της Μαρίας Τζαφεροπούλου, δ.φ., Φιλολόγου
(**)
(Από το εξαντλημένο βιβλίο Το υφαντό της Πηνελόπης – διαχρονικές αναγνώσεις για το έργο και την προσωπικότητα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Επιμέλεια: Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, Εργαστήρι Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Βόλος 2008).
Η μακρά και δημιουργική
συγγραφική πορεία της Λ.Π.-Α. καλύπτει τρεις και πλέον δεκαετίες και κάθε νέο
της λογοτέχνημα αποτυπώνει τα σημεία των καιρών με διαύγεια και ευαισθησία. Ο
«Κόκκινος θυμός» έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή τη διαπίστωση με τρόπο απτό και
άμεσο. Σας προσκαλώ λοιπόν απόψε σε μια περιδιάβαση στις 271 σελίδες του 13ου
νέου μυθιστορήματος που μας χάρισε.
Περιληπτική απόδοση
Ο
δεκαεπτάχρονος Απελλής ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική, την Τέχνη που
υπηρετεί με επιτυχία η νέα σε ηλικία μητέρα του, η Κλειώ Καρίτη. Μαζί με τον
πατριό του και την ετεροθαλή αδελφή του Νεφέλη αποτελούν μια δεμένη οικογένεια
που ζει στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη. Δύο πρόσωπα θα σημαδέψουν τη ζωή
του σ’ αυτή τη χρονική στιγμή: Ο Ελληνοκαναδός Μάικ Τζίσεν, ο «μάγος» στον χώρο
των εικαστικών, και η δεκαεξάχρονη Νιόβη, ένας όμορφος εφηβικός έρωτας. Ο
αναγνώστης παρακολουθεί όσα διαδραματίζονται μεταξύ 23 Δεκεμβρίου και 4
Ιανουαρίου με αμείωτο ενδιαφέρον, καθώς η συνάντηση με τον Μ. Τζίσεν θα είναι
καταλυτική όχι μόνο για το καλλιτεχνικό μέλλον του Απελλή, χάρη στην πιθανότητα
εξασφάλισης υποτροφίας για σπουδές στον Καναδά, αλλά και για την ίδια του τη
ζωή.
Η Λ.Π.-Α., δομώντας το μύθο με
δεξιοτεχνία, μοιράζεται με τον αναγνώστη κομμάτια ενός παζλ που θα οδηγήσουν
σταδιακά στην αποκάλυψη ενός μυστικού: Ο Μάικ Τζίσεν δεν είναι άλλος από τον
πατέρα του Απελλή, τον Ζήση Μιχαηλίδη, για τον οποίο τόσο η Κλειώ όσο και ο
ίδιος πίστευαν ότι την εγκατέλειψε, όταν στα 15 της χρόνια τον πληροφόρησε ότι
περιμένει το παιδί τους. Το συγκλονιστικό γράμμα που απευθύνει η Κλειώ στο γιο
της και οι εξηγήσεις που θα του δώσει ο Μάικ Τζίσεν πιστοποιούν μια παρεξήγηση
που για 17 χρόνια χείμασε τη ζωή της Κλειώς και όπλισε τον Απελλή με οργή για
τον πατέρα που δεν γνώρισε και ενοχική ευθύνη προς τη μητέρα του, μια ευθύνη
που τον «δένει» μαζί της, καθώς ο Απελλής δεσμεύεται ηθικά στις επιλογές του,
προκειμένου να μην την «εγκαταλείψει» με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτές οι 15 μέρες
θα συγκλονίσουν τον Απελλή και θα επαναπροσδιορίσουν τη σχέση του με τη μητέρα
του κυρίως αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Η νηνεμία θα επανέλθει στη ζωή
του και ο «κόκκινος θυμός» δεν θα είναι πλέον παρά ένας θαυμάσιος πίνακάς του.
Στη
Θεωρία της Λογοτεχνίας ισχύει το επικοινωνιακό σχήμα πομπός-μήνυμα-δέκτης, δηλ.
