Τρίτη 30 Απριλίου 2013

΄Αγγελος Τερζάκης : «Ο κόσμος, αν σωθεί, θα το χρωστάει στο βιβλίο…»

Από το βιβλίο Ταραγμένες ψυχές
 Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1993, σσ. 155-156

 «Η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου είναι ότι σου προτείνει έναν πόλεμο έντιμο: Διαλέγεις τα βιβλία που θέλεις· μόνα τους εκείνα, όταν διαθέτεις ηθική υγεία, σε παρακινούν, κι’ άθελά τους ακόμα, να διαβάσεις άλλα, αντίθετα, για να μορφώσεις γνώμη, να συγκρίνεις, να διαφωτιστείς, να επιβεβαιώσεις την προσωπική σου αυτοτέλεια, να μη γίνεις ετερόφωτος, ετεροκίνητος. Έτσι, με το ένα βιβλίο ν’ ανασκευάζει ή να πολεμάει τ’ άλλο, όλα μαζί σε γυμνάζουν στη διαδικασία του διαλόγου, όπου κανένας δεν ρητορεύει από «θέσεως ισχύος», γιατί εδώ την αυθεντία, όταν κι’ όπου υπάρχει, με τρόπο πάντως ελέγξιμο, δεν την περιφρουρεί καμιά αστυνομική δύναμη. Δικαίωμά σου να κρίνεις και τους μέγιστους, υπό προσωπική σου ευθύνη.
     »Μ’ αυτή την έννοια και μόνο — δηλαδή με την υψηλότερη — μπορεί κανένας να μιλάει, όπως συνηθίζεται, για «δημοκρατία των Γραμμάτων». ∆εν είναι καθεστώς ακέφαλο: οι άριστοι διαλάμπουν, και σε κλίμακα διεθνή. Αλλά δεν σε υποχρεώνει, δηλαδή δεν σε υποτάσσει, κανένας τους.
     »Η αρετή τούτη γίνεται εντονότερα αισθητή σε καιρούς πολιτικά σκοτεινούς ή ισκιωμένους, όταν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας μπαίνουν αυθωρεί στην υπηρεσία του σατραπισμού. Το βιβλίο τότε, ως ελεύθερη έκφραση ιδεών, ή απαγορεύεται — κι αυτό γίνεται τότε πανηγυρική εκδήλωση αδυναμίας των κρατούντων — ή απομένει μόνο του να διασώζει την αξιοπρέπεια των συνειδήσεων. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας τού στήνουν πολιορκία στενή, για να το παραμερίσουν, να το υποκαταστήσουν. Όταν το πετυχαίνουν, αυτό πληρώνεται πανάκριβα από τον άνθρωπο, με αντίτιμο το αυτεξούσιό του.  ∆οκιμάστε όμως να χρησιμοποιήσετε το βιβλίο ως μέσο προπαγάνδας: Αναδίνει αμέσως μιαν αποφορά σ’ ακτίνα μακρύτατη, ειδοποιεί. Είναι, θα έλεγε κανένας, μαγική, ακατάλυτη, η ζώνη που περιβάλλει την αγνότητα του βιβλίου.
    »Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε πως ο πολιτισμός μας έχει παρεκκλίνει, αν δεν έχει πάρει ολότελα στραβό δρόμο κάτω από την επίδραση σκοτεινών εκμεταλλευτών. Μόνη ελπίδα να διορθωθεί η πορεία του, όσο θα είναι ακόμα καιρός, το βιβλίο. Ο Βολταίρος είχε πει κάποτε πως τον κόσμο τον κυβερνάνε τα βιβλία. Σήμερα πρέπει ένας άλλος λόγος, ακόμα πιο κρίσιμος, να ειπωθεί: Πως ο κόσμος, αν σωθεί, θα το χρωστάει στο βιβλίο. Γιατί αυτό το γκόλφι της ανθρωπιάς έχει τη δύναμη να ξορκίζει τα δαιμόνια, να εξυγιαίνει την ατμόσφαιρα, να οπλίζει τη λυτρωτική φαντασία, να ξυπνάει την αυτογνωσία, ν’ ανάβει το μάτι, να στυλώνει το φρόνημα, να ψυχώνει το χέρι. Η μάχη του ανθρώπου δεν θα χαθεί ενόσω θα υπάρχει καταφυγή του Λόγου, το βιβλίο.»
΄Αγγελος Τερζάκης[1]



Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Οι διακρίσεις των φύλων στον "Τρελαντώνη" της Π.Σ. Δέλτα (2)


[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤIΑ, τ. 1562/Αυγ. 92. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Όπως και στ' αηδόνια - για την Παιδική Λογοτεχνία χωρίς ψευδεσθήσεις". Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην 7η, 8η και 9η συνέχεια (1, 5 και 8 Μαρτίου 2013 αντίστοιχα) της ανάρτησης με θέμα «Η γυναίκα και η παιδική λογοτεχνία».]

(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)


