Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Το "πολιτικοποιημένο" παιδικό βιβλίο

(Από το βιβλίο Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία, Καστανιώτης 1983, 19872  - εξαντλημένο - http://www.loty.gr/meletimata_analyt_1.htm )


Ένα από τα καυτά ερωτήματα που θέτουν συνήθως οι γονείς σχετικά με την παιδική λογοτεχνία είναι και τούτο: ναι ή όχι στο «πολιτικοποιημένο» παιδικό βιβλίο;
       Το ίδιο το ερώτημα, ωστόσο, κρύβει μια τεράστια παρεξήγηση. Γιατί εκείνοι που το θέτουν συγχέουν, συνήθως άθελά τους, τον όρο «πολιτικοποίηση» με τον όρο «κομματικοποίηση». Η διάκριση αυτή τονίστηκε ιδιαίτερα στο Συμπόσιο με θέμα την Πολιτική Αγωγή, που έγινε στη Λευκωσία το Δεκέμβριο 1976, οργανωμένο  από τον εκεί ΄Ομιλο Πνευματικής Ανανεώσεως και την Εταιρεία Επιστημονικών και Πολιτιστικών Μελετών. Και πραγματικά: Αν σκεφτούμε λίγο το πράγμα, σίγουρα θα συμφωνήσουμε πως κύριο μέλημά μας, ως γονιών, πρέπει να είναι το να πλάσουμε έναν άνθρωποι σωστό, χρήσιμο και στην κοινωνία και στον εαυτό του. Πρέπει, με άλλα λόγια, να τον κάνουμε ηθικό άνθρωπο και σωστό πολίτη, άνθρωπο που γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, που σέβεται τους νόμους και πάνω απ’ όλα είναι αποφασισμένος να ζήσει ελεύθερος ως άτομο, με ελεύθερο το έθνος του, σεβόμενος ταυτόχρονα και την ελευθερία των άλλων. Ο Καθηγητής της Φιλοσοφίας Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, μάλιστα, είχε τονίσει ότι «δεν κερδίζουμε τίποτα ν’ αποχωρίζουμε την έννοια της αγωγής του πολίτη από την έννοια της αγωγής του ανθρώπου» και ότι «η αγωγή αυτή αρχίζει από την ώρα που θα γεννηθεί το παιδί»[1]. ΄Ετσι, το βιβλίο που μας βοηθά σε τούτο το έργο θαρρώ πως κάθε άλλο παρά καταδικαστέο μπορεί να θεωρηθεί.
       Οι αντιρρήσεις που συχνά ακούγονται, και έντονα μάλιστα, για το είδος αυτό δίκαια αρχίζουν από τη στιγμή που βλέπουμε να εισχωρεί σ’ ένα παιδικό βιβλίο η προπαγάνδα για τούτο ή εκείνο το κόμμα, για τούτη ή εκείνη την παράταξη. Γιατί τότε το βιβλίο αυτό στενεύει τον ορίζοντα του παιδιού και του τονίζει καταστάσεις που και μεταβλητές είναι και ξεπερασμένες θα θεωρούνται έπειτα από χρόνια, όταν το παιδί θα έχει φτάσει πια σε ώριμη ηλικία.
       Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι το «πολιτικοποιημένο» βιβλίο, με τη σωστή έννοια του όρου, το βιβλίο δηλαδή που, πέρα από την αισθητική απόλαυση, θα βοηθήσει το παιδί ν’ αρχίσει να κατανοεί το ρόλο του ως πολίτη, να κατανοεί την έννοια της ελευθερίας, της ειρήνης και ης δικαιοσύνης, που θα το βοηθήσει με άλλα λόγια να ξεφύγει λίγο λίγο από τον εγωιστικό εαυτό του και να περάσει «από το εγώ στο εμείς», καταπώς έλεγε και ο Μακρυγιάννης, πρέπει να θεωρείται θεμιτό. Σαν παράδειγμα πολιτικοποιημένου βιβλίου μπορούμε να αναφέρουμε ένα πλιότερο ξένο πασίγνωστο αριστούργημα, τον Μικρό Πρίγκιπα του Σαιντ-Εξυπερύ.
