Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Μια συγκριτική ανάλυση του μοντέλου της οικογένειας

- όπως αυτό παρουσιάζεται μέσα από τα μυθιστορήματα της Μπιάνκα Πιτσόρνο και της Λότης Πέτροβιτς.

 
  Της Βασιλικής Νίκα, 
   Εκπαιδευτικού-ΜA
  (Από το εξαντλημένο βιβλίο  Το υφαντό της Πηνελόπης  – διαχρονικές αναγνώσεις για το έργο και την προσωπικότητα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Επιμέλεια: Β.Δ. Αναγνωστόπουλος,  Εργαστήρι Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Βόλος 2008).
Πολλοί κοινωνιολόγοι πιστεύουν ότι το μυθιστόρημα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ως αντανάκλαση ή έκφραση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αρκετές έρευνες έθεσαν ερωτήματα σχετικά με το αν το μυθιστόρημα αποτελεί αποκλειστικό προϊόν ενός συγγραφέα ή μήπως εκφράζει μια συλλογική συνείδηση στην οποία ο δημιουργός συμμετέχει με μεγαλύτερη ένταση ή αν και σε ποιο βαθμό το ιδεολογικό περιεχόμενο των λογοτεχνικών έργων μπορεί να μας αποκαλύψει τις ιδεολογικές δομές μιας κοινωνίας.[i]
     Μέσα από αυτή τη συλλογιστική και έχοντας μελετήσει ελληνική και ιταλική παιδική λογοτεχνία προσπάθησα να διερευνήσω την εικόνα της οικογένειας όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τα μυθιστορήματα δύο σημαντικών συγγραφέων της Ελλάδας και της Ιταλίας.
     Επελέγησαν για αυτή τη συγκριτική μελέτη δύο συγγραφείς Παιδικής Λογοτεχνίας, μια από κάθε χώρα. Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου για την Ελλάδα και η Μπιάνκα Πιτσόρνο για την Ιταλία και οι δύο καταξιωμένες συγγραφείς στην πατρίδα τους των οποίων τα βιβλία διαβάζονται από χιλιάδες παιδιά.
Τα κριτήρια με τα οποία έγινε η επιλογή των συγγραφέων βασίστηκαν:
  1.  στην συγγραφική παραγωγή τους (τέθηκε ένα κατώτατο όριο 10 μυθιστορημάτων)
  2.   στη λογοτεχνική αξία του έργου
  3.   στην γενικότερη αποδοχή του συγγραφέα στη χώρα καταγωγής (έπαινοι, βραβεία, διακρίσεις κ.ά)
  4.   στις μεταφράσεις των έργων τους και σε άλλες γλώσσες
  5.   στη συγγραφική δραστηριότητά τους ως σήμερα
  6.       στην ύπαρξη επιστημονικών μελετών για το έργο τους
Τα κριτήρια με τα οποία έγινε η επιλογή των έργων προς εξέταση, ήταν:
  1. να απευθύνονται σε παιδιά ηλικίας από 10 ετών και άνω, και
  2. να έχουν γραφτεί κατά την τελευταία εικοσαετία
     Επιλέχτηκαν τέσσερα μυθιστορήματα[ii] για κάθε συγγραφέα. Μελετήθηκαν και τα οκτώ από το πρωτότυπο και μεταφράστηκαν ορισμένα αποσπάσματα για τις ανάγκες αυτής της μελέτης. Προσπαθώντας να εξάγουμε συμπεράσματα για το μοντέλο της οικογένειας όπως αυτό παρουσιάζεται μέσα από το έργο των δυο συγγραφέων, επικεντρώσαμε τη μελέτη στα πρόσωπα της μητέρας, του πατέρα και φυσικά του παιδιού.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Το μυθιστόρημα είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας. Μας παρέχει τη δυνατότητα να προσεγγίζουμε τις κοινωνικές καταστάσεις μέσα από τη δράση των ηρώων του.
     Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα ακόμη και όταν συγκρούονται με την κοινότητα στην οποία ανήκουν ή όταν βρίσκονται στο περιθώριό της δεν παύουν να ανήκουν σε αυτήν και να την αντιπροσωπεύουν.[iii]
     Μολονότι αποτελούν τις περισσότερες φορές φανταστικά πρόσωπα, εκφράζουν μέσα από την ύπαρξή τους τις αξίες, τη γλώσσα και την πραγματικότητα μιας κοινωνίας τη δεδομένη ιστορική στιγμή.[iv]
     Ο συμβολικός χαρακτήρας των μυθιστορηματικών προσώπων οφείλεται στο ότι αυτά επικαλούνται τα πραγματικά άτομα και είναι επιφορτισμένα με διπλό ρόλο: το ρόλο της «επικοινωνίας» και το ρόλο της «μέθεξης».[v] Με το ρόλο της «επικοινωνίας» εξασφαλίζεται η μετάδοση της κοσμοθεωρίας  και των ιδεών του συγγραφέα.
     Με τη «μέθεξη» εξασφαλίζεται η συμμετοχή του αναγνώστη στα διάφορα προβλήματα ή συναισθήματα ενισχύοντας έτσι και τους μηχανισμούς ταύτισης, προβολής, αποστασιοποίησης ή διαφοροποίησής του σε σχέση με το μυθιστορηματικό πρόσωπο.
     Τα λόγια, οι κινήσεις, οι απόψεις αυτών των προσώπων γίνονται αντικείμενα παρατήρησης από το παιδί-αναγνώστη, κατόπιν εσωτερικεύονται και γίνονται «ενεργός δύναμη», η οποία ωθεί το παιδί να αντιδράσει με παρόμοιο τρόπο στην αρχή, σύμφωνα με τους μηχανισμούς της μίμησης και της ταύτισης, και με τρόπο πιο προσωπικό αργότερα[vi].
     Όσο οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις του παιδιού διευρύνονται, τόσο πιο πολύ η φαντασία του μεγαλώνει και μαζί μ’ αυτήν και η απαίτησή του να γνωρίσει πολυπλοκότερους χαρακτήρες και πιο δυναμικά πρότυπα συμπεριφοράς.
     Η διατυπωμένη άποψη από τους θεωρητικούς της ανάλυσης (Propp, Barthes, Genette),  ότι όταν οι χαρακτήρες είναι πολύπλοκοι τότε και τα καθημερινά συμβάντα αποκτούν ενδιαφέρον βρίσκει εφαρμογή, πιστεύουμε, στο σύγχρονο παιδικό μυθιστόρημα και ιδιαίτερα στις δύο υπό μελέτη συγγραφείς.
     Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας των διηγημάτων που μελετήσαμε μας δίνει την ευκαιρία για ορισμένες επισημάνσεις και συγκρίσεις που αφορούν στην «ψυχογράφηση» των προσώπων με έμφαση στο πρόσωπο της μητέρας, του πατέρα και του παιδιού και στην εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων σε ότι αφορά το μοντέλο της οικογένειας.
 ΥΦΟΛΟΓΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
 
Τα ιστορικά γεγονότα και τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα αποτελούν κοινή πηγή θεματολογίας και για τις δύο συγγραφείς. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο καμβάς της αφηγηματικής πλοκής στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα που έχουν σχέση με πρόσωπα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος ή τις ίδιες.
     Ως προς το χρόνο και τον τόπο -και για τα τέσσερα μυθιστορήματα τα οποία μελετήθηκαν- στον οποίο εξελίσσεται η αφηγηματική πλοκή είναι και για τις δύο συγγραφείς η εξοχή[vii] -κυρίως σαν τόπος διακοπών των παιδιών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες- και η πόλη[viii] κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
    Η αφήγηση κυρίως πρωτοπρόσωπη στα μυθιστορήματα και των δύο συγγραφέων όπου ο  αφηγητής είναι συνήθως και ο πρωταγωνιστής του έργου. Υπάρχουν διαλογικά μέρη τα οποία συμβάλουν στη ζωντάνια του κειμένου και στην άμεση παρουσίαση των χαρακτήρων των ηρώων.  Ένα άλλο ενδιαφέρον υφολογικό μέσο, κοινό και στις δύο, είναι η αλληλογραφία[ix] ή το ημερολόγιο[x] που κρατούν οι ήρωες και έτσι γνωρίζουμε όχι μόνον την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά και την οπτική τους γωνία’ τις μύχιες σκέψεις  και τα συναισθήματά τους, καθώς εκφράζονται ελεύθερα, είτε γιατί οι αναφορές τους προορίζονται για προσωπική χρήση, είτε γιατί γράφουν σε φίλους τους.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται και από τις δύο συγγραφείς είναι σύγχρονη, χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, σαφήνεια και εκφραστικότητα. Τα παιδιά-πρωταγωνιστές μιλούν τη γλώσσα της εποχής τους. Συχνά συναντούμε -περισσότερο στην Μπιάνκα Πιτσόρνο- λεκτικούς τύπους της λεγόμενης «νεανικής αργκό». Και οι δύο συγγραφείς δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν λέξεις λόγιες ή σπάνιες[xi] οι οποίες είναι απλά «ξεχασμένες» αλλά και άλλες πραγματικά δύσκολες -τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη ηλικία των αναγνωστών που απευθύνονται- παραθέτοντας και κάποιο γλωσσάριο[xii] στο τέλος του βιβλίου.