συγγραφέας-κείμενο-αναγνώστης. Κι όταν το κείμενο τυπωθεί, τότε αρχίζει το
ταξίδι του, σαν καραβάκι, στη θάλασσα της ανάγνωσης. «Καλοτάξιδο!» ευχόμαστε
στον συγγραφέα, όταν κυκλοφορεί ένα νέο του βιβλίο και αυτή η ευχή έχει διττή
σημασία: Αφ’ ενός σηματοδοτεί την αυτονόμηση του λογοτεχνήματος από τον
δημιουργό του και αφ’ ετέρου κάθε «ταξίδι» που αυτό θα κάνει με «επιβάτη» τον
εκάστοτε αναγνώστη του.
Το δικό μου «ταξίδι» μ’ έβγαλε σε μιαν
απάνεμη ακτή με βότσαλα, διάφανα νερά και ηλιόλουστη γαλήνη. Γιατί αυτό το
«καραβάκι» είχε φορτίο του την ΑΓΑΠΗ...
΄Αξονας του Κόκκινου θυμού είναι η αγάπη. Και η Λ.Π.-Α. δομεί όλο το
μυθιστόρημα πάνω σε δυο αντιθετικά - φαινομενικά – συναισθήματα: την αγάπη και τον
θυμό/το μίσος. ΄Εντονα και τα δύο. Ταράζουν, συγκλονίζουν, μας σημαδεύουν και
βάφουν τη ζωή μας με το κόκκινο, το χρώμα που ερεθίζει την όραση και
επιβάλλεται στη μνήμη.
Σχέσεις αγάπης που προκαλούν θυμό
καταγράφονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και η συγγραφέας τις «ζωγραφίζει»
κυριολεκτικά, αν αναλογιστούμε ότι η ζωγραφική είναι η μεγάλη αγάπη που ενώνει
τα τέσσερα κεντρικά πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος: Ο Απελλής και η μητέρα
του μοιράζονται το ίδιο εργαστήρι. Η Νιόβη θα έλξει το ενδιαφέρον του Απελλή
στην αυλή του σχολείου την ώρα που ζωγραφίζει στο μπλοκ της μια μεγάλη
σκουριασμένη άγκυρα, ριγμένη στη στεριά. Ο Μάικ Τζίσεν θα γνωρίσει τον Απελλή
μέσ’ από τους πίνακές του και, όπως θ’ αποκαλυφθεί στο τέλος, η γνωριμία του με
τη 15χρονη Κλειώ, τη μητέρα του Απελλή, έγινε στη Σχολή Ηλιάδη, όπου
παρακολουθούσαν και οι δύο μαθήματα ζωγραφικής.
΄Ολες οι διαπροσωπικές σχέσεις σ’ αυτό το κείμενο υφαίνονται γύρω από τη σχέση μάνας-γιου, όπως αυτή προβάλλεται στους δύο πίνακες που κυριαρχούν στο λογοτέχνημα: Ο ένας ανήκει στην Κλειώ και απεικονίζει τον Απελλή στα 11 του χρόνια μ’ ένα ψάθινο καπέλο. Δεσπόζει στον κεντρικό χώρο του σπιτιού και αποτυπώνει εύγλωττα όλο την αγάπη που τρέφει η Κλειώ για τον γιο της. ΄Ενα έργο που περιλαμβάνεται σ’ όλες τις ατομικές της εκθέσεις αλλά πάντοτε με την ένδειξη «δεν πωλείται».
Ο άλλος πίνακας είναι έργο του Απελλή. Είναι ο κόκκινος θυμός, τον οποίο αποτυπώνει, χωρίς ο ίδιος να έχει συνειδητοποιήσει τα αίτια ή τους αποδέκτες του. Η Νιόβη είναι εκείνη που θα «αποκρυπτογραφήσει» πρώτη αυτό το συναίσθημα:
- Δεν ξέρω τι έχεις κατά νου, εγώ πάντως
βλέπω ήδη ζωγραφισμένο κάποιο έντονο συναίσθημα, καλά κρυμμένο κάτω από μια
φαινομενική αταξία, είπε η Νιόβη συλλογισμένη.
