Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

H απειλή μιας νέας τάξης πραγμάτων στην έκδοση βιβλίων για παιδιά και νέους



(Ένα παλιότερο άρθρο που εξακολουθεί να είναι επίκαιρο)
 
΄Ενα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια τείνει να πάρει μεγάλες διαστάσεις στις οικονομικά «αναπτυγμένες» χώρες και ιδίως στις Η.Π.Α. αφορά την έκδοση και τη διακίνηση λογοτεχνικών βιβλίων. Το αναγνωστικό κοινό, παράλληλα με την αγορά κάποιου μυθιστορήματος, ωθείται με θορυβώδεις διαφημίσεις και στην κατανάλωση «προϊόντων» που σχετίζονται με την πλοκή ή τους ήρωές του. Χτυπητό πρόσφατο παράδειγμα η πολυδιαφημισμένη μεταφορά στον κινηματογραφική οθόνη αλλά και τα διάφορα «παιχνίδια» και αντικείμενα που ετοιμάστηκαν για να συνοδεύσουν ή να ακολουθήσουν το περιβόητο βιβλίο «Κώδικας Ντα Βίντσι». Αντίστοιχα παραδείγματα –λίγα προς το παρόν– εμφανίζονται και στην ελληνική αγορά.
Εκεί ωστόσο που το φαινόμενο αυτό γίνεται άκρως ανησυχητικό είναι η παραγωγή λογοτεχνικών βιβλίων για παιδιά και νέους. Σε άρθρο του στο περιοδικό The Horn Book Magazine (Τόμος LXXX, αριθ. 5, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2002), με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Storyselling: Are Publishers Changing the Way Children Read?”, ο καθηγητής παιδικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια Daniel Hade διαπιστώνει συνοπτικά τα εξής:
Αυξάνεται ο αριθμός των σημαντικών εκδοτικών οίκων που αγοράζονται από οικονομικούς οργανισμούς, άσχετους με τον εκδοτικό χώρο. Οι πεπειραμένοι επιμελητές και οι δοκιμασμένοι υπεύθυνοι εκδόσεων απομακρύνονται. Η επιλογή των βιβλίων που θα εκδοθούν γίνεται έργο όλο και λιγότερων ατόμων, που στόχο έχουν όχι την έκδοση αξιόλογων βιβλίων, αλλά βιβλίων που προσφέρονται ως βάση για να δημιουργηθούν προϊόντα σχετικά με τους ήρωές τους: Κούκλες, μπλούζες, σάκες, μολύβια, τετράδια, πάσης φύσεως παιχνίδια από επιτραπέζια ως κατασκευές, αλλά και ποτήρια, πιάτα, σεντόνια, μαξιλάρια, μέχρι λάμπες και μικροέπιπλα για τα παιδικά δωμάτια, και φυσικά διαφόρων ειδών ηλεκτρονικά μέσα. ΄Ολα τα άλλα “προς έκδοση” βιβλία απορρίπτονται. Παράλληλα, αποσύρονται από την βιβλιαγορά όσα βιβλία έχουν εκδοθεί αλλά δεν εξυπηρετούν παρόμοιους στόχους, ακόμη και τα πιο εκλεκτά. ΄Ετσι ο αγοραστής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μόνον από όσα βιβλία έχουν προεπιλεγεί από τους προμηθευτές με αυτή τη λογική.
