Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Μένη Κανατσούλη:Κριτική παρουσίαση του βιβλίου της Λότης Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου: Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας, Πατάκης, Αθήνα 2012



 Της Μένης Κανατσούλη, Καθηγήτριας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Η ίδια η συγγραφέας, στις τελευταίες σελίδες αναρωτιέται τι τελικά είναι το βιβλίο της Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας: σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει, μυθιστόρημα, παραμύθι ή τι άλλο… Αυτό όμως που είναι χωρίς αμφιβολία και πρώτα και κύρια είναι ένα πολύ δυνατό βιβλίο, ένα βιβλίο κλασσικό με την έννοια ότι μπορεί να αντέξει στο χρόνο, άλλωστε είναι ένα βιβλίο για το χρόνο, για το χρόνο και τις ζωές των ανθρώπων που τον διέρχονται, αλλά επίσης είναι κλασσικό και ως βιβλίο κατασκευασμένο με προσοχή, στιβαρότητα αλλά και συγκαλυμμένο πάθος.
Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου είναι μια συγγραφέας σοβαρή, μετρημένη χωρίς πολλές συναισθηματικές εξάρσεις ή διαχύσεις. Εκτός εάν μιλάει για τον τόπο της. Και τόπος της εδώ είναι το χωριό Τράπεζα στην Αχαΐα όπου υπάρχει και το σπίτι με την πράσινη βασίλισσα, τη βαλανιδιά. Μέσα όμως από αυτόν τον περιορισμένο τόπο εισχωρεί ο Τόπος, η Ελλάδα ολάκερη με την μακραίωνη ιστορία της όπως αυτή αποτυπώνεται στις ιστορικές περιπέτειες του Μοριά.
Φαίνεται λοιπόν πως το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Όμως δεν είναι μόνο τέτοιο, η ετικέτα στενεύει τα όρια του και η γραφή της Λότης ασφυκτιά στους περιορισμούς του είδους, τους ξεπερνά και γίνεται αφήγηση που περιέχει ιστορία, τοπικούς μύθους, μυθολογικούς αποήχους και όλα αυτά σε συνομιλία με το παρόν σύγχρονων λογοτεχνικών προσώπων. Εύρημα της, ιδιαίτερα λογοτεχνικό, είναι να βάζει την παλαιά βαλανιδιά να αφηγείται την ιστορία του τόπου διανθισμένη όμως, πάντα σύμφωνα με τις ιστορικές εποχές, με αφηγήσεις γύρω από πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν ή που θα μπορούσαν να έχουν ζήσει.
Η αφήγηση της ιστορίας του τόπου ξεκινά από την αρχαιότητα από μια παλαιότερη βαλανιδιά που όμως συνέχεται και συνδέεται με τη βαλανιδιά που επιβιώνει στην αυλή του σπιτιού χάρη στο αερικό της, την Αμαδρυάδα Πέλεια, που ζει στους αιώνες και την προστατεύει. Αυτή την ιστορία αλλά και την αγάπη της Πέλειας για το δένδρο αρχίζει να αφηγείται η βαλανιδιά στη λογοτεχνική περσόνα της συγγραφέως, το alter ego της, τη συγγραφέα μέσα στο βιβλίο που γράφει την αφήγηση. Ο αναγνώστης διαβάζει συμπυκνωμένη την ιστορία των ανθρώπων που έζησαν στο Μοριά, μια ιστορία σε γενικές γραμμές γνωστή που όμως καθώς συγκεκριμενοποιείται πίσω από τις ζωές προσώπων παίρνει μορφή, σάρκα και οστά και μεταφέρει στον αναγνώστη το παρελθόν ζωντανό, ανθρώπινο.
