Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Σημεία αναγνώρισης της λογοτεχνίας για παιδιά και των δημιουργών της



(Από το βιβλίο μου Η παιδική λογοτεχνία στην εποχή μας (Καστανιώτης 1990 /εξαντλημένο) σελ. 137-144)

Η έμφαση που δίνεται στην Παιδική λογοτεχνία τις τελευταίες δεκαετίες, η πλούσια παραγωγή παιδικών βιβλίων και η σχετικά πλατιά κυκλοφορία τους προκαλεί κάθε τόσο το ερώτημα: «Είναι τελικά διαφορετικό είδος τέχνης η λογοτεχνία για παιδιά;»

Πολλοί απαντούν ότι είναι λάθος να υποστηρίζεται κάτι τέτοιο. Όπως τα παιδιά –πιστεύουν- αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας των ανθρώπων, όμοια και η λογοτεχνία που διαβάζουν πρέπει να εντάσσεται στη λογοτεχνία γενικά. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα παιδιά είναι τμήμα της κοινωνίας δε σημαίνει ότι δεν έχουν κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα, πράγμα, μάλιστα, που επιτρέπει και την ειδική μεταχείρισή τους, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Το ίδιο συμβαίνει και με την Παιδική Λογοτεχνία. Το ότι εντάσσεται στη λογοτεχνία γενικά δε σημαίνει ότι δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ή ότι δεν πρέπει να τυχαίνει μιας ξεχωριστής μεταχείρισης και φροντίδας.

      Μελετώντας τόσο τη σύγχρονη, όσο και την παλιότερη λογοτεχνία για παιδιά –ή, καλύτερα, τη λογοτεχνία που έχει παρατηρηθεί ότι αρέσει στα παιδιά- ελληνική και ξένη, καταλήγει κανείς σε ορισμένα συμπεράσματα. Και τα συμπεράσματα αυτά ενισχύονται και από τη μελέτη βιβλίων που οι συγγραφείς τους δεν τα προόριζαν για παιδικό αναγνωστικό κοινό, ήταν όμως τέτοια η απήχηση που είχαν σ’ αυτό, ώστε σήμερα να θεωρούνται «κλασικά» του είδους –όπως για παράδειγμα τα βιβλία του Ντίκενς και του Ιουλίου Βερν (έγινε, δηλαδή, και σ’ αυτά εκείνο που συνέβη με τα περισσότερα λαϊκά παραμύθια). ΄Ετσι, μπορούμε να αποτολμήσουμε μια αδρή καταγραφή αυτών των σημείων-χαρακτηριστικών, έχοντας στο νου κυρίως τα πεζογραφήματα. Περιττό, φυσικά, να υπογραμμιστεί ότι μιλώντας για Παιδική Λογοτεχνία θα εννοούμε τα αισθητικώς δικαιωμένα κείμενα, τα πραγματικά λογοτεχνήματα και όχι το σύνολο των βιβλίων που κυκλοφορεί για παιδιά, όπου περιέχονται αναγνώσματα άσχετα με τη λογοτεχνία ή κείμενα χαμηλής ποιότητας, με κύριο στόχο το εμπορικό κέρδος ή κάποια προπαγάνδα ή την ικανοποίηση κάποιας φιλοδοξίας του συγγραφέα. Το ότι υπάρχουν και αυτά δεν πρέπει, νομίζω, να μας ξενίζει. Παρόμοια φαινόμενα παρουσιάζονται και ακολουθούν ενοχλητικά κάθε είδος τέχνης που ανθίζει.

        Ας επιχειρήσουμε όμως την καταγραφή των σημείων αναγνώρισης για τα οποία ήδη μιλήσαμε. Και ας αρχίσουμε από μερικά που αφορούν στη μορφή: Στα λογοτεχνήματα για παιδιά ο λόγος είναι συνήθως λιτός. Η βωμολοχία σπανίζει, όπως και ο σαρκασμός. Οι περιγραφές είναι σύντομες αλλά καίριες. Η αφήγηση έχει αμεσότητα. Η οπτική γωνία είναι συχνότατα εκείνη του παιδιού. ΄Οσο για τους χαρακτήρες, διαγράφονται καθαρά αλλά χωρίς επιμονή στην ψυχογραφική τους παρουσίαση, πράγμα που επιτρέπει ευκολότερα την ταύτιση των νεαρών αναγνωστών με τους ήρωες. Δε θα σταθώ περισσότερο στη μορφή, για να προχωρήσω σε τρία άλλα σημαντικότερα χαρακτηριστικά, που αφορούν το περιεχόμενο.

        Το πρώτο αφορά την πλοκή. Στα πεζογραφήματα που βρίσκουν απήχηση στα παιδιά πάντα κάτι συμβαίνει. Υπάρχει πλοκή σε ξεκάθαρο πλαίσιο, πλοκή έντονη και γρήγορη, κάτι που ικανοποιεί την περιέργεια και την ανυπομονησία της παιδική ηλικίας, κάτι που εναρμονίζεται με τη χαρακτηριστική κινητικότητα των παιδιών. Υπάρχει μύθος, με αρχή, μέση και τέλος. Αυτό είναι πραγματικά αξιοσημείωτο, ιδιαίτερα σήμερα που η σύγχρονη πεζογραφία για ενηλίκους σπάνια διηγείται μια ιστορία. ΄Ισως αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που χάνει διαρκώς αναγνώστες, ενώ η λογοτεχνία γα παιδιά κερδίζει ολοένα και περισσότερους –και όχι μόνο  παιδιά. Οι λογοτέχνες, σε παγκόσμια κλίμακα, δείχνουν να έχουν λησμονήσει μια βασική ανάγκη του ανθρώπου: να ακούει ιστορίες. Τη λησμόνησαν ή την άφησαν στο έλεος της τηλεόρασης, στη σπουδή τους να βρουν πιο πρωτότυπους τρόπους να εκφραστούν λογοτεχνικά. 

