[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤIΑ, τ. 1562/Αυγ.
92. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Όπως και στ' αηδόνια - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις". Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην 7η, 8η και 9η συνέχεια (1, 5 και
8 Μαρτίου 2013 αντίστοιχα) της ανάρτησης με θέμα «Η γυναίκα και η παιδική
λογοτεχνία».]
Ο Τρελαντώνης[i] είναι
βιβλίο με λογοτεχνικές αρετές που τις εξετίμησαν κορυφαίοι της λογοτεχνίας μας
ευθύς μόλις εκδόθηκε (1932). Για παράδειγμα, ο Κωστής Παλαμάς σημείωσε: Αμέσως
μπήκα στην ατμόσφαιρα του βιβλίου... Μ' ενδιέφεραν και με συγκινούσαν οι μικροί
ήρωες... Μ' ενθουσίαζαν...[ii] Ο Μυριβήλης τής έγραψε: Πιστεύω πως πρώτη
φορά στην Ελληνική Λογοτεχνία δόθηκαν ζωντανοί τύποι παιδιών από σας.[iii] Από τότε, η λογοτεχνική αξία του Τρελαντώνη ποτέ σχεδόν δεν
αμφισβητήθηκε. Τα τελευταία χρόνια όμως διατυπώθηκαν επιφυλάξεις για την
παιδαγωγική του αξία, με τον ισχυρισμό, μεταξύ άλλων, ότι η Δέλτα υποστηρίζει
την ανισότητα των δύο φύλων. Μερικοί μελετητές φτάνουν στο σημείο να το θεωρούν
ολότελα αντιπαιδαγωγικό [iv]. 'Αλλοι
βρίσκουν ως ελαφρυντικό για τη Δέλτα ότι έγραψε αυτό το βιβλίο σε μια εποχή
που η χειραφέτηση της Ελληνίδας δεν αποτελεί ούτε καν ευγενή πόθο ανδρών και γυναικών
[v], ενώ άλλοι
παραδέχονται ότι η Δέλτα δεν συμφωνεί με τις θέσεις που παρουσιάζει για την ανισότητα
των φύλων αλλά τις μεταφέρει γιατί ήταν οι θέσεις της εποχής της[vi].
Πράγματι,
διαβάζοντας τον Τρελαντώνη, παρατηρεί κανείς ότι η Δέλτα περιγράφει με
ζωηρά χρώματα τις διακρίσεις των δύο φύλων στη ζωή των παιδιών, την υποτιθέμενη
υπεροχή του αγοριού και την υποτίμηση του κοριτσιού. Μια προσεκτικότερη ακόμη ανάγνωση
όμως ίσως μας οδηγήσει σε ακριβέστερα συμπεράσματα.
Αναμφισβήτητα
η Δέλτα, θέλοντας να δημιουργήσει ένα πραγματικό λογοτέχνημα, που να τοποθετείται
στα τέλη του περασμένου αιώνα, δεν μπορούσε παρά να δώσει το πνεύμα, την
ατμόσφαιρα και τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής για τα δύο φύλα. Ο τρόπος όμως
που επισημαίνει τα όσα υποτιμητικά για τα κορίτσια συμβαίνουν ή σκέπτεται ο
μικρός Αντώνης δείχνει ολοκάθαρα το πόσο άδικα τα εύρισκε, το πόσο την πείραζαν.
'Αλλωστε, αν δεν την ενοχλούσαν, δε θα στεκόταν ιδιαίτερα σ' αυτά και δε θα άφηνε
να φανεί το παράπονο των κοριτσιών. Θα τα παρουσίαζε ως "φυσικά" ή
ακόμη και αρεστά στα κορίτσια.
Από τις
πρώτες σελίδες του βιβλίου, μας φανερώνει τι γνωρίζει κιόλας η Πουλουδιά και τι
δείχνει να την ενοχλεί στη στάση του αδελφού της: Ο Αντώνης πρέσβευε πως τα
κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν βώλους, πως έχουν κούκλες και πως αυτές τους αρκούν και ο
Αντώνης όμως ... δεν το θεώρησε αξιόπρεπο για ένα αγόρι να ενθουσιαστεί με το
εύρημα ενός κοριτσιού (σ. 7). Και πιο κάτω, ο Αντώνης από κανένα κορίτσι
δεν παραδέχουνταν ούτε τολμηρές αποφάσεις ούτε καν ιδέες καθόλου (σ. 40).