          Από πολλές πλευρές ακούγονται βέβαια απόψεις όπως «αφήστε ήσυχα και ανέμελα τα παιδιά», ή «μην τα προβληματίζετε» και τα παρόμοια. Ας μη γελιόμαστε, όμως. Τα σημερινά παιδιά, και μάλιστα εδώ, στον πολύπαθο τόπο μας, και πολλά βλέπουν, και πολλά ακούν, και πολύ περισσότερα ξέρουν για τον κόσμο γύρω τους απ’ ό,τι οι προηγούμενες γενιές. Και παύουν από πολύ νωρίς να είναι όσο ανέμελα φαίνονται, αρχίζουν από πολύ νωρίς ν’ αναρωτιούνται «γιατί αυτό» και «γιατί εκείνο». Ο προβληματισμός τους είναι κάτι αναμφισβήτητο. ΄Αλλοι πάλι μιλούν για την αγνότητα του παιδιού ή του εφήβου που δεν πρέπει να χαθεί, κ.λπ. Όμως αγνότητα δε σημαίνει ανεμελιά, δε σημαίνει αδιαφορία για τα γύρω συμβαίνοντα. Το αντίθετο μάλιστα! ΄Οσο πιο αγνό ψυχικά είναι το παιδί ή ο νέος, τόσο πιο πολύ νιώθει και ταράζεται από τις ασχήμιες που βλέπει γύρω του.
  Πρέπει εδώ να πούμε πως η ανάγκη για τέτοια βιβλία, που να πλάθουν ελεύθερους ανθρώπους και σωστούς πολίτες, είχε επισημανθεί κι εδώ στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα, και μάλιστα από τη μεγάλη μας Πηνελόπη Δέλτα. Το Παραμύθι χωρίς όνομα είναι, δίχως αμφιβολία, το πρώτο «πολιτικοποιημένο» παιδικό βιβλίο. Στην ταραγμένη εποχή που πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας, γύρω στα 1910, προκάλεσε πολλές και ποικίλες αντιδράσεις. Η επανάσταση στο Γουδί και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ήταν θέματα νωπά και καυτά. Και το αντιβασιλικό πνεύμα διάχυτο. Χαρακτηρίστηκε λοιπόν το βιβλίο αυτό από μερικούς «αντιβασιλικό», ενώ από άλλους «φιλοβασιλικό» μεν αλλά «αντιγεωργιακό». Η ίδια ωστόσο η Πηνελόπη Δέλτα αναφέρει ξεκάθαρα τους στόχους της σε μια επιστολή της προς τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Γράφει: «Το βρίσκετε «αντιγεωργιακότατο» αν και «φιλοβασιλικότατο» και υποθέτετε πως σαν κυκλοφορήσει θα κατασχεθεί. Και το έγραψε και η Ακρόπολη στο φύλλο των 16 Δεκεμβρίου. Ο Βασιλεύς Αστόχαστος συμβολίζει άραγε στο Παραμύθι τον Βασιλέα Γεώργιον; Πολύ λυπούμαι που το παίρνει κανείς έτσι… Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς και το Βασιλόπουλο ο νέος ΄Ελληνας όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρει τη δύναμη ν’ αναγεννηθεί, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον ένα και στον άλλο τις δικές του αμαρτίες»[2].
            «Δεν κατέγινα ποτέ σε φιλολογία», έγραφε με σεμνότητα στον Κωστή Παλαμά. «Θέλησα να ξυπνήσω στα παιδιά ευγενικά αισθήματα και ιδέες»[3]. Κι ο Πέτρος Βλαστός τής έγραψε κάποτε: «Είστε από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν ξυπνητήρια!»[4].
            Σήμερα λοιπόν, περισσότερο από άλλοτε, θαρρώ πως όχι μόνο επιτρέπεται, αλλ’ ίσως επιβάλλεται οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων να είναι ξυπνητήρια, ποιος μικρότερο, ποιος μεγαλύτερο.

(Σημ.: Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες. Ο αναγνώστης ας κρίνει αν και πόσο παραμένει επίκαιρο).

[1]   Ι. Θεοδωρακόπουλος: «Η πολιτική αγωγή», άρθρο στο περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, τ. 63 (Μάρτιος 1977), σελ. 97-99.
[2]   «Αλληλογραφία Π.Σ. Δέλτα», επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 222-223.
[3]   Ο.π. σελ. 22 και 205.
[4]   Ο.π. σελ. 4.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Διπλό ταξίδι στο έργο της Λίτσας Ψαραύτη

Τα περισσότερα βιβλία της Λίτσας Ψαραύτη, όπως π.χ. Το διπλό ταξίδι, είχα τη χαρά και την τιμή να τα διαβάσω πριν τυπωθούν, να ταξιδέψω στις δακτυλογραφημένες σελίδες τους και ν’ απολαύσω όλα τους τα προτερήματα. Στο σημείωμα αυτό, θα επιχειρήσω ένα δικό μου δεύτερο ταξίδι σ’ ένα τμήμα του συνολικού της έργου, σε βιβλία που κάτι σημαντικό τα συνδέει: Ο τόπος όπου εκτυλίσσονται.