Isaac Bashevis Singer
Jill Paton
Ο Isaac Bashevis Singer, Αμερικανός συγγραφέας, κάτοχος βραβείου Νομπέλ λογοτεχνίας, είπε πριν από κάμποσα χρόνια για το λόγο που τον έκανε να στραφεί στην Παιδική Λογοτεχνία: «΄Αρχισα να γράφω για παιδιά σαν ύστατη καταφυγή, για να γλιτώσω από μια λογοτεχνία έξαλλη, έτοιμη ν’ αυτοκτονήσει»[1]. Και μια διάσημη συγγραφέας παιδικών βιβλίων, η Jill Paton Walsh, γράφει σε κάποιο δοκίμιό της: «Η Οδύσσεια, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου, προκαλεί το θαυμασμό και το ζωηρό ενδιαφέρον των λογίων και των διανοουμένων. Αν όμως γραφόταν σήμερα, σίγουρα ο κόσμος θα τη θεωρούσε ανάγνωσμα για παιδιά. Οι κριτικοί, με σηκωμένο το φρύδι, θα σημείωναν: Ο κ. ΄Ομηρος διαθέτει ζωηρή φαντασία και επινοητικότητα και τα βλέπει όλα με δροσερή ματιά, στοιχεία που θα ενθουσιάσουν τα παιδιά γύρω στα 10»[2]

Alan Garner
Και μια που βρεθήκαμε στη Βρετανία, επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω τι εξομολογείται πικρά ένας άλλος πασίγνωστος συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ο Alan Garner: «Δε βρήκα τίποτα» λέει «στα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα που να με αφορά, ενώ, αντίθετα, όλα με αφορούσαν στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες.  Θυμούμαι πόσο με εντυπωσίασε το ότι κάποιος ΄Ελληνας, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και πλέον, είχε γράψει κάτι που με βοήθησε να καταλάβω τον τρόπο που συμπεριφερόταν σήμερα η μητέρα της αρραβωνιαστικιάς μου». Και συνεχίζει: «Τα σύγχρονα μυθιστορήματα είναι γραμμένα από υπερδιανοούμενους με αφηρημένη σκέψη για άλλους διανοούμενους με επίσης αφηρημένη σκέψη. Κανείς δε μου λέει, εμένα του αναγνώστη, «σ’ αγαπάω». Δε βρήκα τίποτα το θεμελιώδες, τίποτα που να βιώνεται πραγματικά, να ξεπερνιέται, να σώζεται. Η κάθαρση είναι σχεδόν ανύπαρκτη»[3].

        Τούτες οι παρατηρήσεις μάς βοηθούν να ανιχνεύσουμε τα υπόλοιπα δύο κύρια χαρακτηριστικά των λογοτεχνικών κειμένων για παιδιά: πρόκειται για την ύπαρξη κάθαρσης και για μια διάχυτη αίσθηση ότι ο αναγνώστης είναι αντικείμενο αγάπης από το συγγραφέα. Πραγματικά, η κάθαρση στη λογοτεχνία για παιδιά είναι πάντα σχεδόν ορατή. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ρίζα της είναι τα λαϊκά παραμύθια. Η κάθαρση ικανοποιεί απόλυτα το έμφυτο αίσθημα δικαιοσύνης που διακρίνει την παιδική ηλικία. ΄Υστερα, στην Παιδική Λογοτεχνία πάντα σχεδόν ο αναγνώστης νιώθει ότι ο συγγραφέας τον αγαπάει. Όχι πως τον γλυκονανουρίζει ή του κρύβει την αλήθεια ή αποφεύγει να τον στενοχωρήσει. Κάθε άλλο! Οι ρεαλιστικές σκηνές δε λείπουν, οι βαρβαρότητες δε συγκαλύπτονται, οι αντιξοότητες και οι κρίσεις, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, παρουσιάζονται με ειλικρίνεια. Σκοπός τους όμως δεν είναι να στήσουν έναν καθρέφτη στο πρόσωπο του αναγνώστη, για ν’ αναγνωρίσει τα προσωπικά του ή τα κοινωνικά αδιέξοδα, με τελικό αποτέλεσμα την εκτόνωση του συγγραφέα και μόνο ή έστω και την ευαισθητοποίηση ή τον προβληματισμό του αναγνώστη. Παρουσιάζονται για να οδηγήσουν σε δημιουργική υπέρβαση των κρίσεων, για να λειτουργήσουν θεραπευτικά και «αγαπητικά» για τον αναγνώστη, ώστε φτάνοντας εκείνος στην τελευταία σελίδα να νιώθει ανανεωμένος, συντροφευμένος, ικανός να ξεπεράσει τις αντιξοότητες του βίου, τις δυσκολίες τού έξω και του μέσα κόσμου του. Κι όλα αυτά, βέβαια, μακριά από κάθε αντιπαθητικό διδακτισμό, κραυγαλέα συνθήματα ή ευτελή προπαγάνδα. Να γιατί τα βιβλία για παιδιά τελειώνουν πάντα καλά, όχι δίνοντας γλυκερά “happy end”, αλλά αφήνοντας μια γεύση αγάπης, κατάφασης για τη ζωή και κατανόησης για τους άλλους. Ο μηδενισμός και η απελπισία είναι αταίριαστα με την παιδική ψυχή. Η σύγχρονη παιδοψυχολογία διδάσκει, μάλιστα, ότι στο παιδί που δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον του με αισιοδοξία αναστέλλονται οι μηχανισμοί ανάπτυξης.

      Τώρα εύκολα μπορεί να διατυπωθεί η γνώμη ότι με βάση τα «σημεία αναγνώρισης» που προσπάθησα ως εδώ να καταγράψω, ένα λογοτέχνημα είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί «για παιδιά», άσχετα από την αρχική πρόθεση του συγγραφέα, άσχετα αν συνειδητά ή όχι το έγραφε για παιδιά. Επίσης, ότι ένα βιβλίο που γράφτηκε «για παιδιά» μπορεί ν’ αποδειχτεί τελικά ότι δεν είναι γι’ αυτά. Κι ακόμα ότι στα έργα κάποιου συγγραφέα για ενηλίκους μπορεί να συγκαταλέγεται και κάποιο που έχει τα «σημεία αναγνώρισης» του λογοτεχνήματος για παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι στεγανά δεν υπάρχουν. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι υπάρχουν συγγραφείς που το σύνολο του έργου τους ή, κατά κανόνα, τα έργα τους έχουν όλα τα σημεία αναγνώρισης που προαναφέραμε, γι’ αυτό και διαβάζονται από παιδιά. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με το είδος των δημιουργών που άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με συγκατάβαση καλούνται «συγγραφείς παιδικών βιβλίων».

