίο Αμίλητη Αγάπη
(Εκδ. Πατάκη, 2014)*
Ο
Κουτσογιάννης ήταν ένας από τους πλειο ώμορφους άντρες του τόπου μας κι από
τους πλειο γερούς, κι αν και κουτσός έτρεχε τόσο που δεν τον έφτανε κανένας
γερός, και δεν του γλύτωνε γίδι που να μην το πιάσει στην αρέντα. Ήταν αγέρας
μοναχός. Λες και η κουτσαμάρα τούχε βγάλει φτερά.
…
Όταν λαλούσε ο Κουτσογιάννης την φλογέρα τον αφηκρούνταν όσοι βρίσκονταν κοντά του, με μεγάλη προσοχή και κρυφά, γιατί, άμα καταλάβαινε ότι τον αφηκριώνταν, έπαυε στην στιγμή το λάλημα. Είχαν παραλογίσει όλοι οι πιστικοί με την φλογέρα του κι έσκαζαν από την ζήλεια τους.
Όταν λαλούσε ο Κουτσογιάννης την φλογέρα τον αφηκρούνταν όσοι βρίσκονταν κοντά του, με μεγάλη προσοχή και κρυφά, γιατί, άμα καταλάβαινε ότι τον αφηκριώνταν, έπαυε στην στιγμή το λάλημα. Είχαν παραλογίσει όλοι οι πιστικοί με την φλογέρα του κι έσκαζαν από την ζήλεια τους.
Απόσπασμα από το διήγημα «Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα» [1923]
του Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861-1937).
Από την Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος 1900-1963,
Πρόλογος: Γεωρ. Βαλέτα, Επιμέλεια: Αντρέα Νενεδάκη
Έκδοσις: Γ. ΚΟΥΡΗ, ΣΤΑΔΙΟΥ 48, ΑΘΗΝΑΙ, 1963
του Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861-1937).
Από την Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος 1900-1963,
Πρόλογος: Γεωρ. Βαλέτα, Επιμέλεια: Αντρέα Νενεδάκη
Έκδοσις: Γ. ΚΟΥΡΗ, ΣΤΑΔΙΟΥ 48, ΑΘΗΝΑΙ, 1963
***
«Δίπλα σου,
ό,τι κι αν γίνει».
Αυτή είναι η πρώτη φράση από το μυθιστόρημα Αμίλητη αγάπη της Λότης
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή, έχει μεγάλη
δύναμη και με την πρώτη αυτή φράση υπονοείται ο τίτλος του βιβλίου. Γιατί
τέτοια κουβέντα μόνο από άνθρωπο που αγαπάει βαθιά και χωρίς όρους μπορεί να
ειπωθεί. Και ναι μεν δεν είναι το ίδιο με το: «Σ’ αγαπάω και θα σ’ αγαπάω ό,τι
κι αν γίνει» αλλά αυτό το «δίπλα σου…», εξίσου δυνατό μοιάζει.
Αν
όμως από την άλλη πλευρά δεν έχει προηγηθεί ένα «στάσου δίπλα μου» σαν
παράκληση, ή έστω ένα «stand by me», σαν του τραγουδιού; Που σίγουρα οι ήρωες
πρέπει να το ξέρουν αν και είναι αρκετά παλιό τραγούδι. Θέλει ο άλλος να
είμαστε δίπλα του ό,τι κι αν γίνει; Ακόμα κι αν δεν μας το έχει ζητήσει; Μήπως
αυτό το υπονοούμενο «με χρειάζεσαι και γι’ αυτό θα είμαι δίπλα σου» είναι
καταπιεστικό; Μήπως κρύβει έναν εγωιστικό μπάστακα που δε λέει να ξεκολλήσει
από το πλάι μας «ό,τι κι αν γίνει»; Κι ας μη βιαστεί κάποιος να με
κακοχαρακτηρίσει ότι τάχα υπονομεύω εξαρχής το βιβλίο για το οποίο ξεκίνησα να
μιλάω. Γιατί εννοείται ότι εγώ, ο υποψιασμένος -κι όχι πάντα
καλοπροαίρετος- αναγνώστης, περιμένω να δω τα πώς και τα γιατί που θα οδηγήσουν
την Ειρήνη να πει αυτή τη φράση στον Θέμη. Και με πόση ανιδιοτέλεια θα την πει.
