Προσπαθώντας να φέρω στη μνήμη μου πώς άρχισε το πάθος μου
για το διάβασμα, ξαναβλέπω αχνά μια εικόνα: τον πατέρα μου, αδυνατισμένο και
χλωμό, να διαβάζει με το λιγοστό φωτάκι μιας λάμπας, πίσω από τα ερμητικά
κλεισμένα παραθυρόφυλλα τις ώρες της υποχρεωτικής συσκότισης. Και τότε, να
σβήνει για λίγο από το πρόσωπό του η θλίψη, η αγωνία, η αγανάκτηση για τα δεινά
που είχε κουβαλήσει στον τόπο μας η γερμανική Κατοχή. Απέραντη ευχαρίστηση
έδειχνε η όψη του κείνες τις ώρες. Λες και μέσ' από το ανοιχτό βιβλίο που κρατούσε
κατάφερνε με τρόπο μαγικό να βγαίνει για λίγο από τον εφιάλτη του πολέμου και
να μπαίνει σε χώρα ευχαρίστησης και απόλαυσης. Απόλαυση έβλεπα να ζωγραφίζεται
και στο πρόσωπο του αδερφού μου, που, δυο χρόνια μεγαλύτερος, διάβαζε άνετα πια
και με αληθινή λαχτάρα παιδικά βιβλία, ξεχνώντας το μόνιμα λιγοστό φαγητό που
υπήρχε στο σπίτι. Βιβλίο και απόλαυση δέθηκαν από τότε σφιχτά στο μυαλό μου.
Και ζήλευα όσους ήξεραν να διαβάζουν. Λαχταρούσα να μάθω κι εγώ ανάγνωση, για
να νιώθω την ίδια εκείνη κρυφή ευχαρίστηση.
Πώς
ακριβώς έγινε δεν ξέρω. Μ' έπαιρνε στην αγκαλιά του ο πατέρας και μου διάβαζε;
Μου έμαθε πρώτα την αλφαβήτα ή όχι; Με δίδαξε να συλλαβίζω ή μήπως να λέω τις
λέξεις ολόκληρες; Αδύνατον να θυμηθώ. Θυμάμαι μόνο πως ήξερα πια να διαβάζω
«νεράκι», όταν εξάχρονο παιδί το Σεπτέμβρη του 1943 πήγα στην Α΄ δημοτικού. Και
τα βράδια ξεκοκάλιζα ό,τι βιβλίο για παιδιά έφτανε στα χέρια μου από τον αδελφό
μου ή τα μεγαλύτερα ξαδέλφια μας.
'Ενα
βιβλίο ιδιαίτερα έγινε σε λίγους μήνες ο μόνιμος σύντροφός μου. Με το Παραμύθι χωρίς όνομα στα χέρια δεν
πρόσεχα πια και πολύ αν ήταν λίγο το φαγητό, δεν τρόμαζα πια και τόσο με τον
άγριο κρότο από τις μπότες των ναζί, δε μ' ένοιαζε όσο άλλοτε αν θα ξαναχτυπούσαν
οι σειρήνες και θα με κατέβαζαν υποχρεωτικά στο σκοτεινό υπόγειο που μύριζε μούχλα,
το έλεγαν καταφύγιο και με γέμιζε φόβο. Το Παραμύθι
χωρίς όνομα το είχα στην αγκαλιά μου όπως κρατούσαν τις πάνινες κούκλες τους
άλλα κορίτσια της ηλικίας μου. 'Ηταν η παρηγοριά μου. Γιατί ήξερα τώρα καλά πού
βρισκόταν η μαγική πορτούλα που μπορούσε να με βγάλει για λίγο από τη θλίψη, το
φόβο, τη μοναξιά, και να με μπάσει στη χώρα της ελπίδας, της δράσης και της
λύτρωσης. Θυμάμαι ολοζώντανα την ευεξία που ένιωσα όταν έφτασα πρώτη
φορά στο τέλος του βιβλίου. Θυμάμαι την πεποίθηση που αισθάνθηκα ότι αξίζει
κανείς να μάχεται για το δίκιο και το κοινό καλό, όπως κατάλαβαν κι έπραξαν
τελικά οι κάτοικοι της χώρας των Μοιρολατρών. Θυμάμαι την ελπίδα που φούντωσε
μέσα μου ότι ο πόλεμος θα τελειώσει˙ ότι από τα ερείπια, την πείνα και το
θάνατο που έβλεπα γύρω μου θ’ αναστηθεί μια χώρα όμοια μ’ εκείνη που κατάφεραν
να ξαναφτιάξουν οι Μοιρολάτρες, όπως την περιέγραφε προς το τέλος του παραμυθιού
ο αποσταλμένος του εχθρού τους:
«...
Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι και όλα τα σπίτια
καλοχτισμένα και ασπρισμένα. Είδα χωριά όπου όλα τα καλύβια είναι νοικοκυρεμένα
και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές,
κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά. Είδα χωράφια σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι,
και κουκιά και καλαμπόκια. Είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται
όσο δε φθάνει μάτι ανθρώπου... Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια
παντού, και δεν είδα ζητιάνο κανένα!»[1]
Από
τότε πάμπολλες φορές ξαναδιάβασα το Παραμύθι
χωρίς όνομα. ΄Εγινε το γιατρικό μου σε ώρες κόπωσης ψυχικής, σε στιγμές
απελπισίας. Και μου ήταν από τότε ξεκάθαρο. Τέτοια βιβλία ήθελα να διαβάζω,
τέτοια και να γράφω σαν θα μεγάλωνα. Βιβλία που θα μου έλεγαν την αλήθεια για
τα δεινά του κόσμου, μα δε θα μου στερούσαν την ελπίδα και την πεποίθηση ότι
αξίζει να ζει κανείς, ν’ αγωνίζεται για το καλό και το δίκιο και να γεύεται τις
χαρές της ζωής. Βιβλία που πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης, θα με βοηθούσαν
να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου και τους άλλους.
Και τα χρόνια πέρασαν, έφτασε η
ηλικία της προεφηβείας. ΄Οσα βιβλία υπήρχαν στη μικρή μου βιβλιοθήκη τα είχα
όλα διαβάσει. Τότε ήταν που ο πατέρας μου, μη έχοντας τι άλλο να κάνει – πού η
πληθώρα των σημερινών παιδικών βιβλίων εκείνα τα χρόνια! - πήρε από τη δική του
βιβλιοθήκη και μου έδωσε τη Φόνισσα
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Δυσκολεύτηκα στην αρχή με τη γλώσσα, σύντομα
ωστόσο τα κατάφερα να το διαβάζω άνετα. Και τότε μαγεύτηκα. Και ταυτόχρονα
αγριεύτηκα. Ακούς εκεί να σκοτώνει τα κοριτσάκια η Χαδούλα η Φραγκογιαννού!
Ακούς να το θεωρεί δυστυχία όταν οι άνθρωποι στη Σκιάθο αποκτούσαν παιδί
θηλυκό! «...Και πάσα οικογένεια εις την
γειτονιάν, και εις την συνοικίαν και εις την πόλιν είχαν από δύο έως τρία
κοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαι πέντε... ΄Επρεπε πράγματι να γεννώνται
τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον
κόπον ν’ ανατρέφωνται;... ΄Ετσι του ’ρχεται τ’ ανθρώπου, την ώραν που
γεννιώνται να τα καρυδοπνίγει!..»[2]
Η αγανάκτησή μου για τη μοίρα των γυναικών φούντωσε για τα καλά. Κι άρχισα να ονειρεύομαι δράσεις φεμινιστικές! ΄Εφτασαν τότε τέσσερα νέα βιβλία-δώρα από συγγενείς: Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μ. Στόου˙ τα Λόγια της πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα˙ Τα παιδικά χρόνια του Μότσαρτ του R. Hinderks-Κutscher˙ και τέλος το Για την πατρίδα της λατρεμένης μου Πηνελόπης Δέλτα, που από χρόνια την είχα «υιοθετήσει» ως γιαγιά μου, αφού η δική μου συνονόματη γιαγιά Πηνελόπη δε ζούσε πια για να μου διηγείται ιστορίες.
