(Από βιβλίο Το μικρόβιο της ευεξίας –
Γράφοντας βιβλία
για παιδιά*,
Εκδόσεις Πατάκη, 2002)
Tι παρακινεί μερικούς συγγραφείς να θέλουν να γράψουν παιδικά βιβλία; Τι
τους ωθεί να απευθύνονται σε νεαρούς αναγνώστες;
Το θέμα είναι μεγάλο, πολυσυζητημένο και
ανεξάντλητο[1]. Με βάση, ωστόσο, τις
διατυπωμένες απόψεις πολλών δημιουργών και τις μαρτυρίες που έχουμε,
παλαιότερες και νεότερες, θα μας επιτρεπόταν να διακρίνουμε αδρομερώς τρεις
ομάδες λογοτεχνών που επιθυμούν να έχουν ή απλώς δεν αποποιούνται τον τίτλο του
συγγραφέα βιβλίων για παιδιά (ή «και» για παιδιά):
α) εκείνους που υποστηρίζουν ότι θέλουν να γράφουν για παιδιά από αγάπη και
έγνοια γι’ αυτά, ή απλά «από αγάπη», με ότι αυτό σημαίνει για τον καθένα
(συμπάθεια για τις νεαρές ηλικίες, ιδιαίτερη επιθυμία για επικοινωνία με τα
παιδιά, πρόθεση να προειδοποιήσουν για ενδεχόμενα δεινά, επιθυμία να μεταδώσουν
εμπειρίες της ζωής ή κάποιο μήνυμα, κ.ά.) ˙
β) εκείνους που πιστεύουν ότι ένα βιβλίο για παιδιά είναι ο καλύτερος
τρόπος για να εκφραστούν καλλιτεχνικά και το μόνο είδος που η γραφή του τους
εμπνέει και τους διασκεδάζει˙
γ) εκείνους που δηλώνουν ότι, είτε το θέλουν είτε όχι, ο ιδεατός
αναγνώστης που έχουν μπροστά τους την
ώρα της γραφής είναι ένα παιδί, άρα το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να αφορά κατά
κύριο λόγο παιδιά αντίστοιχης ηλικίας, πράγμα για το οποίο όχι μόνο δεν έχουν
καμιά αντίρρηση, αλλά τους χαροποιεί ιδιαίτερα.
Ας δούμε ενδεικτικά μερικές απόψεις συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, από τις
τρεις ομάδες που αναφέραμε.
Στην πρώτη ομάδα σίγουρα κατατάσσεται η Αγγελική Βαρελλά, που
εκμυστηρεύεται:
«Αν γράφω για παιδιά, είναι γιατί ένα
αρχικό – πολύ δυνατό – κίνητρο με ώθησε σ’ αυτό το μονοπάτι της λογοτεχνίας και
γιατί αυτό το κίνητρο ταυτίστηκε απόλυτα με μια εσωτερική μου παρόρμηση που
είναι η υπερβολική αγάπη για τα παιδιά».[2]
Στην ίδια ομάδα δείχνει να ανήκει και ο Δημήτρης Μανθόπουλος, με τη δήλωσή
του:
«Τα παιδιά υπήρξαν για μένα πηγή
αστείρευτης αγάπης αλλά και έμπνευσης. Αν δεν ήμουν δάσκαλος, σίγουρα δε θα
έγραφα για παιδιά. ΄Ισως δε θα έγραφα καν».[3]
Η Νίτσα Τζώρτζογλου είναι μια ακόμη συγγραφέας που πρέπει να την
περιλάβουμε στην πρώτη ομάδα. ‘Eχει πει:
«Η ιδέα πως μέσα από τα γραφτά σου θα
επικοινωνήσεις με τα παιδιά που θα σε κρίνουν και θα σε επικρίνουν κάποτε, η
ελπίδα πως θα τους μάθεις τις εμπειρίες σου, θα τα συγκινήσεις, θα τα επηρεάσεις
για το καλό, είναι σκέτη γοητεία».[4]
Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, απευθυνόμενη στον νεαρό αναγνώστη της,
δηλώνει: «Εμένα με νοιάζει ... να ζήσουμε
σ’ ένα σπιτικό χωρίς ρύπανση – τη Γη μας -... να μάθεις τις ρίζες σου, την
ιστορία του τόπου σου... να αγωνιστείς να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο... να μη χάνεις την ελπίδα και να μην ξεχνάς
πως, ναι, υπάρχουν Λύκοι, Δράκοι, Μάγισσες, μα, αν κοπιάσεις, θα βρεις το
αθάνατο νερό»[5].
Κρύβει άραγε κάποιου είδους διδακτισμό αυτού του είδους η αγάπη; Ασφαλώς
όχι. Άλλωστε, «ο διδακτισμός είναι μεν
κάτι ανεπιθύμητο στη νεανική λογοτεχνία, όμως το πρόβλημα δε δημιουργείται όταν
θέλεις να διδάξεις, δημιουργείται όταν η διδαχή δεν είναι πειστικά συνυφασμένη
με τον κόσμο του μυθιστορήματος»[6]. Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος μάλιστα έλεγε: «Οπωσδήποτε και αν ορίσουμε τη λογοτεχνία, δεν είναι δυνατό να της
αφαιρέσουμε την πανάρχαια υποχρέωσή της έμμεσα να διδάσκει πάντοτε τους
ανθρώπους» [7].
Στην «ομάδα της αγάπης» ανήκει ασφαλώς και η Αυστραλή Patricia Wrightson.
