Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Ο ρόλος των παιδικών περιοδικών στην εποχή της εικόνας





 [Κείμενο βασισμένο σε ευρύτερη ομιλία για τα παιδικά περιοδικά στην Ελλάδα (ιστορικό, στόχοι, η κατάσταση στα τέλη της 10ετίας 1980), που δόθηκε στα αγγλικά, στο 22ο Συνέδριο της IΒΒΥ "Αλφαβητισμός με τη λογοτεχνία" (σεμινάριο: Τα παιδικά περιοδικά ανά τον κόσμο ως γέφυρες που οδηγούν στα βιβλία), στο Williamsburg των ΗΠΑ, στις 3.9.1990. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ. 32/Χειμώνας 1993. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο «“Όπως και στ’ αηδόνια” - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις, Πατάκης 1995:
http://www.loty.gr/meletimata_analyt_3.htm. Εδώ περιέχει και μερικά νεότερα στοιχεία.]

          
Το ιστορικό των παιδικών περιοδικών στην Ελλάδα έχει απασχολήσει όλους σχεδόν τους ερευνητές της παιδικής λογοτεχνίας (1). 'Ετσι, πολλά είναι τα στοιχεία που μπορεί να αντλήσει κάθε ενδιαφερόμενος για την έκταση της κυκλοφορίας, τη γλώσσα, την εμφάνιση, το περιεχόμενο και τη διάρκειά τους, από το 1836, που εκδόθηκε η Παιδική Αποθήκη -το πρώτο παιδικό περιοδικό μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους- ως τη δεκαετία του 1980.
            Στο σημείωμα τούτο θα διατυπωθούν μερικές απόψεις σχετικά με:
α) τους λόγους για τους οποίους τα παιδικά/νεανικά περιοδικά ποιότητας που εμφανίστηκαν μετά την Απριλιανή δικτατορία, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και ως το τέλος της δεκαετίας του 1980 δεν επέζησαν για πολύ, και
β) τους στόχους που μπορεί να έχει ένα παιδικό περιοδικό στην εποχή μας, εποχή της εικόνας, όχι μόνο για να επιζήσει αλλά και για να διαδραματίσει αξιόλογο ρόλο στη ζωή των παιδιών.
            Ας διευκρινίσουμε πρώτα ότι με τον όρο "παιδικά περιοδικά ποιότητας" εννοούμε τα περιοδικά εκείνα που, πέρα από την πληροφόρηση του παιδιού γύρω από θέματα της καθημερινής του ζωής, επιδιώκουν την επαφή του με την τέχνη -κυρίως με τη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την αισθητική και γλωσσική καλλιέργεια των νεαρών αναγνωστών τους.
          Περιοδικό με τέτοιους στόχους ήταν η Ελεύθερη Γενιά. 'Αρχισε να εκδίδεται το 1976 από το Υπουργείο Παιδείας για τα παιδιά του γυμνασίου και του λυκείου. Κυκλοφορούσε κάθε μήνα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, σε 15Ο.ΟΟΟ αντίτυπα, με εκλεκτή τετράχρωμη εικονογράφηση και ύλη που την επέλεγε ομάδα γνωστών πνευματικών ανθρώπων κι εκπαιδευτικών.
          Περιοδικό με τους ίδιους στόχους αλλά για τα παιδιά του δημοτικού ήταν τα Χελιδόνια, που άρχισαν να εκδίδονται το 1979, και αυτά από το Υπουργείο Παιδείας. Κυκλοφορούσαν κάθε μήνα, στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, στον απίστευτο αριθμό των 250.000-300.000 αντιτύπων. Στην άμισθη συντακτική επιτροπή μετείχαν γνωστά ονόματα εκπαιδευτικών και συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας.