          Τα μυθιστορήματα που έχω κατά νου, αλλά και ολόκληρο το έργο της Λίτσας Ψαραύτη, μάς προσφέρουν πρωτίστως αισθητική απόλαυση. Πέρα από την απόλαυση αυτή και πάντα με τα νόμιμα μέσα της τέχνης του λόγου, μας καθιστούν και  πλουσιότερους ως προς την επαφή μας πότε με την ελληνική ιστορία και πότε με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Σημείο εκκίνησής για τούτα τα επιτεύγματα είναι συνήθως η γενέθλια γη. Μέσα από πολλά βιβλία της, η Σάμος γίνεται βαθμιαία τόπος οικείος στους αναγνώστες. Κι όταν φτάνουν στην τελευταία σελίδα, η ιστορία του νησιού αποτελεί πια γι’ αυτούς βίωμα εγκαυστικό.
            Το διπλό ταξίδι (Πατάκης), που προανέφερα, τιμήθηκε με το Βραβείο Μιχαήλας Αβέρωφ από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και αναγράφτηκε στον Τιμητικό Πίνακα του Πανευρωπαϊκού Βραβείου Παιδικής Λογοτεχνίας Pier Paοlο Vergeriο από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Στο βιβλίο αυτό, η Ψαραύτη μεταπλάθει προσωπικές της εμπειρίες σ’ ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι έναν τρόπο που δένει ευρηματικά το χτες με το σήμερα.
            ΄Ενα ταξίδι στην Παλαιστίνη τη δεκαετία του 1980 γίνεται αφορμή για ένα άλλο ταξίδι, ταξίδι στο χρόνο: Η αναπάντεχη συνάντηση της ηρωίδας του βιβλίου μ’ έναν ηλικιωμένο πια Γερμανό τη γυρίζει εφιαλτικά στην παιδική της ηλικία. Της θυμίζει τον καιρό της ιταλικής κατοχής στη Σάμο, τον ανελέητο βομβαρδισμό του νησιού από τους Γερμανούς το 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον ξεριζωμό των Σαμίων, την περιπλάνηση και τέλος την καταφυγή τους σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Παλαιστίνη – περιστατικά εκείνου του πολέμου ελάχιστα γνωστά.
            ΄Οταν επιστρέφει στο παρόν, η ηρωίδα-αφηγήτρια θέλει να ξαναδεί τον τόπο του παλιού εκείνου προσφυγικού καταυλισμού. Και βρίσκεται μπροστά σε μια προσφυγιά καινούρια, διαφορετική αλλά και τόσο ίδια! Οι πικρές μνήμες της ώριμης πια Σαμιώτισσας θα συναντηθούν με τις αντίστοιχες τραυματικές εμπειρίες των σύγχρονων παιδιών-προσφύγων της Παλαιστίνης. Και το διπλό αυτό ταξίδι θα επαναφέρει τον προβληματισμό και τα καυτά ερωτήματα για τους πολέμους, που παραμένουν αναπάντητα.
            Η Βρετανίδα συγγραφέας παιδικών και νεανικών βιβλίων Mοllie Hunter, σε θεωρητικό βιβλίο της, γράφει χαρακτηριστικά: «Κανένα βιβλίο δεν μπορεί να πει κάτι αξιόλογο, αν πρώτα η ζωή η ίδια δεν έχει πει αυτό το κάτι στο συγγραφέα του» [1]. Και η Λίτσα Ψαραύτη αυτό ακριβώς αποδεικνύει. Η ζωή τής επεφύλαξε οδυνηρές αλλά πολύτιμες εμπειρίες. Και αυτές μετουσίωσε, με το Διπλό ταξίδι της, σ’ ένα έξοχο λογοτέχνημα.