- Συναίσθημα καλά κρυμμένο; απόρησε ο Απελλής.
Και φαινομενική αταξία; Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις ακούω. Για λέγε, για λέγε!
- Θέλω να πω, πως με την πρώτη ματιά
έχεις την αίσθηση ότι όλ’ αυτά τα περίεργα σχήματα μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους,
όμως αν τα προσέξεις, βλέπεις ότι συνδέονται αρμονικά κι απόλυτα. Το βασικό που
τα συνδέει, νομίζω, είναι το κόκκινο χρώμα, που σε άλλα είναι λιγοστό και
διακριτικό, σε άλλα περισσότερο και πιο έντονο. Τελικά, όλα συγκλίνουν προς το
κέντρο, λες κι ετοιμάζουν μια πύρινη έκρηξη που θα σπάσει την αρμονία. Δεν ξέρω
αν έτσι σκοπεύεις να καταλήξεις, όμως εμένα
κάτι μου φέρνει στο νου αυτό, κάτι μου λέει... Δεν μπορώ να προσδιορίσω
τι ακριβώς...
Μάνα και γιος. Δυο κόσμοι με κοινή αρχή,
δυο όντα με αυτόνομη πορεία στη ζωή άρα και στην τέχνη: Δεν είναι τυχαίο το
γεγονός ότι οι δύο πίνακες διαφοροποιούνται ως προς την τεχνοτροπία: ο
εξπρεσιονισμός της Κλειώς και ο κυβισμός του Απελλή έχουν κοινό πεδίο
συνάντησης: την τέχνη της ζωγραφικής.
Πώς όμως διαλέγεται η αγάπη της μητέρας με
τον ακαθόριστο θυμό του γιου;
Η συγγραφέας μοιράζεται με τον αναγνώστη
ένα απόσταγμα ζωής: «Αχ, τι ασήκωτη γίνεται καμιά φορά η πολλή αγάπη που σου
δίνουν οι άλλοι...» σκέφτεται ο Απελλής, καθώς παρατηρεί τον πίνακά του. Την
ίδια σκέψη κάνει ακούγοντας τα «Διάφανα κρίνα» να τραγουδούν «ευωδιάζουν
αγριοκέρασα οι σιωπές». «Ευωδιάζουν κι αγάπη καμιά φορά, συλλογίστηκε, μια
αγάπη ασήκωτη, που το βάρος της σε συνθλίβει, μια αγάπη δεσμευτική που σε κάνει
να νιώθεις παγιδευμένος» (σελ. 148). Αυτό τον θυμό που υφέρπει μέσα στην
ψυχή του αποκαλύπτει ο χρωστήρας του στον πίνακα. Αυτόν το θυμό θα κατονομάσει
στον Απελλή και ο φίλος του ο Λάζαρος, αναφερόμενος στην Κλειώ:
.... Θα καταλάβει ότι, με την υπερβολική
αγάπη που σου έχει, παραβιάζει τα προσωπικά σου όρια, σ’ εμποδίζει να νιώσεις
ελεύθερος χωρίς πραγματικά να το θέλει. Πρέπει να το τολμήσεις. Αλλιώς η Κλειώ
θα γίνει κλοιός της ζωής σου, που θα σου πνίγει κάθε χαρά. Μέσα σου θα μένει
πάντα κρυμμένος ένας θυμός, θυμός για την ίδια σου τη μάνα, παρόλο που την
αγαπάς, επειδή σ’ εμπόδισε να κάνεις αυτό που ήθελες. Κι ο θυμός αυτός δηλητήριο σκέτο θα γίνει στο τέλος και
για τους δυο σας.
Θυμός που προκαλείται από τον ασφυκτικό
κλοιό της αγάπης. Γι’ αυτό και ο πατριός του ο Τέλης, παρατηρώντας τον πίνακα,
θα πει: «Συνήθως το έντονο κόκκινο συμβολίζει αγάπη, μα εδώ δίνει περισσότερο
την αίσθηση ταραχής και θυμού... (σελ. 125).
