(Απόσπασμα από το βιβλίο Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία, Καστανιώτης 1983, 19872 - εξαντλημένο)
Σε μια εποχή σαν τη
δική μας, εποχή εμπλοκής στα δίχτυα του καταναλωτισμού και υποδούλωσης στο
κυνήγι των υλικών αγαθών, η άδολη ενασχόληση με τα γράμματα και τις τέχνες θα
πρέπει κατά κανόνα ν’ αποτελεί τεκμήριο «πνευματικότητας» και να εξασφαλίζει
τον επίζηλο τίτλο του «πνευματικού ανθρώπου» σ’ εκείνους που με τους τομείς
αυτούς ασχολούνται. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ανάμεσα στους πνευματικούς
ανθρώπους δικαιωματικά πρέπει να κατατάσσονται και οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων,
μια και η λογοτεχνία για παιδιά και νέους αναγνωρίζεται παγκόσμια ως τμήμα
σημαντικότατο της γραμματολογίας κάθε χώρας, κλάδος αυτόνομος αλλά ταυτόχρονα
και μέρος αναπόσπαστο της λογοτεχνίας γενικά.
Αν ίσα δικαιώματα, ωστόσο, έχει με
τους άλλους συγγραφείς στον τίτλο του «πνευματικού» ανθρώπου» εκείνος που
γράφει για παιδιά, ας μου επιτραπεί να πω πως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει
στην εκτέλεση του έργου του και οι υποχρεώσεις του απέναντι στο κοινό και στην
κοινωνία γενικότερα ήταν πάντα και είναι ιδιαίτερα σήμερα πιο βαριές και πιο
πολλές.
Το πνεύμα του καταναλωτισμού που
αναφέραμε παραπάνω, είναι φανερό πως έχει εισχωρήσει ακόμα και στον κόσμο του
βιβλίου. Και το βιβλίο για παιδιά είναι το πιο ευάλωτο σε μια τέτοιου είδους
επίθεση. Φανταχτερή εμφάνιση, χρώματα κι ελκυστικές εικόνες μπορούν συχνά κι
ευκολότατα στην εποχή μας να ντύσουν ένα κείμενο που ούτε τέχνη είναι ούτε
κατάλληλη πνευματική τροφή για παιδιά. Κι από τέτοια προϊόντα ξεχειλίζει όλο
και περισσότερο η αγορά, πλημμυρίζουν ως και τα σούπερ-μάρκετ. Γιατί μεγάλο
αποδείχτηκε ότι μπορεί να είναι το κέρδος από το είδος αυτό. Να λοιπόν ένας από
τους εχθρούς του αληθινού συγγραφέα για παιδιά, εχθρός μασκαρεμένος σε φίλο.
Να, για παράδειγμα, μια δυσκολία που αντιμετωπίζει περισσότερο εκείνος από τους
άλλους λογοτέχνες στην προσπάθεά του να φτάσει στα χέρια των αναγνωστών του,
των παιδιών. Γιατί εκείνοι που προμηθεύουν βιβλία στα παιδιά – και τα ίδια τα
παιδιά, όταν του δίνεται η ευκαιρία – παρασυρμένοι από το πνεύμα της εποχής, που
ευθύνεται και για το βαθμό της καλλιέργειάς τους, ρέπουν σε μεγάλο ποσοστό προς το φανταχτερό,
το εύκολο, το έξυπνα πλασαρισμένο προϊόν, σύμφωνα με τους κανόνες του περίφημου
«μάρκετιγκ».
Ας μη νομιστεί όμως ότι κίνδυνο δεν
αντιμετωπίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων από το πνεύμα της
εποχής μας. Είναι γνωστό πως η κίνηση του παιδικού βιβλίου αυξάνει παγκόσμια.