        Αλλά τι είδους όντα είναι άραγε οι συγγραφείς αυτοί; Γιατί ν’ αποκαλούνται έτσι και όχι απλά «συγγραφείς»; Κάποτε είχε πει ένας γνωστός διανοούμενος ότι «γράφει κανείς ό,τι είναι και είναι ό,τι γράφει». Μήπως, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί έχουν – όπως και τα κείμενά τους – κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κάποιες ειδικές ικανότητες; Ας θυμηθούμε τα κυριότερα σημεία. Ας σταθούμε στην «πλοκή» και το «ξεκάθαρο πλαίσιο». Η ανάγκη να εκφράζεται κανείς δημιουργώντας έργο με τέτοια στοιχεία δε φανερώνει άραγε δημιουργό ικανό να πειθαρχεί αλλά και να ελέγχει το υλικό και το λόγο του, να βάζει «τάξη στο χάος»; Να έχει, με άλλα λόγια, ένα γνώρισμα βασικό των πραγματικών δημιουργών; Ας πούμε, λοιπόν, ότι η δεξιότητα τούτη είναι το πρώτο χαρακτηριστικό.

    Προχωρώντας στα σημεία «κάθαρση», «αισιοδοξία», «κατάφαση της ζωής» δε θα δυσκολευτούμε, υποθέτω, να συμπεράνουμε ότι τέτοια στοιχεία διακρίνουν κατά κανόνα τα έργα δημιουργών ψυχικά υγιών. Ως δεύτερο χαρακτηριστικό, λοιπόν, ας αποτολμήσουμε να αναφέρουμε την ψυχική υγεία.

      Η στάση, τώρα, απέναντι στον αναγνώστη –στάση αγάπης, κατανόησης και συντροφικότητας- φανερώνει γενικότερη έγνοια και αγάπη για τον άνθρωπο και το μέλλον του. ΄Υστερα, το ότι ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων διηγείται πάντα σχεδόν μια ιστορία –«λέει» κάτι σε κάποιον- σημαίνει ότι γι’ αυτόν η λογοτεχνία δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης αλλά και τρόπος επικοινωνίας. Η επικοινωνία τον ενδιαφέρει γιατί τον νοιάζει ο «πλησίον». Όλα τούτα μας επιτρέπουν να καταγράψουμε το αίσθημα της ανθρωπιάς ως τρίτο χαρακτηριστικό των συγγραφέων παιδικών βιβλίων.

        Στο σημείο αυτό εύλογα θα αντιτάξει κανείς ότι τέτοιες ιδιότητες χαρακτηρίζουν και πολλούς –ίσως τους περισσότερους λογοτέχνες που απευθύνονται στους ενηλίκους και ότι κάτι τέτοιο εύκολα θα μπορούσε ν’ αποδειχτεί με άλλους συλλογισμούς. Η ορθή αυτή παρατήρηση δεν αναιρεί, υποθέτω, τις παραπάνω διαπιστώσεις. Μάλλον προσθέτει ακόμα μια: ότι πολλοί λογοτέχνες θα μπορούσαν ίσως να δημιουργήσουν έργα για παιδιά. Είπα «ίσως», με την πεποίθηση ότι για τέτοια δημιουργία θα πρέπει να διαθέτουν και το τέταρτο και σημαντικότερο χαρακτηριστικό, το τελευταίο που θ’ αναφέρω.

      Είπαμε ήδη ότι ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων διηγείται κάτι σε κάποιον. Στη δική του περίπτωση αυτός ο κάποιος είναι, συνειδητά ή όχι, ένα παιδί – μπορεί του άμεσου περιβάλλοντός του, ένα παιδί φανταστικό ή το παιδί που κάποτε υπήρξε ο ίδιος ο συγγραφέας. ΄Οσο στενότερη και πληρέστερη είναι αυτή η επικοινωνία, τόσο πιο πετυχημένο το λογοτέχνημα. Απαραίτητη προϋπόθεση για τούτη την επικοινωνία είναι αναμφίβολα να διατηρεί την παιδικότητά του ο συγγραφέας, χωρίς φυσικά να απεμπολεί την ωριμότητά του, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα πραγματικό λογοτέχνημα. Τέταρτο και τελευταίο, λοιπόν, χαρακτηριστικό των συγγραφέων παιδικών βιβλίων είναι η διατήρηση της παιδικότητας. Και ίσως τούτο το τελευταίο είναι που τους καταξιώνει και ως πνευματικούς ανθρώπους.

Χρήστος Μαλεβίτσης
Επιγραμματικά το έχει διατυπώσει ο Χρήστος Μαλεβίτσης:
«Αυθεντικοί πνευματικοί άνθρωποι είναι αυτοί που μεταφέρουν όλο το υπερβατικό ρίγος της παιδικής εμβιώσεως στο έργο της ενηλικιώσεώς τους. Σ’ αυτούς ενηλικίωση δε σημαίνει απόρριψη της παιδικότητας, αλλά απλώς απόκτηση της ικανότητας να εκφραστεί με το λόγο, την τέχνη, τούτος ο ατίμητος θησαυρός της παιδικότητας»[4].Τούτη η ρήση, πέρα από την έμμεση αναγνώριση του έργου και της αξίας των πραγματικών συγγραφέων για παιδιά που περιέχει, οδηγεί κατά κάποιο τρόπο και σ’ ένα μέτρο για να κρίνονται στις μέρες μας τα λογοτεχνήματα γενικά. Αν η παιδικότητα, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας για παιδιά, θεωρείται ατίμητος θησαυρός όταν μεταφέρεται στη λογοτεχνία για ενηλίκους, και αν αληθεύει εκείνο που είπε ο Singer, ότι η λογοτεχνία για μεγάλους είναι σήμερα έτοιμη ν’ αυτοκτονήσει, τότε μας επιτρέπεται ασφαλώς να υποθέσουμε ότι ήρθε η ώρα να αντιστρέψουμε το γνωστό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο «για να είναι καλό ένα παιδικό βιβλίο, πρέπει να διαβάζεται με ευχαρίστηση και από τους μεγάλους». ΄Ηρθε, ίσως, η ώρα να λέμε: «Για να είναι καλό ένα λογοτέχνημα, πρέπει να αρέσει και στα παιδιά». 