Η τρίτη φορά που κλαίει ο Αντώνης, έρχεται στο τέλος. 'Οταν αντικρίζει, έπειτα από πολύν καιρό, τη μητέρα του, νιώθει τη συγκίνηση που θα ένιωθε κάθε παιδί σε κάθε εποχή, είτε αγόρι είτε κορίτσι: 
     Τότε δε βάσταξε ο Αντώνης. Πετάχτηκε πάνω, χύθηκε στη μαμά του, την αγκάλιασε από τη μέση και ακούμπησε το μέτωπό του στη φούστα της, για να κρύψει τα μάτια του, που ήθελε δεν ήθελε, βούρκωναν. (σ. 234).
     Κάτι σημαντικό που πρέπει επίσης να προσέξουμε  είναι και τούτο: Μπορεί να επισημαίνονται οι διακρίσεις και να παραπονούνται τα κορίτσια -ιδίως η Πουλουδιά- όμως αυτό το παράπονο δεν καλλιεργεί διάθεση για ακραίες θέσεις -πώς θα ήταν δυνατό, άλλωστε! 'Οπως πολύ σωστά σχολιάζει σε άρθρο της η Μαρία Μιράσγεζη, δεν μπορούσε σίγουρα η Πουλουδιά, ένα εξάχρονο κοριτσάκι, να κάνει φεμινιστική διάλεξη για να κατατροπώσει τον Αντώνη [i]. Οι αντιδράσεις λοιπόν δεν εκπίπτουν σε τάση για μίμηση των αγοριών. Τα κορίτσια δεν ντρέπονται που είναι κορίτσια. 'Οταν τους αρέσει ένα παιχνίδι ή μια δουλειά, δε σκέφτονται αν θεωρείται ή όχι "γυναικεία". Το ίδιο μάλιστα περιμένουν κι από τον Αντώνη:
  - Να παιχνίδι μια φορά! είπε καταχαρούμενη η Αλεξάνδρα που, σαν την Πουλουδιά, τρελαίνουνταν τις σπιτικές δουλειές. 'Ελα, Αντώνη, κι εσύ, να κάνουμε πιο γρήγορα... (σ. 64).
     Πιο κάτω, η Πουλουδιά το θεωρεί αξιόλογο που γνωρίζει μια "γυναικεία" δουλειά:
 - Μα εγώ ξέρω να ξεκουκουτσιάζω βύσσινο! είπε. Εσύ ξέρεις;
 - Πφφφ! έκανε πάλι ο Αντώνης. Γυναικείες δουλειές! (σ. 171).
     Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η Πουλουδιά δεν κρατά κακία στον αδερφό της. Η συμπεριφορά της σε κρίσιμες στιγμές δείχνει αγάπη γνήσια, που δεν ζητεί "τα εαυτής". 'Ετσι, θα προκαλέσει τους μεγάλους να την τιμωρήσουν, για να μείνει κι αυτή στο σπίτι με τον, από άλλη αιτία τιμωρημένο, αδελφό της (σ.161). Η πολυπόθητη βόλτα στην Κηφισιά παύει να έχει νόημα για κείνη χωρίς τον Αντώνη. Δεν αρπάζει την ευκαιρία, για "να πάρει το αίμα της πίσω", να τον δει μειωμένο και να χαρεί. Η πορεία του ενός φύλου χωρίς το άλλο, οι αντεκδικήσεις και η μνησικακία δεν οδηγούν πουθενά, θα έλεγε κανείς ότι εννοεί η Δέλτα. Πιο κάτω, η Πουλουδιά θα θελήσει να πουλήσει τα σκουλαρίκια της κούκλας της, για να ξεπληρώσει τη ζημιά που έκανε ο Αντώνης, άθελά του, στις στάμνες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά. Με τη στάση της, γίνεται πράξη όχι το "οφθαλμόν αντί οφθαλμού" αλλά το "αλλήλων τα βάρη βαστάζετε". Κι αυτή τη μεγαλοψυχία την αντιλαμβάνεται ο Αντώνης όπως και όσο του επιτρέπει η ηλικία και η ανατροφή του:
     Δεν ήξερε γιατί, μα ντρέπουνταν. Ντρέπουνταν την κερα-Ρήνη, την Αφροδίτη, τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που ήξεραν τώρα όλοι πως η Πουλουδιά, για να μη φάγει αυτός ξύλο, παρέδιδε όλους τους θησαυρούς της (σ. 178).
     Τέτοιες θέσεις και παρατηρήσεις ωστόσο δε θα μπορούσαν ποτέ να εξευμενίσουν τις οργισμένες φεμινίστριες που, από τα τέλη της δεκαετίας του '60, είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται -και στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες- για το στερεότυπο τρόπο, με τον οποίο παρουσιάζονταν οι γυναίκες, όχι μόνο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και στα βιβλία, και ειδικότερα στα παιδικά. Βιβλία σαν τον Τρελαντώνη χαρακτηρίστηκαν "σεξιστικά". Και οι παιδαγωγοί κλονίστηκαν. 'Επρεπε να περάσουν κι άλλα χρόνια, να συμπληρωθεί μισός αιώνας περίπου από την εποχή που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο (1932), για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να διατυπωθούν επίσημα από ειδικούς, νηφαλιότερες απόψεις για το όλο ζήτημα. Στο βιβλίο The Child and the Book (1981), π.χ., ο Βρετανός καθηγητής της Εξελικτικής Ψυχολογίας και μελετητής της παιδικής λογοτεχνίας Ν. Τucker θα παρατηρήσει:
     Οι αντιλήψεις των παιδιών για το ρόλο του φύλου τους διαμορφώνονται από ποικίλους παράγοντες και είναι άδικο να γίνονται τα βιβλία οι αποδιοπομπαίοι τράγοι.  Και: η λογοτεχνία οποιασδήποτε αξίας δεν είναι συνώνυμη με το μάθημα της κοινωνιολογίας.[ii]
Στο 18ο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (Cambridge, 1982), ο διεθνούς κύρους κριτικός, ερευνητής και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Aidan Chambers, επίσης Βρετανός, θα τονίσει:
Το καινούριο που έφερε ο αιώνας μας είναι η νέα γνώση γύρω από το "αρσενικό" και το "θηλυκό". Είμαστε βέβαιοι τώρα ότι καθένα από τα δυο γένη περιέχει στοιχεία  από το αντίθετό του κι ότι αυτό έχει μεγάλη σημασία. Το σωστό "πάντρεμα" αυτών των δύο στοιχείων, άσχετα με το ποιο επικρατεί, δημιουργεί πληρότητα. Δε θέλω διόλου να νομιστεί ότι υποστηρίζω οποιαδήποτε κατάσταση "unisex" -κάθε άλλο! Μιλώ μονάχα για ολοκλήρωση της προσωπικότητας που προέρχεται από την ισορροπία στον εσωτερικό μας κόσμο του Animus και της Anima (σύμφωνα με τους όρους του Γιουγκ). Μόνο μαζί με τούτη την ισορροπία μπορεί να έρθει και η άλλη, στον κόσμο τον εξωτερικό, στην κοινωνία, με τις κοινωνικές, ηθικές και πολιτικές διαστάσεις του θέματος, σχετικά με τη θέση των δύο φύλων. Μη φανταστείτε, παρακαλώ, ότι μιλώ  απλώς για την απελευθέρωση της γυναίκας. Μια τέτοια διεκδίκηση είναι μονομερής και λαθεμένη, όταν αφορά μόνο την εξωτερική πλευρά του ζητήματος. Πρόκειται για την αναγνώριση της αναγκαιότητας να συνυπάρχουν σε αρμονία τα δύο αυτά στοιχεία, τόσο μέσα μας όσο κι έξω, στην κοινωνία. Η επίδραση αυτής της αλλαγής φαίνεται ήδη στα τωρινά παιδικά βιβλία. Κι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της φεμινιστικής προπαγάνδας που κατεβάζει το επίπεδο της συζήτησης σε διεκδικήσεις του τύπου "πρέπει να δείχνουμε και τους άντρες στην κουζίνα" ή "να δείχνουμε και τις γυναίκες σε ασχολίες που θεωρούνται αντρικές" [iii].
            Η Πηνελόπη Δέλτα λοιπόν, πενήντα χρόνια νωρίτερα, καταγράφει με τέχνη κι ευσυνειδησία τη νοοτροπία που επικρατούσε για τη θέση της γυναίκας και την ανατροφή των κοριτσιών στα τέλη του περασμένου αιώνα, όμως αφήνει -για τον προσεκτικό αναγνώστη- να διαφανεί αυτό που σήμερα έγινε πια κατανοητό: 'Οτι το ζητούμενο δεν είναι να παγιδευτεί η γυναίκα και να υιοθετήσει ανδρικά πρότυπα, δεν είναι να σταθούμε στα εξωτερικά στοιχεία αλλά να προβληματιστούμε, ώστε ν' αποκατασταθεί κάποτε η φυσική αρμονία. 'Αλλωστε, με μόνο οδηγό τη διαίσθηση και την ευαισθησία της, είχε ήδη πλάσει από το 1909 γυναικείες μορφές ολοκληρωμένες. Στο Παραμύθι χωρίς όνομα, είναι η Γνώση που εμπνέει το Συνετό και ζευγαρώνει μαζί του για το όφελος του κοινωνικού συνόλου αλλά και για να αποκατασταθεί η αρμονία στη μέσα και την έξω του ανθρώπου φύση. Αυτό είναι το επιδιωκόμενο, όχι να καταφέρει η Γνώση “ν' απαλλαγεί από το γυναικείο της πετσί”. Είναι η Φρόνηση που καθοδηγεί για να ξυπνήσουν τελικά από το λήθαργο της κακομοιριάς και της ντροπής οι Μοιρολάτρες και να θαυματουργήσουν. Να σε τι επίπεδο έβλεπε, προφητικά, το όλο θέμα της ισοτιμίας των δύο φύλων η Δέλτα. Για κείνη, δεν είχε τόση σημασία αν γυναίκες μαγείρευαν στο μεγάλο καζάνι, για να φάει ο στρατός. Σημασία είχε που γυναίκες πρωτοστάτησαν ώστε να ξυπνήσει στους Μοιρολάτρες η ανάγκη για αξιοπρέπεια.