Έχει δηλώσει:
«Γράφω για παιδιά, γιατί
ανήκω στη μερίδα εκείνων που επικοινωνούν λέγοντας ιστορίες και γιατί η απλή,
άμεση και συγκεκριμένη γραφή με μια αδιάκοπη ροή εξέλιξης μού ταιριάζει ως
συγγραφέα. Γράφω, ακόμα, γιατί η ανταλλαγή εμπειριών στη ζωή και η ζωτική
υπόθεση της επικοινωνίας είναι το ίδιο ζωντανή για όλους τους ανθρώπους. ΄Η –
για να χρησιμοποιήσω τη μέθοδο που έχω επιλέξει και να εκφραστώ πιο απλά και
άμεσα – γράφω από αγάπη».[8]
Η πιο επιγραμματική δήλωση των συγγραφέων της δεύτερης ομάδας είναι εκείνη
του C.S. Lewis, σύμφωνα με την οποία γράφει κανείς παιδικά βιβλία επειδή «μια ιστορία για παιδιά είναι η καλύτερη
μορφή τέχνης για να εκφράσεις αυτό που θέλεις να πεις».[9] Παρόμοια θέση παίρνει και
η Jill Paton Walsh, που υποστηρίζει τα εξής:
«Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς, στους
οποίους περιλαμβάνω και τον εαυτό μου, γράφουμε για παιδιά όχι επειδή
ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά – μολονότι
βέβαια μερικοί από μας πράγματι ενδιαφέρονται – και με κανένα τρόπο επειδή
επιθυμούμε να διαπλάσουμε, να επηρεάσουμε ή να μορφώσουμε κάποιον, αλλά γιατί,
λόγω των αισθητικών προτιμήσεών, του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας μας, μας
αρέσει το είδος της λογοτεχνίας που αρέσει και στα παιδιά, ακόμα κι αν το είδος
αυτό μερικοί μοντέρνοι διανοούμενοι από τους συγχρόνους μας το αντιμετωπίζουν
ως «παιδαριώδες» με ύφος απαξιωτικό. ΄Εχω τη σταθερή πεποίθηση ότι το είδος του
βιβλίου που προσπαθώ να γράψω και που πολλοί από τους συγχρόνους μου το γράφουν
με τρόπο εξαίρετο – το θαυμαστό “παιδικό βιβλίo” – μπορεί να γραφεί μόνο από
ανθρώπους που τους αρέσει το είδος αυτό καθ’ αυτό, και το γράφουν για τους
εαυτούς τους, όχι επειδή το βλέπουν ως κάτι υποδεέστερο, ή ως ένα μορφωτικό εργαλείο».[10]
Πράγματι, «πολλοί συγγραφείς γράφουν
για παιδιά επειδή ο κόσμος της πεζογραφίας για μεγάλους δεν ταιριάζει
ιδεολογικά με τις αφηγηματικές προτιμήσεις τους» παρατηρεί ο Peter
Hollindale[11].
Το είδος τούτο άλλωστε είναι το μόνο που τους εμπνέει και τους διασκεδάζει,
όπως έχει δηλώσει και η δική μας Ρένα Καρθαίου:
«Θέλω να διασκεδάσω την ώρα που γράφω. Δε
θέλω να διδάξω ή να δώσω τίποτα... ΄Οταν γράφω, παίζω. Δε σκέφτομαι τίποτε
άλλο...».[12]
Κάτι
παρόμοιο λέει και ο Παντελής Καλιότσος:
«Αν έγινα συγγραφέας, είναι γιατί πολύ νωρίς
ανακάλυψα ότι το ανώτερο παιχνίδι απ’ όλα είναι η τέχνη... Γράφω μυθιστορήματα
πάει να πει παίζω».[13]
Η αλησμόνητη
Πιπίνα Τσιμικάλη είχε εκμυστηρευτεί:
«Δε
συλλογίζομαι ποτέ τι θα γράψω. Παίρνω το μολύβι και το χαρτί κι αρχίζω.
Σκέφτομαι μόνο τις πρώτες σειρές...»[14].
To ίδιο
περίπου υποστήριζε και η Κύπρια Φιλίσα Χατζηχάννα:
«Γιατί βιβλία για παιδιά; Γιατί όχι; Δεν το μελέτησα, δεν το έψαξα, δεν
το επέλεξα. Απλώς άρχισα να γράφω και στην πορεία είδα πως αυτά που αποτυπώνονταν στο χαρτί πραγματικά θα
μπορούσαν να διαβαστούν από παιδιά!... Είναι
για μένα ένα παιχνίδι που μου δίνει χαρά και ευχαρίστηση».[15]
Ενδεικτική των συγγραφέων της τρίτης ομάδας είναι η περίπτωση της Joan
Aiken. Συμβουλεύοντας τους νέους συγγραφείς παιδικών βιβλίων, γράφει:
«Σχεδόν κάθε συγγραφέας έχει έναν
ιδεατό αναγνώστη κατά νου – που μπορεί, φυσικά, ν’ αλλάζει από βιβλίο σε
βιβλίο. Ο Κίπλιγκ, όταν έγραφε το Just so stories, μιλούσε στην κόρη του τη Ζοζεφίνα. Ο Α.Α. Milne έγραφε για τον
Christopher Robin... Εσύ ίσως γράφεις για το παιδί σου ή για τα παιδιά σου.