     Οι περιγραφές των τοπίων σχεδόν απουσιάζουν από την Bianca Pitzorno, ενώ στην Πέτροβιτς υπάρχουν ως λειτουργικά στοιχεία της αφήγησης. Άλλο κοινό χαρακτηριστικό είναι η αγάπη προς τα ιστορικά ονόματα τα οποία διαλέγουν για τους ήρωές τους[xiii] καθώς και «εσωτερική διακειμενικότητα», η επανεμφάνιση δηλαδή των ηρώων σε επόμενα βιβλία, ώστε ο αναγνώστης να έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την εξέλιξή τους.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ Λότης Πέτροβιτς και της ΜΠΙΑΝΚΑ ΠΙΤΣΟΡΝΟ
Στα μυθιστορήματα της Πέτροβιτς, τα οποία μελετήσαμε, τα πρόσωπα –είτε αυτά εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές είτε έχουν δευτερεύοντες ρόλους- μοιράζονται ισότιμα σχεδόν και στα δύο φύλα.
    Η Bianca Pitzorno αντίθετα θεωρείται ως η συγγραφέας που έχει επιλέξει να γράφει βιβλία  με πρωταγωνιστές κορίτσια, με μόνη εξαίρεση το βιβλίο της  Η κούκλα του Αλχημιστή όπου  ο πρωταγωνιστής είναι αγόρι αλλά δεν του λείπουν και κάποια κοριτσίστικα χαρακτηριστικά που ενώ δε θέτουν καθόλου σε κίνδυνο την ταυτότητα του φύλου του, του δίνουν μια όχι και τόσο συνηθισμένη εικόνα.
     Η μητέρα, έτσι όπως εμφανίζεται στην Πέτροβιτς, δεν απέχει πολύ από τα παραδοσιακά πρότυπα, σε αντίθεση με τη μητέρα στα μυθιστορήματα της Pitzorno που σκιαγραφείται συχνά έως και αρνητικά.
     Η εικόνα της μητέρας στο έργο της Πέτροβιτς θα λέγαμε ότι είναι ένα κράμα της παραδοσιακής μητρικής φιγούρας με πολλά σύγχρονα στοιχεία. Μια ελληνίδα μητέρα η οποία διατηρεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του παλαιού προτύπου, που διψάει για δημιουργία και προσφορά αλλά και έχει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης γυναίκας. Είναι εργαζόμενη, χωρίς πάντα να ορίζεται το επάγγελμα, ενώ παράλληλα φροντίζει για το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών. Έχει κοινωνικές ανησυχίες, αγαπά το διάβασμα, δείχνει κατανόηση στα προβλήματα των παιδιών.  Η Άννα, στο Σπίτι για πέντε, εξωτερικεύει με ένα γλυκό τρόπο το άγχος της και την κούρασή της για να τα προλάβει όλα. Νομίζω ότι η ίδια η συγγραφέας συμπυκνώνει την εικόνα της μητέρας των έργων της στο ακόλουθο απόσπασμα:
«…Όμως η μάνα «επιστήμονας» σκέτος ήταν μονάχα τα πρωινά, στο γραφείο της. Τις άλλες ώρες ήταν κι ένα σωρό άλλα πράματα. Να, στο σπίτι, όταν τελείωνε τις δουλειές της και ηρεμούσε κι έπιανε με την Κόννη την κουβεντούλα, θα ‘λεγες πως ήταν συμμαθήτριά της ή το πολύ μια μεγάλη της αδελφή. Όταν πάλι φορούσε τα γυαλιά της κι έσκυβαν με τον πατέρα οι δυο τους πάνω στα χαρτιά και τα σχέδιά τους, έτσι που είχε τα μαλλιά τραβηγμένα πίσω κι ήταν το ύφος της σοβαρό, πιότερο για μικρός αδερφός του πατέρα έμοιαζε. Τα Σαββατοκύριακα έπειτα, όταν αποφάσιζε να μαγειρέψει νόστιμα και πολύπλοκα φαγητά και κλεινόταν μοναχή της με τις ώρες μες στην κουζίνα, ίδια η θεία Πανδώρα γινότανε, που είχε μανία με τα μαγειρέματα και δεν άφηνε κανένα να τη βοηθήσει. Κι όταν άρχιζε τα «πρόσεχε» στην Κόννη ή όταν την έπιαναν φόβοι παράλογοι, ε, τότε, δεν ήταν παρά μια μαμά του παλιού καιρού.»[xiv]