Σε κάθε μια ιστορική περίοδο αναδεικνύεται μια εμβληματική μορφή που συνέχεται με τον τόπο και τη ζωή τότε αλλά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέεται με την Αμαδρυάδα και συνεπώς τη βαλανιδιά: Ο Ίων ο πρώτος θνητός που τον αγάπησε η Πέλεια χωρίς ανταπόκριση, ο έγκλειστος δενδρίτης Λεόντιος την περίοδο της Εικονομαχίας που της ομολογεί την αμαρτία του, ο Ναΐτης ιππότης Ιωάννης επί Φραγκοκρατίας που, καθώς αφοσιωμένος στην πίστη του δεν θα δει ποτέ ερωτικά την Αμαδρυάδα ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, η Τουρκοπούλα Αϊσέ στην Τουρκοκρατία που θα καταφύγει στην στοργική κουφάλα της δρυός όταν σπαράζει από πόνο για το θάνατο του αγαπημένου της, αγωνιστή της Επανάστασης Παναγιωτάκου Φωτήλα, ο εντόπιος προφήτης Παπουλάκος στα χρόνια του Όθωνα. Από το πάθος και τα πάθη των ανθρώπων, τη φλόγα τους και τα δεινά τους, εμπνευσμένη η Αμαδρυάδα θα μπορέσει κάποτε να πραγματοποιήσει το όνειρό της και ως θνητή πια να ζήσει και αυτή έναν έρωτα, έναν έρωτα που μας φέρνει στη σύγχρονη εποχή και έτσι συναντούμε τα λογοτεχνικά πρόσωπα που συνθέτουν το δεύτερο επίπεδο του μυθιστορήματος στο παρόν: η Έλλη, ο παππούς της, οι φίλοι του, η συγγραφέας και ο σύντροφός της, ο Μίλτος, ο δικός του παππούς, η αιθέρια Χρύσα.
Στο μυθιστόρημα αυτό που περιληπτικά και αφαιρετικά έδειξα τον καμβά του, έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία το στήσιμο του, η δομή του, το ισορροπημένο δέσιμο των δύο επιπέδων και η λεπτή επεξεργασία του άφθονου ιστορικού υλικού. Έτσι το μυθιστόρημα οργανώνεται σε 9 κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στα παροντικά λογοτεχνικά πρόσωπα, με το δεύτερο αρχίζει η αφήγηση της βαλανιδιάς και έτσι μεταφερόμαστε στο παρελθόν και στα αλλοτινά πρόσωπα αλλά και στη διαχρονική μορφή της βαλανιδιάς/Αμαδρυάδας. Τα επόμενα κεφάλαια εναλλάξ αναφέρονται στο παρόν και στο ιστορικό παρελθόν. Αξίζει επίσης να προσεχθούν οι τίτλοι των κεφαλαίων όπου τα πέντε κεφάλαια που αναφέρονται στο παρόν έχουν ως τίτλους φράσεις από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» και τα άλλα τέσσερα που αναφέρονται στην ιστορία είναι τίτλοι με προτροπές της βαλανιδιάς προς τη συγγραφέα ή με αναφορά στη συνομιλία τους.
            Τα 9 κεφάλαια αντιστοιχούν στα δύο επίπεδα χρόνου, το παρελθόν και το τώρα, αλλά και σε δύο επίπεδα γραφής. Το 2ο, το 4ο, το 6ο και το 8ο με θαυμαστή αφαιρετικότητα αναπλάθουν το ιστορικό υλικό και με μια αφήγηση κομψά περίτεχνη δημιουργούν ένα θελκτικό διάγραμμα της ιστορίας του Μοριά. Πατώντας στο γοητευτικό παραλληλισμό για τις ρίζες της συγγραφέως στον ουρανό και τις ρίζες της βαλανιδιάς στη γη, η ιστορία υπάρχει μεν ως πληροφορία αλλά συνεχώς δένεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το πρόσωπο της συγγραφέως και με το παρόν. Αποτελεί και αυτό έναν τρόπο να μας αποκαλυφθεί ότι το παρελθόν όσο και αν έχει απομακρυνθεί είναι πάντα παρόν και ζωντανό στις σημερινές ζωές των ανθρώπων. Το παρελθόν αυτό δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα μόνο ως πεδίο πολεμικών ή πολιτικών αντιπαραθέσεων. Προβάλλεται ταυτόχρονα ως ιστορία ιδεών: εξίσου μεγάλη σημασία έχει η τέχνη η βυζαντινή κυρίως με αναφορές στην Ερμηνεία του Διονυσίου εκ Φουρνά ή στον Ελ Γκρέκο αλλά και οι θρησκευτικές δοξασίες που δεν οδηγούν μόνο σε εξάρσεις φανατισμού όπως στην Εικονομαχία αλλά δείχνουν το διαχρονικό πάντρεμα αρχαιοελληνικών παγανιστικών δοξασιών με τη χριστιανική πίστη.