Η αποκάλυψη της ταυτότητας του Μάικ Τζίσεν
θα διώξει για πάντα αυτό το αρνητικό συναίσθημα από την ψυχή του Απελλή, αυτή
τη συσσωρευμένη οργή των παιδικών του χρόνων πρώτιστα εναντίον του πατέρα που
δεν γνώρισε (σελ. 96) και κατά δεύτερο λόγο εξ αιτίας της συναισθηματικής του
δέσμευσης με τη μητέρα του. Και αυτή η λύτρωση θα αποτυπωθεί στον τελειωμένο
πίνακα:
Η Λ.Π.-Α. ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο
στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη. Ακολουθούμε τα βιώματά της στα Εξάρχεια
και τη Νεάπολη, στους χώρους των παιδικών της χρόνων. Η Σμολένσκυ και η
Μαυρομιχάλη, η Μπενάκη και η Καλλιδρομίου, τα στενά δρομάκια των Εξαρχείων
είναι «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», όπου ο Απελλής συντονίζει το βήμα του
μ’ εκείνο της Νιόβης, ο φίλος του ο Λάζαρος έχει το καφενείο του, τα
«αξιοθρήνητα ‘πρεζόνια’ κυκλοφορούν σα σκιές».
Στον κόσμο αυτού του μυθιστορήματος
αναδύεται η σχέση του Απελλή και της Νιόβης. Γεννιέται μια φιλία ανάμεσα στον
Απελλή και τον πρώην τοξικομανή Λάζαρο, τον οποίο είχε σώσει όταν, 11χρονο
παιδί, το έσκασε από το σπίτι του και αρχικά κατέφυγε σε μια σπηλιά στο λόφο
του Στρέφη, όπου βρήκε τον Λάζαρο σε κώμα κι έστειλε με το σκυλάκι του ένα
μήνυμα για βοήθεια...
Διαγράφεται η πολύ καλή σχέση του Απελλή
με τον πατριό του. Προβάλλεται το θέμα της φιλαναγνωσίας με τρόπο φυσικό και
αβίαστο. Γίνεται αναφορά στις μελανές σελίδες του Κυπριακού και στη μάστιγα των
ναρκωτικών. Αποτυπώνεται το θέμα των ατόμων με κινητικά προβλήματα στο πρόσωπο
του 14χρονου αδελφού της Νιόβης, του Θεμιστοκλή.
Ο νεαρός αναγνώστης προβληματίζεται και
ευαισθητοποιείται χωρίς ίχνος ηθικοδιδακτισμού. Χαρακτηριστικά είναι «τα δέκα
πράγματα που δεν αντέχει με καμία δύναμη η Νιόβη και γα τα οποία συμφωνεί
απόλυτα ο Απελλής:
... Κουβέντιασαν λοιπόν για
κινηματογράφο, για μουσική, για βιβλία - ό,τι αγαπούσαν περισσότερο κι οι δυο,
μετά τη ζωγραφική. Είχαν τα ίδια περίπου γούστα. Του απαρίθμησε ύστερα τα δέκα
πράγματα που δεν άντεχε με καμία δύναμη: Τους φαντασμένους και τους «δήθεν»˙
τις γκλαμουριές και τα κυριλέ ντυσίματα˙ τις χαζοκουβέντες με συμμαθητές και
συμμαθήτριες για καμώματα τραγουδιστών και αμοιβές ποδοσφαιριστών˙ τους
άσχετους με ό,τι πραγματικά σοβαρό συνέβαινε κάτω απ’ τη μύτη τους –ανεργία,
τρομοκρατία, βρώμικους πόλεμους, θανάτους από ναρκωτικά, αδιαφορία για τα άτομα
με ειδικές ανάγκες κι ένα σωρό άλλα–˙ τις εκνευριστικές υποδείξεις των μεγάλων˙
τις κολακείες˙ τα σαλιγκάρια όπως κι αν ήταν μαγειρεμένα˙ τα μύδια˙ την
κόκα-κόλα που εύρισκε τη γεύση της ανυπόφορη˙ τον καπνό του τσιγάρου που της
προκαλούσε βήχα και δύσπνοια.