     Η μητέρα αντίθετα στην Πιτσόρνο  εμφανίζεται ως μια μικροαστή, συχνά εγωίστρια και με ελάχιστο ενδιαφέρον για τα παιδιά και την οικογένεια. Σκιαγραφείται αρνητικά θα λέγαμε, μακριά από τα παραδοσιακά πρότυπα, περνά το χρόνο της διαβάζοντας περιοδικά αμφιβόλου ποιότητας, βλέπει σαπουνόπερες στην τηλεόραση, ενδιαφέρεται μάλλον για την εξωτερική της εμφάνιση παρά για την εσωτερική της καλλιέργεια, έχει μικροαστικές αντιλήψεις. Όχι μόνο δεν λειτουργεί υπερπροστατευτικά αλλά συχνά δείχνει ανησυχητική αδιαφορία:
<Για να πάει στο σχολείο η Μπάρμπαρα έπρεπε να πάρει ένα τράμ και ένα λεωφορείο. Πάντα όρθια, κρεμασμένη από τις χειρολαβές, με τη σχολική τσάντα στην πλάτη, σαν σαρδέλα ανάμεσα σε τόσο κόσμο και κάθε τόσο να υπάρχει και κάποιος αηδιαστικός γέρος που εκμεταλλευόμενος το στριμωξίδι ακουμπούσε τα χέρια του πάνω της. Και όταν διηγήθηκε στη μητέρα της όλα αυτά, της είχε πει: «Έλα τώρα Μπάρμπαρα! Μην κάνεις σαν μωρό. Όλα τα κορίτσια στο Μιλάνο χρησιμοποιούν το τραμ. Πρέπει να μάθεις να προφυλάσσεσαι μόνη σου.»>[xv]
     Οι μητέρες της Πιτσόρνο ποτέ δεν παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε κανένα από τα μυθιστορήματά της. Η ίδια λέει ότι «λίγοι θα ήταν οι μεγάλοι για τους οποίους θα άξιζε να δείξει κάποιος ενδιαφέρον»[xvi]. Όμως και τα περιφερειακά γυναικεία πρόσωπα (γιαγιάδες, θείες, γειτόνισσες) δεν τυχαίνουν διαφορετικής αντιμετώπισης από την Πιτσόρνο σε αντίθεση με την Πέτροβιτς η οποία παρουσιάζει για παράδειγμα τη γιαγιά ως ένα πρόσωπο εξαιρετικά σημαντικό για την οικογένεια η οποία συχνά  αναλαμβάνει –περιστασιακά έστω- το ρόλο της ανατροφής των παιδιών. Στην Πιτσόρνο αντίθετα υπάρχει πάντα κάποιο πρόσωπο, ένα είδος γκουβερνάντας ή οικιακής βοηθού που είναι επιφορτισμένο με αυτήν την ευθύνη[xvii] ή που βοηθά απλώς στις δουλειές του σπιτιού.
     Ο πατέρας στο έργο της Πέτροβιτς είναι μοντέρνος, απαλλαγμένος από τα στερεότυπα περασμένων εποχών. Είναι δημοκρατικός, εργατικός, ψύχραιμος, έχει χιούμορ. Δεν διστάζει να αναλάβει ρόλους που παραδοσιακά ανήκουν στις γυναίκες, αποτελεί θα λέγαμε το ιδανικό πρότυπο για τους νεαρούς αναγνώστες. Αντίθετα στο έργο της Πιτσόρνο ο ρόλος του είναι γενικά πολύ περιορισμένος, η μικρή δράση του αναπτύσσεται και παραμένει στο παρασκήνιο. Είναι κάποιες φορές βίαιος, αυστηρός, άτολμος ενώ δεν λαμβάνει ενεργά μέρος στην ανατροφή των παιδιών.