            Το ιστορικό υλικό προσφέρεται στον αναγνώστη με τη μορφή μιας συνεχούς αφήγησης, ενός μονολόγου της βαλανιδιάς που συν-διαλέγεται με τη συγγραφέα. Στον λόγο της αυτό εγκιβωτίζονται μικρότερες αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα. Εάν αυτού του τύπου ο  διάλογος συσχετισθεί με τις συνεχείς συνομιλίες των προσώπων που δρουν στο παρόν τότε έχουμε ένα μωσαϊκό λόγων που αναδεικνύουν τη διαχρονική σημασία της προφορικότητας: ως μέσου για να διατηρηθεί η ιστορία αλλά και ως μέσου για να υπάρξουν και να κρατηθούν οι ανθρώπινοι δεσμοί, της φιλίας, της στοργής, αλλά και η λογοτεχνική δημιουργία.
            Το επίπεδο γραφής που αφορά το παρόν, στα υπόλοιπα πέντε κεφάλαια, διατρέχεται και καθορίζεται από αποσπάσματα, συνήθως με τη μορφή αναγνώσεων, από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν», προκαλώντας έτσι το διακειμενικό συνειρμό στον αναγνώστη για τον τίτλο του βιβλίου. Στο αφηγηματικό επίπεδο του παρόντος βρίθουν οι διακειμενικές αναφορές όχι μόνο στη διαρκή αγάπη της Πέτροβιτς για τον Παπαδιαμάντη που επανέρχεται (θυμηθείτε το Καναaρίνι και μέντα) αλλά και σε πολλά προγενέστερα βιβλία της. Συνήθης τεχνική της η αυτοαναφορικότητα, η επαναφορά χαρακτήρων από προηγούμενα βιβλία της στα νεότερα, εδώ όμως υπάρχει και μια πρωτοτυπία. Δεν αρκείται μόνο να επαναφέρει στο φόντο των ιστοριών παλαιότερα πρόσωπα, αλλά να συνδέσει τη στόφα της γραφής της με το μυθολογικό χρόνο όπως τον περιγράφει στην Οικογένεια του ήλιου ή να δέσει τον έναν τόπο της ζωής της, το Μοριά, με τον άλλο τόπο, το Μελένικο, από την Προφητεία του κόκκινου κρασιού.
            Το παροντικό επίπεδο έχει μια περισσότερη ανεμελιά καθώς συνδέεται με τις διακοπές της Έλλης αλλά και των άλλων μεγαλύτερων προσώπων. Όμως υποβόσκουν πάθη όπως ο έρωτας της Χρύσας. Πίσω από τον έρωτα αυτόν υπάρχει ένα μυστήριο που καλλιεργείται από τη γραφή και το μυστήριο αυτό δοσμένο με πινελιές μαγικού ρεαλισμού δεν διαλύεται μέχρι το τέλος: η Χρύσα (είναι το παιδί της Αμαδρυάδας Πέλειας) μέχρι το τέλος της αφήγησης θα διατηρήσει το αινιγματικό και γήινο στοιχείο της.
            Στο δέσιμο ιστορίας και σύγχρονης πραγματικότητας που όσο προχωρά το βιβλίο γίνεται ολοένα και πιο στενό, η βαλανιδιά δεν αποτελεί μόνο τη συμβολική μορφή που συνδέει παρόν και παρελθόν. Αποτελεί ακόμη το σύμβολο της αγάπης προς τη φύση και μαζί με τις κομματιαστές αφηγήσεις, γεμάτες ομορφιά, για το ελληνικό τοπίο, καθιστούν το βιβλίο ένα βαθύτατα φυσιολατρικό και οικολογικό μυθιστόρημα.
            Φτωχό το έργο της κριτικής μπροστά στην καλή λογοτεχνία. Τι να πρωτοπρολάβει να πει; Πώς να υποκαταστήσει το μεγαλειώδες της γραφής με ένα λόγο επιστημονικό, επιτηδευμένα ακριβόλογο; Γι’ αυτό αφήστε με να τολμήσω να κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση με τα λόγια τούτα: «Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Με έθελγε, με εκάλει»[1].



[1] Παραφράζοντας το σχετικό απόσπασμα από το «Υπό την βασιλικήν δρυν», στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Σκοτεινά παραμύθια (εισαγωγή-επιλογή-σχόλια Σ. Πασχάλης), Μεταίχμιο, Αθήνα 2001.