         Τα Χελιδόνια είχαν ποικίλη ύλη (παιχνίδια, νέα, σπαζοκεφαλιές, κατασκευές, ανέκδοτα, συνεντεύξεις) πλούσια τετράχρωμη εικονογράφηση αλλά και άφθονες λογοτεχνικές σελίδες, κυρίως διηγήματα και ποιήματα (2). Την πρώτη χρονιά το περιοδικό είχε μια συμβολική τιμή. Τη δεύτερη μοιραζόταν δωρεάν στα σχολεία, χωρίς όμως να επαρκεί για όλους τους μαθητές κάθε τάξης. Σύμφωνα με όσα ανέφεραν δάσκαλοι από πολλές περιοχές της χώρας, γινόταν δεκτό με πραγματικό ενθουσιασμό από τα παιδιά, ακόμα και από τους μαθητές εκείνους που ως τότε δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα το διάβασμα. Συχνά μάλιστα σημειώνονταν ως και κρούσματα... "μαύρης αγοράς" μεταξύ των παιδιών! Την επιτυχία του περιοδικού την αποδείκνυε και το πλήθος των γραμμάτων που κατέκλυζαν το γραφείο του στην οδό Ομήρου 6 στην Αθήνα, από τους μικρούς αναγνώστες (3) Και όλ' αυτά σε μια εποχή όπου τα κόμικς πλημμύριζαν τα περίπτερα, ενώ η τηλεόραση έκλεβε όλο και περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών.
            Παρ' όλη την αναμφισβήτητα μεγάλη επιτυχία των Χελιδονιών, αλλά και της Ελεύθερης Γενιάς, τα δύο αυτά περιοδικά σταμάτησαν να εκδίδονται τον Οκτώβρη του 1981, με την αλλαγή της Κυβέρνησης. Ο νέος Υπουργός Παιδείας υποσχέθηκε ότι σύντομα και τα δυο θα επανεκδίδονταν "ανανεωμένα και βελτιωμένα", η υπόσχεση αυτή ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε. 'Iσως γιατί θεωρήθηκε, σωστά κατά τη γνώμη πολλών, ότι το κράτος δε θα έπρεπε να αναμειγνύεται στην εξωσχολική ψυχαγωγία των παιδιών.
            Εντωμεταξύ, από το 1977, είχε αρχίσει να εκδίδεται κι άλλο ένα αξιολογότατο περιοδικό, που απευθυνόταν στα παιδιά της μέσης σχολικής ηλικίας. 'Ηταν το Ρόδι, που κυκλοφορούσε σε 15.000 αντίτυπα.  Με διευθύντρια τη Δροσούλα Βασιλείου-'Ελλιοτ, κόρη του μεγάλου μας ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, είχε στο επιτελείο του γνωστούς συγγραφείς παιδικών βιβλίων  και άριστους εικονογράφους. Η υψηλή ποιότητά του ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα και μια πολύ υψηλή τιμή για την εποχή εκείνη. 'Ετσι, δεν κατάφερε να διευρύνει το αναγνωστικό του κοινό, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και ανέστειλε την έκδοσή του το 1983.
            Σημαντική ήταν και η παρουσία του 15θήμερου περιοδικού Γεια Χαρά, με αριθμό κυκλοφορίας 15.000 - 20.000 αντίτυπα. Παρόλο που η τιμή του ήταν πιο προσιτή από κείνη του Ροδιού και μολονότι προσπάθησε να γίνει πιο "λαϊκό" περιλαμβάνοντας στην ύλη του και μερικά κόμικς, παρουσίαση δημοφιλών ηθοποιών, τραγουδιστών και αθλητών, αφίσες κλ.π., έζησε μόνο δύο χρόνια, λόγω οικονομικών δυσκολιών και αυτό.
            Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η αποτυχία των περιοδικών ποιότητας οδήγησε ορισμένους ειδικούς περί τα εκδοτικά στη σκέψη ότι ίσως είχε έρθει η ώρα για ένα νέο τύπο περιοδικού. 'Ετσι, τον Iούνιο του 1987 εμφανίστηκε το εβδομαδιαίο Δύο, που απευθυνόταν σε παιδιά 8-14 ετών.'Ηταν πληθωρικά εικονογραφημένο, με πολλές σειρές κόμικς, φωτογραφίες και νέα για τραγουδιστές, αθλητές και αστέρες της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, παιχνίδια, αφίσες, κ.λπ., ενώ οι λογοτεχνικές σελίδες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι δημιουργοί του είχαν προφανώς σκεφτεί ότι, στην εποχή της εικόνας και των νέων μέσων ενημέρωσης, ένα παιδικό περιοδικό έπρεπε, κατά κύριο λόγο, να συναγωνίζεται την τηλεόραση, δηλαδή να προσφέρει πληροφορίες και διασκέδαση με εικόνες ποιότητας και να παραχωρεί ελάχιστο χώρο στο γραπτό λόγο.