Κι αν πρέπει να την πει.
Διαβάζω λοιπόν λαίμαργα τις υπόλοιπες
σελίδες, αυτή την εξιστόρηση των πολλών (συν δέκα) ημερών, για να δω πώς θα με
οδηγήσουν σ’ αυτή την πρώτη και σημαδιακή φράση και με τι είδους καλούδια θα
την φορτώσουν. Και φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου, γυρίζω ξανά στην αρχή με
απαντημένες τις πιο πολλές ερωτήσεις μου και με την πρώτη φράση του βιβλίου να
έχει γίνει τώρα ένα καλοτάξιδο καράβι που βγαίνει καμαρωτό απ’ το λιμάνι του
για να αρμενίσει σ’ ένα πέλαγος λέξεων. Και εγώ, ο πονηρός αναγνώστης,
χαμογελάω με χαρά γιατί τώρα ξέρω ότι έχει καλό φορτίο αυτή η φράση-καράβι. Κουβαλάει πίστη, ελπίδα και γνώση καλά
θεμελιωμένες στο όνειρο, στην αγάπη και στην ενσυναίσθηση. Όπως κι όλο το
βιβλίο.
Εδώ θα μπορούσε να τελειώσει ένα μικρό
σημείωμα για το βιβλίο Αμίλητη αγάπη
της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου μαζί με την προτροπή να το διαβάσετε.
Αλλά…
Κάτι στο μυθιστόρημα αυτό, μου θύμισε τον
«Κουτσογιάννη» του Χρηστοβασίλη που είχα διαβάσει παλιά. Αυτή η
τρυφερότητα της συγγραφέως για τον Θέμη, αυτό το στόλισμά του και ο έπαινος
στις ικανότητές του, που δείχνει ο ήρωας να τον αξίζει. Γι’ αυτό και πρόταξα
ένα μικρό απόσπασμα απ’ αυτό το παλιό διήγημα των αρχών του περασμένου αιώνα.
Είπα «μου
θύμισε» κι όχι «θυμίζει». Γιατί έχουν αλλάξει πολύ οι εποχές από τότε. Έχει
αλλάξει κι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε πολλά πράγματα. Και πάνω σ’ αυτό και
πολλά άλλα, έχω αρκετά να πω. Κι όποια ή όποιος βαριέται να διαβάσει, λυπάμαι…
Δεν λέγονται με δυο λέξεις όλα, όπως το «Σε αγαπάω».
Ο Θέμης δεν θα μπορούσε να είναι ―σήμερα―
ένας «κουτσο-Θέμης». Όσο κι αν είναι «ένας από τους πλειο ώμορφους άντρες του
τόπου μας κι από τους πλειο γερούς, κι αν και κουτσός έτρεχε τόσο που δεν τον
έφτανε κανένας γερός». Όσο κι αν είναι τολμηρός και γενναίος, όπως το
αποδεικνύει η στάση του απέναντι στους νταήδες και ψευτόμαγκες «εκφοβιστές» του
Γρηγόρη, του συμμαθητή της Ειρήνης και της Όλγας. Όσο κι αν αναλαμβάνει δράση
μέσα στο σχολείο για να τελειώνει μια και καλή με το bullying από κάποια
στερημένα παιδιά απέναντι σ’ έναν αδύναμο. Όσο κι αν αυτός, ο Α.Μ.Ε.Α.,
αναλαμβάνει ρόλο super-hero.
Όχι. Δεν θα μπορούσε να είναι κουτσο-Θέμης
αυτό το παιδί. Θα ήταν άτοπο και άδικο. Όχι λόγω της «μη πολιτικά ορθής»
διατύπωσης ―μόνο― αλλά, κυρίως, λόγω της στάσης της συγγραφέως απέναντι στους
ανθρώπους με αναπηρία και εξαιτίας της σχέση της με τη γλώσσα, την παιδαγωγική
και τη σημερινή λογοτεχνία για παιδιά και νέους.
Το
περίγραμμα της υπόθεσης είναι προσιτό σε όσους έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή
μπορούν να διαβάσουν το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Μέχρι τώρα έχω μιλήσει για την αγάπη που φανερώνει η Ειρήνη για τον Θέμη και την αναπηρία του Θέμη που δεν τον κάνει λιγότερο όμορφο και λιγότερο επιθυμητό από τους αρτιμελείς.