Αυτό είναι θαυμάσιο. Ο φανταστικός αναγνώστης βοηθάει το συγγραφέα να διατηρεί
τη ιδιαίτερη φωνή του – κάθε φράση στοχεύει σ’ αυτό το συγκεκριμένο αυτί, κι
αυτό δίνει στο έργο ενότητα και συνοχή. Αν δεν έχεις κατά νου ένα φανταστικό
αναγνώστη, ίσως θα έπρεπε να επιλέξεις κάποιον...»[16]
«Ήθελα έναν ευφυή αναγνώστη και συχνά
τον βρήκα σ’ ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών» είχε πει ο κορυφαίος Αμερικανός
συγγραφέας νεανικών βιβλίων Robert Cormier[17] .
Στην τρίτη ομάδα πιστεύω πως πρέπει να κατατάξουμε και τη Ζωρζ Σαρή.
Εξομολογείται:
«Ξεκίνησα τη λογοτεχνική μου καριέρα
τυχαία. ΄Ενα καλοκαιριάτικο παιχνίδι στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Χρόνια
σιωπής, χρόνια οργής. Ίσως η οργή να μ’ έσπρωξε στο γράψιμο. Ωστόσο συγγραφέας
και ηθοποιός είναι δύο πρωτοξάδελφα επαγγέλματα. Γιατί έγραψα για παιδιά; Η
απάντηση είναι πολύ απλή. Γύρω μου, εκείνο το καλοκαίρι υπήρχαν κάποια παιδιά –
τα δικά μου και οι φίλοι τους – και μ’ αυτά έπαιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ο
ζωγράφος που ζωγραφίζει ένα πορτραίτο έχει μπροστά του ένα μοντέλο και τ’
αντιγράφει. Εγώ είχα σαν μοντέλα τα παιδιά. ΄Ισως, αν «έπαιζα» εκείνο το
καλοκαίρι με μεσόκοπους ή γέροντες, να έγραφα γι’ αυτούς».[18]
Προσωπικά, συμμερίζομαι σε αρκετό βαθμό την άποψη που έχουν οι συγγραφείς
της πρώτης και της δεύτερης ομάδας – ιδίως της πρώτης, αφού «εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των
αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον»[19]. Τελικά ωστόσο νομίζω πως ανήκω πιο πολύ στην τρίτη ομάδα. Κι εξηγώ γιατί:
Όπως και πολλοί άλλοι, πιστεύω ότι κανένας δε γράφει ένα
λογοτεχνικό κείμενο μόνο και μόνο για να γεμίσει το συρτάρι του με χειρόγραφα.
Αυτό γίνεται μόνο στην περίπτωση που κάποιος κρατά προσωπικό ημερολόγιο. Ο
συγγραφέας γράφει για να επικοινωνήσει, αφού «γράφω μια ιστορία, ένα
μυθιστόρημα, ένα διήγημα, ένα ποίημα, ένα θεατρικό έργο» σημαίνει «λέω κάτι σε
κάποιον».
Η επικοινωνία μέσω της γραφής δεν είναι απλή βέβαια. Κάποιος
διάσημος λογοτέχνης είπε κάποτε χαριτολογώντας ότι τo γράψιμο είναι εύκολη δουλειά, αφού τo μόνο που χρειάζεται είναι να
κάθεσαι και vα κοιτάς μια κόλλα άσπρα χαρτί μέχρι να στάξει αίμα από τo μέτωπό
σου. Μπορεί γι’ αυτό λοιπόν μερικοί λογοτέχνες ν’ αρνούνται ότι με το
γράψιμο επιθυμούν την επικοινωνία και δηλώνουν ότι γράφουν μόνο για τον εαυτό
τους. Π.χ. η Βρετανή Rosemary Sutcliff δηλώνει: «Δε γράφω καθόλου για παιδιά παρά απλώς για τον εαυτό μου»[20].
Και αυτή όπως και πολλοί ομότεχνοί της βρίσκουν ίσως ότι πάει πολύ να τρέξει
αίμα από το μέτωπό τους για να επικοινωνήσουν με τους άλλους, όταν υπάρχουν
διαφορετικοί και πολύ ευκολότεροι τρόποι. Η γραφή είναι υπόθεση ιδιωτική,
διακηρύσσουν. Σωστή άποψη, μόνο που και οι υποστηρικτές της φροντίζουν τελικά
να εκδοθούν τα έργα τους. Άρα η διάθεση της επικοινωνίας υπάρχει, είτε την
παραδέχεται κανείς είτε όχι, είτε τη συνειδητοποιεί είτε όχι. Και το «γράφω για
τον εαυτό μου» μάλλον δηλώνει κάτι διαφορετικό. Σημαίνει «απευθύνομαι στον
εαυτό μου» την ώρα της γραφής, αλλά με τελικό σκοπό να κοινοποιήσω στους άλλους
μέσα από ένα βιβλίο εκείνο που θα προκύψει, άρα έτσι να επικοινωνήσω τελικά
μαζί τους. Αυτό ασφαλώς εννοούσε και ο Arthur Ransome με την πασίγνωστη – στον
αγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον – αποστροφή του:
«Γράφεις όχι για παιδιά, αλλά για τον εαυτό σου, και αν, για καλή σου
τύχη, ευχαριστηθούν τα παιδιά με αυτό που ευχαρίστησε και σένα γράφοντάς το,
τότε είσαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων».[21]
Πρέπει λοιπόν, νομίζω, να
δεχτούμε ως δεδομένη τη διάθεση για επικοινωνία. Επομένως ένας λογοτέχνης, την
ώρα που πρωταρχίζει να γεμίζει την άδεια σελίδα του είναι σαν να ξεκινά μια
γραπτή αφήγηση σ’ ένα φανταστικό ακροατή-αναγνώστη, που αναπόφευκτα προσλαμβάνει
μία μορφή. Αν τώρα o φανταστικός αυτός αναγνώστης του συγγραφέα είναι o εαυτός
του στη σημερινή του ώριμη ηλικία ή έχει τη μορφή κάποιου άλλου ενηλίκου,
γνωστού ή ιδεατού, τότε γράφει για μεγάλους, ακόμα και στην περίπτωση που θα
επιθυμούσε ως αποδέκτες του κειμένου του τα παιδιά. Τo έργο δεν μπορεί παρά να
απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ενηλίκους. Αν πάλι, τo θέλει δεν τo θέλει o
συγγραφέας, o αναγνώστης που νοερά έχει μπροστά του είναι παιδί, υπαρκτό ή όχι,
γνωστό του ή ιδεατό, τo παιδί που κάποτε υπήρξε o ίδιος ο συγγραφέας ή τo παιδί
που ακόμα ζει εντός ταυ[22],
τότε, άσχετα από την όποια πρόθεσή του, γράφει ένα βιβλίο που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι
κυρίως για παιδιά.