Μπιάνκα Πιτσόρνο
     Μεγάλη συνάφεια υπάρχει όμως στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα των παιδιών-ηρώων από τις δύο συγγραφείς. Παρουσιάζονται με τα ίδια σχεδόν ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εκφράζουν τη γνώμη τους, παίρνουν πρωτοβουλίες, έχουν κοινωνικά ενδιαφέροντα και ανησυχίες, είναι ειλικρινή, έχουν τόλμη, εκφράζουν ανοιχτά τη ζήλια τους, είναι συχνά απείθαρχα αλλά έχουν ηθικούς κώδικες και αγαπούν το διάβασμα. Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται ως προς την ένταση κάποιων από αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι ήρωες της Pitzorno, για παράδειγμα, εκφράζουν πιο πολλές φορές και πιο έντονα τη ζήλια τους ή είναι περισσότερο απείθαρχοι. Ο «σημαντικός άλλος» για τα παιδιά στα έργα της Πέτροβιτς είναι τις περισσότερες φορές ένας ενήλικος ενώ στην Πιτσόρνο είναι πάντα η φίλη της ηρωίδας. Η φιλία είναι το «ζωντανό και έντονο» συναίσθημα που κατακλύζει τις ηρωίδες της Πιτσόρνο.
Λότη Πέτροβιτς
     Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι στα έργα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου συναντάμε οικογένειες με αυστηρά δομημένη ιδεολογία, με ηθικές αξίες, με παραδοσιακές αλλά και προοδευτικές απόψεις για τη ζωή και το ρόλο των δύο φύλων. Ακόμη και όταν διαταράσσονται οι σχέσεις μεταξύ των δύο συζύγων και ο γάμος οδηγείται σε διάλυση η επικοινωνία του πατέρα με τα παιδιά ή των δύο γονέων μεταξύ τους δεν διακόπτεται. Αντίθετα, σε αντίστοιχη περίπτωση στο έργο της Πιτσόρνο, η επικοινωνία του πατέρα και του παιδιού γίνεται προβληματική, ενώ εκείνη μεταξύ των δύο πρώην συζύγων γίνεται πια μόνο μέσω των δικηγόρων τους. Η οικογένεια στα υπό μελέτη έργα της Πιτσόρνο δείχνει να έχει χάσει τον προσανατολισμό της, οι γονείς εμφανίζονται να έχουν περισσότερη ανάγκη ηθικής στήριξης από ότι τα παιδιά. Ο πατέρας αδύναμος και σχεδόν ανύπαρκτος, η μητέρα αδιάφορη, μη εργαζόμενη –τις περισσότερες φορές- όχι από επιλογή για να προσφέρει στην οικογένεια, αλλά επειδή κάποιος άλλος ασχολείται με αυτό, ώστε η ίδια να μπορεί να ασχολείται με τον εαυτό της. Τα παιδιά δείχνουν να μεγαλώνουν σχεδόν μόνα τους ερχόμενα συχνά σε αντίθεση με τον κόσμο των ανώριμων ενηλίκων.
     Οι διαφορές που διαπιστώνουμε στην εικόνα της οικογένειας και στις σχέσεις που τη διέπουν οφείλονται κατά την άποψή μας στο ρόλο που επιφυλάσσει η κάθε συγγραφέας για τη μητέρα. Τα σύγχρονα πρότυπα δυτικού τύπου  στη σημερινή Ιταλία του Βορρά διαφέρουν πολύ από τα πρότυπα της σημερινής ελληνικής οικογένειας.
     Αν το μυθιστόρημα είναι τελικά «η μετάθεση σε επίπεδο λογοτεχνικό της καθημερινής ζωής» όπως σημειώνει ο Goldman τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι οικογενειακοί δεσμοί διαφέρουν στις δύο χώρες και ότι η ελληνική οικογένεια διατηρεί την παραδοσιακή της μορφή με συνεκτικό κρίκο τη μητέρα.




[i] Μ. Σακαλάκη, Κοινωνικές ιεραρχίες και σύστημα αξιών, Κέδρος, Αθήνα 1984
[ii] Για την Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: Στο τσιμεντένιο δάσος, Σπίτι για πέντε, Λάθος κ. Νόιγκερ, Γιούσουρι στην τσέπη, ενώ για την Μπιάνκα Πιτσόρνο: Η κούκλα του αλχημιστή, Βιολάντε, Πριγκίπισσα Λαουρεντίνα, Ο βασιλιάς Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου.