Με τα καινούρια βιβλία εγκατέλειψα τη Σκιάθο κι άρχισα να ταξιδεύω νοερά πότε στην Αμερική την εποχή της δουλείας και ν’ αγανακτώ για την εκμετάλλευση των ανθρώπων˙ πότε στη Βιέννη παρέα με το Μότσαρτ και να μαγεύομαι με τη μουσική˙ πότε στο Βυζάντιο και να παθιάζομαι με την ιστορία˙ πότε στα πελάγη παρέα με ατρόμητους ναυτικούς και να ονειρεύομαι πως θα γράψω κάποτε κι εγώ για το θαλασσινό το δέντρο το φοβερό που το λένε γιούσουρι. Η μορφή της Φραγκογιαννούς ξεθώριασε με όλ’ αυτά, μα έμεινε η απέχθειά μου για τα φρικτά εγκλήματά της και η ικανοποίηση για το τέλος που είχε: «...Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».[3]
Η αγανάκτησή μου για τη μοίρα των γυναικών φούντωσε για τα καλά. Κι άρχισα να ονειρεύομαι δράσεις φεμινιστικές! ΄Εφτασαν τότε τέσσερα νέα βιβλία-δώρα από συγγενείς: Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μ. Στόου˙ τα Λόγια της πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα˙ Τα παιδικά χρόνια του Μότσαρτ του R. Hinderks-Κutscher˙ και τέλος το Για την πατρίδα της λατρεμένης μου Πηνελόπης Δέλτα, που από χρόνια την είχα «υιοθετήσει» ως γιαγιά μου, αφού η δική μου συνονόματη γιαγιά Πηνελόπη δε ζούσε πια για να μου διηγείται ιστορίες.
Με τα καινούρια βιβλία εγκατέλειψα τη Σκιάθο κι άρχισα να ταξιδεύω νοερά πότε στην Αμερική την εποχή της δουλείας και ν’ αγανακτώ για την εκμετάλλευση των ανθρώπων˙ πότε στη Βιέννη παρέα με το Μότσαρτ και να μαγεύομαι με τη μουσική˙ πότε στο Βυζάντιο και να παθιάζομαι με την ιστορία˙ πότε στα πελάγη παρέα με ατρόμητους ναυτικούς και να ονειρεύομαι πως θα γράψω κάποτε κι εγώ για το θαλασσινό το δέντρο το φοβερό που το λένε γιούσουρι. Η μορφή της Φραγκογιαννούς ξεθώριασε με όλ’ αυτά, μα έμεινε η απέχθειά μου για τα φρικτά εγκλήματά της και η ικανοποίηση για το τέλος που είχε: «...Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».[3]
Τα χνάρια που άφησε πάνω
μου ο Παπαδιαμάντης δεν τα είχα ποτέ συνειδητοποιήσει. Φανερώθηκαν από μόνα
τους στο βιβλίο μου Καναρίνι και μέντα, όπου ο «χάρτινος παππούς»
του μικρού μου ήρωα γίνεται σύντροφος και οδηγός του στη δεινή του περιπέτεια.
Κι ακόμα, στη συλλογή διηγημάτων μου για ενηλίκους, με τίτλο Ενώπιον των αγγέλων. Σύμφωνα με τους
κριτικούς, ιδιαίτερα φαίνεται το χνάρι αυτό στο τελευταίο διήγημα, που
εκτυλίσσεται σε σύγχρονο χωριό, με ήρωα έναν εγκληματία γυρολόγο, όταν
τελειώνει κι αυτός τον άνομο βίο του «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης
δικαιοσύνης».
Και
ήρθαν τα χρόνια της εφηβείας, τα χρόνια τα νεανικά. Και μαζί τους μπήκε
χάρτινος σίφουνας στη ζωή μου ο Καζαντζάκης. Να με ωριμάσει, να μου δείξει το
δρόμο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στην περιπέτεια της ζωής και στο
μυστήριο του θανάτου. Λέει στην Αναφορά
στον Γκρέκο: «Χαίρομαι, γιατί όσο ζω,
θα ζει κι ο παππούς μου μέσα μου. Ο παππούς μου στάθηκε ο πρώτος που μ’ έκανε
να μη θέλω να πεθάνω, για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου... Πολλοί αγαπημένοι
μου που πέθαναν, κατέβηκαν όχι στο χώμα, παρά στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως
όσο ζω θα ζούνε»[4].
Mε διδάξει ακόμα πού ν’
ανατρέξω, σαν θελήσω να γράψω κάτι αυθεντικό:
«΄Οταν γράφοντας θέλω να μιλήσω για τη θάλασσα, για τη γυναίκα, για το Θεό,
σκύβω απάνω στο στήθος μου κι αφουγκράζουμαι τι λέει το παιδί μέσα μου, αυτό
μου υπαγορεύει, και αν τύχει κάπως να ζυγώσω με λόγια και να στορήσω τις
μεγάλες ετούτες δύναμες, στο παιδί που ζει ακόμα μέσα μου το χρωστώ.
Ξαναγίνουμαι παιδί, για να μπορώ να βλέπω με μάτια παρθένα, για πρώτη πάντα
φορά τον κόσμο»[5].
