Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Κριτική - Γράφει η Εύη Τσιτιρίδου






(από το : http://www.evitsitiridou.me/2016/11/20/%cf%84%ce%bf-%cf%86%ce%b9%ce%bb%ce%af-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%cf%8d%ce%ba%ce%b1%ce%b9%ce%bd%ce%b1%cf%82/


Υπάρχουν μερικά βιβλία που έχουν τη μαγική ικανότητα να μην σε αφήνουν να τα αφήσεις. Με την πρώτη ανάγνωση παίρνεις απλώς μια μυρωδιά, με τη δεύτερη αρχίζεις σιγά σιγά να διακρίνεις γεύσεις και μυρωδιές. Με την τρίτη σου ανοίγει η όρεξη και δεν ξέρω σε ποια χορταίνεις και πότε αρχίζεις σιγά σιγά να χωνεύεις την αναγνωστική εμπειρία που σου πρόσφεραν τόσο ευγενικά και πλουσιοπάροχα, ώστε να μεγαλώσεις λίγο περισσότερο, λίγο βαθύτερα. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και «Το φιλί της λύκαινας». Ο βίος και η πολιτεία ενός παππού, έτσι όπως τον αφηγείται στο δωδεκάχρονο εγγονό του. Και παράλληλα ο βίος και η πολιτεία μιας ελληνικής οικογένειας, της ίδιας της Ελλάδας αλλά και του κόσμου ολόκληρου στους πρόσφατους χρόνους, αρχής γενομένης από το 1939, έτος γέννησης του παππού Πέτρου Δίγκου.

Τα περισσότερα από τα θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο θίγονται σε αυτό το βιβλίο. Οι προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, η αγωνία που έχεις ως παιδί να βρεις τον εαυτό σου και να ακολουθήσεις αυτό που πραγματικά ποθεί η ψυχή σου μεγαλώνοντας, τα προγονικά βάρη και κληρονομιές, ψυχικές και πνευματικές κυρίως, οι ευαίσθητες ισορροπίες στη σχέση άνδρα – γυναίκας και το αντίχτυπο που μπορεί να έχει ο άτσαλος, ανώριμος, συχνά εγωιστικός χειρισμός τους σε ένα γάμο, η στάση και οι επιλογές κάθε ανθρώπου ως πολίτη μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στο μικρόκοσμό του, στη χώρα του, στην κοινωνία, στον πλανήτη, η ευθύνη για το φυσικό περιβάλλον που βάλλεται πανταχόθεν και ποικιλότροπα από τη μικρονοϊκότητα και την απληστία των εκάστοτε δυνατών, η αδιάκοπη αναμέτρηση του καλού με το κακό όπως εκφράζεται πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά με τους πολέμους, την προσφυγιά, τις κοινωνικές αδικίες, την κατάλυση της δημοκρατίας, την απαξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αξιών και ιδανικών και τον ιδεολογικό και ηθικό μηδενισμό που ακολουθεί. Όλα αυτά χωράνε στην αφήγηση του παππού προς τον εγγονό και προς την Αγγελίνα, την παιδική του αγάπη που συναντά εντελώς απρόσμενα και κινηματογραφικά μετά από χρόνια, αφού όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, για να συνυφανθεί και πάλι το νήμα της κοινής τους ζωής από εκεί που κόπηκε.

Μη φανταστείτε, ωστόσο, ότι με αυτό το βαρυσήμαντο περιεχόμενο το ίδιο το βιβλίο είναι βαρύ και ασήκωτο ως ανάγνωσμα. Κάθε άλλο. Και εδώ δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς μπροστά στην εξαίρετη τέχνη του λόγου της κυρίας Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου. Η γραφή της, τα υπέροχα ελληνικά της, απλή και άμεση, ρέει στρωτά, γλυκά και αγαπητικά σαν ποταμάκι μέλι που ευφραίνει, κινητοποιεί και εμψυχώνει τον αναγνώστη. Ακόμη κι όταν περιγράφει τον πόνο, το θυμό, την κακουχία, τη δυστυχία, τον όλεθρο, την απώλεια, δεν σε αφήνει να πληγωθείς. Έχει τον τρόπο της να σε κρατά δυνατό και ήρεμο στις επάλξεις, χωρίς, ωστόσο, να σου χαϊδεύει τ’ αυτιά. Γιατί τα μηνύματα που θέλει να περάσει τα περνάει, όσο δύσκολα και σκληρά κι αν είναι, ισορροπώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα στην ωμότητα του ρεαλισμού και στην παρηγορία του φανταστικού. Ο λόγος της, με την τρυφερότητα και την ευγένεια που εκπέμπει, είναι πραγματικά ιαματικός και θεραπευτικός όχι μόνο για το παιδί αναγνώστη αλλά και για κάθε αναγνώστη. Ίσως ακόμη περισσότερο για τον ενήλικο. 