«Κατά πάσα πιθανότητα» σημαίνει
πως, όταν τελειώσει η γραφή και αποστασιοποιηθεί ο συγγραφέας από το γραφτό
του, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, ψύχραιμα πια να ελέγξει αν πράγματι το έργο του
είναι για παιδιά και αν ο ίδιος δέχεται να προταθεί στο αναγνωστικό κοινό από
τον εκδότη ως έργο παιδικής λογοτεχνίας. Τη σημείωσα και στο προηγούμενο
κεφάλαιο τούτη την άποψη: Ο ίδιος ο δημιουργός, ως υπεύθυνος πνευματικός
άνθρωπος, έχει την υποχρέωση να διακρίνει, όταν ολοκληρώσει το έργο του, αν εκείνο
που αδέσμευτα έγραψε είναι πράγματι για παιδιά ή όχι.
Υπάρχουν βέβαια και συγγραφείς που δηλώνουν ότι δεν είναι δική τους δουλειά
η κρίση αυτή, ή ότι αδυνατούν να κρίνουν οι ίδιοι αν το έργο τους είναι ή όχι
για νεαρούς αναγνώστες, αφού γράφοντάς το δεν είχαν τέτοια επιθυμία ούτε τέτοια
πρόθεση. Διακηρύσσουν λοιπόν ότι δεν
το αποφασίζουν εκείνοι αλλά ο εκδότης αν το βιβλίο τους θα χαρακτηριστεί
«παιδικό». Τη δική τους περίπτωση έχοντας κατά νου, πρόσθεσα παραπάνω εκείνο το
«ίσως», μιλώντας για την ενδεχόμενη ευχή των συγγραφέων να είναι το βιβλίο τους
για παιδιά.
΄Εχω την αίσθηση ότι εδώ οι δημιουργοί δεν είναι απολύτως ειλικρινείς με
τον εαυτό τους ή δεν έχουν αρκετά σκεφτεί την άποψη που εκφράζουν. Ίσως και να
τους τρομοκρατούν διάφοροι κριτικοί ή δημοσιογράφοι ή συγγραφείς που γράφουν
μόνο για ενηλίκους με ερωτήσεις όπως:
«Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω πώς ένας ενήλικος με
λογοτεχνική αρματωσιά μπορεί να ξοδεύει
το ταλέντο του γράφοντας ιστοριούλες για παιδιά, όταν ο κόσμος είναι γεμάτος με
προβλήματα που αφορούν τους μεγάλους και που απαιτούν από ένα πεζογράφο να τα
φωτίσει με όση περισσότερη ικανότητα γίνεται»[23].
Έπειτα μερικοί φοβούνται πως αν δηλώσουν ξεκάθαρα ότι τους ενδιαφέρει
πρωτίστως το παιδικό αναγνωστικό κοινό, «ωθούνται πιεστικότερα σ’ ένα γκέτο»,
όπως έχει γράψει η Βρετανή συγγραφέας Αnn Thwaite. Στο ίδιο κείμενο,
παρατηρούσε και το εξής:
«Οι συγγραφείς για παιδιά,
προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ίση μεταχείριση με τους συγγραφείς για μεγάλους,
δηλώνουν συχνά στην Αγγλία ότι γράφουν για τον εαυτό τους και μόνο. Αν οι
εκδότες θέλουν να περιλάβουν τα βιβλία τους στους καταλόγους που έχουν για παιδιά,
είναι δική τους υπόθεση, όμως η πρόθεση των συγγραφέων είναι να γράψουν τα
βιβλία που έχουν στο μυαλό τους. Μόνο με μια τέτοια δήλωση νιώθουν ότι μπορούν
να υποστηρίξουν την απαίτησή τους να είναι “πραγματικοί” συγγραφείς».
Στις γραμμές αυτές φαίνονται καθαρά οι παρεξηγήσεις που συχνά υπάρχουν στις
δηλώσεις όσων υποστηρίζουν ότι δεν τους ενδιαφέρει ή δεν είναι οι ίδιοι
υπεύθυνοι για το πού κατατάσσονται τα βιβλία τους.