            Παρά τη νέα και φιλόδοξη αυτή προσέγγιση και παρά το γεγονός ότι ενισχυόταν οικονομικά από πλήθος διαφημίσεις που δημοσίευε στις σελίδες του, το Δύο απέτυχε και αυτό. 'Επειτα από ενάμισυ χρόνο περίπου, στα τέλη του 1988, έπαψε να εκδίδεται. 'Ετσι, τα μόνα περιοδικά που επιζούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν ορισμένα με συγκεκριμένους στόχους και χρηματοδότηση εξασφαλισμένη, όπως ο Ερυθρός Σταυρός Νεότητος, τα θρησκευτικά περιοδικά Η Ζωή του Παιδιού, Προς τη Νίκη, κ.α., καθώς και το Αερόστατο, έκδοση του Υπουργείου Παιδείας αποκλειστικά για τα παιδιά των Ελλήνων εργαζομένων στη Γερμανία. Εκδίδονταν επίσης κι ένα δυο περιοδικά περιορισμένης κυκλοφορίας, όπως ο Μαθητής, με στενά διδακτικούς και ψυχαγωγικούς στόχους, ενώ η λογοτεχνία, χωρίς να υποτιμάται, περνούσε σε δεύτερη μοίρα (4).
            'Επειτα από την αποτυχία και του Δύο, η έλλειψη παιδικών περιοδικών ποιότητας με ευρεία κυκλοφορία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έγινε συχνότατα αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των ειδικών και των μελετητών της παιδικής λογοτεχνίας. Μερικοί υποστήριξαν, κατά καιρούς, ότι η πλημμυρίδα  των κόμικς δεν αφήνει χώρο, για να ευδοκιμήσουν άλλου είδους περιοδικά. 'Αλλοι απέδωσαν την έλλειψη στην αναπόφευκτα υψηλή τιμή που θ' απαιτούσε ένα παιδικό περιοδικό με πλούσια εικονογράφηση -απαραίτητη, κατά τη γνώμη τους, στην εποχή της εικόνας- πράγμα που δε θα εξασφάλιζε ικανοποιητικό αριθμό αναγνωστών. 'Αλλοι, τέλος, διατύπωσαν τη γνώμη ότι τα παιδιά προτιμούν να διαβάζουν παιδικά βιβλία, που υπάρχουν άφθονα στην εποχή μας, ή να παρακολουθούν τηλεόραση και βιντεοταινίες από του να ξεφυλλίζουν περιοδικά σαν το Δύο.
            Οι δύο τελευταίες απόψεις θυμίζουν ορισμένες παρατηρήσεις που περιέλαβε η Σουηδή Cecilia νοn Feilitzen, συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, στην εισήγησή της με τίτλο Τάσεις στη χρήση των μέσων επικοινωνίας, στο 21ο Συνέδριο της IΒΒΥ, στο 'Οσλο το 1988 (γενικό θέμα: Η παιδική λογοτεχνία και τα νέα μέσα μαζικής επικοινωνίας). 'Οταν εμφανίζεται ένα νέο μέσο, είπε, εκείνο που πλήττεται από τα άλλα είναι όποιο προσφέρει παρόμοιο είδος ευχαρίστησης, πληροφόρησης ή κοινωνικής λειτουργίας αλλά είναι πιο δύσχρηστο και λιγότερο προσιτό. Π.χ. η τηλεόραση έπληξε τον κινηματογράφο. Το ίδιο έκανε και το βίντεο. Η αιτία είναι φανερή. Στοιχίζει λιγότερο να δεις μια βιντεοταινία, είναι ευκολότερο και η δυνατότητα επιλογής μεγαλύτερη. Ως προς τα περιοδικά, κατά τη δεκαετία του 1980 στη Σουηδία, το ενδιαφέρον του παιδιού μειώθηκε, αφού αυτά που του προσφέρουν (πλήθος εικόνες, ειδήσεις, παιχνίδια, κλ.π. αλλά ελάχιστο γραπτό λόγο) μπορεί να τα βρει ευκολότερα και ανετότερα στην τηλεόραση. "'Αλλωστε", παρατήρησε, "τα παιδικά περιοδικά στις μέρες μας είναι πολύ ακριβά" (5).
            Το Δύο ήταν πράγματι ακριβό. 'Ομως αυτό δεν ήταν το μόνο του σφάλμα. Πολύ μεγαλύτερο ήταν η τάση του να μιμείται την τηλεόραση, μέσο με παρόμοιους στόχους αλλά πιο φτηνό και προσιτό. 'Αλλο λάθος του Δύο ήταν η αδιαφορία του να ενθαρρύνει το διάβασμα και την αγάπη για τη λογοτεχνία. Ωστόσο ακριβώς το αντίθετο ήταν εκείνο που είχε σταθεί πολύτιμο στην περίπτωση των Χελιδονιών, οκτώ χρόνια νωρίτερα. Ας διευκρινίσουμε γιατί.
