Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο κόκκινος θυμός"


…΄Οταν έχει συνηθίσει κανείς να περνάει τις περισσότερες ώρες του στην τάξη, στην αυλή του σχολείου ή στο φροντιστήριο, τα χάνει λίγο μπαίνοντας σε τεράστιες, αστραφτερές αίθουσες πολυτελούς ξενοδοχείου. Μικρός, μηδαμινός ένιωσε ξάφνου εκεί μέσα ο Απελλής, παρά το ψηλό του ανάστημα. ΄Αρπαξε τη Νιόβη απ’ το χέρι, έσφιξε το ντοσιέ του με τ’ άλλο και πλησίασε το γκισέ.
     «΄Εχουμε ραντεβού στις δέκα με τον κύριο Μάικ Τζίσεν» είπε στον υπάλληλο. «΄Ηρθαμε λίγο νωρίτερα, είναι παρά δέκα, μπορούμε να περιμένουμε κάπου, αν...»
      Ο υπάλληλος τούς κοίταξε από πάνω ως κάτω με κάποια υπεροψία, σαν να μην του γέμιζαν το μάτι με τα κάπως φθαρμένα μπλουτζίν και τα χοντρά τους μπουφάν. Μάσησε ένα «περιμένετε να τον ειδοποιήσω», πάτησε το κουμπί του εσωτερικού τηλεφώνου, μίλησε χαμηλόφωνα στ’ αγγλικά κι ύστερα είπε:
    «Ανεβείτε στον όγδοο όροφο, δωμάτιο 807, ο κύριος Τζίσεν σάς περιμένει, ας είναι λίγο νωρίτερα».
     Στο ασανσέρ ένιωσε να ιδρώνει ο Απελλής, τα χέρια του μούσκεψαν, ένα σφίξιμο στο στομάχι... Αυτό να είναι άραγε ο πανικός;         
    «Μήπως έπρεπε να έρθουμε ντυμένοι διαφορετικά;» ψιθύρισε, λες και δεν ήταν μόνοι με τη Νιόβη στο θαλαμίσκο.
    «Πώς αλλιώς;» γέλασε κείνη. «Να μασκαρευτούμε κυριλέ αφού δε μας πάει;»
    Σωστά. Η ψυχραιμία της του τόνωσε την αυτοπεποίθηση. Κρατούσε τα έργα του, τα δικά του έργα, και μακάρι να του άρεσαν του περίφημου κύριου Τζίσεν. Μακάρι να ξανάλεγε όσα καλά του είχε πει από το τηλέφωνο και να επαναλάμβανε την απίστευτη πρότασή του. Αν σήμερα τα έπαιρνε πίσω όλ’ αυτά και κρατούσε στάση διαφορετική, αν για κάποιο λόγο είχε στο μεταξύ αλλάξει γνώμη, δε θα χανόταν δα κι ο κόσμος! Θα προσπαθούσε φεύγοντας να τον ξεχάσει, κι αυτόν και τις προτάσεις του, και θα γύριζε στη γνωστή του καθημερινότητα. Με το εργαστήρι του, τα διαβάσματά του, το ζεστό του το σπιτικό, τους δικούς του, το σκύλο του, τη γειτονιά του, τα κλαδεμένα του όνειρα... Και – το κυριότερο! – με τη Νιόβη πάντα δίπλα του. Και μόνο τούτο το τελευταίο λίγο ήταν στο κάτω κάτω;
     ΄Ισιωσε το κορμί κι έσπρωξε την πόρτα να βγουν από το ασανσέρ. ΄Ενιωθε πάλι ο εαυτός του. ΄Ηταν ο «πολλά υποσχόμενος ζωγράφος», όπως έλεγαν οι συνάδελφοι της Κλειώς. Ο «ευφραδής» τελειόφοιτος του Λυκείου, όπως έλεγαν οι καθηγητές του. Ο «κούκλος», όπως έλεγαν οι συμμαθήτριες της Νιόβης. Τουλάχιστον από εμφάνιση, κι ο ίδιος και η Νιόβη, έστω και με τα πρόχειρα ρούχα τους, δε θα τον απογοήτευαν τον λίγο σκυφτό και μικροκαμωμένο «μάγο» – πώς αλλιώς μπορούσε να είναι ο σχεδόν σαραντάρης κύριος Τζίσεν;
     «Δωμάτιο 807... Η πόρτα ν’ ανοίγει διάπλατα και κάτι περίεργο, κάτι σαν λάμψη να τους καθηλώνει, κάτι σαν έκπληξη να τους εμποδίζει να προχωρήσουν...
Walter Crane: Τ΄άλογα του Θεού της Θάλασσας
     ΄Ενας πανύψηλος άνθρωπος με ολόφωτο πρόσωπο και χαμόγελο λαμπερό τους υποδέχτηκε μ’ ένα θερμό «περάστε» και με τα χέρια ανοιχτά, έτοιμος θαρρείς να τους αγκαλιάσει. Από το τεράστιο παράθυρο του χώρου υποδοχής άπλετο φως έμπαινε στην άνετη «σουίτα». Μακριά στο βάθος φαινόταν ένα κομμάτι του Σαρωνικού με τα νερά του ταραγμένα μα βαθυγάλαζα. Κάτι σα σύννεφο μαγικό αισθάνθηκε ξαφνικά ο Απελλής να τον περιβάλλει, μια μεθυστική ατμόσφαιρα ν’ απλώνεται γύρω του, μια μαγεία διάχυτη να τον έλκει, μα και τον ακινητοποιεί ταυτόχρονα – ή μήπως ήταν η ιδέα του; ΄Οχι δεν ήταν, ένιωσε πλάι του και τη Νιόβη το ίδιο σαστισμένη, μαγνητισμένη, ακίνητη... «Τ’ άλογα του Θεού της Θάλασσας» ήρθε αυθόρμητα στο μυαλό του ένας πίνακας του Walter Crane….”