Βέβαια, υπήρχαν και παλιότερα κουκλίτσες ή άλλα παιχνίδια και αντικείμενα εμπνευσμένα από ήρωες παιδικών βιβλίων. Ωστόσο η κατασκευή και πώλησή τους ήταν επακόλουθο της εξαιρετικής επιτυχίας κάποιων κειμένων, κλασικών ως επί το πλείστον (το Πινόκιο, για παράδειγμα) και δεν ήταν ο πρωταρχικός σκοπός ή η αιτία που προωθήθηκαν τα αντίστοιχα βιβλία. Σήμερα η λέξη κλειδί στο «μάρκετινγκ» των παιδικών βιβλίων είναι η λέξη “synergy” – συνέργια! Τα βιβλία που θα επιλεγούν για να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν πρέπει να είναι ικανά να δημιουργήσουν μια σειρά από άλλα προϊόντα που θα πωληθούν παράλληλα.
Οι τεράστιοι αυτοί οικονομικοί οργανισμοί διοχετεύουν τα βιβλία τους σε βιβλιοπωλεία αλυσίδες, με τα οποία κατακυριεύουν την αγορά, κάτι που οδηγεί σε μαρασμό τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία και ακυρώνει τη δυνατότητα παρέμβασης των πεπειραμένων και ευσυνείδητων βιβλιοπωλών στην επιλογή και την προώθηση των πραγματικά αξιόλογων βιβλίων. ΄Αλλη τάση των οικονομικών αυτών οργανισμών είναι να εκδίδουν και να προωθούν βιβλία που καλούνται ή αποφασίζουν να γράψουν κάποιες διασημότητες, άσχετες με την παιδική/νεανική λογοτεχνία, γνωστές όμως από άλλους τομείς κυρίως μέσω του κινηματογράφου ή της τηλεόρασης. Παράδειγμα τα βιβλία της τραγουδίστριας Μαντόνα. Τα βιβλία αυτά μπορεί να είναι χαμηλής λογοτεχνικής ποιότητας, προσφέρονται όμως για υψηλές πωλήσεις.
Και ο Hade καταλήγει: Οι ιστορίες είναι τα οικοδομικά υλικά της σκέψης μας. Χρησιμοποιούμε ιστορίες για να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα στη ζωή μας και να σχηματίσουμε τις ιδέες μας για τον εαυτό μας και τους άλλους. Οι οικονομικοί αυτοί οργανισμοί σύντομα θα είναι κυρίαρχοι και θα έχουν το μονοπώλιο στη διαχείριση των ιστοριών της κουλτούρας μας και στα μέσα μετάδοσής τους, ηλεκτρονικά και μη. Με την ανατέλλουσα παγκοσμιοποίηση, η επιρροή που θα ασκούν οι τεράστιοι αυτοί οργανισμοί θα είναι πολύ βαθιά. Και ας μην παρασυρθούμε να σκεφτούμε ότι όλη αυτή η εμπορευματοποίηση μπορεί να προωθεί την αναγνωστικότητα, άρα μπορεί να είναι κάτι καλό. Γιατί το μήνυμα που κυριαρχεί και μεταδίδεται στα παιδιά δεν είναι «διάβασε!» αλλά «κατανάλωσε!». Οι οργανισμοί αυτοί δεν δημιουργούν αναγνώστες, κατασκευάζουν καταναλωτές.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανένας, προσθέτουμε εμείς, πώς μπορούν με τέτοιους τρόπους να χειραγωγηθούν οι μελλοντικές γενιές από πάσης φύσεως «κυρίαρχους», «παγκόσμιους δικτάτορες» ή «πλανητάρχες».
Και το πολυσέλιδο αυτό άρθρο του Hade, το εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και εφιαλτικό, τελειώνει με την εξής θλιβερή φράση: «Τελικά, τι από τα παιδιά μας δεν είναι πια για πούλημα;»
            Ας διερωτηθούμε λοιπόν: Οι Ευρωπαίοι θα αντιδράσουν σε μια τέτοια προοπτική που στοχεύει στη δημιουργία μελλοντικών άβουλων καταναλωτών και χειραγωγούμενων πολιτών; ΄Η θα αφήσουν στα χέρια εκμεταλλευτών και αδίστακτων οικονομικών συμφερόντων ακόμα και την πνευματική τροφή των παιδιών τους;


Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Για ποιον γράφουν οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων;






Αρκετοί συγγραφείς παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων, ΄Ελληνες και ξένοι, όταν ερωτηθούν γιατί γράφουν για παιδιά, απαντούν: «Μα εγώ δε γράφω για παιδιά, γράφω για τον εαυτό μου». Βέβαια, αν αυτό ήταν αλήθεια πέρα για πέρα, τα κείμενά τους θα έπρεπε να μένουν στο συρτάρι τους, αφού μοναδικός τους προορισμός θα ήταν να διαβαστούν μόνο από τον ίδιο το δημιουργό τους που τα γράφει «για τον εαυτό του». Δύσκολα ωστόσο πείθεται κανείς ότι ένας λογοτέχνης γράφει μόνο και μόνο για να γεμίσει το συρτάρι του με χειρόγραφα. Αυτό γίνεται μόνο στην περίπτωση που κάποιος κρατά προσωπικό ημερολόγιο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο συγγραφέας γράφει για να επικοινωνήσει, αφού «γράφω μια ιστορία, ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα, ένα ποίημα, ένα θεατρικό έργο» σημαίνει «λέω γραπτά κάτι σε κάποιον».
 
       Η επικοινωνία μέσω της γραφής δεν είναι απλή βέβαια. Κάποιος διάσημος λογοτέχνης είπε κάποτε χαριτολογώντας ότι τo γράψιμo είναι εύκoλη δoυλειά, αφού τo μόνo πoυ χρειάζεται είναι να κάθεσαι και να κoιτάς μια κόλλα άσπρo χαρτί μέχρι να στάξει αίμα από τo μέτωπό σoυ. Μπορεί γι’ αυτό λοιπόν μερικοί λογοτέχνες ν’ αρνούνται ότι με το γράψιμο επιθυμούν την επικοινωνία και δηλώνουν ότι γράφουν μόνο για τον εαυτό τους. Π.χ. η Βρετανή Rosemary Sutcliff δηλώνει: «Δε γράφω καθόλου για παιδιά παρά απλώς για τον εαυτό μου»[i]. Και αυτή όπως και πολλοί ομότεχνοί της βρίσκουν ίσως ότι πάει πολύ να τρέξει αίμα από το μέτωπό τους για να επικοινωνήσουν με τους άλλους, όταν υπάρχουν διαφορετικοί και πολύ ευκολότεροι τρόποι. Η γραφή είναι υπόθεση ιδιωτική, διακηρύσσουν. Σωστή άποψη, μόνο που και οι υποστηρικτές της φροντίζουν τελικά να εκδοθούν τα έργα τους. ΄Αρα η διάθεση της επικοινωνίας υπάρχει, είτε την παραδέχονται είτε όχι, είτε τη συνειδητοποιούν είτε όχι. Και το «γράφω για τον εαυτό μου» μάλλον δηλώνει κάτι διαφορετικό. Σημαίνει «απευθύνομαι στον εαυτό μου» την ώρα της γραφής, αλλά με τελικό σκοπό να κοινοποιήσω στους άλλους μέσα από ένα βιβλίο εκείνο που θα προκύψει, άρα έτσι να επικοινωνήσω τελικά μαζί τους. Αυτό ασφαλώς εννοούσε και ο Arthur Ransome με την πασίγνωστη – στον αγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον – αποστροφή του:
     «Γράφεις όχι για παιδιά, αλλά για τον εαυτό σου, και αν, για καλή σου τύχη, ευχαριστηθούν τα παιδιά με αυτό που ευχαρίστησε και σένα γράφοντάς το, τότε είσαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων».[ii]
 
       Πρέπει λοιπόν να δεχτoύμε ως δεδομένη τη διάθεση για επικοινωνία. Επομένως ένας λογοτέχνης, την ώρα πoυ πρωταρχίζει να γεμίζει την άδεια σελίδα τoυ, είναι σαν να ξεκινά μια γραπτή αφήγηση σ’ ένα φανταστικό ακρoατή-αναγνώστη, που αναπόφευκτα πρoσλαμβάνει μία μoρφή. Αν τώρα o φανταστικός αυτός αναγνώστης του συγγραφέα είναι o εαυτός τoυ στη σημερινή τoυ ώριμη ηλικία ή έχει τη μoρφή κάπoιoυ άλλoυ ενηλίκoυ, γνωστoύ ή ιδεατού, τότε γράφει για μεγάλους, ακόμα και στην περίπτωση που θα επιθυμούσε ως αποδέκτες του κειμένου του τα παιδιά. Τo έργo δεν μπoρεί παρά να απευθύνεται κατά κύριo λόγo σε ενηλίκoυς. Αν πάλι, τo θέλει δεν τo θέλει o συγγραφέας, o αναγνώστης που νοερά έχει μπροστά του είναι παιδί, υπαρκτό ή όχι, γνωστό του ή ιδεατό, τo παιδί πoυ κάπoτε υπήρξε o ίδιος ο συγγραφέας ή τo παιδί πoυ ακόμα ζει εντός τoυ[iii], τότε, άσχετα από την όπoια πρόθεσή του, γράφει ένα  βιβλίο που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι κυρίως για παιδιά.
 