Πειρασμός λοιπόν μεγάλος για κείνον που γράφει για παιδιά να ετοιμάζει κάθε
τόσο κι από κάτι εύκολο κι εμπορικό, που επίμονα ζητούν πολλοί εκδότες. Και δεν
είναι μόνο το εύκολο κέρδος που μπορεί να τον παρασύρει. Είναι και το όνειρο, η
λαχτάρα γενεών και γενεών συγγραφέων, ιδίως Ελλήνων, να
ζήσουν κάποτε από τα χρήματα που τίμια θα κερδίζουν από την πνευματική τους
εργασία, ώστε απερίσπαστοι ν’ ασχολούνται μ’ αυτήν και μόνο. Ας μη γελιόμαστε
όμως. Σε μια χώρα μικρή, με γλώσσα που μιλιέται από λίγα εκατομμύρια ανθρώπων,
δεν είναι δυνατόν ο συγγραφέας να ζήσει μόνο από τη συγγραφική του δουλειά,
χωρίς παραχωρήσεις είτε στην ποιότητα είτε στο «μάρκετιγκ». Και όταν η
αντίστασή του σε τέτοιου είδους πιέσεις δεν είναι ισχυρή, όταν υποκύψει και
αρχίσει τέτοιες παραχωρήσεις, τότε δίκαια θα πρέπει να του αφαιρεθεί ο τίτλος
του πνευματικού ανθρώπου.
Δε σταματούν βέβαια εδώ οι δυσκολίες
και οι ειδικές υποχρεώσεις του συγγραφέα βιβλίων για παιδιά. Αν ο λογοτέχνης
που απευθύνεται στους ενήλικους ωθείται στο έργο του από την ανάγκη να
εκφραστεί και «να κάνει τέχνη», εκείνος που γράφει για παιδιά, ακόμα κι αν έτσι
υποστηρίζει, δε γράφει μόνο για να εκφραστεί. Αυτόματα επωμίζεται και του
παιδαγωγού την ευθύνη απέναντι στους γονείς και την κοινωνία, αφού – το θέλει,
δεν το θέλει – με το έργο του διαπαιδαγωγεί. Και τούτη η ευθύνη είναι ίσως πολύ
μεγαλύτερη απ’ ό,τι κανείς, με πρώτη ματιά, μπορεί να εκτιμήσει.
Γεμάτη βίαια πάθη η εποχή μας,
πλημμυρισμένη από κάλπικες «ταμπέλες» και λογής «-ισμούς», αντιφατική και
απειλητική για τον άνθρωπο, δεν αρκείται να αποπροσανατολίζει και να παραπλανά
τους συγχρόνους της, αλλ’ επιζητεί να προδιαγράψει και την πορεία των παιδιών
πάνω στα δικά της χνάρια, να παγιδέψει το μέλλον, να εξασφαλίσει την επιβίωση
της αποτυχίας της. Παρασύρει λοιπόν συχνά παιδαγωγούς και συγγραφείς να
κατασκευάζουν καλούπια από τα υλικά της για να διαμορφώσουν εκεί μέσα τους
χαρακτήρες και τη στάση των παιδιών, ακόμα και τη σκέψη τους, να εγκλωβίσουν
δηλαδή το μέλλον σε «μήτρες» που απότυχαν οικτρά, να τα ετοιμάσουν για
καταστάσεις, τοποθετήσεις και συστήματα που ανεπιστρεπτί ανήκουν στο παρελθόν
κι ας επαίρονται κι ας διατυμπανίζουν αυτάρεσκα πως είναι «προοδευτικά», ή
«πετυχημένα», ή «ελεύθερα».
