Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Η μικρή ιστορία μιας μεγάλης διαδικτυακής φιλίας!

 
 
 ΄Εχουν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια από τη μέρα που έλαβα το μήνυμα που παραθέτω πιο κάτω. Αποστολέας ήταν μια νεαρή φίλη μου στο facebook που, όπως εξηγούσε έμμεσα, υπήρξε ως έφηβη αναγνώστριά μου.
   ΄Ηταν ένα μήνυμα που όχι μόνο με συγκίνησε προσωπικά – με συγκλόνισε θα ήταν πιο αληθινό να πω – αλλά και με εντυπωσίασε για το άλλο, το κρυφό το μήνυμα που εξέπεμπε: ότι τους «δια βίου» αναγνώστες τους δημιουργούν βιβλία γραμμένα κυρίως για εφήβους και παιδιά.
   Όπως ήταν φυσικό, η διαδικτυακή φιλία μας άρχισε να γίνεται όλο και πιο στενή, η επικοινωνία μας όλο και πιο εγκάρδια. ΄Ενιωθα να ξέρω από χρόνια αυτό το γλυκύτατο πλάσμα κι ας μην είχε τύχει να συναντηθούμε ποτέ – πώς άλλωστε, αφού εκείνη έμενε στη Θεσσαλονίκη κι εγώ στην Αθήνα. Όμως όταν μια πραγματική φιλία «δέσει» όλα γίνονται. Κι επιτέλους, ύστερα από τόσον καιρό ανταλλαγής μηνυμάτων και νέων,  συναντηθήκαμε πριν από λίγες μέρες στην ΄Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης!
   ΄Ετσι έγινε κι έσφιξα στην αγκαλιά μου επιτέλους τη Χαρά! Είχε μόλις γυρίσει από πολύμηνο μακρινό ταξίδι με τον άντρα της, αλλά η επικοινωνία μας δεν είχε σταματήσει…
   Ιδού λοιπόν το μήνυμα-σημείωμα που έγινε αφορμή για μια δυνατή φιλία μεταξύ μιας νέας κοπέλας και μιας … γιαγιάς :

« Xara Noid 18 Οκτωβρίου 2010 στις 8:31 μ.μ.
     Σας έτυχε ποτέ να σας καρφωθεί μια φράση στο μυαλό; Χωρίς νοηματική αυτοτέλεια απαραίτητα. Απλά να σας έχει εντυπωθεί τόσο πολύ που όσα χρόνια κι αν περάσουν εσείς να την έχετε στο μυαλό σας; Να μην είναι στίχος από τραγούδι σαγηνευτικό, ούτε καμιά καραμπινάτη προμετωπίδα σε ποιητική ανθολογία. Να βρίσκεται σε μία ενδιάμεση σελίδα, στη μέση ή προς το τέλος ενός μυθιστορήματος που δανειστήκατε από τον ξάδερφό σας τον Σεπτέμβρη του 1995.
     Εσείς τότε να βρίσκεστε στο ξεκίνημα του Γυμνασίου και να έχετε ήδη αντιληφθεί ότι αγαπάτε τη λογοτεχνία. Να τη διαβάζετε με τόση αγάπη, ώστε να αποφασίσετε να τη μελετήσετε. Και στις σπουδές της ελληνικής φιλολογίας να την φυλλομετράτε. Στο μεταπτυχιακό των νέων ελληνικών να την διαβάζετε με περισσότερη προσοχή. Και το μεράκι να μη σταματά. Να εργάζεστε σε βιβλιοπωλείο & στη ζούλα να τρέχετε στα ράφια των μυθιστορημάτων. Και να σπουδάζετε τώρα βιβλιοθηκονομία & πάλι.
    Αφού λοιπόν έχετε διαβάσει τόσα πολλά, σε τόσο μεγάλο βαθμό και για τόσο πολύ διάστημα, γιατί δε φεύγει από μέσα σας στιγμή η φράση αυτή; "έπιασαν την Όλγα είπε, το πρωί." Και να θυμάστε ότι όπως κρατούσατε το βιβλίο αυτή η φράση ήταν γραμμένη προς το τέλος της αριστερής σελίδας. Δεν έχετε συγγενή με αυτό το όνομα, ούτε και ζήσατε την Κατοχή για να μιλάει μέσα σας τόσο άμεσα. Όμως δε μπορείτε να ξεχάσετε τη συντριβή του Κώστα -έτσι δεν τον έλεγαν τον τσαγκάρη που είχε έναν αδερφό; Και τα φτερά παγωνιού; Τα αδέρφια χωρισμένα σε δυο παρατάξεις, μία κούκλα σε ένα καρότσι, και τα χαρτιά.
    Το πώς η ανάγκη στύβει τον άνθρωπο το μάθατε σε αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό δεν το ξεχνάτε ποτέ.  Και 15 χρόνια μετά αφού βρείτε την Πέτροβιτς στο διαδίκτυο της εκφράζετε την εκτίμησή σας κάπως ανορθόδοξα, προσπαθώντας να τη φέρετε στη θέση σας. Παράλληλα, αναρωτιέστε αν θα καταλάβει αμέσως σε ποιο έργο της αναφέρεστε… και αν αντιλαμβάνεται ότι τα βιβλία της δεν είναι για τρεις, σαν το τραγούδι, αλλά για όλους.»

Άλλο ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και μια ζεστή αγκαλιά κι από δω, Χαρά!



http://www.i-read.i-teen.gr/book/tragoydi-gia-treis



 

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Η απεργία της ΄Ανοιξης!


«Δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα!» φώναξε μια μέρα η ΄Ανοιξη.  «΄Εχω ακόμα ένα σωρό χρώματα να φτιάξω για τα λουλούδια, ευωδιές να ετοιμάσω, και κανένας δεν κοπιάζει να με βοηθήσει. Ο μεγάλος μου γιος, ο Μάρτης, παντρεύτηκε και κοιτάζει τώρα το σπίτι του. Ο δεύτερος, ο Απρίλης, με βοήθησε λίγο κι ύστερα πήγε περίπατο με τον παππού του το Χρόνο. Αν πεις για τον άντρα μου, τον Γαλανό Ουρανό, αυτός κουβεντιάζει διαρκώς με τον ΄Ηλιο και δε με συλλογιέται καθόλου. Δεν πάει άλλο! Πρέπει να κάνω απεργία». 
     Παράτησε, λοιπόν, τη δουλειά της, άρπαξε ένα συννεφάκι  που είχε ξεμείνει, το τέντωσε κι έγραψε πάνω με την κόκκινη μπογιά που έχε έτοιμη για τα γεράνια:

                                                            ΣΤΑΜΑΤΩ ΚΑΘΕ ΔΟΥΛΕΙΑ,
                                                           ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΤΗΝ ΑΠΟΝΙΑ!
  
     ΄Εκοψε ύστερα μια ηλιαχτίδα, από τις τόσες που είχε απλώσει ο ΄Ηλιος παντού, στερέωσε το συννεφάκι στην επάνω της άκρη και κρατώντας την ψηλά σαν κοντάρι άρχισε να περπατάει αγριεμένη πέρα δώθε στον αιθέρα…


(Από το βιβλίο Τα παιδιά της ΄Ανοιξης , Πατάκης, 20η έκδοση 2015 -
http://www.loty.gr/paramith_analyt_10.htm )