Μέχρι τώρα έχω μιλήσει για την αγάπη που φανερώνει η Ειρήνη για τον Θέμη και την αναπηρία του Θέμη που δεν τον κάνει λιγότερο όμορφο και λιγότερο επιθυμητό από τους αρτιμελείς.
Αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο άξονας του
μυθιστορήματος. Αυτή είναι η ουσία της Αμίλητης
αγάπης. Ο έρωτας ανάμεσα σε δυο ξεχωριστούς νέους ανθρώπους. Είναι η αγάπη
που όλα τα νικά κι όλα τα υπομένει. Και σε όποιαν ή όποιον σκεφτεί ότι η αγάπη,
ο έρωτας και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι το θέμα πάαααρα πολλών βιβλίων ―αν
όχι όλων― , θα ξαναπώ ότι η έννοια της πρωτοτυπίας εξαρτάται από το βάθος της
γνώσης που έχουμε για όλα τα έργα της τέχνης και για όλη την ιστορία του είδους
μας που δεν είναι και τόσο ζηλευτή στο σύνολό της.
Για μένα, πρωτότυπο είναι κάθε καλό βιβλίο
που με κρατάει κοντά του και με κάνει να θέλω να το ξαναδιαβάσω. Γιατί στην
ιστορία που αφηγείται η Αμίλητη αγάπη
υπάρχει αυτό το κάτι που είναι πάντα πολύ βαθύ, διαχρονικό και ουσιαστικό και
που η μόνη του ―και επαρκής!― πρωτοτυπία είναι ότι κάθε φορά που συμβαίνει
μοιάζει μοναδικό και πρωτοφανές στους νέους ερωμένους και εραστές. Κάθε φορά
που δυο νέοι άνθρωποι ανακαλύπτουν τον έρωτα, ο κόσμος ξαναγεννιέται και
ξαναχτίζεται· κι αυτό η συγγραφέας δείχνει να το ξέρει βιωματικά και να το
διαχειρίζεται με την απλότητα που έρχεται κάθε φορά η άνοιξη. Ανθοφορία,
καλοκαιρία και χαμόγελα. Χωρίς πολλά ταρατατζούμ. Και με πλαίσιο απόλυτα
σύγχρονο. Με τις έννοιες της αναπηρίας, του σχολικού εκφοβισμού, την
επανεμφάνιση φαινομένων φασισμού και ναζισμού και των οικονομικών συνθηκών
―έτσι όπως τις διαχειρίζεται η συγγραφέας― να το μετατρέπουν σε ένα σύγχρονο
βιβλίο οδηγό για νέους αλλά και για μεγάλους αναγνώστες.
Έχει αναλάβει βαρύ φορτίο η Λότη
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου. Γιατί καθώς επιλέγει να μιλήσει με τη φωνή μιας
έφηβης, της Ειρήνης, δεσμεύεται από την επιλογή της αυτή. Και είναι σπουδαίο
επίτευγμα για μένα το ότι η γλώσσα που επιλέγει είναι απλή, στιβαρή, ευέλικτη,
σαφής και δίχως εκζήτηση. Είναι η φωνή ενός κοριτσιού που του αρέσει το
διάβασμα, του αρέσει να μαθαίνει και έχει την απαραίτητη σεμνότητα να μην
κομπάζει γι’ αυτό.
Ξέρει η συγγραφέας πού αρχίζει και πού
τελειώνει ο λόγος ενός ταλαντούχου κοριτσιού που δεν είναι τίποτα περισσότερο
και τίποτα λιγότερο απ’ αυτό που εμφανίζεται μέσα στο βιβλίο: ένα ευαίσθητο,
διαβασμένο και ερωτευμένο νέο κορίτσι που μας παρασύρει στον κόσμο του. Το
ξέρει αυτό η συγγραφέας και καταφέρνει να μας το δώσει με την απλότητα και την
αμεσότητα που φτιάχνουν μέλι οι μέλισσες: χωρίς να σφίγγονται. Και έτσι, το
ζητούμενο αρμονικής σύζευξης μυθοπλασίας, δομής, σχεδιασμού χαρακτήρων και
γλώσσας, υπερβαίνει κατά πολύ την απλή αφήγηση ενός ακόμα love story για
τηνέιτζερς. Γίνεται ένα ανθεκτικό και διαχρονικό crossover βιβλίο, που σημαίνει
βιβλίο για όλες τις ηλικίες.