Ποιος από τους τρεις μ’ έκανε να θέλω να
γίνω συγγραφέας; ΄Ισως και οι τρεις, ίσως μόνο η δική μου η τάση να σκέφτομαι
και να λέω ιστορίες πριν ακόμη μάθω να γράφω.
Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι
με τα έργα τους όλοι οι άξιοι ΄Ελληνες λογοτέχνες αλλά κυρίως αυτοί οι τρεις,
κατ’ αντίστροφη φορά, με πότισαν πλούσια γλώσσα ελληνική, με τάισαν γνήσια παράδοση,
μ’ έθρεψαν άδολη φιλοπατρία.
Κι έχω την
κρυφή ελπίδα πως τούτα τα στοιχεία ίσως φαίνονται στα βιβλία μου.
Πολύτιμα μου στάθηκαν άλλωστε όταν κλήθηκα να προσφέρω υπηρεσίες σε διεθνή
οργανισμό με απώτερο σκοπό την προαγωγή της διεθνούς κατανόησης μέσα από τα
παιδικά βιβλία. Γιατί γνωστό το αξίωμα πως αποτελεσματικά μπορεί να υπηρετήσει
τη διεθνή κοινότητα και την ιδέα της παγκόσμιας ειρήνης, μακριά από
ισοπεδωτικές και ύποπτης προέλευσης «παγκοσμιοποιήσεις», όποιος έχει συναίσθηση
της παράδοσης και της ιστορίας της χώρας του, αφού η δική του νηφάλια
φιλοπατρία τον οδηγεί να κατανοεί και τη φιλοπατρία των εταίρων του, να εκτιμά
την αξία των διαφορετικών παραδόσεων και να σέβεται την ιδιαιτερότητα των άλλων
πολιτισμών. Κάποιες αράδες της «θετής
γιαγιάς» μου, της Δέλτα, ήταν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μου:
«Ο Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε
μέσα στα δέντρα συγκινημένος και
ταραγμένος ως την ψυχή. Πρώτη φορά στη ζωή το σκέφτηκε πως ο εχθρός του
ήταν άνθρωπος και μπορούσε να υποφέρει όσο κι αυτός ο ίδιος. Σκέφτηκε πως, όπως
εκείνος υπηρετούσε την πατρίδα του, έτσι και ο Δραξάν, για την πατρίδα του
πολεμούσε... που την αγαπούσε κι απ’ τη γυναίκα του και από τα παιδιά του
περισσότερο... ΄Εκρυψε τα μάτια στη χούφτα του. Πρώτη φορά αισθάνουνταν την
ασχημιά του πολέμου...»[6]
Γνωρίζω
τέλος πως από τα μικρά μου χρόνια θαύμαζα τη γοητεία που ασκούσαν στον
αναγνώστη τα κείμενα και των τριών αυτών δημιουργών. Τέτοια γοητεία
ονειρευόμουν κι επιθυμούσα να έχουν τα βιβλία που φιλοδοξούσα να γράψω. Τώρα το
γιατί τελικά η συντριπτική πλειοψηφία των όσων έγραψα είναι για παιδιά, τούτο
μάλλον οφείλεται στην Πηνελόπη Δέλτα. Και σ’ αυτή τη μεγάλη μορφή της παιδικής
μας λογοτεχνίας θα τολμήσω να κάνω κι εγώ την «αναφορά» μου όταν έρθει η ώρα,
όπως ο Καζαντζάκης στον Γκρέκο.
(Ομιλία σε Ημερίδα του ΠΤΔΕ του
Πανεπιστημίου Αθηνών, (10.04.2006)*
[1] Π.Σ. Δέλτα: Παραμύθι χωρίς όνομα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον
της Εστίας, 1974, 11η έκδοση, σελ. 191.
[2] Βαλέτα:: Παπαδιαμάντης -΄Απαντα, «Η φόνισσα», Τόμος Α΄, Αθήνα: Εκδ. Βίβλος, 1954, σελ. 26 37, 22.
[3] ο.π., σελ.106
[4] Ν. Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα 1961, σελ.
41.
[5] ο.π. σελ. 59.
[6] Π.Σ. Δέλτα: Toν καιρό του Βουλγαροκτόνου, Αθήνα: Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1946 , 4η έκδοση,
σελ. 163
(*) Δημοσιεύτηκε στον τόμο:
(*) Δημοσιεύτηκε στον τόμο:
Φιλαναγνωσία και σχολείο, επιμ. Α. Κατσίκη-Γκίβαλου, Τζίνα Καλογήρου,΄Αβα
Χαλκιαδάκη. Πατάκης 2007
http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=230113