 Είναι άδικο λοιπόν να συμπεραίνεται ότι η Δέλτα υποτιμά στο έργο της το γυναικείο φύλο. Ακόμη και στα ιστορικά μυθιστορήματά της, οι γυναίκες κατέχουν θέση ξεχωριστή και διαδραματίζουν ρόλο σημαντικότατο, χωρίς να προδίδεται η ιστορική αλήθεια ή το πνεύμα της εποχής. Παράδειγμα η Αλεξία στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου. Και στο Για την Πατρίδα, η Θέκλα είναι που θα φέρει εις πέρας την ιερή αποστολή. Τυχόν ισχυρισμός ότι ακολουθεί τ' ανδρικά πρότυπα περί ηρωισμού, αυτοθυσίας, κ.λπ. ασφαλώς δε θα ευσταθούσε, εκτός κι αν παραδεχόμασταν ότι η φιλοπατρία, η λαχτάρα για ελευθερία και η ανάγκη για αξιοπρέπεια είναι μονοπώλια των ανδρών.
     Αλλ' ακόμη κι αν απορριφθούν τα παραπάνω επιχειρήματα και υποστηριχτεί ότι τα όσα ανιχνεύσαμε δε φαίνονται αρκετά καθαρά και δε γίνονται εύκολα αντιληπτά από τα παιδιά, θα έπρεπε άραγε να χαρακτηρίσουμε "αντιπαιδαγωγικό" τον Τρελαντώνη με βάση την (αμφιλεγόμενη) άποψη ότι οι ανήλικοι αναγνώστες ταυτίζονται με τους ήρωες του φύλου τους, οικειοποιούνται και αναπαράγουν τα στερεότυπα των ρόλων των δύο φύλων"; Μα τότε θα έπρεπε ν' απορρίψουμε ως αντιπαιδαγωγικά πολλά κομμάτια της Ελληνικής Μυθολογίας, της Αγίας Γραφής αλλά και πλήθος λαϊκών παραμυθιών ή ιστορικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων που μεταφέρουν νοερά τους μικρούς αναγνώστες σε μια παλιότερη εποχή, όπου φαίνεται η  τάση για υποτίμηση της γυναίκας.
     Καλύτερα λοιπόν να δεχτούμε την άποψη ότι η βίωση των ανισοτήτων μέσα από ένα λογοτέχνημα και η γνώση των αδικιών που έχουν διαπραχθεί εις βάρος του γυναικείου φύλου ευαισθητοποιούν τα παιδιά -αγόρια και κορίτσια- και τα κρατούν σε εγρήγορση, ώστε να μην επαναλάβουν τα σφάλματα των προγενεστέρων τους.
     'Αλλωστε το τι πίστευε η Δέλτα για την αξία και τις δυνατότητες της γυναίκας, το απέδειξε με τις πράξεις της. Μπορεί ο Τρελαντώνης να υποστήριζε ότι τα κορίτσια είναι περιττά στον κόσμο (σ. 170). Εκείνη διατράνωσε με τη ζωή της το αντίθετο. Πέρα από το συγγραφικό της έργο, ήταν πάντα παρούσα στην πνευματική και πολιτική ζωή του τόπου, ενώ, παράλληλα, ανάθρεψε τρεις κόρες που διακρίθηκαν στην κοινωνία. Μπορεί ο Τρελαντώνης να έλεγε περιφρονητικά: - Σεις τα κορίτσια είστε φοβιτσιάρες, δε θα κάνετε ποτέ σας τίποτα (σ.34). Εκείνη και πολλά έκανε αλλά και δε φοβήθηκε διόλου να δώσει τέρμα στη ζωή της, όταν, άρρωστη βαριά, κατάλαβε ότι, στα άραχνα χρόνια της γερμανικής κατοχής που έρχονταν, το ανάπηρο πια κορμί της μόνο βάρος κι εμπόδιο θα ήταν για την οικογένειά της. Μια οικογένεια που, χωρίς την έγνοια για τη δική της μάταιη περίθαλψη, θα κατάφερνε να προχωρήσει πάραυτα και απερίσπαστη σε παθητική ή ενεργητική αντίσταση κατά των κατακτητών. Κι έφυγε όπως ο θαρραλέος της ήρωας, ο Βυζαντινός Αλέξιος: Για να μπορέσουν οι άλλοι να ζήσουν Για την πατρίδα.
Σημειώσεις:


[i]. Βλ. το άρθρο της Μηνύματα της Πηνελόπης Δέλτα μέσα από τα παιχνίδια των ηρώων του ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ και του ΜΑΓΚΑ, στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τεύχος 16, σελ. 330.
[ii]. Βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.2, σελ.103.
[iii]. Λ. Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία, Καστανιώτης 1983, 1987, σ.181.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Οι διακρίσεις των φύλων στον "Τρελαντώνη" της Π.Σ. Δέλτα (1)


[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤIΑ, τ. 1562/Αυγ. 92.  Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Όπως και στ' αηδόνια - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις". Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην 7η, 8η και 9η συνέχεια (1, 5 και 8 Μαρτίου 2013 αντίστοιχα) της ανάρτησης με θέμα «Η γυναίκα και η παιδική λογοτεχνία».]