Madeleine l' Engle
Κάτι παραπλήσιο θα εννοούσε και η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Madeleine lEngle, με κάτι που είπε κάποτε χαριτολογώντας. Τη ρώτησαν: «Πώς έγινε και τα μισά από τα βιβλία σας τα γράψατε για παιδιά;» Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Γράφω πάντα το βιβλίο που νιώθω την ανάγκη να γράψω. ΄Υστερα, αν καταλάβω πως είναι δύσκολο για τους μεγάλους, αποφασίζω πως είναι για παιδιά»[5].




[1] New York Times Book Review, 9 Νοεμβρίου 1969.
[2] Jill Paton Walsh: “The Rainbow Surface”, στον τόμο με διάφορα δοκίμια: Suitable for Children?  Sussex University Press, 1978. Επιμέλεια Nicholas Tucker, στη σελ 215.
[3] Aidan Chambers: “An interview wish Alan Garner”, στον τόμο με διάφορα δοκίμια The Signal Approach to Children’s Books, Kestrel Books, 1980. Επιμέλεια Nancy Chambers, στη σελ. 307.
[4] Περιοδικό Ευθύνη, τεύχος 180, Δεκ. 1986, σελ. 620.
[5] John Rowe Townsend: A Sense of Story – Essays on Contemporary Writers for Children. The Horn Book, Inc., Boston 1971.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Μένη Κανατσούλη:Κριτική παρουσίαση του βιβλίου της Λότης Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου: Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας, Πατάκης, Αθήνα 2012