            'Ενας από τους κύριους στόχους των Χελιδονιών ήταν να φέρουν τα παιδιά σ' επαφή με την τέχνη του λόγου. Μολονότι ήταν πολύχρωμα, η εικόνα ποτέ δεν επεσκίαζε το κείμενο. Η πρόθεσή τους να ενθαρρύνουν το διάβασμα και να εμπνεύσουν αγάπη για τα βιβλία ήταν ολοφάνερη. Ακόμα και το σχήμα τους θύμιζε το σχήμα εύχρηστου βιβλίου. 'Ισως γι' αυτό και πολλά παιδιά, κυρίως από απομακρυσμένες περιοχές, που δεν είχαν ποτέ πριν την ευκαιρία να πιάσουν στα χέρια τους ένα περιοδικό ποιότητας πέρα από φτηνά κόμικς, το ανέφεραν συχνά στα γράμματά τους ως "το βιβλίο Χελιδόνια". Ο συνειρμός αυτός ήταν σαφώς προς όφελος του περιοδικού, γιατί την εποχή εκείνη είχε αρχίσει η άνθηση της παιδικής λογοτεχνίας. Οπότε το "βιβλίο Χελιδόνια" δεν κόστιζε, ήταν πιο προσιτό από τα πραγματικά βιβλία, εύχρηστο κι ελκυστικό.
            Πράγματι, όπως είναι γνωστό, από τη δεκαετία του 1970, η παραγωγή των παιδικών βιβλίων στην Ελλάδα είχε αρχίσει να σημειώνει άλματα και η αναγνωστικότητα ν' αυξάνει, παρ' όλα όσα απαισιόδοξα λέγονταν κατά καιρούς και παρά τις πολλές ώρες που περνούσαν τα παιδιά μπροστά στην τηλεόραση. 'Ηταν φανερό δηλαδή πως είχε εφαρμογή και στην Ελλάδα ό,τι παρατήρησε για τη Σουηδία η Cecilia νοn Feilitzen, στο συνέδριο που προαναφέρθηκε. Τα βιβλία, είπε, προσφέρουν στο παιδί κάτι που δεν το κατάφερε η τηλεόραση: ενεργοποιούν περισσότερο τη φαντασία του, παρέχουν περισσότερη σιγουριά, μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση, καθώς και τη δυνατότητα να τα απολαύσει με το δικό του ρυθμό, την ώρα που εκείνο θέλει και όσες φορές θέλει. Τέλος, τα βιβλία δεν είναι ακριβά, αλλά κι όταν ακόμα φαίνονται ακριβά, υπάρχουν πάντα οι βιβλιοθήκες (6).
            Στην "ηλεκτρονική" εποχή μας λοιπόν, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μπορούμε να υποστηρίξουμε τούτο: Τα παιδικά περιοδικά -και στην Ελλάδα όπως και αλλού- με κύριο στόχο να φέρουν τα παιδιά σ' επαφή με τη λογοτεχνία και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το γραπτό λόγο, ως μέσα πιο φθηνά, ελκυστικά και προσιτά από τα παιδικά βιβλία -είδος σε άνθηση-, έχουν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν από περιοδικά που έχουν στόχο μόνο τη μετάδοση πληροφοριών, εικόνων, παιχνιδιών κλ.π., προσπαθώντας μάταια να μιμηθούν την τηλεόραση, μέσο ανέξοδο, πιο προσιτό κι ελκυστικό για τον ίδιο σκοπό.
            Να, λοιπόν, τι είδους παιδικά περιοδικά χρειάζονται πια: Περιοδικά που θα έχουν, βέβαια, πλούσια εικονογράφηση αλλά σε σωστή αναλογία με τα κείμενα. Περιοδικά που δε θα αποκλείουν τη μετάδοση νέων, τα παιχνίδια, την αλληλογραφία και ό,τι άλλο ίσως συμβάλλει στο να είναι ελκυστικά, αλλά κύριος στόχος τους θα είναι να κάνουν το παιδί αναγνώστη, να το φέρουν σ' επαφή με τον κόσμο του βιβλίου, να το βοηθήσουν ν' ανακαλύψει τη γοητεία της λογοτεχνίας. Παράδειγμα, τα επιτυχημένα περιοδικά αυτού του τύπου που κυκλοφορούν σε άλλες χώρες, όπως λόγου χάρη το Cricket, στις ΗΠΑ.
            Ας δούμε όμως τι ανέφερε σχετικά κι άλλη μια εισηγήτρια στο συνέδριο του 'Οσλο. 'Ηταν η γαλλίδα Jacqueline Kerguenο, μέλος εκδοτικής ομάδας που έχει θέσει σε κυκλοφορία δέκα περιοδικά διαφόρων ειδών, αλλά που όλα λειτουργούν με τον τρόπο τους "ως μονοπάτια που οδηγούν στην απόκτηση αναγνωστικής ικανότητας". Είπε λοιπόν:
            "'Ενας από τους στόχους μας είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να γνωρίσουν την απόλαυση του διαβάσματος (...). 'Εχοντας αυτό κατά νου, δημιουργήσαμε μια σειρά αναγνωστικού υλικού, κάτι μεταξύ βιβλίου και περιοδικού, που εκδίδεται κάθε μήνα" (7).
            Στη σημερινή εποχή των νέων μέσων επικοινωνίας, η αξία τέτοιων εντύπων, που λειτουργούν ως γέφυρες με την τέχνη λόγου και τα βιβλία, είναι πράγματι ανεκτίμητη. Γιατί οι κίνδυνοι που ενεδρεύουν από την πολύωρη καθήλωση των παιδιών μπροστά στο δέκτη της τηλεόρασης και την απομάκρυνση ή και την αποκοπή τους από τον γραπτό λόγο είναι πια ευρύτατα γνωστοί.
            Αυτούς τους κινδύνους υπογράμμισαν δυο ακόμη εισηγητές στο ίδιο συνέδριο, οι Σκανδιναβοί Iνar Frοnes και Trοnd Waage σε κοινή εισήγηση. Η "οπτική" γλώσσα της τηλεόρασης, είπαν, είναι πολύ διαφορετική από τη γλώσσα των βιβλίων, σχολικών και εξωσχολικών. (...) Μερικά παιδιά μαθαίνουν και από τις δύο πηγές. 'Αλλα, σαν σύγχρονοι νάρκισσοι, πιο τραγικοί κι από κείνον της Μυθολογίας, πνίγονται σε μια θάλασσα από οπτικά ερεθίσματα, κοιτάζοντας εικόνες που δεν είναι καν δικές τους (8).
            Προχωρώντας στους συλλογισμούς τους, οι δυο αυτοί ομιλητές πρόβλεψαν ότι ενδέχεται να υπάρξει ένας νέος τύπος κοινωνικών διαχωρισμών: στη μία κοινωνική τάξη θα ανήκουν τα παιδιά που απέκτησαν την ικανότητα να μαθαίνουν τόσο από την αναλυτική γλώσσα των κειμένων όσο και από την "πυκνή" γλώσσα που μιλούν οι γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες της μικρής οθόνης. Στην άλλη θα ανήκουν τα παιδιά που δεν κατάφεραν ποτέ να μάθουν να απολαμβάνουν τον κόσμο των βιβλίων. Η μία γλώσσα μπορεί να συμπληρώνει και να εμπλουτίζει την άλλη, στη σύγχρονη κοινωνία πάντως χρειάζονται και οι δυο. Γι' αυτό, η δεύτερη κατηγορία των παιδιών θα είναι η τάξη που θα υστερεί (9).
            Ο κόσμος μας -θα συμφωνήσουμε όλοι- δεινοπάθησε αρκετά ως σήμερα από τις κοινωνικές και ταξικές διαφορές. 'Οποιο μέσο λοιπόν μπορεί να βοηθήσει ν' αποφύγουμε τέτοιες διαφορές στο μέλλον, πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό. Τέτοιο μέσο μπορούν να γίνουν τα παιδικά περιοδικά, αν κύριος στόχος τους είναι να δημιουργήσουν πραγματικούς αναγνώστες. Άλλωστε δεν θα ωφεληθούν έτσι μόνο τα παιδιά αλλά και τα ίδια τα περιοδικά.
            Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να προσανατολίστηκαν τα περιοδικά Συνεργασία (τριμηνιαία έκδοση της ΠΑΣΕΓΕΣ από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990, με κυκλοφορία κυρίως μέσω των σχολικών συνεταιρισμών) και το μηνιαίο Ρόδι, που, δέκα χρόνια μετά τη διακοπή της κυκλοφορίας του, άρχισε και πάλι να εκδίδεται. από το Νοέμβρη του 1993.
            Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον θα υπάρξουν και άλλα παιδικά περιοδικά ποιότητας (10). Δηλαδή έντυπα που θα έχουν προσιτή τιμή θα κρατούν το ενδιαφέρον του σύγχρονου παιδιού, θα το ψυχαγωγούν, θα το καλλιεργούν αισθητικά αλλά πρωταρχικός τους στόχος θα είναι η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας. Ο τόπος μας και οι καιροί μας τα χρειάζονται. Γιατί είναι πραγματικά θλιβερό να έχουν περάσει δεκαετίες χωρίς να εμφανιστεί άξιος και αδιαμφισβήτητος διάδοχος της Διάπλασης των Παίδων, ενός περιοδικού που άφησε εποχή ψυχαγωγώντας τα ελληνόπουλα 78 ολόκληρα χρόνια και καλλιεργώντας τους την αγάπη για το διάβασμα και τη λογοτεχνία.
 