Και κάτι ακόμη που πραγματικά με ανακούφισε: ο εγγονός Φραγκής είναι ένα «κανονικό» παιδί. Ένας προέφηβος που σκέφτεται, μιλά, συμπεριφέρεται, όπως ένα παιδί της ηλικίας του. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί στα βιβλία που απευθύνονται στους εφήβους και τους νέους οι συνομίληκοί τους ήρωες είναι απαραίτητο και προτιμητέο να εμφανίζονται μονίμως οργισμένοι, βίαιοι, κακότροποι, βαριεστημένοι και βρομόστομοι. Ακόμη κι αν αυτά τα χαρακτηριστικά συνιστούν –κανείς δεν αντιλέγει- μία όψη της εφηβείας, υπάρχει και το είδος της εφηβικής αντίδρασης και «επανάστασης» που γίνεται αθόρυβα, αβίαστα, ανθρώπινα και ίσως πιο ουσιαστικά. Και πιστεύω ότι η καλή λογοτεχνία δύναται να προσφέρει αυτήν ακριβώς την πολύτιμη υπηρεσία: να αναδεικνύει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης το ίδιο εμπεριστατωμένα και αποκαλυπτικά και κυρίως να προτείνει, με τον τρόπο της, την επιθυμητή.

Και ποιος ο ρόλος της λύκαινας σε αυτήν την ιστορία; Εδώ αναδεικνύεται το…φιλί της έμπνευσης, η εύνοια της Μούσας και η μαστοριά της συγγραφέα. Ο τρόπος που αξιοποιεί το εύρημα του μικρού λύκου, τον οποίο σώζει από βέβαιο θάνατο και περιθάλπει και υιοθετεί ο παππούς, για να τον αναγάγει σε σύμβολο και να τον εμπλέξει πολύτροπα αλλά τόσο ταιριαστά στην αφήγησή της και στις περιπέτειες των ηρώων της, είναι αξιοθαύμαστος. Η λύκαινα της συγγραφέα είναι πανταχού παρούσα και τις αγωνίες και προσδοκίες μας εκπληρούσα. Μπορεί να είναι η μητέρα τροφός, η γυναίκα σύντροφος, η λατρεμένη κόρη, ο ανεκπλήρωτος παιδικός μας έρωτας, η πατρίδα που άλλοτε μας συντρίβει και μας δαγκώνει κι άλλοτε μας χαϊδεύει στοργικά και μας στερεώνει ξανά στα πόδια μας, ο καλός καγαθός ή ο κακός κι ανάποδος εαυτός μας. Ή μπορεί να είναι και μία πραγματική λύκαινα: μία μοναδική εκπρόσωπος της άγριας φύσης, αυτής που αδιάκοπα, αδιάκριτα και αδάκρυτα απομυζούμε καταστρέφοντάς την, ακρίτως θεωρώντας ότι είναι ανεξάντλητη και ότι ως παντοδύναμο και νοήμων είδος δεν θα έχουμε συνέπειες. Το λογοπαίγνιο, η αλληγορία, ο συμβολισμός διατρέχουν ολόκληρο το βιβλίο, κεντούν αριστοτεχνικά την πλοκή του και κρατούν αμείωτο και συνεχές το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου που αγάπησα πολύ, είναι οι μικρές παρεκβάσεις που συναντά ο αναγνώστης διάσπαρτες στην κυρίως αφήγηση και της προσδίδουν ιδιαίτερη ζωντάνια, ενώ παράλληλα εξακοντίζουν ριπές νέας μάθησης στις ήδη υπάρχουσες γνωστικές του αποσκευές αλλά και γνήσιας συγκίνησης στο θυμικό του. Καθώς οι περιπέτειες του παππού κατά τις ταραγμένες δεκαετίες της νεότητάς του εξελίσσονται σε μία προσωπική Οδύσσεια, μια εγχώρια αλλά και παγκόσμια περιπλάνηση, μια σειρά από μικρότερες αφηγήσεις μέσα στην κεντρική αφήγηση συνιστούν μία ιδιότυπη ιστοριογραμμή με οικογεωγραφικές, πολιτιστικές, λαογραφικές και ψυχολογικές προεκτάσεις. Όπως αυτή για την ασίγαστη διαμάχη μεταξύ Χιλής και Περού με αφορμή την πατρότητα του ποτού Πίσκο Σάουερ, για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης και τη συνομιλία του με το λύκο, για τη λίμνη Ουακατσίνα στο Περού και το σοφό γέρο πρόσφυγα από το Θιβέτ που παρομοίαζε τον ανθρώπινο πόνο με το αλάτι στο νερό, για την ερμηνεία της έκλειψης της σελήνης από τη σουηδική μυθολογία, για την ιστορία του Βορειοηπειρώτη μετανάστη στη Μελβούρνη με τη λύκαινα και την απροσδόκητη φιλία της με το γερασμένο γαϊδαράκο, για την ιστορία του αγρότη στη Βραζιλία που για ό,τι του συνέβαινε μονολογούσε «καλό, κακό ποιος ξέρει;». Γιατί όπως λέει στον «τελευταίο σταθμό» του και ο ποιητής «…κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα…» (Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1972, σ. 214-215).