Είναι φανερό ότι η Λότη
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου είναι ερωτευμένη με τους ήρωές της. Κάτι που
συμβαίνει και σε άλλα βιβλία της. Αλλά δεν φτάνει αυτό. Χρειάζεται η εμπειρία
ζωής που διαθέτει και η συγγραφική της επάρκεια για να τους προσφέρει τη ζωή
που θέλει γι’ αυτούς και που―κατά τη γνώμη της― τους αξίζει να
έχουν. Και έτσι, φτιάχνει έναν Θέμη τόσο ζηλευτό και λαμπερό για τον αναγνώστη
που σε καμιά σελίδα δεν μας αφήνει περιθώρια λύπησης για την αναπηρία του.
Φτιάχνει μια Ειρήνη γοητευτική, απλή και ερωτεύσιμη. Που μας μιλάει με τη φωνή
ενός ταλαντούχου κοριτσιού αλλά κοριτσιού.
Ξέρει η συγγραφέας τη γλώσσα της
αγαπημένης της έφηβης ηρωίδας και ούτε σε μια σελίδα δεν προδίδεται ξένος λόγος
αλλά ούτε και δήθεν «μοντερνιές» που θα κολάκευαν έναν κάπως λιγότερο
απαιτητικό αναγνώστη. Μπορεί να μας νευριάζει λίγο η Ειρήνη με την έλλειψη
αυτοπεποίθησης που εκδηλώνει περιστασιακά. Μας έχει όμως συμμάχους της στο
μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου και καταλαβαίνουμε την προσπάθειά της να αποδιώξει
τους φόβους της και να μάθει πού επιτέλους κλίνει η ερωτική προτίμηση του Θέμη.
Μέχρι να φτάσουν εκείνες οι όμορφες δέκα μέρες με τον έρωτα στην άνθισή του.
Είναι καλό να ερωτεύεσαι τα δημιουργήματά
σου. Και δεν είναι ασυνήθιστο. Δεν αρκεί όμως αυτό για να τους χαρίσεις τις
αρετές που θα τα κάνουν ελκυστικά και γοητευτικά. Είναι απαραίτητο να κατέχεις
τη γνώση των εργαλείων που θα πλάσουν με τρόπο φυσικό και πειστικό τους
χαρακτήρες που ζουν και κινούνται με συνέπεια, πειστικότητα και καθαρά
περιγράμματα μέσα στην ιστορία που φτιάχνεις και συμβάλλουν στην ολοκλήρωση του
μύθου. Χαρακτήρες και ήρωες που μας γίνονται, πολύ πριν τελειώσει η ιστορία,
γνώριμοι και οικείοι σαν συγγενείς και φίλοι ή γείτονες. Όχι καλοί απαραίτητα.
Πάντα όμως συνεπείς με την αλήθεια που τους αναθέτει ο συγγραφέας.
Την ικανότητα αυτή την έχει πολλές φορές
καταδείξει και αποδείξει η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου στα έργα της. Ξέρει
να δημιουργεί λογοτεχνικές παρέες και σόγια που μας μπάζουν κι εμάς μέσα στους
κύκλους τους και στις ιστορίες τους ακόμα κι αν μας μοιάζουν μακρινά και ξένα.
Δεν θα κάνω σύγκριση με άλλους αριστοτέχνες ―πολύ πιο παλιούς αλλά και
νεότερους― του σύγχρονου μυθιστορήματος, αλλά είναι κι αυτό ένα κριτήριο
ποιότητας. Το πόσο δηλαδή μπορεί ένας συγγραφέας να αυγατίσει το φαντασιακό μας
σόι.