 Της Μένης Κανατσούλη, Καθηγήτριας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Η ίδια η συγγραφέας, στις τελευταίες σελίδες αναρωτιέται τι τελικά είναι το βιβλίο της Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας: σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει, μυθιστόρημα, παραμύθι ή τι άλλο… Αυτό όμως που είναι χωρίς αμφιβολία και πρώτα και κύρια είναι ένα πολύ δυνατό βιβλίο, ένα βιβλίο κλασσικό με την έννοια ότι μπορεί να αντέξει στο χρόνο, άλλωστε είναι ένα βιβλίο για το χρόνο, για το χρόνο και τις ζωές των ανθρώπων που τον διέρχονται, αλλά επίσης είναι κλασσικό και ως βιβλίο κατασκευασμένο με προσοχή, στιβαρότητα αλλά και συγκαλυμμένο πάθος.
Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου είναι μια συγγραφέας σοβαρή, μετρημένη χωρίς πολλές συναισθηματικές εξάρσεις ή διαχύσεις. Εκτός εάν μιλάει για τον τόπο της. Και τόπος της εδώ είναι το χωριό Τράπεζα στην Αχαΐα όπου υπάρχει και το σπίτι με την πράσινη βασίλισσα, τη βαλανιδιά. Μέσα όμως από αυτόν τον περιορισμένο τόπο εισχωρεί ο Τόπος, η Ελλάδα ολάκερη με την μακραίωνη ιστορία της όπως αυτή αποτυπώνεται στις ιστορικές περιπέτειες του Μοριά.
Φαίνεται λοιπόν πως το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Όμως δεν είναι μόνο τέτοιο, η ετικέτα στενεύει τα όρια του και η γραφή της Λότης ασφυκτιά στους περιορισμούς του είδους, τους ξεπερνά και γίνεται αφήγηση που περιέχει ιστορία, τοπικούς μύθους, μυθολογικούς αποήχους και όλα αυτά σε συνομιλία με το παρόν σύγχρονων λογοτεχνικών προσώπων. Εύρημα της, ιδιαίτερα λογοτεχνικό, είναι να βάζει την παλαιά βαλανιδιά να αφηγείται την ιστορία του τόπου διανθισμένη όμως, πάντα σύμφωνα με τις ιστορικές εποχές, με αφηγήσεις γύρω από πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν ή που θα μπορούσαν να έχουν ζήσει.
Η αφήγηση της ιστορίας του τόπου ξεκινά από την αρχαιότητα από μια παλαιότερη βαλανιδιά που όμως συνέχεται και συνδέεται με τη βαλανιδιά που επιβιώνει στην αυλή του σπιτιού χάρη στο αερικό της, την Αμαδρυάδα Πέλεια, που ζει στους αιώνες και την προστατεύει. Αυτή την ιστορία αλλά και την αγάπη της Πέλειας για το δένδρο αρχίζει να αφηγείται η βαλανιδιά στη λογοτεχνική περσόνα της συγγραφέως, το alter ego της, τη συγγραφέα μέσα στο βιβλίο που γράφει την αφήγηση. Ο αναγνώστης διαβάζει συμπυκνωμένη την ιστορία των ανθρώπων που έζησαν στο Μοριά, μια ιστορία σε γενικές γραμμές γνωστή που όμως καθώς συγκεκριμενοποιείται πίσω από τις ζωές προσώπων παίρνει μορφή, σάρκα και οστά και μεταφέρει στον αναγνώστη το παρελθόν ζωντανό, ανθρώπινο.
Σε κάθε μια ιστορική περίοδο αναδεικνύεται μια εμβληματική μορφή που συνέχεται με τον τόπο και τη ζωή τότε αλλά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέεται με την Αμαδρυάδα και συνεπώς τη βαλανιδιά: Ο Ίων ο πρώτος θνητός που τον αγάπησε η Πέλεια χωρίς ανταπόκριση, ο έγκλειστος δενδρίτης Λεόντιος την περίοδο της Εικονομαχίας που της ομολογεί την αμαρτία του, ο Ναΐτης ιππότης Ιωάννης επί Φραγκοκρατίας που, καθώς αφοσιωμένος στην πίστη του δεν θα δει ποτέ ερωτικά την Αμαδρυάδα ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, η Τουρκοπούλα Αϊσέ στην Τουρκοκρατία που θα καταφύγει στην στοργική κουφάλα της δρυός όταν σπαράζει από πόνο για το θάνατο του αγαπημένου της, αγωνιστή της Επανάστασης Παναγιωτάκου Φωτήλα, ο εντόπιος προφήτης Παπουλάκος στα χρόνια του Όθωνα. Από το πάθος και τα πάθη των ανθρώπων, τη φλόγα τους και τα δεινά τους, εμπνευσμένη η Αμαδρυάδα θα μπορέσει κάποτε να πραγματοποιήσει το όνειρό της και ως θνητή πια να ζήσει και αυτή έναν έρωτα, έναν έρωτα που μας φέρνει στη σύγχρονη εποχή και έτσι συναντούμε τα λογοτεχνικά πρόσωπα που συνθέτουν το δεύτερο επίπεδο του μυθιστορήματος στο παρόν: η Έλλη, ο παππούς της, οι φίλοι του, η συγγραφέας και ο σύντροφός της, ο Μίλτος, ο δικός του παππούς, η αιθέρια Χρύσα.
Στο μυθιστόρημα αυτό που περιληπτικά και αφαιρετικά έδειξα τον καμβά του, έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία το στήσιμο του, η δομή του, το ισορροπημένο δέσιμο των δύο επιπέδων και η λεπτή επεξεργασία του άφθονου ιστορικού υλικού. Έτσι το μυθιστόρημα οργανώνεται σε 9 κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στα παροντικά λογοτεχνικά πρόσωπα, με το δεύτερο αρχίζει η αφήγηση της βαλανιδιάς και έτσι μεταφερόμαστε στο παρελθόν και στα αλλοτινά πρόσωπα αλλά και στη διαχρονική μορφή της βαλανιδιάς/Αμαδρυάδας. Τα επόμενα κεφάλαια εναλλάξ αναφέρονται στο παρόν και στο ιστορικό παρελθόν. Αξίζει επίσης να προσεχθούν οι τίτλοι των κεφαλαίων όπου τα πέντε κεφάλαια που αναφέρονται στο παρόν έχουν ως τίτλους φράσεις από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» και τα άλλα τέσσερα που αναφέρονται στην ιστορία είναι τίτλοι με προτροπές της βαλανιδιάς προς τη συγγραφέα ή με αναφορά στη συνομιλία τους.
            Τα 9 κεφάλαια αντιστοιχούν στα δύο επίπεδα χρόνου, το παρελθόν και το τώρα, αλλά και σε δύο επίπεδα γραφής. Το 2ο, το 4ο, το 6ο και το 8ο με θαυμαστή αφαιρετικότητα αναπλάθουν το ιστορικό υλικό και με μια αφήγηση κομψά περίτεχνη δημιουργούν ένα θελκτικό διάγραμμα της ιστορίας του Μοριά. Πατώντας στο γοητευτικό παραλληλισμό για τις ρίζες της συγγραφέως στον ουρανό και τις ρίζες της βαλανιδιάς στη γη, η ιστορία υπάρχει μεν ως πληροφορία αλλά συνεχώς δένεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το πρόσωπο της συγγραφέως και με το παρόν. Αποτελεί και αυτό έναν τρόπο να μας αποκαλυφθεί ότι το παρελθόν όσο και αν έχει απομακρυνθεί είναι πάντα παρόν και ζωντανό στις σημερινές ζωές των ανθρώπων. Το παρελθόν αυτό δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα μόνο ως πεδίο πολεμικών ή πολιτικών αντιπαραθέσεων. Προβάλλεται ταυτόχρονα ως ιστορία ιδεών: εξίσου μεγάλη σημασία έχει η τέχνη η βυζαντινή κυρίως με αναφορές στην Ερμηνεία του Διονυσίου εκ Φουρνά ή στον Ελ Γκρέκο αλλά και οι θρησκευτικές δοξασίες που δεν οδηγούν μόνο σε εξάρσεις φανατισμού όπως στην Εικονομαχία αλλά δείχνουν το διαχρονικό πάντρεμα αρχαιοελληνικών παγανιστικών δοξασιών με τη χριστιανική πίστη.
            Το ιστορικό υλικό προσφέρεται στον αναγνώστη με τη μορφή μιας συνεχούς αφήγησης, ενός μονολόγου της βαλανιδιάς που συν-διαλέγεται με τη συγγραφέα. Στον λόγο της αυτό εγκιβωτίζονται μικρότερες αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα. Εάν αυτού του τύπου ο  διάλογος συσχετισθεί με τις συνεχείς συνομιλίες των προσώπων που δρουν στο παρόν τότε έχουμε ένα μωσαϊκό λόγων που αναδεικνύουν τη διαχρονική σημασία της προφορικότητας: ως μέσου για να διατηρηθεί η ιστορία αλλά και ως μέσου για να υπάρξουν και να κρατηθούν οι ανθρώπινοι δεσμοί, της φιλίας, της στοργής, αλλά και η λογοτεχνική δημιουργία.
            Το επίπεδο γραφής που αφορά το παρόν, στα υπόλοιπα πέντε κεφάλαια, διατρέχεται και καθορίζεται από αποσπάσματα, συνήθως με τη μορφή αναγνώσεων, από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν», προκαλώντας έτσι το διακειμενικό συνειρμό στον αναγνώστη για τον τίτλο του βιβλίου. Στο αφηγηματικό επίπεδο του παρόντος βρίθουν οι διακειμενικές αναφορές όχι μόνο στη διαρκή αγάπη της Πέτροβιτς για τον Παπαδιαμάντη που επανέρχεται (θυμηθείτε το Καναaρίνι και μέντα) αλλά και σε πολλά προγενέστερα βιβλία της. Συνήθης τεχνική της η αυτοαναφορικότητα, η επαναφορά χαρακτήρων από προηγούμενα βιβλία της στα νεότερα, εδώ όμως υπάρχει και μια πρωτοτυπία. Δεν αρκείται μόνο να επαναφέρει στο φόντο των ιστοριών παλαιότερα πρόσωπα, αλλά να συνδέσει τη στόφα της γραφής της με το μυθολογικό χρόνο όπως τον περιγράφει στην Οικογένεια του ήλιου ή να δέσει τον έναν τόπο της ζωής της, το Μοριά, με τον άλλο τόπο, το Μελένικο, από την Προφητεία του κόκκινου κρασιού.
            Το παροντικό επίπεδο έχει μια περισσότερη ανεμελιά καθώς συνδέεται με τις διακοπές της Έλλης αλλά και των άλλων μεγαλύτερων προσώπων. Όμως υποβόσκουν πάθη όπως ο έρωτας της Χρύσας. Πίσω από τον έρωτα αυτόν υπάρχει ένα μυστήριο που καλλιεργείται από τη γραφή και το μυστήριο αυτό δοσμένο με πινελιές μαγικού ρεαλισμού δεν διαλύεται μέχρι το τέλος: η Χρύσα (είναι το παιδί της Αμαδρυάδας Πέλειας) μέχρι το τέλος της αφήγησης θα διατηρήσει το αινιγματικό και γήινο στοιχείο της.
            Στο δέσιμο ιστορίας και σύγχρονης πραγματικότητας που όσο προχωρά το βιβλίο γίνεται ολοένα και πιο στενό, η βαλανιδιά δεν αποτελεί μόνο τη συμβολική μορφή που συνδέει παρόν και παρελθόν. Αποτελεί ακόμη το σύμβολο της αγάπης προς τη φύση και μαζί με τις κομματιαστές αφηγήσεις, γεμάτες ομορφιά, για το ελληνικό τοπίο, καθιστούν το βιβλίο ένα βαθύτατα φυσιολατρικό και οικολογικό μυθιστόρημα.
            Φτωχό το έργο της κριτικής μπροστά στην καλή λογοτεχνία. Τι να πρωτοπρολάβει να πει; Πώς να υποκαταστήσει το μεγαλειώδες της γραφής με ένα λόγο επιστημονικό, επιτηδευμένα ακριβόλογο; Γι’ αυτό αφήστε με να τολμήσω να κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση με τα λόγια τούτα: «Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Με έθελγε, με εκάλει»[1].