Ο Τρελαντώνης[i] είναι βιβλίο με λογοτεχνικές αρετές που τις εξετίμησαν κορυφαίοι της λογοτεχνίας μας ευθύς μόλις εκδόθηκε (1932). Για παράδειγμα, ο Κωστής Παλαμάς σημείωσε: Αμέσως μπήκα στην ατμόσφαιρα του βιβλίου... Μ' ενδιέφεραν και με συγκινούσαν οι μικροί ήρωες... Μ' ενθουσίαζαν...[ii]  Ο Μυριβήλης τής έγραψε: Πιστεύω πως πρώτη φορά στην Ελληνική Λογοτεχνία δόθηκαν ζωντανοί τύποι παιδιών από σας.[iii]  Από τότε, η λογοτεχνική  αξία του Τρελαντώνη ποτέ σχεδόν δεν αμφισβητήθηκε. Τα τελευταία χρόνια όμως διατυπώθηκαν επιφυλάξεις για την παιδαγωγική του αξία, με τον ισχυρισμό, μεταξύ άλλων, ότι η Δέλτα υποστηρίζει την ανισότητα των δύο φύλων. Μερικοί μελετητές φτάνουν στο σημείο να το θεωρούν ολότελα αντιπαιδαγωγικό [iv]. 'Αλλοι βρίσκουν ως ελαφρυντικό για τη Δέλτα ότι έγραψε αυτό το βιβλίο σε μια εποχή που η χειραφέτηση της Ελληνίδας δεν αποτελεί ούτε καν ευγενή πόθο ανδρών και γυναικών [v], ενώ άλλοι παραδέχονται ότι η Δέλτα δεν συμφωνεί με τις θέσεις που παρουσιάζει για την ανισότητα των φύλων αλλά τις μεταφέρει γιατί ήταν οι θέσεις της εποχής της[vi].
     Πράγματι, διαβάζοντας τον Τρελαντώνη, παρατηρεί κανείς ότι η Δέλτα περιγράφει με ζωηρά χρώματα τις διακρίσεις των δύο φύλων στη ζωή των παιδιών, την υποτιθέμενη υπεροχή του αγοριού και την υποτίμηση του κοριτσιού. Μια προσεκτικότερη ακόμη ανάγνωση όμως ίσως μας οδηγήσει σε ακριβέστερα συμπεράσματα.
     Αναμφισβήτητα η Δέλτα, θέλοντας να δημιουργήσει ένα πραγματικό λογοτέχνημα, που να τοποθετείται στα τέλη του περασμένου αιώνα, δεν μπορούσε παρά να δώσει το πνεύμα, την ατμόσφαιρα και τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής για τα δύο φύλα. Ο τρόπος όμως που επισημαίνει τα όσα υποτιμητικά για τα κορίτσια συμβαίνουν ή σκέπτεται ο μικρός Αντώνης δείχνει ολοκάθαρα το πόσο άδικα τα εύρισκε, το πόσο την πείραζαν. 'Αλλωστε, αν δεν την ενοχλούσαν, δε θα στεκόταν ιδιαίτερα σ' αυτά και δε θα άφηνε να φανεί  το παράπονο των κοριτσιών.  Θα τα παρουσίαζε ως "φυσικά" ή ακόμη και αρεστά  στα κορίτσια.
     Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, μας φανερώνει τι γνωρίζει κιόλας η Πουλουδιά και τι δείχνει να την ενοχλεί στη στάση του αδελφού της: Ο Αντώνης πρέσβευε πως τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν βώλους, πως έχουν κούκλες και πως αυτές τους αρκούν  και  ο Αντώνης όμως ... δεν το θεώρησε αξιόπρεπο για ένα αγόρι να ενθουσιαστεί με το εύρημα ενός κοριτσιού (σ. 7). Και πιο κάτω, ο Αντώνης από κανένα κορίτσι δεν παραδέχουνταν ούτε τολμηρές αποφάσεις ούτε καν ιδέες καθόλου (σ. 40). 
     Ας θυμηθούμε εδώ ότι το βιβλίο είναι γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο, η Δέλτα όμως δεν παρουσιάζει τα συμβαίνοντα από τη σκοπιά του μεγάλου ή του αμέτοχου παρατηρητή, ούτε από τη σκοπιά ενός μόνον από τα παιδιά -κάτι που παρατηρείται συχνά  στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία. Σε κάθε περιστατικό που διηγείται, βλέπει τα πράγματα με τη ματιά όποιου παιδιού τυχαίνει να πρωταγωνιστεί. Εκτός από τα λόγια του, που φαίνονται στο διάλογο, μας δίνει και τις σκέψεις του με προτάσεις στο τρίτο πρόσωπο. 'Ετσι ο αναγνώστης παρακολουθεί "εκ των έσω" τις αντιδράσεις κάθε παιδιού, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η συγγραφέας εγκρίνει πάντα τις πράξεις ή τους συλλογισμούς του. Ας δούμε παραδείγματα από τα λόγια και τις σκέψεις του Αντώνη:
  - Εσείς τα κορίτσια όλο αφορμές γυρεύετε, για να κλαίτε, είπε περιφρονητικά (σελ. 18). ... είπε ο Αντώνης, έτοιμος πάντα να επαναστατήσει για κάθε επίκριση γυναικεία (σ. 38). Μα ο Αντώνης, ακόμα και όταν ευχαριστιούνταν, δεν εννοούσε να κυβερνιέται από κορίτσι. Ωμολογούσε μέσα του τις υπηρεσίες της αδελφής του, και τον ευχαριστούσαν. Μα δεν έπρεπε να της δώσει και πολύ θάρρος (σ.169). Ο Αντώνης θύμωσε με την Αλεξάνδρα, γιατί αυτά τα κορίτσια έχουν μανία να διηγούνται όλα στη γειτονιά (σ. 79). Ο Αντώνης... δεν ταίριαζε, απέναντι ενός αγοριού, να δώσει δίκαιο σε κορίτσι (σ. 71). Μα η Πουλουδιά, που σαν κορίτσι που ήταν δε συλλογίζουνταν πολλά πράματα... (σ. 44). Η Πουλουδιά βρήκε την ώρα να βγάλει την ... κούκλα της... και να παίζει μαμά και μωρό. Τι κουταμάρες, Θεέ μου, και τι έλλειψη φαντασίας που πρέπει να έχει ένα κορίτσι, για να διασκεδάζει πασπατεύοντας ένα κούτσουρο... (σ. 137). ...ειδεμή, μόνο με κορίτσια, τι να φανταστείς και τι να εφαρμόσεις (σ. 39).
     Οι σκέψεις και η στάση του Αντώνη διόλου δεν αφήνεται να εννοηθεί ότι απορρέουν από κάποια έμφυτη τάση, ή από κάποια "εκ φύσεως" ανωτερότητα στις νοητικές του δυνατότητες, που του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται διαφορές και να δρα αναλόγως. Είναι καθρεφτίσματα της συμπεριφοράς και των αντιλήψεων των μεγάλων. Ξεκάθαρα το δείχνει αυτό η Δέλτα:
     'Ηλθε η κερα-Ρήνη μ' ένα πανέρι βύσσινο γλυκό... Η θεία μηνούσε ν' αρχίσουν τα κορίτσια ευθύς το ξεκουκούτσιασμα.... Ο Αντώνης ακατάδεχτα κοίταζε τις προετοιμασίες των κοριτσιών, τις ποδιές που ζώνουνταν... Αυτός δεν ήταν κορίτσι. Αυτή δεν ήταν αντρίκεια δουλειά. Φαντάσου να έλεγαν του πατέρα "βάλε ποδιά κι έλα να καθαρίσεις βύσσινο" (σ. 64).
  - Κανένα κορίτσι δεν ξέρει από μηχανές, αποφάσισε ο Αντώνης. Το είπε μια μέρα και ο πατέρας, όταν έσπασε ο Στάμος το βάτραχό του, για να δει πώς πηδά. Είπε: "Ωστόσο, τι είναι τ' αγόρια! Αυτός γεννήθηκε μηχανικός". Δηλαδή, πως κανένα κορίτσι δε γεννιέται μηχανική (σ. 170).
   -'Ολα τ' αγόρια έχουν ανάγκη από σχολείο, είπε ο θείος (σ.239).
     Ο Αλέξανδρος έκοψε τη σιωπή:
 - 'Ηλθαν οι γονείς και μας έφεραν εμάς τουφέκια και σπαθιά και κουζίνα της Αλεξάνδρας... και πιάτα της Πουλουδιάς (σ. 244).
     Και η Πουλουδιά; Τ' άλλα κορίτσια; Αδιαμαρτύρητα δέχονται αυτή την κατάσταση; Αν η Δέλτα την εύρισκε φυσική ή θεωρούσε ορθές τις αντιλήψεις των μεγάλων, καμιά αντίδραση των κοριτσιών δε θα κατέγραφε. Κι αν τη σημείωνε, θα την καταδίκαζε. Ωστόσο αυτό δε συμβαίνει. Τα κορίτσια παρατηρούν με παράπονο τις διακρίσεις, διαμαρτύρονται και κατά καιρούς ξεσπούν:
     Τα κορίτσια άρχισαν να δυσανασχετούν. Παραμάκραινε η μοναρχία του Αντώνη (σ.26).
     Η Πουλουδιά ένιωθε καταφρόνια στα λόγια του Αντώνη (σ. 40).
     Σιγά, μη ζητήσει τώρα να πάγει και η Πουλουδιά! έκανε κοροϊδευτικά ο Αντώνης. Η Πουλουδιά ορτσώθηκε, υψώνοντας τη φωνή:
 - Και γιατί να μην πάγω;
 - Γιατί είσαι κορίτσι, και τα κορίτσια κάθονται ήσυχα.
  Από τα κοριτσίστικα κρεβάτια σηκώθηκε διαμαρτυρία... Τα κορίτσια επαναστάτησαν (σ. 59).
 - Μα εσύ δε φοβήθηκες να μιλήσεις της θείας! είπε ο Αντώνης (στην Κλειώ). Εσύ είσαι παληκάρι, είσαι σαν άντρας! 
 - Α, μπράβο!, έκανε η Κλειώ. Και οι γυναίκες, νομίζεις, δεν είναι παληκάρια; Αμέ η Μπουμπουλίνα; Αμέ η Μαντώ Μαυρογένη; Αμέ η Μόσχω Τζαβέλλα; Αυτές δεν ήταν παληκάρια; (σ. 237).
     'Ενας μπάτσος του βρεγμένου χεριού της (Πουλουδιάς) του έκοψε τη φόρα. Γύρισε ο Αντώνης και την άρπαξε από τα κατσαρωμένα της φουντωτά μαλλιά. Και ακολούθησε μάχη άγρια αλλά σιωπηλή, χωρίς φωνές, με σφιγμένα δόντια (σ.19).
     Αλλά και ο μικρούλης Αλέξανδρος, που δεν έχει προλάβει ακόμα να επηρεαστεί από τις αντιλήψεις των μεγάλων, αντιμετωπίζει τα πράγματα με γνήσια παιδική αθωότητα και ομολογεί ό,τι ακριβώς είδε (σαν το μικρό το παιδί στο παραμύθι του 'Αντερσεν που φωνάζει "ο βασιλιάς είναι γυμνός", όταν όλοι οι μεγάλοι θαυμάζουν από φόβο τα ανύπαρκτα πολυτελή του ενδύματα):
  - Ναι, (η Πουλουδιά) σημαδεύει πιο καλά, επέμεινε με πείσμα ο Αλέξανδρος. Στο κροκέ, στην Αλεξάνδρεια, πολλές φορές σε κέρδιζε (σ. 128).
     Ο Αντώνης όμως είναι κιόλας για τα καλά επηρεασμένος απ' όσα του έμαθαν για την κατωτερότητα των κοριτσιών:
 - Στο κροκέ! 'Ενα κουτό, κοριτσίστικο παιχνίδι! έκανε ακατάδεχτα... Εγώ σου λέγω για βώλους (σ. 128).
     Σε άλλο σημείο, παρατηρούμε και πάλι τη φυσική στάση του μικρού Αλέξανδρου -στάση γνήσια παιδική- που δε διαχωρίζει από μόνος του τις μικρές χαρές και τα παιχνίδια σε κοριτσίστικα και αγορίστικα, αλλά τον ωθεί σ' αυτό ο μεγαλύτερος αδελφός του:
 - 'Ελα, Αλέξανδρε... 'Αφησε τις γυναικείες δουλειές στα κορίτσια! Ο Αλέξανδρος, που είχε δέσει μια πετσέτα στη μέση του και με λαχτάρα ετοιμάζουνταν να βοηθήσει, δίστασε. 'Ηταν μεγάλος ο πειρασμός να μείνει με τα κορίτσια και να πασπατεύει βύσσινα. 'Ηταν τόσο κόκκινα και δροσερά! (σ. 64).
     Αξιοσημείωτο είναι ότι και ο Αντώνης, παρ' όλη την πεποίθηση που οι μεγάλοι τού επέβαλαν να σχηματίσει για την "ανωτερότητα" του αγοριού, σε στιγμές δύσκολες θ' αντιδράσει όπως θ' αντιδρούσε οποιοδήποτε παιδί, αγόρι ή κορίτσι. 'Ετσι, ενώ στις πρώτες σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε: Ο Αντώνης είχε βαθειά περιφρόνηση για τα κορίτσια, γιατί, λέει, κλαιν για το τίποτα... Εκείνος, σαν αγόρι που ήταν δεν έκλαιγε ποτέ..., παρακάτω τα πράγματα αλλάζουν, όταν η ζωή του κινδυνεύει κι εκείνο που χρειάζεται, για ν' αντιμετωπιστεί η κατάσταση, υπερβαίνει τις παιδικές του δυνάμεις:
     Ο Αντώνης, βαστώντας πάντα το τιμόνι, κοίταζε ολόγυρα... να βρει κάτι, σαν που θα το έκανε ο Σαβάχ ο Θαλασσινός σ' αυτή την περίσταση... Κοίταξε τον ουρανό... Αλήθεια, είχαν σβήσει τα κόκκινα σύννεφα, σε λίγο θα ήταν νύχτα. Και τη νύχτα και ο Σαβάχ ο Θαλασσινός τα έχανε. Και μια φορά μάλιστα έκλαιγε κ' έλεγε, "Αχ, βαχ! Σπιτάκι μου, σπιτάκι μου!" 'Εξαφνα θυμήθηκε ο Αντώνης το σπίτι του στην Αλεξάνδρεια και τη μαμά του, και πρώτη φορά σκέφτηκε πως ήταν όμορφη η μαμά του... και πως τα φιλιά της ήταν πολύ γλυκά. Περίεργο! Ποτέ άλλη φορά δεν το είχε συλλογιστεί. Κ' επίσης έξαφνα γέμισαν τα μάτια του δάκρυα (σ. 145). Κι άξαφνα... ακούστηκε μια φωνή γνωστή:
  - Αντώνη, εσύ είσαι;
  - Ναι, εγώ, αποκρίθηκε πνιχτά. Και πάλι ντράπηκε, γιατί χωρίς να το θέλει, ξαναγέμισαν τα μάτια του δάκρυα (σ. 148).
(Το τέλος στην επόμενη ανάρτηση)