Πρώτα πρώτα συγχέουν και αυτοί το καθ’ όλα κατανοητό και παραδεκτό
«απευθύνομαι στον εαυτό μου» με το «γράφω για τον εαυτό μου», που πολύ λίγο
γίνεται πιστευτό, αφού – όπως είπαμε κιόλας – η διάθεση της επικοινωνίας με
τους άλλους μέσω του βιβλίου υπάρχει πάντα. Έπειτα, συγχέουν την πρόθεση και το
κίνητρο με το αποτέλεσμα. Φυσικά και το βασικό κίνητρο κάθε συγγραφέα, όπως
κάθε δημιουργού, είναι να εκφραστεί καλλιτεχνικά - στην περίπτωσή του
γράφοντας. Και η πρόθεσή του μία και μόνη πρέπει να είναι την ώρα της
δημιουργίας: να γράψει αυτό που έχει κατά νου, χωρίς να σκέφτεται και χωρίς να
τον δεσμεύει το ερώτημα σε ποιον ενδεχομένως θα αρέσει και σε ποιον όχι το
βιβλίο του, για ποιον θα είναι κατάλληλο και για ποιον όχι. ΄Οταν όμως φθάσει
στο τέλος, όταν έχει μπροστά του το τελικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί να
προσποιείται ότι δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να κρίνει αν το έργο του πρέπει ή
δεν πρέπει να εκδοθεί και να περιληφθεί σε καταλόγους παιδικών βιβλίων.
Ενδεικτικά σωστής στάσης σε σχέση
με τη γραφή και το αποτέλεσμα είναι τα λόγια του συγγραφέα παιδικών
βιβλίων Βαγγέλη Ηλιόπουλου:
«΄Οταν γράφω, έχω σα μοναδικό μου
στόχο να εκφραστώ, να ανοίξω την ψυχή μου. Αν κρίνω ότι τα κείμενά μου δεν
είναι για νέους ή ότι ακόμη μπορεί να τους βλάψουν, απλά θα τα αφήσω στο
συρτάρι μου».[24]
Καίριες και οι σχετικές απόψεις της αλησμόνητης Ειρήνης Μάρρα:
«Γράφω ό,τι μου αρέσει, όπως μου
αρέσει, όπως αυτό με σώζει και με βοηθάει. ‘Οσο γράφω, τ’ ομολογώ, δεν
σκέφτομαι καθόλου αν θα αρέσει ή όχι. Μοναδική μου έγνοια είναι το γραφτό μου
να βρίσκεται πάντα ακριβώς απέναντί μου και να το κοιτάζω κατάματα δίχως να
κατεβάζω το κεφάλι. Από τη στιγμή που θα τελειώσω και μετά, το κείμενο μένει
στην άκρη για λίγο καιρό. Θέλω να το ξεχάσω όσο μπορώ, να το απομακρύνω και
μετά, ξαναδιαβάζοντάς το, τα ερωτηματικά μπαίνουν ένα ένα με τη σειρά: Σε
ποιους απευθύνεται; Ποιον ενδιαφέρει αυτό που έγραψα; Αν δεν διαβαστεί ποτέ από
κανέναν, τι θα χαθεί, τι θα κερδηθεί; Και αφού μιλάμε για παιδικό ανάγνωσμα,
μπαίνουν κι άλλα: Η γλώσσα είναι στρωτή, κατανοητή; Πόσο ελληνική; Κι ολόκληρο
το βιβλίο οδηγεί κάπου τα παιδιά; Τους λύνει κάποιες απορίες; ΄Η, ακόμα
καλύτερα, τα οδηγεί σε νέες; ‘Έχει προεκτάσεις; Ανοδική προοπτική; Είναι
καινούριο, κρατώντας συγχρόνως ρίζες σ’ ένα παρελθόν που δεν αποπνέει μούχλα
και αποστέωση; Κι οι ήρωες; Είναι ανθρώπινοι, απτοί, πλασμένοι από χώμα και νερό
ή μήπως άδεια αεροπιάσματα του μυαλού;»[25]
Η κρίση λοιπόν δεν είναι ανέφικτη. Τα χαρακτηριστικά των έργων που συνήθως
κατατάσσονται στην παιδική λογοτεχνία, όπως τα αναφέραμε συνοπτικά στο πρώτο
κεφάλαιο, ή οι προϋποθέσεις για να ενταχθεί ένα κείμενο στην παιδική
λογοτεχνία, όπως γλαφυρά παρουσιάζονται στο παραπάνω κείμενο της Ειρήνης Μάρρα,
είναι ευνόητα, γνωστά και ευρύτερα παραδεκτά. Άρα ένας συγγραφέας έχει τη
δυνατότητα να αποφασίσει τι είδους κείμενο έγραψε.