[1] Παραφράζοντας το σχετικό απόσπασμα από το «Υπό την βασιλικήν δρυν», στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Σκοτεινά παραμύθια (εισαγωγή-επιλογή-σχόλια Σ. Πασχάλης), Μεταίχμιο, Αθήνα 2001.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Μάνος Κοντολέων: Παρουσίαση του μυθιστορήματος της Λότης Πέτροβιτς–Ανδρουτσοπούλου, ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ (Εκδ. Πατάκη, 2012), στην 9η Διεθνή ΄Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης.


 Το κείμενο αναδημοσιεύεται από:

Όταν εκτιμούμε έναν συγγραφέα, τον χαρακτηρίζουμε άλλοτε ‘μεγάλο’, άλλοτε ΄καλό’ ή ‘πολύ καλό’, άλλοτε ‘ταλαντούχο’… Εγώ, τους συγγραφείς που εκτιμώ, τους χαρακτηρίζω ‘σημαντικούς’. Σημαντικούς γιατί το έργο τους από τη μια προσφέρει αισθητική απόλαυση και από την άλλη νοηματική ενδυνάμωση.
Ναι, είναι σημαντικό να σου χαρίζει κάποιος τη χαρά να απολαμβάνεις την ομορφιά (στην περίπτωση της λογοτεχνίας, η ομορφιά στοιχειοθετείται με λέξεις) και παράλληλα να σου προσφέρει τη δυνατότητα να διευρύνεις γνώσεις και προβληματισμούς.
«Αλήθεια, αναρωτιέμαι, μέτρησες ποτέ –κι ας ξέρεις τόσα- πόσες φορές προσπάθησαν οι Έλληνες μ΄ εδώ κι εκεί κινήματα ή με ξεσηκωμούς μικρούς ή μεγαλύτερους παντού στη γη τους να διώξουν τους Οθωμανούς τους τέσσερις αιώνες που ακολούθησαν από τα χρόνια που όρμησαν πρώτη φορά στα χώματά τους; Με το δικό μου μέτρημα τα βγάζω πάνω από δεκαπέντε.»
Μικρό και σύντομα, συντομότατο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας, το τελευταίο έργο της Λότης Πέτροβιτς–Ανδρουτσοπούλου, που όμως νομίζω πως με βοηθά να δείξω γιατί θεωρώ τη συγκεκριμένη συγγραφέα ‘σημαντική’.
Άψογη αισθητική λέξεων και παροχή μιας ουσιαστικής γνώσης.
Σημαντική, λοιπόν, συγγραφέας η Πέτροβιτς. Μα όπως κάθε σημαντικός συγγραφέας έχει κι αυτή δυο, τρία συγγραφικά στίγματα.
Να τα απαριθμήσω αμέσως:
Α. Η ανάγκη να κάνει γνωστή της Ιστορία σε ένα ευρύτερο κοινό (κυρίως νέων) και μέσα από τη γνώση να συνδέει το τότε με το τώρα.     
Β. Το πάθος της με τον Παπαδιαμάντη
Γ. Τα μυθιστορηματικά της πρόσωπα, από βιβλίο σε βιβλίο, να συνδέονται μεταξύ τους άλλοτε με συγγενικούς δεσμούς, άλλοτε με φιλικούς, άλλοτε μέσα από ποικίλα γεγονότα, από αυτά που φέρνουν κοντά τους ανθρώπους. Ο μυθιστορηματικός κόσμος της Πέτροβιτς έχει την ποικιλία ενός πραγματικού κόσμου.