Ας θυμηθούμε
εδώ ότι το βιβλίο είναι γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο, η Δέλτα όμως δεν παρουσιάζει τα συμβαίνοντα από τη σκοπιά του μεγάλου ή του αμέτοχου παρατηρητή, ούτε από τη
σκοπιά ενός μόνον από τα παιδιά -κάτι που παρατηρείται συχνά στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία. Σε κάθε
περιστατικό που διηγείται, βλέπει τα πράγματα με τη ματιά όποιου παιδιού τυχαίνει
να πρωταγωνιστεί. Εκτός από τα λόγια του, που φαίνονται στο διάλογο, μας δίνει
και τις σκέψεις του με προτάσεις στο τρίτο πρόσωπο. 'Ετσι ο αναγνώστης παρακολουθεί
"εκ των έσω" τις αντιδράσεις κάθε παιδιού, χωρίς αυτό να σημαίνει,
βέβαια, ότι η συγγραφέας εγκρίνει πάντα τις πράξεις ή τους συλλογισμούς του. Ας
δούμε παραδείγματα από τα λόγια και τις σκέψεις του Αντώνη:
- Εσείς τα κορίτσια
όλο αφορμές γυρεύετε, για να κλαίτε, είπε περιφρονητικά (σελ. 18). ... είπε ο Αντώνης,
έτοιμος πάντα να επαναστατήσει για κάθε επίκριση γυναικεία (σ. 38). Μα ο Αντώνης,
ακόμα και όταν ευχαριστιούνταν, δεν εννοούσε να κυβερνιέται από κορίτσι. Ωμολογούσε
μέσα του τις υπηρεσίες της αδελφής του, και τον ευχαριστούσαν. Μα δεν έπρεπε να
της δώσει και πολύ θάρρος (σ.169). Ο Αντώνης θύμωσε με την Αλεξάνδρα, γιατί
αυτά τα κορίτσια έχουν μανία να διηγούνται όλα στη γειτονιά (σ. 79). Ο Αντώνης...
δεν ταίριαζε, απέναντι ενός αγοριού, να δώσει δίκαιο σε κορίτσι (σ. 71). Μα η Πουλουδιά,
που σαν κορίτσι που ήταν δε συλλογίζουνταν πολλά πράματα... (σ. 44). Η Πουλουδιά
βρήκε την ώρα να βγάλει την ... κούκλα της... και να παίζει μαμά και μωρό. Τι κουταμάρες,
Θεέ μου, και τι έλλειψη φαντασίας που πρέπει να έχει ένα κορίτσι, για να
διασκεδάζει πασπατεύοντας ένα κούτσουρο... (σ. 137). ...ειδεμή, μόνο με κορίτσια,
τι να φανταστείς και τι να εφαρμόσεις (σ. 39).
Οι σκέψεις
και η στάση του Αντώνη διόλου δεν αφήνεται να εννοηθεί ότι απορρέουν από κάποια
έμφυτη τάση, ή από κάποια "εκ φύσεως" ανωτερότητα στις νοητικές του
δυνατότητες, που του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται διαφορές και να δρα αναλόγως.
Είναι καθρεφτίσματα της συμπεριφοράς και των αντιλήψεων των μεγάλων. Ξεκάθαρα το
δείχνει αυτό η Δέλτα:
'Ηλθε η κερα-Ρήνη μ' ένα πανέρι βύσσινο
γλυκό... Η θεία μηνούσε ν' αρχίσουν τα κορίτσια ευθύς το ξεκουκούτσιασμα....
Ο Αντώνης ακατάδεχτα κοίταζε τις προετοιμασίες των κοριτσιών, τις ποδιές που ζώνουνταν...
Αυτός δεν ήταν κορίτσι. Αυτή δεν ήταν αντρίκεια δουλειά. Φαντάσου να έλεγαν του
πατέρα "βάλε ποδιά κι έλα να καθαρίσεις βύσσινο" (σ. 64).
- Κανένα κορίτσι δεν ξέρει από μηχανές, αποφάσισε
ο Αντώνης. Το είπε μια μέρα και ο πατέρας, όταν έσπασε ο Στάμος το
βάτραχό του, για να δει πώς πηδά. Είπε: "Ωστόσο, τι είναι τ'
αγόρια! Αυτός γεννήθηκε μηχανικός". Δηλαδή, πως κανένα κορίτσι δε γεννιέται
μηχανική (σ. 170).