Τεχνικές αφήγησης
Η δημιουργική πνοή
της Λ.Π.-Α. είναι πραγματικά χειμαρρώδης. Η συγγραφική της εμπειρία όμως και η
πειθαρχημένη της σκέψη συνέδραμαν και πάλι, ώστε να αποδοθεί με λόγο πυκνό και
ουσιαστικό αυτό το πολυσύνθετο μακροκείμενο. Πολλές και ποικίλες, κατά συνέπεια
και οι αφηγηματικές της τεχνικές. Στην παρούσα εισήγηση θα εστιάσουμε στις
κυρίαρχες, οι οποίες συνιστούν και δομικά στοιχεία του μύθου:
(α) Η πρώτη είναι η τεχνική των προώρων ενδείξεων: Η συγγραφέας προϊδεάζει τον
αναγνώστη με τις πρόωρες ενδείξεις που ενσπείρει σ’ όλο το μήκος του κειμένου.
Η φυγή του Απελλή από το σπίτι σε ηλικία 11 ετών, η αποκάλυψη της ταυτότητας
του Λάζαρου μεταξύ άλλων, αλλά, κυρίως η σταδιακή ταύτιση του Μάικ Τζίσεν με
τον Ζήση Μιχαηλίδη, τον πατέρα του Απελλή, επιτυγχάνεται χάρη σ’ αυτή την
τεχνική.
(β) Η δεύτερη τεχνική είναι το κείμενο μέσα στο κείμενο, δηλαδή η
σταθερή σύζευξη της ζωής του Απελλή με εκείνη του Πιπ, του ήρωα των Μεγάλων Προσδοκιών του Κ. Ντίκενς. Ο
Λάζαρος, σε μια αποστροφή του στον Απελλή, θα παρατηρήσει εύστοχα: «Η Τέχνη
αντιγράφει τη ζωή, σου το ’χω ξαναπεί, μα η ζωή δε μοιάζει πάντα με τα βιβλία.
Λένε πως τα βιβλία είναι ο καθρέφτης της, μα οι καθρέφτες τα δείχνουν όλα
αντεστραμμένα» (σελ. 257).
(γ) Αν οι δύο τεχνικές που προαναφέρθηκαν
συνιστούν κοινό τόπο και για άλλους πεζογράφους, η τρίτη αποτελεί σήμα κατατεθέν
της Λ.Π.-Α. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή διακειμενικότητας – ως
διακειμενικότητα ορίζεται ο διάλογος με κείμενα άλλων συγγραφέων ή ποιητών.
Συγκεκριμένα, η Λ.Π.-Α. αποτελεί ίσως τη μόνη περίπτωση συγγραφέα
Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας που επανεμφανίζει πρόσωπα – ακόμη και ζώα –
προηγουμένων βιβλίων της σε διαφορετικής χρονικές στιγμές της ζωής τους. ΄Ολοι
θυμόμαστε τον Κέβη, όταν γίνεται αναφορά στον Κέβη τον Β΄. Ο πατριός του Απελλή
μάς είναι γνωστός από το Για την άλλη
πατρίδα. Ο Απελλής πρωταγωνιστεί στα 11 χρόνια του στο Καναρίνι και μέντα. Την αδελφή του Νεφέλη τη συναντάμε στο Μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη. Αυτές
οι διακειμενικές αναφορές είναι απλώς ενδεικτικές της τεχνικής που χρησιμοποιεί
η Λ.Π.-Α., θυμίζοντας το αρχείο ηρώων που τηρούσε με ευλάβεια ο Ονορέ ντε
Μπαλζάκ.
(δ) Τέλος, το συγκεκριμένο λογοτέχνημα
χαρακτηρίζεται και από την τεχνική της συναισθησίας:
Οι ήρωές του εκφράζουν τα συναισθήματά τους μέσω των χρωμάτων, των μορφών, των
σχημάτων ή των μουσικών ήχων. ΄Ετσι, η μητρική αγάπη αποδίδεται από τον
χρωστήρα της Κλειώς, ενώ ο υιικός θυμός προβάλλεται στις αποχρώσεις του
κόκκινου, ώσπου να μετασχηματισθεί με τη σειρά του σε «πύρινη αγάπη».