            Tο θέμα της προσφυγιάς δεν έπαψε ποτέ να την απασχολεί. Στο μυθιστόρημά της Η εξαφάνιση (Πατάκης) θίγεται – και μάλιστα για πρώτη φορά σε νεανικό βιβλίο – το θέμα μιας πιο πρόσφατης προσφυγιάς, εκείνης των Ελλήνων από την Τασκένδη. Ο νεαρός Νικήτας, που γεννήθηκε σε ξένη γη, εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη Σάμο, υφίσταται τις δοκιμασίες που περνούν στη μητέρα-πατρίδα οι πρόσφυγες της κατηγορίας του, αλλά νιώθει ΄Ελληνας γνήσιος και φλογερός. ΄Ετσι, τέσσερα χρόνια πριν συμβεί στην πραγματικότητα κάτι παρόμοιο στα Ίμια, η Ψαραύτη προφητικά τον παρουσιάζει να στήνει μια ελληνική σημαία σε μια βραχονησίδα μεταξύ Τουρκίας και Σάμου!
            Στη Σάμο διαδραματίζεται και το μυθιστόρημα Τα δάκρυα της Περσεφόνης, (Πατάκης) που αναγράφτηκε στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα. Η πατρίδα της Ψαραύτη προσφέρει κι εδώ ένα ιδανικό σκηνικό, για να ξετυλιχτεί μια ιστορία με ήρωες δυο δωδεκάχρονα παιδιά – τον Παντελή και την Αγγέλα – κι ένα άγαλμα που βρίσκουν αναπάντεχα μέσα στα χώματα: την Περσεφόνη. Ο Παντελής θαμπώνεται από την ομορφιά του αγάλματος. Με τη βοήθεια της Αγγέλας, μεταφέρει την Περσεφόνη κρυφά και την κρύβει στο υπόγειο του σπιτιού του. Λίγο λίγο τον κυριεύει ένα πρωτόγνωρο αίσθημα. Νιώθει το άγαλμα ζωντανό. Ο πρώτος έρωτας μπαίνει στη ζωή του με παράξενο τρόπο, τον κάνει να ζει ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Και αποφασίζει να κρατήσει την Περσεφόνη για πάντα κοντά του.
            Σύντομα ωστόσο αρχίζουν να συμβαίνουν πολλά αλλόκοτα στο νησί. Τα σπαρτά δε φυτρώνουν, το πρόωρο χιόνι καίει τα δέντρα, το κρασί θολώνει. Στο μυαλό των δύο παιδιών ζωντανεύει τότε ο αρχαίος μύθος για την αρπαγή της Περσεφόνης. ΄Ολα τα θεωρούν ενδείξεις ότι η θεά Δήμητρα έχει και πάλι θυμώσει, γιατί κρατούν φυλακισμένη τη θυγατέρα της και δεν την αφήνουν να στηθεί πλάι της, στο μουσείο του νησιού. Με πόνο ψυχής ο Παντελής θα παραδώσει τελικά το άγαλμα. Η κόρη θα σμίξει με τη μάνα και η τάξη του κόσμου θ’ αποκατασταθεί. ΄Ολα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα, ο Παντελής όμως θα είναι διαφορετικός. Γιατί θα ξέρει πια τι ήταν εκείνο που ένιωσε για την Περσεφόνη. Κι ακόμα, πως τη θέση της στην καρδιά του την έχει τώρα ένα πλάσμα ολοζώντανο, η Αγγέλα.
            Η Ψαραύτη, χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι εδώ, φέρνει τον αναγνώστη όσο κοντύτερα γίνεται στις αντιδράσεις και τα συναισθήματα του δωδεκάχρονου αγοριού. Ταυτόχρονα παρεμβάλλει μικρά, δευτερεύοντα επεισόδια και διηγήσεις μεγάλων, με νύξεις που παραπέμπουν όχι μόνο στη μυθολογία αλλά και σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα των αρχαίων και των νεότερων χρόνων. ΄Ετσι ο αναγνώστης παρακινείται ν’ ανιχνεύσει το παρελθόν, ενώ παράλληλα βιώνει τις ανησυχίες και την αναστάτωση ενός παιδιού που από την προεφηβική ηλικία ετοιμάζεται να μπει στην εφηβεία. Μ’ ένα ανάγνωσμα πέρα για πέρα ελληνικό, δένεται αρμονικά η προσπάθεια για αυτογνωσία με τη διάθεση για γνώση του κόσμου, παλιού και καινούριου, που περιβάλλει τα σύγχρονα παιδιά.