-'Ολα τ' αγόρια έχουν ανάγκη από σχολείο, είπε
ο θείος (σ.239).
Ο Αλέξανδρος έκοψε τη σιωπή:
- 'Ηλθαν οι γονείς και μας έφεραν εμάς
τουφέκια και σπαθιά και κουζίνα της Αλεξάνδρας... και πιάτα της Πουλουδιάς (σ. 244).
Και η Πουλουδιά;
Τ' άλλα κορίτσια; Αδιαμαρτύρητα δέχονται αυτή την κατάσταση; Αν η Δέλτα την
εύρισκε φυσική ή θεωρούσε ορθές τις αντιλήψεις των μεγάλων, καμιά αντίδραση των
κοριτσιών δε θα κατέγραφε. Κι αν τη σημείωνε, θα την καταδίκαζε. Ωστόσο αυτό δε
συμβαίνει. Τα κορίτσια παρατηρούν με παράπονο τις διακρίσεις, διαμαρτύρονται
και κατά καιρούς ξεσπούν:
Τα κορίτσια άρχισαν να δυσανασχετούν.
Παραμάκραινε η μοναρχία του Αντώνη (σ.26).
Η Πουλουδιά ένιωθε καταφρόνια στα λόγια του
Αντώνη (σ. 40).
Σιγά, μη ζητήσει τώρα να πάγει και η Πουλουδιά!
έκανε κοροϊδευτικά ο Αντώνης. Η Πουλουδιά ορτσώθηκε, υψώνοντας τη φωνή:
- Και γιατί να μην πάγω;
- Γιατί είσαι κορίτσι, και τα κορίτσια κάθονται
ήσυχα.
Από τα κοριτσίστικα κρεβάτια σηκώθηκε
διαμαρτυρία... Τα κορίτσια επαναστάτησαν (σ. 59).
- Μα εσύ δε φοβήθηκες να μιλήσεις της θείας!
είπε ο Αντώνης (στην Κλειώ). Εσύ είσαι παληκάρι, είσαι σαν άντρας!
- Α, μπράβο!, έκανε η Κλειώ. Και οι γυναίκες, νομίζεις,
δεν είναι παληκάρια; Αμέ η Μπουμπουλίνα; Αμέ η Μαντώ Μαυρογένη; Αμέ η Μόσχω
Τζαβέλλα; Αυτές δεν ήταν παληκάρια; (σ. 237).
'Ενας μπάτσος του βρεγμένου χεριού της (Πουλουδιάς)
του έκοψε τη φόρα. Γύρισε ο Αντώνης και την άρπαξε από τα κατσαρωμένα της φουντωτά
μαλλιά. Και ακολούθησε μάχη άγρια αλλά σιωπηλή, χωρίς φωνές, με σφιγμένα δόντια
(σ.19).
Αλλά και ο
μικρούλης Αλέξανδρος, που δεν έχει προλάβει ακόμα να επηρεαστεί από τις αντιλήψεις
των μεγάλων, αντιμετωπίζει τα πράγματα με γνήσια παιδική αθωότητα και ομολογεί
ό,τι ακριβώς είδε (σαν το μικρό το παιδί στο παραμύθι του 'Αντερσεν που φωνάζει
"ο βασιλιάς είναι γυμνός", όταν όλοι οι μεγάλοι θαυμάζουν από φόβο τα
ανύπαρκτα πολυτελή του ενδύματα):
- Ναι, (η Πουλουδιά)
σημαδεύει πιο καλά, επέμεινε με πείσμα ο Αλέξανδρος. Στο κροκέ, στην Αλεξάνδρεια,
πολλές φορές σε κέρδιζε (σ. 128).
Ο Αντώνης
όμως είναι κιόλας για τα καλά επηρεασμένος απ' όσα του έμαθαν για την
κατωτερότητα των κοριτσιών:
- Στο κροκέ!
'Ενα κουτό, κοριτσίστικο παιχνίδι! έκανε ακατάδεχτα... Εγώ σου λέγω για βώλους
(σ. 128).
Σε άλλο σημείο,
παρατηρούμε και πάλι τη φυσική στάση του μικρού Αλέξανδρου -στάση γνήσια
παιδική- που δε διαχωρίζει από μόνος του τις μικρές χαρές και τα παιχνίδια σε κοριτσίστικα
και αγορίστικα, αλλά τον ωθεί σ' αυτό ο μεγαλύτερος αδελφός του:
- 'Ελα, Αλέξανδρε... 'Αφησε τις γυναικείες δουλειές
στα κορίτσια! Ο Αλέξανδρος, που είχε δέσει μια πετσέτα στη μέση του και με λαχτάρα
ετοιμάζουνταν να βοηθήσει, δίστασε. 'Ηταν μεγάλος ο πειρασμός να μείνει με τα κορίτσια
και να πασπατεύει βύσσινα. 'Ηταν τόσο κόκκινα και δροσερά! (σ. 64).