Με γοητεύει πάντα ο τρόπος που η κυρία Λότη (ας μου επιτραπεί η αναφορά σε αυτήν με το μικρό της όνομα, καθώς την έχω κοντά μου μέσω του έργου της από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω και τη νιώθω μέλος της οικογένειάς μου κατά κάποιον τρόπο) δεν σκιαγραφεί απλώς τους ήρωές της γράφοντας: ζει και συμπάσχει μαζί τους και αυτό δημιουργεί την κοινή τους μυθ-ιστορία. Έχουν γίνει πάμπολλες αναλύσεις για το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό της γραφής της από τους πλέον ειδικούς, μπορείτε πάντα να ανατρέξετε σε αυτούς. Το βιβλίο της αυτό τελειώνει με μία απώλεια. Ο παππούς εγκαταλείπει τα εγκόσμια ήρεμα, τρυφερά, με τους αγαπημένους του στο πλάι του, ολοκληρώνοντας έναν κύκλο ζωής που δεν του λείπει τίποτα και που αναδεικνύει όλη την ομορφιά, τα φανερά και κρυφά νοήματα και τη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως, τι περίεργο! Δεν νιώθεις λύπη, δεν μένει μια πικρή γεύση στα χείλη σου, δεν αισθάνεσαι ότι έχασες κάποιον ή κάτι αγαπημένο, ή ακόμη ότι το βιβλίο και η θαλπωρή και απόλαυση που σου προσέφερε, πάνε και τελείωσαν. Αντίθετα, σε πλημμυρίζει μια γαλήνη και μια ευωχία. Νιώθεις πλούσιος, προικισμένος, ευλογημένος. Νιώθεις τυχερός ως άνθρωπος. Και συνεχίζεις τη μέρα ή τη νύχτα σου μηρυκάζοντας ευτυχισμένος τις σελίδες του…

Ο παππούς Πέτρος από «Το φιλί της λύκαινας» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου και «Ο ψεύτης παππούς» της Άλκης Ζέη εκπροσωπούν επάξια την τρίτη ηλικία στη λογοτεχνία μας και συνιστούν ένα αχτύπητο δίδυμο ηρώων μοναδικά προσιτών και αγαπημένων μέσα στο μεγαλείο τους. Είναι οι παππούδες που όλοι θα θέλαμε να έχουμε. Παραδοσιακοί και μοντέρνοι ταυτόχρονα. Με τα παραμύθια τους και με τις διαδικτυακές τους “εξορμήσεις”. Και το πιο καταπληκτικό είναι ότι η δυναμική τους ξεφεύγει από τα όρια της φαντασίας και της έμπνευσης των δημιουργών τους και εισχωρεί αβίαστα στα προσωπικά μας βιώματα. Γιατί κάποιοι από μας μπορεί και να τους είχαμε πραγματικά…

Θα μπορούσα να γράψω σελίδες πολλές για «Το φιλί της λύκαινας». Θα ήθελα κάποια στιγμή να το δω στον κινηματογράφο ως ταινία ή ως προσεγμένη τηλεοπτική σειρά για όλη την οικογένεια. Νομίζω ότι θα το σκέφτομαι και θα ανατρέχω σε αυτό για καιρό, για μια ζωή. Ότι θα το κουβεντιάζω στο γιο μου και -αν αξιωθώ να γίνω γιαγιά- και στο εγγόνι μου. Ότι θα το προτείνω στους μαθητές μου και στους γονείς των μαθητών μου ανεξαρτήτως ηλικίας. Ότι θα προσπαθήσω να το αφομοιώσω όσο πιο εποικοδομητικά μπορώ και να το χτίσω ραχοκοκαλιά στη δική μου τη ζωή και στην εξέλιξή μου ως γραφιά. Κι ότι θα ευγνωμονώ όλους αυτούς τους παππούδες και τους εγγονούς που μας αποδεικνύνουν με τους λόγους και τις πράξεις τους ότι η ζωή συνεχίζεται εκθαμβωτικά όμορφη και γεμάτη χυμούς σε πείσμα κάθε αντιξοότητας. Κι ας μην έχουν «ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», όπως έγραψε ο μέγας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο αριστουργηματικό διήγημά του “Το μοιρολόι της φώκιας”.