Μετά από την ανάγνωση ενός άρτιου μυθιστορήματος,
όπως η Αμίλητη αγάπη, στην παρέα μου
έχουν ήδη προστεθεί η Ειρήνη και ο Θέμης. Και μιλάω για τους δυο τους γιατί
ξέρω ότι αυτοί θα αντέξουν περισσότερο από την Όλγα ή τον Γρηγόρη. Χωρίς να
θέλω να συγκρίνω ανόμοια πράγματα, θα πω μόνο ότι για πολλά χρόνια θεωρούσα
μακρινό ξαδερφάκι μου τον Τομ Σόγιερ και ζήλευα τη σχέση του με την Μπέκυ
Θάτσερ. Και από μια ηλικία και πέρα έμαθα να συγκρίνω ―ή να “μετράω”― με τις
αρετές του Ηλίθιου, του Ντοστογιέβσκη, κάποιους έντιμους ανθρώπους που έχω
γνωρίσει.
Κάπως έτσι και με την Αμίλητη αγάπη. Σελίδα τη σελίδα αρθρώνεται η αγάπη, που κρύβεται
πίσω από την Ειρήνη και την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της, με το έμπειρο σμίλεμα
όλων των χαρακτήρων του βιβλίου. Aκόμα και των αρνητικών.
Με στρατηγικές σκακιέρας, που ταιριάζουν
στη σκακιστική δεινότητα του Θέμη, με βοηθήματα ποιητικά και διακειμενικά που
φανερώνουν τον σεβασμό της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου για τα σημαντικά
αναγνώσματα, που τα θεωρεί ―και έτσι τα αξιοποιεί― θεμέλια παιδείας,
συγκίνησης, αυτογνωσίας και εφηβικών ερωτικών σκιρτημάτων που μπορούν να
οδηγήσουν σε μια ώριμη και δοτική σχέση. Είτε είναι ο
«Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι, με τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Φλέρυ
Νταντωνάκη, οι μεσάζοντες για τη γνωριμία μας με τα «Λιανοτράγουδα», το «Άσμα
Ασμάτων» και άλλα μνημεία του λόγου, είτε η ευρυμάθεια του Θέμη για τη
μυθολογία και το άρμα του Ήλιου με τα θαυμαστά του άλογα, είτε η λέξη «αγάπη»
σαν αφορμή για να μας παρουσιαστούν μερικοί στίχοι του Σεφέρη και του Τάσου
Λειβαδίτη. Χωρίς ούτε μια στιγμή να ξεχνάει ο ώριμος αναγνώστης όλων των
ηλικιών ότι ακόμα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να χρησιμοποιεί στη γλώσσα του
δάνεια από τραγούδια, ποιήματα ή παραμύθια χωρίς να εμποδίζεται να είναι αυτό
το ίδιο παιδί που κάθε φορά μιλάει στη γλώσσα του.
Αυτή άλλωστε η αγάπη για τα «κείμενα-λέξεις»
είναι που οδηγεί τη συγγραφέα στην «εμφύτευση» ή «μπόλιασμα» ονομάτων και ηρώων
από άλλα βιβλία της στα κείμενά της, δημιουργώντας με τα χρόνια, και με τα
βιβλία της, μια «ταπισερί» υφασμένη από διαλεχτά νήματα, κλωστές και
παραστάσεις που όλα μαζί συνθέτουν και απεικονίζουν μια νέα και τελείως
προσωπική «λογοτεχνική πατρίδα».
Κάθε σχόλιο, κριτική (ευμενής ή δυσμενής),
έπαινος ή παρουσίαση ενός βιβλίου είναι μια υποκειμενική στάση απέναντι σε κάτι
που διαβάσαμε μόνοι μας. Είναι μια νέα μικρή ιστορία που έχει σαν αφορμή την
ανάγνωση μιας άλλης ιστορίας. Σίγουρα μας επηρεάζει ο «πρότερος έντιμος βίος»
του συγγραφέα, σίγουρα διαφορετικά αναφερόμαστε σε κάποιον που για πρώτη φορά
διαβάζουμε κείμενό του. Κι αν τώρα παίρνω το θάρρος κι εγώ να γράψω μερικά
λόγια για την Αμίλητη αγάπη της Λότης
Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, αυτό το χρωστάω στην παράξενη συγκίνηση που μου
πρόσφερε διαβάζοντάς το και που με μετέφερε πίσω σε εφηβικούς έρωτες και σε
δυνατές φιλίες. Όχι και τόσο νοσταλγικά (μια και είμαι ακόμα «too young to die»
αν και «too old to rock’n roll») αλλά σαν δικαίωση και σαν οραματισμό για ένα
μέλλον με κάπως πιο πλούσιες αναγνωστικές αναφορές για τους σημερινούς νέους.