Η Λότη Πέτροβιτς–Ανδρουτσοπούλου είναι επίσης μια ιδιαιτέρως συνεπής προσωπικότητα –για όσους τη γνωρίζουν προσωπικά η συνέπειά της αντανακλάται σε πράξεις και σκέψεις. Η Λότη δε θα σε ξαφνιάσει με κάτι το απρόοπτο. Θα σε ξαφνιάσει με κάτι αναμενόμενο, που όμως εσύ –είτε ως φίλος της είτε ως αναγνώστης της- δεν το είχες σκεφτεί. Είμαι για χρόνια πολλά φίλος της και για ακόμα περισσότερα αναγνώστης της. Έπρεπε λοιπόν να αναμένω πως η Λότη ως συγγραφέας δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να μην καλύψει όλη την ιστορία του ελληνισμού. Μα ομολογώ πως δεν μπορούσα να φανταστώ το εύρημα που θα χρησιμοποιούσε για να πετύχει αυτόν τον στόχο της. Κι όμως αυτό το εύρημα εδώ και πολλά  χρόνια το ήξερα, περνούσα από δίπλα του, το χαιρόμουνα την ίδια ώρα που ιδιαίτερη σημασία δεν του έδινα.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά.
Η Λότη μαζί με τον Ανδρέα, τον πολύτιμο σύντροφό της, έχουν στήσει ένα υπέροχο σπιτικό, στην Τράπεζα Αιγίου. Ένα σπιτικό που δεν τους καλύπτει μόνο τις καλοκαιρινές διακοπές. Είναι ένα όμορφο σπίτι μέσα σε ένα όμορφο κτήμα, μέσα σε μια περιοχή  στιγματισμένη από την Ιστορία των Ελλήνων, αλλά και από την οικογένεια του ίδιου του Ανδρέα Ανδρουτσόπουλου.
Έχω πολλές φορές βρεθεί σε αυτό το μαγικό –ναι, μαγικό - μέρος. Και κάθε φορά με υποδέχεται –αμίλητα μεν, αλλά με όλη την ένταση μιας ουσιαστικής παρουσίας- η αιωνόβια βελανιδιά που δεσπόζει στο μπροστινό μέρος του κτήματος. Έχω πολλές φορές καθίσει κάτω από τη σκιά της, στους πάγκους που έχουν φτιαχτεί από τα κλωνιά της. Αλλά ποτέ μου δεν είχα υποψιαστεί πως αυτό το δέντρο είχε βασιλική καταγωγή και πως κάποια στιγμή θα γινότανε η πρωταγωνίστρια του πλέον –ίσως- σημαντικού έργου μιας καθιερωμένης εδώ και χρόνια δημιουργού.
Ναι, η πράσινη βασίλισσα του τίτλου αυτή η βελανιδιά είναι. Και η Λότη Πέτροβιτς–Ανδρουτσοπούλου αποφάσισε αυτήν να ακούσει και μέσα από τις δικές της αφηγήσεις να μιλήσει για μια πορεία που ξεκινά από εποχές γεωλογικών ανακατατάξεων και φτάνει στις μέρες μας.
Ιστορικό, λοιπόν, μυθιστόρημα κι αυτό. Αλλά πάντα τα παλιά ερμηνεύουν τα νέα, πάντα τα τωρινά αναμοχλεύουν παλιές ιστορίες για να σχεδιάσουν τα μελλούμενα. Το πρώτο συγγραφικό στίγμα λοιπόν και πάλι υπάρχει.
Όπως υπάρχει και το δεύτερο –η παρουσία του Παπαδιαμάντη.   Κι άλλοτε η Λότη έχει χρησιμοποιήσει ως δομικό στοιχείο εξέλιξης έργο του μεγάλου μας συγγραφέα. Το κάνει όχι μόνο γιατί πιστεύει στην λογοτεχνική αξία των διηγημάτων του, αλλά και γιατί επίσης πιστεύει πως ο Παπαδιαμάντης είναι ένας διαχρονικός συγγραφέας. Συγγραφέας που ζει. Έτσι και τώρα, το διήγημα του σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου «Υπό την βασιλικήν δρυν» γίνεται ο οδηγός που θα βοηθήσει την άλλη πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, τη νεαρή Έλλη, να δει την αλήθεια που συχνά κρύβεται πίσω από σκιές πλάνες κι ακόμα να την βοηθήσει να καταλάβει πως μπορεί οι άνθρωποι να έρχονται και να παρέρχονται, αλλά τα πάθη τους ίδια πάντα μένουν.
Και στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω το πόσο ευρηματικό και αποτελεσματικό είναι αυτό που η Λότη κάνει –το να φέρνει δίπλα, δίπλα λογοτεχνικές εκφράσεις δυο εποχών.
…Και ήτο εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου… -έχει γράψει ο κυρ Αλέξανδρος.
…Είχα πατέρα τη Μακεδονία, σπέρμα δικό της ήμουνα. Και βρέθηκα να μεγαλώνω στα σπλάχνα του Μοριά. Με άλλα λόγια, είχα πατέρα θηλυκό κι αρσενική μητέρα –γράφει η Λότη.
Και μη μου πείτε πως δεν διακρίνεται ο εσωτερικός ρυθμός με τον οποίον συνδέονται οι περιγραφές και τα νοήματα. Οι συγγραφείς έχουν ρίζες –η Λότη με υπερηφάνεια αναφέρει τις δικές της.
Και ερχόμαστε στο τρίτο στίγμα της Πέτροβιτς.
Και πάλι πρόσωπα από άλλα της προηγούμενα μυθιστορήματα κυκλοφορούν στις σελίδες του τελευταίου της και νέα έρχονται να προστεθούν. Μα τώρα πλέον ανάμεσα τους η συγγραφέας τοποθετεί και τον ίδιο της τον εαυτό. Γίνεται μέλος του θιάσου, παίζει το ρόλο που και στην πραγματική ζωή έχει κι έτσι αποδεικνύει πως λογοτεχνία και ζωή μπορούν να ενωθούν και να συνυπάρχουν.
Τα κεντρικά πρόσωπα των έργων της Λότης Πέτροβιτς–Ανδρουτσοπούλου διαθέτουν πάντα ένα ήθος. Είναι εκείνο το ήθος που η ίδια η συγγραφέας μόνιμα και αναζητά και υποστηρίζει. Αναζητά να το δει να χρησιμοποιείται από όσους περισσότερους νέους ανθρώπους γίνεται και υποστηρίζει αυτήν την προσπάθεια με τις συγγραφικές της εφαρμογές.
Οι κεντρικοί ήρωες της ζούνε στον καθημερινό κόσμο, τον κόσμο όλων μας, αλλά διαθέτουν κάτι που δεν είναι και πολλοί από εμάς που σε τόσο σημαντικό, τουλάχιστον βαθμό, το έχουν. Αυτό το κάτι είναι ο σεβασμός προς την Ιστορία, το Έθνος, τη Θρησκεία, τον Άνθρωπο. Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να ισχυριστεί πως γι αυτό τον λόγο τα πρόσωπα της Πέτροβιτς έχουν κάτι το παρωχημένο. Αλλά καθόλου δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είναι ολοζώντανα κι έτσι μπορείς να πιστέψεις πως ναι, υπάρχουν πάντα ηλικιωμένοι που από τη μια συζητούν λεπτομέρειες της ιστορίας και από την άλλη προσπαθούν να βοηθήσουν τους νεώτερους στα ερωτικά τους αδιέξοδα, πως ναι, υπάρχουν πάντα νέοι που από τη μια ασχολούνται με τα σπορ της εποχής μας και από την άλλη παθιάζονται με τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη.
Η λογοτεχνία δεν είναι δημοσιογραφία.
Ο συγγραφέας φωτίζει όσα με διακριτικότητα δεν επιζητούν τους προβολείς.    
         Μερικά ακόμα για τη δομή του έργου:
Το μυθιστόρημα αποτελείται από εννέα κεφάλαια. Τα πέντε έχουν να κάνουν με τη ζωή και τις πράξεις των μυθιστορηματικών προσώπων –φιλικές σχέσεις, ερωτικές εξάρσεις, εφηβικές αναζητήσεις και ενδοοικογενειακές καταστάσεις. Τα τέσσερα είναι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις της βελανιδιάς –η ιστορία ενός τόπου και ενός λαού.
Το αιωνόβιο δέντρο αφηγείται στη συγγραφέα, η οποία και κυκλοφορεί ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα των πέντε κεφαλαίων. Η Λότη Πέτροβιτς–Ανδρουτσοπούλου κλείνει το μάτι στον αναγνώστη της καθώς τον μυεί στα βαθύτερα μυστικά της συγγραφικής έμπνευσης. Και παράλληλα επιζητά να τον πείσει πως ότι έχει παλιώσει μπορεί να βρεθεί ξανά στο δρόμο ενός σημερινού διαβάτη. Και να τον κάνει να δει διαφορετικά –αν μη τι άλλο να τον βοηθήσει να κατανοήσει πως το ‘φαίνεσθαι’ δεν είναι πάντα και ‘είναι’, αλλά και πως επίσης το ‘είναι’ μπορεί συνεχώς να παίρνει και τη μορφή ενός ‘φαίνεσθαι’.