Σημειώσεις

(1) Βλ. π.χ. Β.Δ. Αναγνωστόπουλου Τάσεις και εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1982 (σελ. 154-155). Του ίδιου Η ελληνική Παιδική Λογοτεχνία κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1945-1958), Καστανιώτης 1991 (σελ. 21, 26, 29-30). Δ. Γιάκου Ιστορία της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας, Εστία 1977 (σελ .103-108). Α. Δελώνη Εισαγωγή στη μεταπολεμική ελληνική Παιδική Λογοτεχνία, Κέδρος 1982 (σελ.75-95). Του ίδιου Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία 1835-1985, Ηράκλειτος 1986 (σελ. 189-196). Κ. Ντελόπουλου Η Παιδική Αποθήκη και ο Δημήτριος Πανταζής, Εταιρία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου 1989. Χ. Σακελλαρίου Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας, Δίπτυχο 1982 (σελ. 317-326). Επίσης τα αφιερώματα στα παιδικά περιοδικά του περιοδικού ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.15/Φθινόπωρο 1989 και τ.32/Χειμώνας 1993.

(2)  Στα 16 τεύχη που κυκλοφόρησαν συνολικά, εκτός από κείμενα των μελών της συντακτικής επιτροπής (Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Κ.Π. Δεμερτζή, Ρένας Καρθαίου, Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Χάρη Σακελλαρίου, Γιώργου Σουρέλη) δημοσιεύτηκαν έργα των εξής ελλήνων λογοτεχνών: Γεωργίας Αναστασιάδη-Δεληγιάννη, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Γιάννη Βλαχογιάννη, Μαρίας Γουμενοπούλου, Γιώργου Δροσίνη, Κ. Καλαπανίδα, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Χρ. Κουλούρη, Τάκη Λάππα, Δ. Μανθόπουλου, Γεωργίας Λεράκη, Πέτρου Πικρού, Καλλιόπης Σφαέλλου, Γεωργίας Ταρσούλη, Κώστα Τζαμαλή, Νίτσας Τζώρτζογλου, Πιπίνας Τσιμικάλη, Κώστα Τσιρόπουλου, Σοφίας Φίλντιση, Ντίνας Χατζηνικολάου, κ.α., καθώς και των ξένων: Χ.Κ.'Αντερσεν, 'Εριχ Κέστνερ, Τζέιμς Κρους, Γκέλλα Λέπμαν, 'Ανια Μπάρτο, Πέτερ Μπίξελ, Β. Μπόνζελς, Τζιάννι Ροντάρι, Τ. Τάγκεμπλατ, Λ. Τολστόι κ.α.

(3) Στοιχεία από προσωπική μου εμπειρία, ως μέλους της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, από μαρτυρίες των συνεργατών του και δηλώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας.

(4) Βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, ο.π. σελ. 230-231.

(5) Βλ. Πρακτικά του συνεδρίου της IΒΒΥ Children's Literature and the New Media, 'Οσλο 1988 (σελ.72-73). Επίσης, Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, Καστανιώτης 1990 (σελ.183).

(6) ο.π.

(7) Βλ. Πρακτικά του 21ου Συνεδρίου της IΒΒΥ, ο.π. σ.107.

(8) ο.π. σελ.21. Επίσης: Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, ο.π., σελ.174-175.

(9)ο.π.

(10) Φιλότιμη προσπάθεια για ένα ακόμη περιοδικό με τέτοιους στόχους έγινε από τον Α. Δελώνη και το γιο του. Τον Iανουάριο του 1992 άρχισαν να εκδίδουν το διμηνιαίο Χελιδόνι, η κυκλοφορία του όμως διακόπηκε στο τέλος του ίδιου χρόνου.