Θέλω μέσα από το κείμενό μου αυτό -που
περισσότερο «δοκίμιν αναγνωστικής αγάπης» είναι και δεν διεκδικεί τίτλους
λογοτεχνικής κριτικής-, να μοιραστώ με όσες και όσους το διαβάσουν τη χαρά μου
για μια αναγνωστική απόλαυση που είχε την καθαρότητα και την απλότητα ενός
καλού σπιτικού κυριακάτικου φαγητού. Χωρίς πολλές σάλτσες, βαριά μπαχαρικά και
περιττά στολίσματα. Χωρίς εξυπνακίστικη φιγούρα ενός δήθεν νεανικού λόγου που
πολλές φορές είναι τόσο ξένος με την πλειονότητα των σημερινών νέων όσο ξένος
ήταν κι ο καρπαζοεισπράκτορας Τζανετάκος ή ο «τεντιμπόης» Βουτσάς (σαν φιγούρες
στις παλιές Ελληνικές ταινίες) με τα παλικαράκια της ηλικίας τους.
Θέλω ακόμα με το σημείωμα αυτό να πω και
στη συγγραφέα ότι μου αρέσει ο τρόπος να κρατάει το ουσιώδες και μ’ αυτό να
κάνει καλά τη δουλειά της. Σαν μια καλή μαγείρισσα που μ’ έναν παλιό πλάστη και
υλικά απ’ το περιβόλι της κι απ’ το κελάρι της φτιάχνει χίλιων λογιών
πεντανόστιμες πίτες με γνώση και ευαισθησία. Χωρίς ούτε μια στιγμή να κάνει
φιγούρα για τις γνώσεις και τις δυνατότητές της που υπερβαίνουν την ίδια της τη
γενιά.
Μπήκα και στη διαδικασία να φανταστώ πώς
θα ήταν να συζητάω -αν το είχα διαβάσει σαν παιδί- με φίλους και φίλες μου γι’
αυτό το βιβλίο και για τα οικουμενικά θέματα που αγγίζει. Θα παραδεχτώ ότι μου
ήταν ευκολότερο να φανταστώ κουβέντες με φίλες. Τα νέα αγόρια εμποδίζονται από
μια δομική αιδημοσύνη να παραδεχτούν τις ευαισθησίες τους. Και θα είχα τόσα να
πω! Για τον Θέμη, για την Ειρήνη, για την Όλγα. Για τον Γρηγόρη και τα
προβλήματά του, για τον σχεδόν μυθικό Απελλή.
Μέχρι δηλαδή που έφτασα στο σημείο να ζηλεύω
αναδρομικά, για την τύχη του τον Θέμη, ξεχνώντας το αναπηρικό του
αμαξίδιο. Τον ζήλεψα για τον θαυμασμό που προκαλούσε στα κορίτσια. Τον ζήλεψα
για την αντρειά του να αντιμετωπίζει εκείνους τους δυστυχισμένους ψευτο-νεοναζί
με ακομπλεξάριστη τόλμη και με μεγάλη ψυχική δύναμη. Τον ζήλεψα και για τις
δέκα μέρες που με την Ειρήνη… Αλλά αυτά, καλύτερα να τα διαβάσετε.
Αυτό που έχω να πω είναι πως δεν είναι
καθόλου μικρό συγγραφικό επίτευγμα το να με κάνει να τον ζηλέψω η συγγραφέας!
Όπως είχα ζηλέψει έναν συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο που είχε κάνει εγχείρηση
σκωληκοειδίτιδας και είχε αδυνατίσει και ήθελα να κάνω κι εγώ εγχείριση για να
αδυνατίσω άκοπα (όπως νόμιζα τότε).