[i]. Π.Σ. Δέλτα: Τρελαντώνης, Αθήνα, Εστία 1932. Από αυτή την έκδοση είναι όλα τα αποσπάσματα που αναφέρονται στο κείμενο και σ' αυτήν αντιστοιχούν οι αριθμοί των σελίδων σε παρένθεση,
[ii]. Αλληλογραφία Π.Σ. Δέλτα, Επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη, Εστία 1956, σελ.56.
[iii]. ο.π.. σελ.385.
[iv]. Βλ. π.χ.: Μ.Μ. Παπαϊωάννου: Από τον Ψυχάρη στον Γληνό, Φιλιππότης 1986, σ.66 κ.ε. και του ίδιου Η Πηνελόπη Δέλτα και η εθνικιστική λογοτεχνία, περιοδικό ΝΕΟΕΛΛΗΝIΚΟΣ ΛΟΓΟΣ,τ.28,1982.
[v]. Μένη Κανατσούλη: Το μοντέλο της γυναίκας στη σύγχρονη Παιδική Λογοτεχνία, άρθρο στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.6.
[vi]. Βλ. π.χ. το άρθρο της Μαρίας Μιράσγεζη Μηνύματα της Πηνελόπης Δέλτα μέσα από τα παιχνίδια των ηρώων του ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ και του ΜΑΓΚΑ, στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τεύχος 16, σελ. 313-323.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

΄Εργα ελληνικά

Μεγάλο μέρος της ετήσιας παραγωγής παιδικών/νεανικών βιβλίων καταλαμβάνουν τα μεταφρασμένα έργα. Συμφέρει τους εκδότες να τα εκδίδουν. Η έκδοσή τους είναι λιγότερο δαπανηρή από την έκδοση βιβλίων ελλήνων δημιουργών, κυρίως επειδή οι μεταφραστές αμείβονται «κατ’ αποκοπήν». Σπεύδουν λοιπόν οι εκδότες και αγοράζουν τα αντίστοιχα πνευματικά δικαιώματα, που συνήθως δε στοιχίζουν πολύ. Σύμφωνα ωστόσο με τις δικές τους δηλώσεις, το νεανικό αναγνωστικό κοινό προτιμά τα έργα ελλήνων συγγραφέων.
Παρόμοια αποδεικνύεται και η προτίμηση του αναγνωστικού κοινού λογοτεχνικών βιβλίων για μεγάλους. «Γιατί διαβάζουμε ελληνική πεζογραφία;» αναρωτιόταν η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά προ ετών σε ομότιτλο άρθρο της («Καθημερινή»  20.11.05), αναφερόμενη σε έργα για ενηλίκους. Και παρατηρούσε μεταξύ άλλων: «Το δικό μας ιδιαίτερο ελληνικό περιβάλλον, τη δική μας μοναδική ελληνική πραγματικότητα, μόνο η ελληνική πεζογραφία είναι σε θέση να τη χειριστεί: να την αντικρίσει, να προσπαθήσει να την κατανοήσει, να την αποτυπώσει και να τη σχολιάσει. Μόνο η δική μας πεζογραφία μπορεί να αποτελέσει τον αναντικατάστατο δείκτη εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας τον οποίο συνιστά κάθε εθνική πεζογραφία μέσα στο δικό της χώρο...»
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με την παρατήρηση της Ελισάβετ Κοτζιά, προσθέτοντας ότι τα παραπάνω ισχύουν και για τα έργα παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας. Καθόλου περίεργο λοιπόν που τα έργα των Ελλήνων λογοτεχνών, για μικρούς ή για μεγάλους, έχουν την προτίμηση των ελληνικού αναγνωστικού κοινού.

 

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Το μαγαζί των ονείρων μου!