            Το θέμα της διάσωσης αρχαιολογικών θησαυρών του νησιού είχε απασχολήσει την Ψαραύτη και νωρίτερα. Στο βιβλίο Στα βήματα του Σαμοθήριου (Καστανιώτης), μια παρέα παιδιών βρίσκεται στη Σάμο για διακοπές.  Με τις εκδρομές και τις καθημερινές εξορμήσεις τους, γνωρίζουν – και μαζί τους ο αναγνώστης – όχι μόνο τα αρχαία μνημεία και τη μυθολογία της Σάμου, αλλά και τις φυσικές της ομορφιές, τα χωριά και τις πόλεις της. Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις θα γνωρίσουν το Σαμοθήριο, ένα προϊστορικό ζώο που έζησε στο νησί πριν από 50.000.000 χρόνια. Κι αυτό θα είναι η αρχή για ένα σωρό περιπέτειες, που θα φέρουν τα παιδιά αντιμέτωπα με αδίστακτους αρχαιοκάπηλους. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μικρού ή μεγάλου, για την εξέλιξη της ιστορίας  παραμένει αμείωτο, αφού ως την τελευταία σελίδα δεν μπορεί να μαντέψει αν τα παιδιά θα καταφέρουν ή όχι  να σώσουν το Σαμοθήριο και να το κρατήσουν για πάντα στον τόπο όπου έζησε.
            Με το Χαμόγελο της Εκάτης, (Πατάκης) που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και μεταφράστηκε στα ισπανικά και τα καταλανικά, η Ψαραύτη μάς μεταφέρει στην αρχαία Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Σάμο του 6ου π. Χ. αιώνα, στο Βυζάντιο του 11ου μ.Χ. αιώνα, στη νεότερη Ελλάδα του 19ου αιώνα - αλλά και στις μέρες μας, τις φορτωμένες με μνήμες οδυνηρές των τελευταίων δεκαετιών. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό ιστορικό μυθιστόρημα - και τα ιστορικά μυθιστορήματα πιστεύω πως είναι ότι καλύτερο μπορεί να προσφέρει σήμερα στα παιδιά και τους νέους ένας συγγραφέας. Γνωρίζοντας καλά τη νεανική ψυχή, έπειτα από γόνιμη θητεία στην παιδική και νεανική λογοτεχνία, αλλά κατανοώντας και τις ανάγκες του σύγχρονου αναγνώστη κάθε ηλικίας, η Ψαραύτη βρίσκει τρόπο και σ’ αυτό το βιβλίο να κινήσει από την πρώτη κιόλας σελίδα το ενδιαφέρον του. Τον γοητεύει και, με αφετηρία τη Σάμο, τον πείθει να ταξιδέψει μαζί της νοερά στο παρελθόν, σε καίρια σημεία της ιστορίας.
           Με το εύρημα ενός χρυσού περίτεχνου περιδέραιου κατασκευασμένου το 522 π.Χ., που χάνεται και επανεμφανίζεται, παραμένοντας κρυμμένο για αιώνες πότε στη γη και πότε στο βυθό της θάλασσας, πλέκονται και συνδέονται τέσσερις διαφορετικές και ενδιαφέρουσες ιστορίες με αντίστοιχες ηρωίδες: α) τη Θεανώ, μοναχοκόρη του βασιλιά της Σάμου Πολυκράτη, β) τη Θεονίκη, καλόγρια βυζαντινού μοναστηριού, γ) την Αρετή, θυγατέρα του προεστού της προεπαναστατικής Σάμου και δ) την Τέτη, μια σύγχρονη έφηβη. Τα γεγονότα, ο περίγυρος και η ατμόσφαιρα κάθε εποχής ζωντανεύουν ευφυώς με πυρήνα μια ερωτική περιπέτεια. 'Ετσι, ένα στοιχείο αιώνιο αλλά και πάντα επίκαιρο, ο έρωτας, κρατάει σε αναγνωστική εγρήγορση τον αναγνώστη, νέο ή ώριμο, ενώ του αποκαλύπτει συνοπτικά αλλά παραστατικότατα την ιστορία της Σάμου, ως μικρογραφία της ιστορίας ολόκληρου του Ελληνισμού.
          Το γλαφυρό γράψιμο, πέρα από την ολοζώντανη παρουσίαση ξεχωριστών στιγμών της ιστορίας, προσφέρει και κάτι ακόμη: Μια πλούσια σύγχρονη γλώσσα, που διανθίζεται με ιδιωματισμούς, απέθαντες εκφράσεις και στίχους ή λέξεις από παλαιότερες μορφές της ενιαίας ελληνικής.