Αξιοσημείωτο
είναι ότι και ο Αντώνης, παρ' όλη την πεποίθηση που οι μεγάλοι τού επέβαλαν να
σχηματίσει για την "ανωτερότητα" του αγοριού, σε στιγμές δύσκολες θ'
αντιδράσει όπως θ' αντιδρούσε οποιοδήποτε παιδί, αγόρι ή κορίτσι. 'Ετσι, ενώ
στις πρώτες σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε: Ο Αντώνης είχε βαθειά περιφρόνηση
για τα κορίτσια, γιατί, λέει, κλαιν για το τίποτα... Εκείνος, σαν αγόρι που ήταν
δεν έκλαιγε ποτέ..., παρακάτω τα πράγματα αλλάζουν, όταν η ζωή του κινδυνεύει
κι εκείνο που χρειάζεται, για ν' αντιμετωπιστεί η κατάσταση, υπερβαίνει τις
παιδικές του δυνάμεις:
Ο Αντώνης, βαστώντας πάντα το τιμόνι, κοίταζε
ολόγυρα... να βρει κάτι, σαν που θα το έκανε ο Σαβάχ ο Θαλασσινός σ' αυτή την
περίσταση... Κοίταξε τον ουρανό... Αλήθεια, είχαν σβήσει τα κόκκινα σύννεφα, σε
λίγο θα ήταν νύχτα. Και τη νύχτα και ο Σαβάχ ο Θαλασσινός τα έχανε. Και μια φορά
μάλιστα έκλαιγε κ' έλεγε, "Αχ, βαχ! Σπιτάκι μου, σπιτάκι μου!" 'Εξαφνα
θυμήθηκε ο Αντώνης το σπίτι του στην Αλεξάνδρεια και τη μαμά του, και πρώτη φορά
σκέφτηκε πως ήταν όμορφη η μαμά του... και πως τα φιλιά της ήταν πολύ γλυκά.
Περίεργο! Ποτέ άλλη φορά δεν το είχε συλλογιστεί. Κ' επίσης έξαφνα γέμισαν τα
μάτια του δάκρυα (σ. 145). Κι άξαφνα... ακούστηκε μια φωνή γνωστή:
- Αντώνη, εσύ είσαι;
- Ναι, εγώ, αποκρίθηκε πνιχτά. Και πάλι ντράπηκε,
γιατί χωρίς να το θέλει, ξαναγέμισαν τα μάτια του δάκρυα (σ. 148).
(Το τέλος στην επόμενη
ανάρτηση)
[i]. Π.Σ. Δέλτα: Τρελαντώνης, Αθήνα, Εστία 1932. Από αυτή την έκδοση
είναι όλα τα αποσπάσματα που αναφέρονται στο κείμενο και σ' αυτήν αντιστοιχούν
οι αριθμοί των σελίδων σε παρένθεση,
[ii]. Αλληλογραφία Π.Σ. Δέλτα, Επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη,
Εστία 1956, σελ.56
.
[iv]. Βλ. π.χ.: Μ.Μ. Παπαϊωάννου:
Από τον Ψυχάρη στον Γληνό,
Φιλιππότης 1986, σ.66 κ.ε. και του ίδιου
Η Πηνελόπη Δέλτα και η εθνικιστική
λογοτεχνία, περιοδικό ΝΕΟΕΛΛΗΝIΚΟΣ ΛΟΓΟΣ,τ.28,1982.
[v]. Μένη Κανατσούλη:
Το μοντέλο της γυναίκας στη σύγχρονη Παιδική
Λογοτεχνία, άρθρο στο περιοδικό ΔI
ΑΔΡΟΜΕΣ, τ.6.
[vi]. Βλ. π.χ. το άρθρο της Μαρίας Μιράσγεζη
Μηνύματα της Πηνελόπης Δέλτα
μέσα από τα παιχνίδια των ηρώων του ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ και του ΜΑΓΚΑ, στο περιοδικό
ΔI
ΑΔΡΟΜΕΣ,
τεύχος 16, σελ. 313-323.