[iii] Μ. Σακαλάκη, ό.π.
[iv] Αξίζει κανείς να κάνει μια μικρή ιστορική διαδρομή στους ήρωες και στα προτεινόμενα πρότυπα συμπεριφοράς από την εποχή των μύθων οι οποίοι περιγράφουν τους Άθλους του Ηρακλή (το ζώο-άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει τον «εχθρό» με μόνη τη σωματική του δύναμη), την Ιλιάδα (ανταγωνισμός μεταξύ βασιλιάδων-σωματική ρώμη αλλά και εξυπνάδα), την Οδύσσεια (ο τύπος του πανούργου Οδυσσέα είναι ενδεικτικός των τάσεων της εποχής), φτάνοντας έως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα με την Πίπη τη Φακιδομύτη (παιδί που μεγαλώνει μόνο του ).
[v] Μ. Σακαλάκη, ό.π.
[vi] Χ. Σακελλαρίου, Ήρωες και πρότυπα συμπεριφοράς στην Παιδική Λογοτεχνία, από τα Πρακτικά Α’ Πανεπιστημιακού Συνεδρίου για την Παιδική Λογοτεχνία: Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και Πράξη, Καστανιώτης 1993.
[vii] Στην Τράπεζα Αιγίου εκτυλίσσονται οι ιστορίες στα βιβλία Λάθος κύριε Νόιγκερ και Γιούσουρι στην τσέπη της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου και στο Ντόργκο το Σπέσιαλ Βιολάντε και στο νησί Λα Σερπεντάρια το Ο βασιλιάς Μίδας είχε αυτιά γαϊδάρου της Bianca Pitzorno.
[viii] Η Αθήνα για το Στο τσιμεντένιο δάσος και Σπίτι για πέντε και το Μιλάνο για το Πριγκίπισσα Λαουρεντίνα και Η κούκλα του αλχημιστή.
[ix] Η αλληλογραφία της Άννας με την αδελφή της στο Σπίτι για πέντε, ή της Μπάρμπαρα με τις «αχώριστες» φίλες της στο Πριγκίπισσα Λαουρεντίνα.
[x] Προφορικό ημερολόγιο του Φιλίππου στο Σπίτι για πέντε, γραπτό στο Λάθος κύριε Νόιγκερ. Επίσης στο ίδιο βιβλίο το ημερολόγιο του Αλέξη Νόιγκερ και της Δάφνης. Γραπτό ημερολόγιο της Λάλατζε στο Ο Βασιλιάς Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου.
[xi] Για τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: σκήτη, αψίκορος, φιλίστορας, κ. ά.  ενώ για την Bianca Pitzorno, euforia (ευφορία), metalli vili (ευτελή μέταλλα), alchimista (αλχημιστής), dilapidare (σπαταλώ), κ.ά.
[xii] Η ύπαρξη υποσημειώσεων με τη μορφή επεξηγήσεων ή ευρετηρίου τέλους (γλωσσάριο) δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα παιδικά βιβλία. Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου το χρησιμοποιεί στο Λάθος κύριε Νόιγκερ και η Bianca Pitzorno στο Με το καραβάνι του Μεγαλέξανδρου.
[xiii] Ορέστης, Απελλής, Πηνελόπη, Αλέξανδρος, Άρης, Φίλιππος, Αλκμήνη και Làlage, Alessio, Olimpia, Elvira, Davide,Ilaria, Carmine, Efisia
[xiv] Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Στο τσιμεντένιο δάσος
[xv] Bianca Pitzorno, Principessa Laurentina, ό.π.