Ας φέρουμε μερικά παράδειγμα παρμένα από την εποχή μας: ΄Οταν ο Κώστας
Μουρσελάς τελείωσε το βιβλίο του Κλειστόν
λόγω μελαγχολίας (Κέδρος), θα
μπορούσε να ισχυριστεί ότι «δεν ήξερε» αν είναι
για παιδιά ή για μεγάλους και ότι την απόφαση να περιληφθεί σε κατάλογο
βιβλίων για ενηλίκους και όχι για παιδιά την πήρε ο εκδότης; ΄Οταν ολοκλήρωσε ο
Βαγγέλης Ραπτόπουλος το Βαθύς και
λυπημένος όπως κι εσύ (Κέδρος), ή
η ΄Ερση Σωτηροπούλου το Ζιγκ ζαγκ στις
νεραντζιές (Κέδρος), θα έπειθαν
αν βεβαίωναν ότι «δε γνώριζαν» κατά πόσο απευθύνεται τελικά το μυθιστόρημά τους
σε ενηλίκους ή σε μαθητές του δημοτικού; Θα γινόταν πιστευτή ενδεχόμενη δήλωση
της Ευγενίας Φακίνου ότι ο εκδότης και όχι η ίδια αποφάσισε ότι το μυθιστόρημά
της Η τυφλόμυγα (Καστανιώτης) αφορά
και ενδιαφέρει ενήλικο και όχι παιδικό αναγνωστικό κοινό; Θα πίστευε κανείς ότι
η Άλκη Ζέη δεν ήταν σε θέση να κρίνει ότι Η
αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Κέδρος) δεν ήταν για παιδιά – όπως είναι τα
περισσότερα έργα της –και ότι μόνος του ο εκδότης αποφάσισε πού να το
εντάξει;
Και αντίθετα: Έχοντας γράψει και την τελευταία σελίδα των βιβλίων Τα παπουτσάκια που λένε ιστορίες (Άγκυρα)
η Αγγελική Βαρελλά, Εμένα με νοιάζει
(Πατάκης) η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Τα
στενά παπούτσια (Πατάκης) η Ζωρζ Σαρή, Το
άγαλμα που κρύωνε (Πατάκης) ο Χρήστος Μπουλώτης, Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας (Κέδρος) η Κίρα Σίνου, Η Ρηνιώ του Θύμιου (Καστανιώτης) η Νίτσα
Τζώρτζογλου ή Τα δάκρυα της Περσεφόνης (Πατάκης)
η Λίτσα Ψαραύτη, θα μπορούσαν έντιμα να υποστηρίξουν ότι «δεν ξέρουν» αν είναι
πρωτίστως για παιδιά τα βιβλία τους;
Ο Μάνος Κοντολέων έχει δηλώσει: «Γράφω
βιβλία για παιδιά, για νέους, βιβλία για ενήλικες. ΄Ολα τα γράφω σύμφωνα με τις
απόψεις μου, μα και τα συναισθήματά μου... ΄Οταν αισθάνομαι χαρούμενος και
αισιόδοξος, τότε γράφω έργα για παιδιά. ΄Οταν, πάλι, κάτι το επαναστατικό με
διακατέχει, όταν η αμφισβήτηση του όποιου κατεστημένου με διαπερνά, τότε γράφω
βιβλία για εφήβους και νέους. Κι όταν υπάρχουν περίοδοι που αισθάνομαι φόβο και
θυμό για ό,τι συμβαίνει γύρω μου, τότε γράφω βιβλία για μεγάλους.»[26]
Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Άνθρωποι που έχουν το χάρισμα και τη δυνατότητα να
δημιουργούν λογοτεχνικά έργα δεν είναι δυνατόν να μη διαθέτουν την απαραίτητη
κρίση ώστε να ξεχωρίσουν αν το έργο που ολοκλήρωσαν απευθύνεται κατά κύριο λόγο
σε ενήλικο ή σε ανήλικο κοινό. Ακόμα και αν για οποιονδήποτε λόγο διστάζουν ή
δε θέλουν να εκφέρουν γνώμη και αφήνουν τον εκδότη ν’ αποφασίσει, δική τους
είναι τελικά η ευθύνη αν θα δεχτούν ή όχι την απόφασή του.
Εκείνοι που επιμένουν ν’ αποποιούνται την ευθύνη τους με τον ισχυρισμό πως
δε γνωρίζουν αν ένα συγκεκριμένο έργο τους είναι ή όχι για παιδιά, ας έχουν
κατά νου τουλάχιστον τα βασικότερα χαρακτηριστικά των παιδικών βιβλίων, ώστε να
μπορούν να κρίνουν. Είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα, η θετική στάση απέναντι στη ζωή
παρά τις αντιξοότητες και τις αντινομίες της, η «αγαπητική» σχέση με τον
αναγνώστη και – με λίγα λόγια- η ικανότητά ενός λογοτεχνικού έργου να μεταδίδει το μικρόβιο της ευεξίας.
Ας έχουν κατά νου και κάτι ακόμα.
Ότι στα βιβλία για παιδιά είναι απαράδεκτη η χυδαιολογία – και αυτό δεν
σημαίνει διάθεση λογοκρισίας ή σεμνοτυφίας, όπως δεν σημαίνει υποστήριξη της
ποτοαπαγόρευσης η αντίρρηση των ενηλίκων να καταvαλώvoυv τα παιδιά
oιvoπvευματώδη ποτά. Είναι απλώς η θέση των ενηλίκων (παιδαγωγών, δασκάλων,
γονιών, βιβλιοθηκονόμων) που συνήθως διαμεσολαβούν για να φτάσουν τα βιβλία στα
παιδιά, ότι ο ανήλικος αναγνώστης, που δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει την όποια
αισθητική του παιδεία και δεν έχει προλάβει να διαμορφώσει τη δική του
αισθητική άποψη, είναι αδιανόητο να δέχεται καταιγισμό βωμολοχιών με το
πρόσχημα της ρεαλιστικής απεικόνισης και περιγραφής του σημερινού τρόπου
ομιλίας και θέασης των πραγμάτων.