«Σωστός βιβλιοφάγος αυτό το παιδί» έλεγαν οι μεγάλοι για μένα, όταν ήμουν μικρή. Γιατί «καταβρόχθιζα» πραγματικά το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Νομίζω μάλιστα πως η τροφή αυτή ήταν που με κράτησε τελικά στη ζωή τα δύσκολα εκείνα χρόνια, μια εποχή όπου τα συνηθισμένα τρόφιμα ήταν στον τόπο μας δυσεύρετα (αν διαβάσει κανείς το βιβλίο μου Ο καιρός της σοκολάτας [1] θα καταλάβει για ποια εποχή σας μιλάω).
     ΄Ωσπου μια μέρα τα βιβλία για παιδιά που υπήρχαν τότε στο σπίτι μας, αλλά κι εκείνα που τύχαινε να μου χαρίσουν φίλοι και συγγενείς, τελείωσαν όλα!
     Μ’ έπιασε απελπισία Η «βιβλιοπείνα» μου ήταν φοβερή!
     Την άλλη μέρα βλέπω τη μητέρα μου έτοιμη να βγει για ψώνια. «Ευκαιρία!» συλλογίζομαι. Και της λέω με λαχτάρα: «Μαμά, θα μου αγοράσεις ένα βιβλίο αν περάσεις από κανένα βιβλιοφαγείο;»
     Τι ήταν να το ξεστομίσω; Ξελιγώθηκε στα γέλια ο αδερφός μου μόλις άκουσε πώς το είπα το βιβλιοπωλείο κι άρχισε τις συνηθισμένες κοροϊδίες που ακούνε τα μικρότερα παιδιά από τ’ αδέρφια τους τα μεγαλύτερα όταν κάνουν λάθη!
     Για σκέψου όμως να υπήρχε στ’ αλήθεια ένα «βιβλιοφαγείο»! Θα ήταν το μαγαζί το ονείρων μου!  Αν άνοιγαν μάλιστα και περισσότερα - γιατί όχι μια αλυσίδα «βιβλιοφαγείων» – ακόμα καλύτερα! Θα είχαμε παντού καταστήματα να μπαίνουν οι «βιβλιοφάγοι» και να τρώνε «της ώρας» ό,τι βιβλίο θα ήθελαν! Κι έπειτα να παίρνουν φαγητό και για το σπίτι. Χρυσές δουλειές θα έκαναν αυτά τα μαγαζιά. ΄Ισως μάλιστα ν’ άρχιζαν και τη διανομή «κατ’ οίκον» με μηχανάκια. Γιατί, όπως συμβαίνει πάντα με όσους καταβροχθίζουν βιβλία, όσο περισσότερα θα έτρωγαν οι πελάτες, τόσο θα τους άνοιγε η όρεξη γι’ ακόμα πιο πολλά, αφού οι «βιβλιοφάγοι» ούτε χορταίνουν ούτε βαρυστομαχιάζουν ποτέ, σαν τους λαίμαργους που παραφορτώνουν το στομάχι τους με τις συνηθισμένες τροφές. Αντίθετα - το ξέρετε, βέβαια! - όσο πιο πολλά βιβλία «τρώνε» οι «βιβλιοφάγοι», τόσο πιο πολύ «πεινάνε» και τόσο πιο ανάλαφροι νιώθουν από τη χαρά που τους δίνει το διάβασμα.
Αυτή θα ήταν η ιδανική είσοδος!
 Εγώ πάντως όλο κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα δούμε ν’ ανοίγει το πρώτο «βιβλιοφαγείο»! Και το μαγαζί των ονείρων μου να γίνεται πραγματικότητα!

 (Δημοσιεύτηκε στο σχολικό ημερολόγιο των Βιβλιοφάγων 2008 - 2009,  Εκδόσεις Πατάκη)

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

«Ποια βιβλία τα οποία διαβάσατε ως παιδί παραμένουν σημαντικά για σας και για ποιο λόγο;»


Η απάντησή μου στο ερώτημα του ηλ. περιοδικού bookpress[1]

΄Οταν ήμουν μικρό παιδί, μόνιμος σύντροφός μου ήταν το Παραμύθι χωρίς όνομα. Το κρατούσα αγκαλιά όπως κρατούσαν τις κούκλες τους άλλα κορίτσια της ηλικίας μου. Δύσκολα πολύ τα χρόνια τότε, μα τούτο το βιβλίο ήταν η παρηγοριά μου. Θυμάμαι ολοζώντανα την ευεξία που ένιωσα όταν έφτασα πρώτη φορά στο τέλος του βιβλίου. Θυμάμαι την πεποίθηση που αισθάνθηκα ότι αξίζει κανείς να μάχεται για το δίκιο και το κοινό καλό, όπως κατάλαβαν κι έπραξαν τελικά οι κάτοικοι της χώρας των Μοιρολατρών. Θυμάμαι την ελπίδα που φούντωσε μέσα μου ότι από τα ερείπια, την πείνα και το θάνατο που έβλεπα γύρω μου θ’ αναστηθεί μια χώρα όμοια μ’ εκείνη που κατάφεραν να ξαναφτιάξουν οι Μοιρολάτρες. Από τότε πάμπολλες φορές ξαναδιάβασα το Παραμύθι χωρίς όνομα.  Και παραμένει για μένα πάντα σημαντικό, πάντα το γιατρικό μου σε ώρες κόπωσης ψυχικής, σε στιγμές απελπισίας, σε δύσκολους καιρούς σαν τους σημερινούς.
        Στην χρόνια της προεφηβείας, όσα βιβλία υπήρχαν στη μικρή μου βιβλιοθήκη τα είχα διαβάσει. ΄Ετσι ο πατέρας μου, μη έχοντας τι άλλο να κάνει – πού η πληθώρα των σημερινών παιδικών βιβλίων εκείνα τα χρόνια! – μου έδωσε από τη δική του βιβλιοθήκη τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Δυσκολεύτηκα στην αρχή με τη γλώσσα, σύντομα ωστόσο κατάφερα να το διαβάζω άνετα. Κατατρόμαξα με τη φοβερή Φραγκογιαννού, αλλά και μαγεύτηκα με τη γραφή την ιδιόμορφη και μοναδική του Παπαδιαμάντη. Η Φόνισσα ήταν το έναυσμα για να γνωρίσω τα επόμενα χρόνια ευρύτερα το ανεκτίμητο έργο του, που παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της λογοτεχνίας μας και δική μου διαρκής καταφυγή.
 Σημαντικότατα παραμένουν για μένα δύο ακόμη βιβλία, που διάβασα στην εφηβεία μου:Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ  του ΄Αγγελου Τερζάκη και η Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη. Αριστουργήματα και τα δυο, το πρώτο εξακολουθεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι υπόδειγμα για το πώς μπορεί να γραφεί ένα συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα, ζωντανεύοντας με απαράμιλλη μαστοριά και γνώση μια ολόκληρη εποχή. Και το δεύτερο παραμένει πάντα μια αναλλοίωτη λιονταρίσια πνευματική τροφή, ένας αξεπέραστος οδοδείχτης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στην περιπέτεια της ζωής και στο μυστήριο του θανάτου.



[1] Δημοσιεύτηκε την Κυριακή, 31.3.2013 :
 http://www.bookpress.gr/multipress/teleutaia-nea/17-syggrafeis

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Σκέψεις για τη λογοτεχνία

B.Δ. Αναγνωστόπουλος

- με αφορμή τα μυθιστορήματα
της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Καναρίνι και μέντα και Ο κόκκινος θυμός

Του Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Β.Δ. Αναγνωστόπουλου
 (Από το εξαντλημένο βιβλίο Το υφαντό της Πηνελόπης  – διαχρονικές αναγνώσεις για το έργο και την προσωπικότητα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Εργαστήρι Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Βόλος 2008).