Διάβασα την Αμίλητη αγάπη όπως θα τη
διάβαζα στα δεκατέσσερα ή δεκαέξι μου, όταν διάβαζα άλλα κι άλλα. Αβίαστα και
χωρίς το «τάμα» να το τελειώσω επειδή έτσι πρέπει. Αλλά και χωρίς να ξεχνάω την
τωρινή μου ηλικία που έχει πολλών δεκαετιών εφηβείες στην καμπούρα της. Την
καλλιεργώ αυτή την ικανότητα που την ανίχνευσα αρκετά μικρός. Να διαλέγω και να
παίρνω όλα τα χρώματα και τα αρώματα των βιβλίων που διαβάζω και μου αρέσουν.
Πάντως την καταβρίσκω μ’ αυτήν την
εκλεκτική προσαρμοστικότητά μου και γι’ αυτό φχαριστιέμαι διαβάζοντας από
Αστερίξ και Λούκι Λουκ μέχρι Σοπενάουερ και Νίτσε, ανάλογα με την ώρα και τη
μέρα. Και στην Αμίλητη αγάπη βρήκα
τις γεύσεις και τα αρώματα από πολλών ηλικιών χάρες. Να ξεκαθαρίσω κάτι όμως:
το ότι η Αμίλητη αγάπη είναι ένα
ευρέως φάσματος βιβλίο οφείλεται στη συγγραφέα κι όχι στις δικές μου αναγνωστικές
συνήθειες.
Είμαι ρεαλιστής. Είμαι αισιόδοξος. Το
σύμπαν θα αργήσει να πεθάνει και για αρκετό καιρό ακόμα ―πολλούς αιώνες ή
χιλιετίες ελπίζω―, παρόλη τη βία, το αίμα, την ανόητη κακία και όλο αυτό το
σύστριγγλο των βλακών που μολύνει τον πλανήτη μας, θα υπάρχουν άνθρωποι στη Γη
μας που θα αναζητούν την αγάπη που μιλάει, την αγάπη που αντέχει, την αγάπη που
νικά κι όλα τα υπομένει. Και θα την υπηρετούν. Αυτούς, τους λέω καλούς
ανθρώπους. Δεν θυμάμαι ποιος είχε πει ότι η λογοτεχνία είναι η μόνη πραγματική
ιστορία της ανθρωπότητας που έχουμε, ή κάτι τέτοιο.
Το μυθιστόρημα Αμίλητη αγάπη είναι μια φανταστική ιστορία φτιαγμένη με πραγματικά
υλικά ή μια πραγματική ιστορία φτιαγμένη με φανταστικά υλικά; Κάθε μυθιστόρημα
είναι –νομίζω- και τα δύο.
Και αυτό που μπορεί να κάνει, όπως μόνο η καλή λογοτεχνία το μπορεί, είναι να
μας δείχνει έναν άλλο κόσμο με εμάς μέσα του. Μερικές φορές όπως είμαστε και
άλλες όπως θέλουμε να γίνουμε. Καθώς η φαντασία μπορεί να γεννήσει πράξεις και
οι πράξεις μπορούν να πλουτίζουν τη φαντασία.
Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει τον
κόσμο. Είναι ικανή όμως να μας δείχνει κάποια ζητούμενα που μπορούν με τη σειρά
τους να αλλάξουν τις καθημερινές μας κοινωνικές, ανθρωπιστικές και πολιτικές
επιλογές. Κι αυτή είναι, ίσως, η εκπαιδευτική της συμβολή στην αργή ―πολύ αργή,
π’ ανάθεμά την!― εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Και, όπως ο Θέμης και η Ειρήνη
του μυθιστορήματος, μπορεί (πάλι καθώς ελπίζω) να μας οδηγήσει να μιλήσουμε και
να (συμ)πράξουμε για την αγάπη. Και είναι ευθύνη δικιά μας να διαλέξουμε το αν,
το πότε και το σε ποιούς θα πούμε: «Δίπλα σου, ό,τι κι αν γίνει».
Τελικά, η Αμίλητη αγάπη της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, από τις Εκδόσεις
Πατάκη, δεν είναι και τόσο αμίλητη. Μπορεί να μιλήσει σε όλες τις ηλικίες και
σε πολλές γλώσσες. Αν όμως έχετε νέα παιδιά κοντά σας, εγγόνια, φίλους, παιδιά
φίλων, χαρίστε τους το βιβλίο αυτό. Αξίζει να το διαβάσουν και να το διαβάσετε.
Δημοσιεύτηκε
στο :