Τα παραπάνω επισημαίνονται, γιατί
η τάση για ακατάσχετη και άνευ λόγου χυδαιολογία είναι έκδηλη σε σύγχρονα
λογοτεχνήματα για ενηλίκους, συχνά μάλιστα σε βαθμό που εγείρει την αγανάκτηση
πνευματικών ανθρώπων. Αναφέρω ενδεικτικά την
αντίδραση του Μάριου Πλωρίτη σε τέτοιες τάσεις θεατρικών συγγραφέων και
πεζογράφων, όπως καταγράφονται σε άρθρο του με τίτλο “Εμετο-μοντερνισμοί”, όπου
οργισμένος σημειώνει:
Οι “δημιουργοί” ισχυρίζονται πως (τα έργα
τους) καθρεφτίζουν ή συμβολίζουν τον σημερινό κόσμο, όπου βασιλεύουν η
απανθρωπιά, η καταπίεση και η ασέλγεια(...) Όμως η κατακλυσμική παρουσίασή τους
αποτελεί αυτοσκοπό – η βία για την ηδονή της βίας, το σεξ για τον επιδεικτισμό
του σεξ, η βωμολοχία για το γαργάλισμα της βωμολοχίας. Η “τέχνη” τους, αντί για
καθαρτήριο, δεν είναι παρά αποχωρητήριο...[27]
Οι
συγγραφείς έχουν βέβαια το αναφαίρετο δικαίωμα να γράφουν ό,τι και όπως
επιθυμούν. Αν πιστεύουν ότι δε γίνεται να λείψει από το γραφτό τους μια γερή
δόση αθυροστομιών και χυδαιοτήτων, κανείς δεν μπορεί – και δεν πρέπει - να τους
υποχρεώσει ν’ αλλάξουν το κείμενό τους. Κανενός είδους αστυνομία δεν
νομιμοποιείται στη λογοτεχνία είτε για μικρούς είτε για μεγάλους. Το μόνο που
επιβάλλεται είναι να ξεκαθαρίσουν ότι το βιβλίο τους απευθύνεται σε ενηλίκους.
Από κει και πέρα ο λόγος πέφτει στο κοινό και στην κριτική. Αν όμως
ονειρεύονται, αποδέχονται ή ωθούνται να αποδεχτούν ως αναγνωστικό τους κοινό τα
παιδιά, οφείλουν να έχουν υπόψη τους τις ευθύνες που επωμίζονται έναντι των
νεαρών αναγνωστών. Ο Τσέχοφ είχε γράψει κάποτε: «Οι άνθρωποι προσπάθησαν από καταβολής κόσμου να βρουν μια αστυνομία για
τη λογοτεχνία, αλλά καμιά καλύτερη δεν βρέθηκε από την κριτική και την ατομική
συνείδηση του συγγραφέα»[28].
Η ατομική
συνείδηση των συγγραφέων λογοτεχνικών βιβλίων για παιδιά φαίνεται ότι κατά
κανόνα επιτελεί το έργο της. ΄Ετσι, «η
παιδική λογοτεχνία προσφέρει ένα είδος ηθικού χώρου που πάρα πολύ συχνά
απουσιάζει από μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας για ενηλίκους», όπως σημειώνει
ξένος σύγχρονος κριτικός[29].
Για τη
συγγραφή παιδικών βιβλίων και τις ευθύνες που συνεπάγεται έχει διατυπώσει τις
απόψεις του εύστοχα και ο Γερμανός συγγραφέας Otfried Preussler – απόψεις που
φαίνεται να έχουν διαχρονική αξία. Γράφει:
«Υπάρχουν δύο κανόνες που δεν μπορεί να
παραβλέψει ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων:
1) Είναι
υποχρεωμένος να λογοδοτεί στη συνείδησή του και στην ανθρωπότητα σχετικά
με όσα γράφει για παιδιά.
2) Η
συγγραφή παιδικών βιβλίων δεν είναι διαβατήριο για μέτρια λογοτεχνία.
(...)
Παρά το ευρύ φάσμα δυνατοτήτων,
παρά την ελευθερία του να διαλέγει θέματα και λογοτεχνικές μορφές, ο συγγραφέας
παιδικών βιβλίων αντιμετωπίζει κάποια όρια. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα
υπερβαίνει, αν ενδιαφέρεται πραγματικά
για τα παιδιά και το μέλλον τους. Εδώ παίζει ρόλο η συνείδηση του συγγραφέα,
εκείνη η ειδική αίσθηση της ευθύνης στην οποία είναι υπόλογος για κάθε γραμμή
που γράφει και την απευθύνει στα παιδιά. Τα όρια είναι ξεκάθαρα και
κατηγορηματικά, χωρίς «αν» και «εφόσον». Ο σεβασμός τους απορρέει από την αγάπη
και το σεβασμό που οφείλουμε στα παιδιά – είναι επιταγή της ανθρωπότητας. Για
να μιλήσω επιγραμματικά, να τι θεωρώ ανεύθυνο και απαράδεκτο για ένα συγγραφέα:
- να παρασύρει τα παιδιά με οποιοδήποτε τρόπο
σε φυλετικό ή ταξικό μίσος, στο όνομα κάποιας θρησκείας ή ιδεολογίας, για
πολιτικούς ή άλλους «ανώτερους» υποτίθεται λόγους, και μάλιστα εναντίον των
γονέων τους˙
- να γίνεται βάναυσος με τα παιδιά, φέρνοντάς
τα αντιμέτωπα με αναίτιες σκηνές βίας και εγκλήματος, ακόμα κι όταν κάτι τέτοιο
δείχνει ότι θα φέρει κάποια καλά αποτελέσματα˙
- να υποβοηθεί την επιχείρηση πορνογραφίας για
παιδιά αντί να τους προσφέρει υγιή και σωστή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση – σωστή
με την έννοια ότι σέβεται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως όντος με ψυχή – στη
σωστή ώρα και σε αναλογία με τα κατά περίπτωση στάδια της ανάπτυξης˙
- να αγνοεί τους πιο βασικούς κανόνες καλού
γούστου έναντι των παιδιών, φορτώνοντάς τα με αισχρότητες φραστικές ή οπτικές,
όπως έγινε μόδα τελευταία˙
- να θεωρεί τα παιδιά τόσο ανίδεα ώστε να έχει
τη θρασύτητα να τους σερβίρει τα πιο κακότεχνα, αξιολύπητα και προχειρογραμμένα
κείμενα ή τις πιο άθλιες εικόνες σε βιβλία που απευθύνονται σ’ αυτά.