Μάνος Κοντολέων

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Αν ήμουν δέντρο...



Αν ήμουν δέντρο, θα ήθελα να είχα γίνει ένα δέντρο παράξενο, ένα δέντρο-παραμυθάς. Για να σκαρφαλώνουν τα παιδιά στα κλαριά μου και ν’ ακούνε τις ιστορίες που θα τους ψιθύριζα με το φύσημα του ανέμου – ιστορίες που θα μάθαινα από τις ρίζες μου. ΄Η να κάθονται στην πράσινη αγκαλιά μου και να διαβάζουν τα παραμύθια που θα ήταν γραμμένα στα φύλλα μου – παραμύθια που θ’ άκουγα από τον ήλιο, τη βροχή και το χιόνι. Κι έπειτα να ονειρεύονται και να κοιτάζουν από ψηλά το αύριο, το σήμερα, το χτες...
     Αν ήμουν φυλλοβόλο παραμυθόδεντρο, θα έβγαζα κάθε άνοιξη καινούρια φύλλα με ιστορίες, να τις διαβάζουν και να χαίρονται τα παιδιά στις διακοπές τους το καλοκαίρι. Αν ήμουν αειθαλές, τα παραμύθια μου θα κρατούσαν συντροφιά στους μικρούς μου φίλους όλες τις εποχές.
     Αν ήμουν καρποφόρο παραμυθόδεντρο, θα φώναζα παιδιά κάθε φυλής και κάθε χώρας να μαζέψουν τους καρπούς μου, να τους γευτούν και να φυτέψουν τα κουκούτσια τους παντού στον κόσμο, για ν’ αποκτήσουν όλοι οι τόποι δάση απέραντα από δέντρα-παραμυθάδες. Να μπορεί ν’ ανέβει στα κλαριά τους κάθε παιδί της γης και ν’ ακούσει τις ιστορίες που θα του ψιθύριζαν με τη βοήθεια του ανέμου – ιστορίες από τις ρίζες τους. ΄Η να διαβάζει τα παραμύθια τα γραμμένα στα φύλλα τους – παραμύθια του ήλιου, της βροχής και του χιονιού. Κι ύστερα να ονειρεύεται και να κοιτάζει από ψηλά το αύριο, το σήμερα, το χτες...


(Εισαγωγή στο βιβλίο Στον ίσκιο του παραμυθόδεντρου:
  http://www.loty.gr/paramith_analyt_36.htm )
 
https://www.facebook.com/loty.petrovits
/media_set?set=a.10151619609784861.1073741829.701219860&type=3