           O προσεκτικός αναγνώστης εύκολα καταλαβαίνει το μόχθο που κατέβαλε η συγγραφέας, ώστε να φέρει σε πέρας το έργο της αυτό. Αντιλαμβάνεται την προσεκτική έρευνα που προηγήθηκε και τη σκληρή εργασία που απαιτήθηκε, ώστε να επιλέξει από την ιστορία 2.500 χρόνων σημαντικά και αντιπροσωπευτικά γεγονότα, να τα συμπυκνώσει και να τα χωρέσει σ' ένα βιβλίο εξαιρετικά ελκυστικό. Το «Μπράβο σας!" με το οποίο τελειώνει μια επιστολή στη συγγραφέα η Πρύτανις του πανεπιστημίου της Σορβόννης Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ,  βεβαιώνει του λόγου το αληθές.
            Με τα ΄Ονειρα από μετάξι (Πατάκης), η Ψαραύτη μάς δίνει για έκτη φορά ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στη Σάμο. ΄Ενας ξένος που φτάνει στο νησί, ταράζει τη γαλήνη της οικογένειας Καψάλη και απειλεί τη συνοχή της. Η μεγάλη κόρη, η έφηβη Δανάη, διηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα όσα συμβαίνουν από τη στιγμή που καταλαβαίνει ότι ο ξένος ενδιαφέρεται για τη μητέρα της κι εκείνη ανταποκρίνεται. Παράλληλα, μια άλλη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εκείνη της γριάς Θέκλας, που λογίζεται μέλος της οικογένειας, δίνει τα γεγονότα από διαφορετική σκοπιά, καταγράφοντας μνήμες που στοιχειοθετούν το παρελθόν τόσο της οικογένειας αυτής όσο και του τόπου της. Η συνέχεια θα είναι πικρή. Η μητέρα θα εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία και όλα θ’ αλλάξουν. ΄Ομως η ζωή συνεχίζεται παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Η Δανάη αποκτά τη δική της συναισθηματική ζωή και τα δικά της ενδιαφέροντα που θα την οδηγήσουν σε θετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Η Ψαραύτη  μάς δίνει εδώ ένα δυνατό και καλογραμμένο κοινωνικό μυθιστόρημα, που, πέρα από το κύριο θέμα του – τη διάλυση μιας οικογένειας -  θίγει κι άλλα σύγχρονα προβλήματα, όπως είναι η αντιμετώπιση των παιδιών με ειδικές ανάγκες, η ομοφυλοφιλία, κ.ά. ΄Εχουμε έτσι ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον, που πλούτισε τη θεματολογία της νεανικής μας λογοτεχνίας.
          Στο βιβλίο Η σπηλιά της γοργόνας (Πατάκης), μια σημερινή γιαγιά που ζει στη Σάμο, αποφασίζει να γράψει για την εγγονή της τα όσα της είχε διηγηθεί η γιαγιά δική της για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς που έζησε στο νησί, καθώς και τα χρόνια τα κατοπινά, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου.  Δημιουργείται έτσι ένα ιστορικό αφήγημα που εκπηγάζει από βιωμένα περιστατικά, μια αληθινή ιστορία της Μικρασιατικής καταστροφής και των  δεινών που επακολούθησαν για την Ελλάδα, με τη ζωντανή και τολμηρή γραφή της Ψαραύτη που κάνει τα βιβλία της να ξεχωρίζουν. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε παιδιά και νέους που θέλουν να ξέρουν αλήθειες για το παρελθόν και όχι «αποστειρωμένες» εξιστορήσεις, αλλά και σε όσους από τους σημερινούς μεγάλους δεν έμαθαν ποτέ όσες αλήθειες θα έπρεπε να ξέρουν. Κι όλα αυτά, «για να μη ζήσει η πατρίδα μας άλλες καταστροφές και ξεριζωμούς», όπως εύστοχα σημειώνει στο τέλος του βιβλίου η συγγραφέας.
            Τα όσα σύντομα ανέφερα σχετικά με τα επτά αυτά μυθιστορήματα της Ψαραύτη, δίνουν θαρρώ την εικόνα μιας σειράς βιβλίων που έχουν ως σημείο εκκίνησης τον ίδιο πάντα μικρό τόπο, αλλά που με την ποικίλη θεματογραφία και τους ανάγλυφους χαρακτήρες τους φέρνουν στο φως προβλήματα του παρόντος και του παρελθόντος, ψηλαφούν ζητήματα που αφορούν κάθε τόπο και κάθε χρόνο. Τα θέματα που επιλέγει κάθε φορά, η Ψαραύτη τα χειρίζεται με τρόπο που καθιστά τα μυθιστορήματα της ιδιαίτερα «διαβαστερά» - όπως χαρακτηρίζουμε τα βιβλία που αχόρταγα τα διαβάζει κανείς -, αναγνώσματα που συντροφεύουν, διανοίγουν τους ορίζοντες, αλλά και πλουτίζουν τις γνώσεις των αναγνωστών χωρίς να προκαλούν ανία.