Ι. ΄Ενα καλό βιβλίο είναι ένας καλός φίλος, γιατί μας συντροφεύει στο πέρασμα του χρόνου. Γι’ αυτό το διαβάζουμε και το ξαναδιαβάζουμε, κερδίζοντας σε κάθε ανάγνωση, μαζί με την αισθητική χαρά, γνώση, σοφία κι αλήθειες ζωής.
    Ξαναδιάβασα μέσα στις καλοκαιρινές διακοπές το μυθιστόρημα Καναρίνι και μέντα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Πατάκης, Αθήνα 1996). Η ιστορία πλέκεται γύρω από την τύχη του εντεκάχρονου Απελλή, ενός αγοριού που έχει ζήσει αρκετά χρόνια στο Λήδειο ΄Ιδρυμα και ένα καλοκαίρι ζει μαζί με τη «θεία» του Κλειώ στην Αθήνα, κοντά στο λόφο του Στρέφη. ΄Αλλους δικούς του ανθρώπους στην Αθήνα δεν έχει. Ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της «θείας» τα Διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Του κινήθηκε η περιέργεια κι άρχισε να διαβάζει το διήγημα «Η φωνή του Δράκου», μια ιστορία που έμοιαζε πολύ με τη δική του. Μιλούσε για ένα παιδί που συναντούσε δυσκολίες, δεν έβρισκε πουθενά καταφύγιο, ένιωθε μόνο του. Από δω και πέρα για τον Απελλή ο Παπαδιαμάντης πήρε στην καρδιά του τη θέση του παππού. Σε αυτόν τον χάρτινο παππού Αλέξανδρο θα καταφεύγει και απ’ αυτόν θα ζητάει βοήθεια. «Η φωνή του Δράκου» είναι το διάμεσο που συνδέει και τους δύο. Η «θεία» Κλειώ ετοιμάζεται να φύγει μαζί με τον Τέλη, που αγαπά, για την Αφρική. Ο Απελλής τότε εγκαταλείπει το σπίτι και προσπαθεί να φτάσει στο Λήδειο ΄Ιδρυμα, όπου εκεί γνώρισε αγάπη και στοργή από τις «μητέρες» του. Γνωρίζει αρκετές περιπέτειες ώσπου να φτάσει στον προορισμό του. Η εξαφάνισή του δηλώνεται στην αστυνομία, στην τηλεόραση κτλ. Σαν φτάνει στο ΄Ιδρυμα, μαθαίνει από τη «μητέρα» Ειρήνη πως η Κλειώ δεν είναι «θεία» του, αλλά η πραγματική του μητέρα. «΄Οταν κλείνει ο Θεός μια πόρτα, λέει, ανοίγει ένα παράθυρο...»

           Το μυθιστόρημα έχει πολλές αφηγηματικές αρετές. Το νήμα της εξιστόρησης των γεγονότων δε χάνεται ούτε στιγμή από τον αναγνώστη, γεγονός που δημιουργεί την αναγνωστική αγωνία και το έντονο ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Η πλοκή εξάλλου είναι στέρεα και καθαρή. Οι χαρακτήρες ακέραιοι και ψυχολογημένοι, ιδιαίτερα οι «περιθωριακοί» τσιγγάνοι. Όλα όμως αυτά τα στοιχεία, εσωτερικά ή εξωτερικά της γραφής, δεν είναι παρά βοηθητικά επινοήματα προκειμένου να αναδειχθεί κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο που είναι – κατά τη γνώμη μου – η σχέση των νέων μας με τα κλασικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η περιπετειώδης ιστορία του Απελλή είναι το πρόσχημα για να εμπλέξει η συγγραφέας σ’ αυτή μια άλλη παρόμοια ιστορία που δίνεται στο διήγημα του Παπαδιαμάντη. Η αληθινή τέχνη βοηθάει τη ζωή.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Το πρόβλημα σχετικά με την κατανόηση και οικείωση κειμένων παλαιότερων λογοτεχνών απασχολεί τους εκπαιδευτικούς, τους πνευματικούς ανθρώπους και όλους όσοι ενδιαφέρονται για τους μεγάλους της λογοτεχνίας μας... Χωρίς τους μεγάλους της νεοελληνικής Γραμματείας είμαστε σπίτι χωρίς θεμέλια, δέντρο χωρίς ρίζες. Το μυθιστόρημα Καναρίνι και μέντα προσφέρει την ευκαιρία για παρόμοιους προβληματισμούς. Και είναι  μια καινούρια ιδέα που κερδίζει η λογοτεχνία για παιδιά και νέους, χάρη στην έμπειρη και πρωτοπόρο συγγραφέα Λότη Πέτροβιτς.



ΙΙ. α. Πιστεύω ότι το καλό μυθιστόρημα αφήνει με το τέλος της ανάγνωσης στην ψυχή του αναγνώστη ένα βαθύ αίσθημα πληρότητας, μια βαθιά ικανοποίηση και υψηλή συγκίνηση. Είναι ακόμα μια πλημμύρα χαράς για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης στον κόσμο της ιστορίας, όπως συμβαίνει στην τραγωδία αλλά και στο παραμύθι. Είναι εύλογο ο αναγνώστης να γίνεται κομμάτι της ιστορίας με τις σφοδρές συγκρούσεις και τις περιπέτειες των μυθιστορηματικών προσώπων, ν’ ακολουθεί τα βήματα τους και ν’ ανησυχεί για την τύχη τους. Θα ’λεγα ότι στο παιχνίδι αυτό της περιπέτειας, που στήνει (και γνωρίζει εκ των προτέρων) ο παντογνώστης συγγραφέας, ο αναγνώστης δεν είναι απλά παρατηρητής αλλά συμπάσχει με τους «παίχτες» και λυτρώνεται μαζί τους. Αυτή την «των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» ένιωσα στο μυθιστόρημα Ο κόκκινος θυμός (Πατάκης 2004, σελ.271). Στο τέλος  επέρχεται η νηνεμία όπως μετά από μια θαλασσοθύελλα η ηρεμία ή μετά από έναν βαρύ χειμώνα η άνοιξη. Είναι η αλάνθαστη συνταγή του λαϊκού παραμυθιού: σε παίρνει με την ιστορία του και σε απογειώνει και ύστερα από πολλά μικρά και μεγάλα εμπόδια σε επαναφέρει στη γη δημιουργώντας ένα αίσθημα ανακούφισης, ασφάλειας και ισορροπίας.

     β. Η Πέτροβιτς μένει πιστή, χωρίς παρεκκλίσεις, σε ορισμένες αρχές που εφαρμόζει στην Τέχνη της όχι μόνο της αφήγησης αλλά και γενικότερα της τεχνικής. Έχω διαβάσει όλα τα μυθιστορήματά της και παρακολουθώ με ενδιαφέρον την τύχη των ηρώων και των ηρωίδων της από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα. Έτσι, νομίζω, αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον αναγνώστη και τον ήρωα. Βλέπει πώς εξελίσσεται μέσα από καινούργια δεδομένα, πώς αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, πώς ωριμάζει, πώς αντιδρά κ.λπ. Λ.χ. ο 17χρονος Απελλής είναι πρωταγωνιστής στο Ο κόκκινος θυμός αλλά και στο προηγούμενο βιβλίο Καναρίνι και μέντα, όταν ήταν 11 χρόνων.Τον συναντάμε, επίσης, στα βιβλία Ποιος θα γράψει για το σκύλο μας;, Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη και Τα τέρατα του λόφου. Άλλωστε όλο το μυθιστορηματικό σύμπαν της Πέτροβιτς δομείται (και γεννάται) μέσα στον ιστό εφτά οικογενειών που συνδέονται με δεσμούς οικογενειακούς ή φιλίας και καλύπτουν χρονικά όλον τον 20ο αιώνα, από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο έως τις ημέρες μας. Και είναι φυσικό τα θέματα των μυθιστορημάτων της να είναι διαχρονικά και σύγχρονα, όπως ειρήνη και πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, προσφυγιά, μετανάστευση, εφηβεία, ναρκωτικά, διαζύγιο, ρατσισμός, κοινωνικές συγκρούσεις κ.α. Θεωρώ, επίσης, πολύ έξυπνη την ιδέα να δοθούν στο τέλος του βιβλίου πληροφορίες για τα μυθιστορήματα και κυρίως για τους ήρωές τους και πώς και πού διαπλέκονται στις ιστορίες. Τέλος, πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει σε επίπεδο διατριβής μελέτη φιλολογική για το συνολικό corpus αυτών των μυθιστορημάτων.