Τι
μπορεί να γίνει για όλα τούτα; Πολλά, ακόμα και αν, όπως στην περίπτωσή μου,
δεν πιστεύει κανένας στη λογοκρισία ή στην απαγόρευση ως μέσα για τον αγώνα
εναντίον τέτοιων καταστροφικών και αποκρουστικών μηχανισμών. Είναι θέμα
ωριμότητας και ευθύνης όλων εκείνων
που ασχολούνται με τα παιδικά βιβλία – των εκδοτών, των βιβλιοπωλών, των
βιβλιοθηκάριων, των δημοσιογράφων, των δασκάλων και των γονέων – το να παλέψουν
εναντίον αυτού του τύπου της ψευδολογοτεχνίας για παιδιά, καθένας από τη θέση
του, χρησιμοποιώντας τις δικές του μεθόδους, καθένας με θάρρος πραγματικό και
αποφασιστικότητα. Εγώ, για παράδειγμα, πράττω το δικό μου καθήκον γράφοντας
βιβλία για παιδιά»[30]
.
Πέρα από
τους συγγραφείς λοιπόν, υπεύθυνοι για το αναγνωστικό υλικό των παιδιών είναι
και οι διαμεσολαβητές ενήλικοι. Πράγμα που σημαίνει ότι και έναντι αυτών,
αντίστοιχα, αναλαμβάνουν ευθύνες οι συγγραφείς.
Μιλώντας για
τους διαμεσολαβητές, θα ήθελα να σημειώσω και τούτο: Από την επαφή μου με τους
ενήλικους αυτούς «συνδέσμους» των παιδιών με τα βιβλία σε σχολεία, βιβλιοπωλεία
και βιβλιοθήκες, συγκεντρώσεις γονέων ή εκπαιδευτικών, έχω διαπιστώσει ότι
έχουν τις δικές τους προσδοκίες και τη δική τους βασική αντίληψη ως προς το
γιατί γράφουν οι συγγραφείς για παιδιά, μια αντίληψη που βρίσκω να μοιάζει με
κάτι που έχει γράψει ο καθηγητής Δ.Ν. Μαρωνίτης για τους ποιητές. Λέει:
«Οι ποιητές γράφουν για να συμφιλιώσουν τους
ανθρώπους μ’ ένα είδος λόγου που το χρειάζονται στη ζωή τους, για να ωριμάσουν
ηρεμότερα και να πεθάνουν λιγότερο τρομαγμένοι».[31]
Όμοια και οι
διαμεσολαβητές ενήλικοι προσδοκούν και αισθάνονται ότι οι λογοτέχνες που απευθύνονται στα παιδιά γράφουν για να τα
συμφιλιώσουν μ’ ένα είδος λογοτεχνικό που το χρειάζονται στη ζωή τους, για να
ωριμάσουν ηρεμότερα και να ζήσουν με περισσότερο θάρρος.
[1] Βλ. για παράδειγμα το κεφάλαιο «Γιατί γράφετε
για παιδιά; - Εντυπώσεις από το 20ό Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για
τη Νεότητα, στο βιβλίο μου Η παιδική
λογοτεχνία στην εποχή μας, Καστανιώτης, Αθήνα 1990, σελ. 111-116.
[6]
Roger Sutton: “An Interview with
Virginia Euwer Wolff”, The Horn Book
Magazine, Μάιος/Ιούνιος 2001, σελ. 284.
[7] Ι.
Θεοδωρακόπουλου: «Πραγματογνωμοσύνη της εποχής μας», Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου Λογοτεχνών «Ο Λογοτέχνης και η Εποχή
μας», Αθήνα: 1976, σελ. 38.
[9] Στο
On Three Ways of
Writing, όπως αναφέρεται στο Only Connect: Readings on Children’s Literature, ed. Sheila Egoff et
al, Oxford University Press, Toronto, σελ.208.
[10] Στο
άρθρο της “Seeing Green”, στον τόμο The
Thorny Paradise, επιμέλεια: Edward
Blishen, Kestrel Books, 1975, σελ. 59.
[11] Στο
βιβλίο του Signs of Childness in Children’s Books, Thimble
Press, Stroud (UK): 1997, σελ. 39.
[12] Από
τη συνέντευξή της στο περιοδικό Διαδρομές,
τ. 41, ΄Ανοιξη 1996, στη σελ. 66. Βλ
επίσης: Β.Δ. Αναγνωστόπουλου: Θέματα
Παιδικής Λογοτεχνίας: Β΄ συζητήσεις, Καστανιώτης 1990, στη σελ. 110.
[14] Βλ.
Β.Δ. Αναγνωστόπουλου: ο.π. σελ. 232.
[15] Βλ. «Γιατί γράφω», Κύκλος
του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου: Ο κόσμος
της παιδικής λογοτεχνίας – Η συγγραφή και η εικονογράφηση, Επιμέλεια:
Μαρία-Μάγδα Τζαφεροπούλου, Καστανιώτης,
Αθήνα: 2001, σελ. 31-32.
[27] Βλ. εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή, 1.10.2000,
σελ.β2.