« Όταν ο Νοέμβρης ήρθε στον
κόσμο, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, ο Σεπτέμβρης και ο Οκτώβρης, είχαν φύγει
στην ξενιτιά. Οι γονείς του είχαν φτωχύνει και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Το
αραχνοΰφαντο φουστάνι της μητέρας του της Βροχής είχε τόσο ξεφτίσει, που είχαν
μείνει μονάχα τα κρόσσια. Και τα χρώματα που είχε για να ζωγραφίζει ο πατέρας
του το Φθινόπωρο είχαν σωθεί από καιρό.
΄Ετσι η κυρα-Βροχή ξενόπλενε, πότε δω,
πότε κει, όλη μέρα. Και το Φθινόπωρο είχε παρατήσει τη ζωγραφική κι έβαφε
γκρίζα την πλάση με το μεροκάματο.
-
Αχ! αναστέναζε κάθε τόσο. Αχ, και να μπορούσα να ξαναπιάσω την τέχνη μου, τι
θάλασσες και βουνά θα ζωγράφιζα…
Τον άκουγε η Βροχή και σπάραζε η καρδιά
της. Παραπάνω δε γινότανε να δουλέψει, όσο κι αν προσπαθούσε. Τι άλλο να έκανε,
για να ξεφύγει ο καλλιτέχνης ο άντρας της απ’ το μεροκάματο; Δεν μπορούσε να
τον ακούει ν’ αναστενάζει. Την έπιανε το παράπονο.
Και
τότε στη γη άρχιζε να βρέχει.
Ο
Νοέμβρης έβλεπε τους γονείς του θλιμμένους και λυπόταν κι αυτός κατάκαρδα.
«Μόλις μεγαλώσω λιγάκι, θα βρω μια δουλειά να τους ξεκουράσω» υποσχόταν στον
εαυτό του. «Θέλω κάποτε να τους δω και τους δυο να χαμογελάνε».
Όμως η ζωή γινόταν ολοένα και δυσκολότερη.
Το φως λιγόστευε, η μέρα μίκραινε, δυνάμωναν οι αέρηδες και θέριευε το κρύο. Η
Βροχή με το πλύσιμο κουραζόταν πολύ. Και το Φθινόπωρο έβαφε, όλο έβαφε, αλλά η
πλάση θαρρείς και δεν είχε πουθενά τελειωμό.
-
Αχ! βαριαναστέναζε. Πάει η ζωγραφική μου. Πάνε τα ωραία μου χρώματα και τα
ωραία σχέδια που είχα στο νου μου. Δε θα ξαναζωγραφίσω ποτέ πια, φαίνεται…
Τ’ άκουγε τούτα τα λόγια η Βροχή και πολύ
πικραινόταν. Ο άντρας της ήταν ζωγράφος σπουδαίος και τα μόνα πινέλα που έπρεπε
να πιάνει στα χέρια του ήταν τα πινέλα της ζωγραφικής. Δεν μπορούσε να τον
νιώθει να βαριαναστενάζει. Την έπαιρναν τα δάκρυα.
Και
τότε στη γη έπιανε μπόρα γερή… »
(Απόσπασμα από το βιβλίο Τα
παιδιά του Φθινόπωρου (Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης, 20η
έκδ. 2015. Εικονογράφηση με κολάζ της Λ.Π.