Κηπουρός, μαζί με τον παιδαγωγό, κι
ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων, φροντίζει με τον τρόπο του – με την τέχνη του –
τα βλαστάρια που μαζί τους διάλεξε ν’ ασχοληθεί. Κι έντρομος διαπιστώνει το
μέγεθος της ευθύνης του, καθώς δέχεται τις πιέσεις της εποχής του. Στήριγμα
θέλει να είναι στο νέο φυτό, στη νέα ύπαρξη που στο πρόσωπό της ξαναγεννιέται η
ανθρωπότητα. Να βοηθήσει επιζητεί στο δυνάμωμα του μίσχου του τρυφερού, για να
πάρει ο μίσχος μπόι, να φουντώσει, ν’ αναπτυχθεί, γερά στεριωμένος στη γη του,
ρουφώντας τροφή πολύτιμη απ’ τις ρίζες του. ΄Ορθιο το θέλει το νέο βλαστάρι,
έτοιμο για νέα ύψη, για νέα πετάγματα. Οι πιέσεις όμως της εποχής
βυσσοδομούν. Δεξιά! του φωνάζουν από τη
μια. Αριστερά! του φωνάζουν από την άλλη. Επιδιώκουν το βλαστάρι να πάρει
κατεύθυνση, να καμφθεί, να λυγίσει σε πορεία παράλληλη με τη γη, εμποδίζοντας
την ανοδική του πορεία.
Σκληρός ο αγώνας του συγγραφέα για
παιδιά στη δίνη της εποχής του, που συχνά όλα τα κομματικοποιεί,
παρερμηνεύοντας την ανάγκη για πολιτική αγωγή του ανθρώπου. Σκληρός ο αγώνας
του να προφυλάξει το τρυφερό αναγνωστικό του κοινό από τις παραμορφώσεις που
παραμονεύουν, να το θρέψει, να το δυναμώσει να πάει ψηλά και μαζί να
προφυλαχτεί κι ο ίδιος μην παρασυρθεί κι από οδηγός καταντήσει δήμιος. Πολλές
κι ελκυστικές οι σειρήνες που τάζουν επιτυχία, προβολή, δόξα σ’ όποιον
ακολουθήσει τούτο ή εκείνο το ρεύμα. Και γνωστό πως «την δόξαν ουδείς εμίσησε…»
Σκληρός ο αγώνας για να μείνει προσηλωμένος στο έργο του και να ενστερνιστεί
την έκκληση μιας από τις πιο τραγικές μορφές της εποχής μας, που διωγμένη
απάνθρωπα από τη χώρα της, βροντοφώναξε: «’Ανοδος! Άλλη πορεία δεν υπάρχει από
την άνοδο!»
Δύσκολο έργο σε δύσκολη εποχή. Και
φυσικό κι αναπόφευκτο να έρχεται ώρα που ο πνευματικός εργάτης νιώθει κόπωση
από το συνεχή αγώνα και το μόχθο. Και η κόπωση φέρνει με τη σειρά της αποθάρρυνση
κι απαισιοδοξία. Όμως αλίμονο στο συγγραφέα παιδικών βιβλίων που θα αφεθεί σε
τέτοια συναισθήματα και τέτοιες καταστάσεις. Τούτη την πολυτέλεια μονάχα οι
συγγραφείς που απευθύνονται σε μεγάλους μπορούν να την έχουν. ΄Εγκαιρα και ίσως
πρώτη στον τόπο μας το είχε τούτο διαπιστώσει η μεγάλη μας Πηνελόπη Δέλτα. Γι’
αυτό και είπε κάποτε πως πολύ θα πρέπει να προσέχουμε «να μην περάσουμε την
κούρασή μας στα παιδιά».
Σε μια εποχή που δικαιολογημένα
πολλή απαισιοδοξία μπορεί να προκαλεί για το μέλλον του ανθρώπου, ο συγγραφέας
παιδικών βιβλίων, ο κρυφός αυτός οραματιστής ενός καλύτερου, δικαιότερου και
ειρηνικότερου κόσμου, δεν έχει δικαίωμα να νιώθει κούραση. Δεν έχει δικαίωμα να
απαισιοδοξεί. Και τούτο ίσως είναι που κάνει τραγικότερο τον αγώνα του, το έργο
του δυσκολότερο από το έργο άλλων πνευματικών ανθρώπων στην εποχή μας.