Η προβολή των συναισθημάτων όμως γίνεται και στη μουσική υπόκρουση, που
συνοδεύει την ανάγνωση του βιβλίου: Η νεανική ένταση του συγκροτήματος «Διάφανα
κρίνα» και η οπερική φωνή της ΄Εμμα Σάπλιν συνιστούν επίσης εφαρμογή της
τεχνικής της συναισθησίας.
Κάπου
εδώ τελειώνει περιδιάβασή μας στον Κόκκινο
θυμό, που μεταβλήθηκε σε «πύρινη αγάπη», χάρη στη δημιουργό του. Κι αυτό,
γιατί η αγωνιστική διάθεση για τη ζωή και η αισιοδοξία που διακρίνουν τη
Λ.Π.-Α. ερείδονται πάνω στη βαθιά πίστη της στον άνθρωπο. Οι διαπροσωπικές
σχέσεις συνιστούν βασικό σημείο αναφοράς στα λογοτεχνήματά της. “Δενόμαστε” με
τους ήρωες που δημιουργεί, όχι μόνον επειδή είναι “παλιοί” μας γνώριμοι, αλλά
επειδή πάλλονται από συναισθήματα, δοκιμάζονται από αδυναμίες, αμφιβάλλουν,
αγωνίζονται. Με άλλα λόγια εξελίσσονται ως προσωπικότητες, προχωρούν στην αυτογνωσία
τους.
Διαβάζοντας και αυτό το κείμενο της Λ.Π.-Α. μάς έρχονται στο νου τα λόγια
του Πικάσο, που η ίδια μνημονεύει “όταν τραβώ μια γραμμή θέλω να νιώθω ότι έχει
μέσα της αίμα” (σελ.197). Κάθε σειρά που
γράφει, νιώθουμε ότι έχει μέσα της αίμα. Αίμα που κυλάει ζεστό στις φλέβες της
από την αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους που απλόχερα μοιράζεται μαζί μας με
κάθε βιβλίο που γράφει.
_________
http://www.i-read.i-teen.gr/book/o-kokkinos-thymos
http://www.patakis.gr/ViewShopProduct.aspx?Id=232139
(**) Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών (Φιλολογικό τμήμα,1987) και Διδάκτωρ των Επιστημών της Αγωγής ( Πανεπιστήμιο Κρήτης). Θέμα της διδακτορικής της διατριβής (1995), την οποία εκπόνησε ως υπότροφος του ΙΚΥ «Το Χιούμορ στην Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία ( Πεζογραφία 1970-1990 )». Μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. ΄Εχει συμμετάσχει σε συνέδρια Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα (Ιωάννινα, Αθήνα) και το εξωτερικό (Αυστρία, Ισπανία). Στο πλαίσιο της ενασχόλησής της με την Παιδική/Νεανική Λογοτεχνία περιλαμβάνονται: ομιλίες, βιβλιοπαρουσιάσεις, συμμετοχή σε κριτικές επιτροπές πανελληνίων βραβείων, αξιολόγηση εκπαιδευτικού υλικού (Π.Ι.), μεταφράσεις και 14 δημοσιεύσεις. To 2005 απέσπασε το Πανελλήνιο Βραβείο του ΚΕΠΒ για την προώθηση της Παιδικής Λογοτεχνίας στο σχολείο. Από το 1997 και ως το 2005 συνεργάστηκε με το ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών στο πρόγραμμα «Ακαδημαϊκής και Επαγγελματικής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Α/θμιας Εκπαίδευσης », στο πλαίσιο του οποίου δίδαξε το μάθημα της Παιδικής Λογοτεχνίας. Ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική. Από το 2005 εργάζεται ως αποσπασμένη καθηγήτρια φιλόλογος στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Bruxelles III .