            Στο σημείο αυτό δεν είναι ίσως άσκοπο να επαναλάβει κανείς μια διευκρίνιση σε σχέση με την παιδική και νεανική λογοτεχνία γενικά. Η αναφορά στον πλουτισμό των γνώσεων οδηγεί συχνά τη σκέψη στην πολυσυζητημένη δυνατότητα της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους να λειτουργεί παιδαγωγικά. Η δυνατότητα τούτη ασφαλώς και υπάρχει, η ύπαρξή της ωστόσο δε σημαίνει αυτόματα και την αναγνώριση ως πρωταρχικού σκοπού του είδους αυτού της λογοτεχνίας το να παιδαγωγεί. Απλώς υφίσταται στο βαθμό που ανιχνεύεται σε κάθε είδος λογοτεχνίας, σε όποιον κι αν απευθύνεται κατά κύριο λόγο. Ο σκοπός στην τέχνη – και η παιδική/νεανική λογοτεχνία είναι πρώτα απ’ όλα τέχνη – είναι θέμα για το οποίο πολύ μελάνι έχει χυθεί. Πολλές και οι γνώμες που έχουν επ’ αυτού διατυπώσει κορυφές του πνεύματος και στον τόπο μας. Ας θυμηθούμε μερικές:
             “Οπωσδήποτε και αν ορίσουμε τη λογοτεχνία, δεν είναι δυνατό να της αφαιρέσουμε την πανάρχαια υποχρέωσή της έμμεσα να διδάσκει πάντοτε τους ανθρώπους” [2] έχει γράψει ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος έχει συμπληρώσει: “Η τέχνη δεν είναι μόνο αυτοσκοπός αλλά και μια κοινωνική λειτουργία, που έχει προορισμό να βοηθήσει τον άνθρωπο, ώστε να ξεπεράσει τα προβλήματά του και να τον ενισχύσει στον αγώνα του για την πρόοδο από κάθε πλευρά. Σε τούτο μας προσφέρει βοήθεια ο Κλασικός Κόσμος, γιατί εκεί βλέπουμε ο ποιητής και ο πολίτης να είναι το ίδιο πράγμα” [3]. Ο Μιχάλης Στασινόπουλος, τέλος, έχει υποστηρίξει: “Είτε το θέλουμε είτε όχι, το έργο του λογοτέχνη έχει απήχηση στην ψυχή των ανθρώπων” και “με το έργο του ο λογοτέχνης γίνεται συντελεστής πολιτισμού, δάσκαλος των ψυχών και παιδαγωγός του λαού” [4].
            Οι ρήσεις αυτές βοηθούν, πιστεύω, να λυθεί κάθε παρεξήγηση. Η παιδική/νεανική λογοτεχνία σε τίποτα δεν διαφέρει από την εν γένει λογοτεχνία ως προς τη λειτουργία και τις έμμεσες υποχρεώσεις της, ή τους δευτερογενείς σκοπούς της. Αν λοιπόν γίνεται αναφορά στις παιδευτικές δυνατότητες του έργου της Λίτσας Ψαραύτη, αυτό δεν συμβαίνει επειδή το έργο κατατάσσεται στην παιδική/νεανική λογοτεχνία. Οι δυνατότητες αυτές θα ήταν δυνατόν να εντοπιστούν σε κάθε είδους λογοτεχνικό έργο, χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση της αισθητικής του αξίας ή το χαρακτηρισμό του ως “παιδαγωγικού υλικού”, όπως ατυχώς συχνά συμβαίνει, όταν αντιμετωπίζονται αβασάνιστα τα λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά και νέους από κριτικούς που δεν έλαβαν  ποτέ τον κόπο να ασχοληθούν σοβαρά με τον κλάδο αυτόν.
         Κλείνοντας τούτο το σημείωμα, θέλω να καταθέσω την προσωπική μου άποψη για τη συγγραφέα Λίτσα Ψαραύτη: Τη θεωρώ μία από τις κορυφαίες δημιουργούς της ελληνικής παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας, μια ακάματη και σθεναρή πνευματική εργάτρια, μια πραγματική λογοτέχνιδα.