   γ. Η επιτυχία ενός λογοτεχνικού κειμένου εξαρτάται εν πολλοίς από την τεχνική του, τις τεχνικές μεθόδους αφήγησης, που ποικίλλουν από συγγραφέα σε συγγραφέα. Θα επισημάνω ορισμένες τέτοιες τεχνικές στο μυθιστόρημα Ο κόκκινος θυμός.
   1. Ο τίτλος, αίφνης, μας δίνει στοιχεία λειτουργικά, το χρώμα και το συναίσθημα, εικόνα και ψυχολογία, δίνει την εντύπωση του πίνακα. Αυτό συνδέεται οργανικά με την ιστορία, αφού ο Απελλής στους πίνακες που ζωγραφίζει βγάζει πολύ θυμό χρησιμοποιώντας το κόκκινο χρώμα. Θυμό για τον φυσικό πατέρα του που εγκατέλειψε τη μητέρα του, την Κλειώ, και τον ίδιο και τώρα ζει σε νέα οικογένεια, με τον Τέλη (πατριό) και τη Νεφέλη (ετεροθαλή αδελφή).
  2. Παραμονές Χριστουγέννων τα πράγματα αλλάζουν πλοκή. Εμφανίζεται στον ορίζοντα των σπουδαστικών προσδοκιών του Απελλή ο «μάγος» τεχνοκριτικός Τζίσεν, ελληνοκαναδός και του προσφέρει υποτροφία για σπουδές στο Μόντρεαλ Καναδά. Ποιος όμως είναι αυτός ο απροσδόκητος Τζίσεν; Ο Απελλής, που προετοιμάζεται για το πολυτεχνείο, προβληματίζεται σοβαρά με την άρνηση της μητέρας του (για τον Τζίσεν). Βρίσκουν κάποια στοιχεία για τον «μάγο» στο ίντερνετ αλλά παραμένει το βαθύτερο μυστήριο η ταυτότητά του. Και αυτή η τρόπον τινά  αστυνομικής υφής υποψία διαβρέχει όλη την ιστορία και, φυσικά, προσθέτει αναγνωστικό ενδιαφέρον και σασπένς.
   3. Αν ήθελα να ξεχωρίσω δύο ιστορίες εγκιβωτισμένες στο πλαίσιο του βασικού μύθου, θα διάλεγα του Απελλή και του Λάζαρου. Με πολλή σοφία εδώ παρακολουθούμε δυο διαφορετικές ιστορίες προσώπων που όμως οι δρόμοι τους συναντήθηκαν τυχαία, πριν από 7 χρόνια περίπου, στο βιβλίο Καναρίνι και μέντα και τώρα συναντώνται στο «Στέκι», στα Εξάρχεια. Ιδιαίτερα η ιστορία του Λάζαρου είναι συγκλονιστική, αναφερόμενη στον τραυματισμό του κατά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974.
Κάρολος Ντίκενς
   4. Είναι επιτυχημένο εύρημα να χρησιμοποιηθεί, τρόπον τινά, ως καμβάς της ιστορίας του Απελλή το μυθιστόρημα του Ντίκενς  Οι μεγάλες προσδοκίες. Άλλωστε η Πέτροβιτς έχει συνηθίσει να προπαγανδίζει τεχνηέντως το βιβλίο μέσα στα βιβλία της, όπως λ.χ. στο Γιούσουρι στην τσέπη τον Καρκαβίτσα ή στο Καναρίνι και μέντα τον Παπαδιαμάντη κ.ά.
  5. Πέρα από το κεντρικό θέμα του βιβλίου, που είναι η μεγάλη απόφαση των νέων για το επαγγελματικό τους μέλλον και επί του προκειμένου η απόφαση του Απελλή αν θα δώσει εξετάσεις στο πολυτεχνείο ή θα ακολουθήσει τη ζωγραφική, συναντούμε και άλλα ενδιαφέροντα θέματα, όπως είναι οι συζητήσεις γύρω από την τέχνη, τη ζωγραφική, τη μουσική, αλλά και για τα βότανα, την παραολυμπιάδα του  2004, τα ναρκωτικά κ.ά.

   δ. Άλλο στοιχείο που προσθέτει βάθος και ποιότητα στο λόγο είναι η ιδεολογία, το σύστημα των ιδεών που διαπερνούν φανερά ή υπόγεια το έργο. Η ποιότητα των ιδεών κρίνεται από την ικανότητα του συγγραφέα, να αξιοποιήσει λογοτεχνικά τις δικές του ιδέες αλλά και άλλων. Ο κίνδυνος ελλοχεύει πάντοτε στην υπερβολική χρήση απόψεων και θέσεων ή στην ανεπίκαιρη και αναιτιολόγητη χρήση. Στον Κόκκινο θυμό υπάρχει αυτή η ποιότητα των ιδεών με μια διάθεση γνωμολογική- όχι η εκζήτηση- και εκπηγάζει από μια ευρύτερη κουλτούρα σχετικά με το βιβλίο και την τέχνη. Είναι διάχυτο το πνεύμα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, του σεβασμού στον άνθρωπο και ιδιαίτερα στον «πληγωμένο», του διαλόγου, της δημοκρατικής συμπεριφοράς, της πίστης και του καθημερινού αγώνα, της τέχνης κλπ. Είναι φυσική λοιπόν η επίκληση κάποιων σοφών λόγων, όπως:

 - Μείνε ακίνητος και κάνε το μήλο, . Σεζάν (σ. 66).
- Όταν ο Θεός κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο (σ. 86).
- Τύχη είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο Θεός όπου δε θέλει να βάλει την υπογραφή του (σ. 106).
- Η τέχνη δεν έχει πατρίδα, όμως οι δημιουργοί κι όσοι ασχολούνται μ’ αυτήν έχουν (σ. 161).
- Για τα δάκρυά μας δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε ντροπή. Είναι βροχή τα δάκρυα πάνω στη σκόνη που σηκώνεται απ’ την καρδιά μας, Ντίκενς (σ.170).
- Όταν τραβώ μια γραμμή θέλω να νιώθω ότι έχει μέσα της αίμα, Πικάσο (σ.197).
- Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, Ελύτης (σ.211).

Ουμπέρτο ΄Εκο
   ε. Με τη λογοτεχνία, λέει ο Ουμπέρτο Έκο, ζούμε περισσότερο και περισσότερα, εννοώντας ότι μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τη δράση και τις περιπέτειες των ηρώων, να γνωρίσουμε και να «ζήσουμε» και άλλες άγνωστες πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Η αναγνωστική αυτή πράξη διευρύνει και βαθαίνει τη γνώση και το συναίσθημα, αυξάνει τον πλούτο της ψυχής και καλλιεργεί κατά πολλούς τρόπους τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ένα κοινωνικό λ.χ. μυθιστόρημα, όπως Ο κόκκινος θυμός μας κάνει κοινωνούς σε φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας ή προβλήματα που ενδεχομένως, να μη μας έχουν απασχολήσει πριν. Γιατί, οφείλουμε να τονίσουμε, το σύγχρονο μυθιστόρημα, πέρα από την άλλη λειτουργία και προσφορά του, έχει ρόλο τρόπον τινά διαφωτιστή, διαφωτίζει τον αναγνώστη σε θέματα ιστορικά, κοινωνικά κλπ. Έτσι ερμηνεύεται και η άνθηση του ιστορικού και κοινωνικού μυθιστορήματος τις τελευταίες δύο δεκαετίες και η μεγάλη απήχηση που έχουν στο αναγνωστικό κοινό. Άλλωστε ένα καλό μυθιστόρημα ανταμείβει κάθε αναγνώστη, μοιράζει το αντίδωρο της χαράς και της γνώσης απλόχερα όπως μοιράζει το αντίδωρο ο παπάς στην εκκλησία σε όλους τους εκκλησιαζόμενους. Έχω τη βεβαιότητα ότι το μυθιστόρημα Ο κόκκινος θυμός της Λότης Πέτροβιτς είναι γαλαντόμο στα αντίδωρα προς τους αναγνώστες. Διαθέτει λογοτεχνική γραφή, ώριμο λόγο, ενδιαφέρον θέμα, άριστη τεχνική και προπάντων πλούσιο ιδεολογικό κόσμο. Και απευθύνεται προς όλους τους αναγνώστες.