[xvi] Carla Ida Salviati, Ritratto d’Autore, Riv. Sfoglialibro
[xvii] Η γκουβερνάντα της Λαουρεντίνα στο Πριγκίπισσα Λαουρεντίνα ή οι γκουβερνάντες των διδύμων στο Ο Βασιλιάς Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ

  • Βελουδής Γ., Γραμματολογία- Θεωρία Λογοτεχνίας, Δωδώνη, Αθήνα 1997
  • Brunel P.-Pichois A.-Rousseau M., Τι είναι η συγκριτική γραμματολογία;, Πατάκης, Αθήνα 1998
  • Hawthorn J., Ξεκλειδώνοντας το κείμενο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995
  • Λούκατς Γ., Η θεωρία του μυθιστορήματος, Άκμων, Αθήνα 1978
  • Λούκατς Γ., Πρόσωπα και ιδέες, Πλέθρον, Αθήνα 1978
  • Μερακλής Μ., Προσεγγίσεις στην Ελληνική πεζογραφία, Καστανιώτης, Αθήνα 1986
  • Μπαμπινιώτης Γ., Γλωσσολογία και Λογοτεχνία,  Αθήνα 1991
  • Petronio G., L’attività letteraria in Italia, Palumbo, Firenze 1991
  • Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., Η Συγκριτική Φιλολογία, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1981
  • Rosa Asor Alb., Storia della letteratura italiana, La Nuova Italia, Firenze 1987
  • Σαχίνης Α., Νεοελληνικό μυθιστόρημα, Γαλαξίας, Αθήνα 1969
  • Τζιόβας Δ., Το παλίμψηστο της Ελληνικής Αφήγησης, Οδυσσέας, Αθήνα 1993
  • Τοντόροφ Τ., Ποιητική, Γνώση, Αθήνα 1989
ΕΙΔΙΚΗ
  • Αναγνωστόπουλος Β., Τάσεις και εξελίξεις στη Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980, εκδ. Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1982
  • Αναγνωστόπουλος Β., Θέματα Παιδικής Λογοτεχνίας. Α’ Ανιχνεύσεις, Καστανιώτης, Αθήνα 1987
  • Αγγελοπούλου Β., Τα βιβλία των παιδιών μας, Πατάκης, Αθήνα, 1997

  • Beseghi Emy, Nel giardino di Gaia, A. Mondadori, Milano 1994
  • Boero P-De Luca C., La letteratura per l’infanzia, Laterza, Roma-Bari, 1996
  • Γιάκος Δ., Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας από το ΙΘ’ αιώνα και σήμερα, Παπαδήμας, 1989

  • Faeti A., C’era una volta..Gli scrittori italiani per ragazzi, Feguagiskia Studios, Genova 1989
  • Ζερβού Αλ., Στη Χώρα των Θαυμάτων, Πατάκης, Αθήνα 1997
  • Καλογήρου Τ., Τέρψεις και ημέρες ανάγνωσης, ΙΜΠ, Αθήνα 1999
  • Κανατσούλη Μ., Πρόσωπα Γυναικών σε παιδικά λογοτεχνήματα, Πατάκης, Αθήνα 1996
  • Καρπόζηλου Μ., Το παιδί στη χώρα των βιβλίων, Καστανιώτης, Αθήνα 1999
  • Κατσίκη- Γκίβαλου Ά., Το θαυμαστό ταξίδι, Πατάκης, Αθήνα 1995
  • Κατσίκη- Γκίβαλου Ά. (επιμ.), Παιδική Λογοτεχνία-Θεωρία και Πράξη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993 (τόμ. Α) & 1994 (τόμ. Β)
  • Κοντολέων Μ., Απόψεις για την παιδική Λογοτεχνία, Πατάκης, Αθήνα 1987
  • Lukens R.J., A critical Handbbok of Children’s Literature, Harper Collins College Publishers, New York 1995
  • Παπαδάτος Γ., Η θεματολογία του σύγχρονου μυθιστορήματος για παιδιά, Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, αφιέρωμα Α’, Βιβλιογονία, Αθήνα 1992
  • Παπαντωνάκης Γ., Κώδικες και Αφηγηματικά προγράμματα σε κείμενα της Παιδικής Λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα 1999
  • Pennac D., Come un romanzo, Feltrinelli, Milano 1993
  • Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λ., Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία, Καστανιώτης, Αθήνα 1987
  • Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λ., Όπως και στ’ αηδόνια…», Πατάκης, Αθήνα 1995
  • Pitzorno B., Reale come la vita, bello come l’avventura, Riforma delle Scuola, nn. 8 & 9, 1987
  • Rodari G., Grammatica della Fantasia, Einaudi, Torino, 1973
  • Σακαλάκη Μ., Κοινωνικές ιεραρχίες και σύστημα αξιών, Κέδρος, Αθήνα 1984
  • Σακελλαρίου Χ., Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας, Φιλιππότης, Αθήνα 1987
  • Χρηστέα-Δουμάνη Μ., Η ελληνίδα μητέρα, Κέδρος 1989