[1] Mollie Hunter: Talent is not Enough, Harper and Row, New York: 1976, σελ. 620.
[2] Ι. Θεοδωρακόπουλου: «Πραγματογνωμοσύνη της εποχής μας», Πρακτικά πανελληνίου Συνεδρίου Λογοτεχνών «Ο Λογοτέχνης και η Εποχή μας», Αθήνα, 1976, σελ. 38.

[3]  Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: «Τι είναι ο Λογοτέχνης;» ο.π., σελ 56-57.

[4]  Ομιλία του Μιχ. Στασινόπουλου, ο.π., σελ. 274.

ΣΗΜ.: Περισσότερα για τη ζωή και τα έργα της Λίτσας Ψαραύτη:




Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Βία και παιδιά


Πασίγνωστο πια ότι «ανθεί», δυστυχώς, και στη χώρα μας το φαινόμενο του εκφοβισμού (Bullying), η ενδοσχολική βία, η επιθετικότητα των παιδιών, τα άγρια παιχνίδια την ώρα του διαλείμματος, όπου τείνει να επικρατήσει ο νόμος της ζούγκλας.
   «Πάντα υπήρχε βία στην παιδική ηλικία» ίσως αντιτείνουν αβασάνιστα μερικοί. Κι ως ένα σημείο είναι σωστή η παρατήρηση. Βίαιη συμπεριφορά παιδιών αναφέρεται και σε πολλά παιδικά βιβλία, ακόμα και στα παλιότερα. Ωστόσο τα είδη και τα αίτιά της νομίζω πως ήταν διαφορετικά. Ας δούμε για παράδειγμα ένα απόσπασμα από τον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα:
   «Πώς έφαγες την πέτρα;» ρώτησε ο πατέρας.
   «΄Ηταν πετροπόλεμος» είπε μουδιασμένος ο Αντώνης...
   «Πες, Γιάννη, πώς έγινε;»
   «΄Ηταν κάτι χαμίνια, κοτζά αγόρια, που πιάστηκαν με μια τσούρμα μικρά, μαρίδα τόση δα, και τη βάλανε μπροστά. Τα μικρά διαφεντεύθηκαν τότε με πέτρες, έριξαν και οι μεγάλοι και άναψε ο πετροπόλεμος. Μπήκε στη μάχη κι ο Αντώνης, τον είδα από μακριά κι έτρεξα κι εγώ, κι έριξα κι εγώ πέτρες και τους σκόρπισα...»
   «΄Ενα πράμα ήθελα να ξέρω, Γιάννη, σαν είδες τον Αντώνη να ρίχνει πέτρες σε ποιο στρατόπεδο πολεμούσε; Με τη μαρίδα ή με τα χαμίνια;»
   «Με τη μαρίδα, βέβαια...»
Σκίτσο της Σοφίας Ζαραμπούκα
για το βιβλίο "Ο Τρελαντώνης"
   «Ε, καλά! ... Αν ήταν με τη μαρίδα, χαλάλι του... Αν μου έλεγαν όμως, Αντώνη, πως πήγες με τους πιο δυνατούς, θα τελείωνε άσχημα η σημερινή μας συνάντηση. Μα μιας και πολέμησες με τους μικρούς, που τις έτρωγαν κιόλα από τους μεγάλους, όχι μόνο δε θα σε τιμωρήσω, μα και θα σου πω πως έκανες καλά...»
     Είναι φανερό, νομίζω, πως αυτό το είδος περιστασιακής «βίας» για την υποστήριξη του αδυνάτου, δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι γίνεται σήμερα στα σχολεία, όπου παρατηρείται η αναίτια καθημερινή επιθετικότητα, η βία για τη βία, ή ο συστηματικός εκφοβισμός μαθητών από «μαφίες» δήθεν ισχυρών συμμαθητών τους. Το πρώτο βέβαια που μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι ότι τα παιδιά είναι καθρέφτες της εκάστοτε κοινωνίας. Η ευρύτερη μελέτη όμως και η βαθύτερη ερμηνεία του φαινομένου είναι έργο των ειδικών. ΄Οσο για τους τρόπους αποτελεσματικής αντιμετώπισής του, η ΕΨΥΠΕ ( www.epsype.gr ) έχει προτάσεις άμεσα εφαρμόσιμες και επιστημονικά τεκμηριωμένες. Μπράβο στους εθελοντές που εργάζονται για τους σκοπούς της!