        «Κατά πάσα πιθανότητα» σημαίνει πως, όταν τελειώσει η γραφή και αποστασιοποιηθεί ο συγγραφέας από το γραφτό του, πρέπει ψύχραιμα πια να ελέγξει αν πράγματι το έργο του είναι για παιδιά και αν ο ίδιος δέχεται να προταθεί στο αναγνωστικό κοινό από τον εκδότη ως έργο παιδικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο δημιουργός, ως υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος, έχει την υποχρέωση να διακρίνει, όταν ολοκληρώσει το έργο του, αν εκείνο που αδέσμευτα έγραψε είναι πράγματι για παιδιά ή όχι.
 
        Υπάρχουν βέβαια και συγγραφείς που δηλώνουν ότι δεν είναι δική τους δουλειά η κρίση αυτή, ή ότι αδυνατούν να κρίνουν οι ίδιοι αν το έργο τους είναι ή όχι για νεαρούς αναγνώστες, αφού γράφοντάς το δεν είχαν τέτοια επιθυμία ούτε τέτοια πρόθεση. Διακηρύσσουν λοιπόν ότι δεν το αποφασίζουν εκείνοι αλλά ο εκδότης αν το βιβλίο τους θα χαρακτηριστεί «παιδικό». Οι δημιουργοί αυτοί ωστόσο δείχνουν να μην είναι απολύτως ειλικρινείς με τον εαυτό τους ή να μην έχουν αρκετά σκεφτεί την άποψη που εκφράζουν. Ισως παλι και να τους τρομοκρατούν διάφοροι κριτικοί ή δημοσιογράφοι ή συγγραφείς που γράφουν μόνο για ενηλίκους με ερωτήσεις όπως: «Δεν μπορώ πραγματικά να  καταλάβω πώς ένας ενήλικος με λογοτεχνική  αρματωσιά μπορεί να ξοδεύει το ταλέντο του γράφοντας ιστοριούλες για παιδιά, όταν ο κόσμος είναι γεμάτος με προβλήματα που αφορούν τους μεγάλους και που απαιτούν από ένα πεζογράφο να τα φωτίσει με όση περισσότερη ικανότητα γίνεται»[iv].
 
       ΄Επειτα μερικοί φοβούνται πως αν δηλώσουν ξεκάθαρα ότι τους ενδιαφέρει πρωτίστως το παιδικό αναγνωστικό κοινό, «ωθούνται πιεστικότερα σ’ ένα γκέτο», όπως έχει γράψει η Βρετανή συγγραφέας Αnn Thwaite. Στο ίδιο κείμενο, παρατηρούσε και το εξής:
 
 «Οι συγγραφείς για παιδιά, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ίση μεταχείριση με τους συγγραφείς για μεγάλους, δηλώνουν συχνά στην Αγγλία ότι γράφουν για τον εαυτό τους και μόνο. Αν οι εκδότες θέλουν να περιλάβουν τα βιβλία τους στους καταλόγους που έχουν για παιδιά, είναι δική τους υπόθεση, όμως η πρόθεση των συγγραφέων είναι να γράψουν τα βιβλία που έχουν στο μυαλό τους. Μόνο με μια τέτοια δήλωση νιώθουν ότι μπορούν να υποστηρίξουν την απαίτησή τους να είναι “πραγματικοί” συγγραφείς.»
 
Στις γραμμές αυτές φαίνονται καθαρά οι παρεξηγήσεις που συχνά υπάρχουν στις δηλώσεις όσων υποστηρίζουν ότι δεν τους ενδιαφέρει ή δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για το πού κατατάσσονται τα βιβλία τους.

Πρώτα πρώτα συγχέουν και αυτοί το καθ’ όλα κατανοητό και παραδεκτό «απευθύνομαι στον εαυτό μου» με το «γράφω για τον εαυτό μου», που πολύ λίγο γίνεται πιστευτό, αφού – όπως είπαμε κιόλας – η διάθεση της επικοινωνίας με τους άλλους μέσω του βιβλίου υπάρχει πάντα. 'Επειτα, συγχέουν την πρόθεση και το κίνητρο με το αποτέλεσμα. Φυσικά και το βασικό κίνητρο κάθε συγγραφέα, όπως κάθε δημιουργού, είναι να εκφραστεί καλλιτεχνικά - στην περίπτωσή του γράφοντας. Και η πρόθεσή του μία και μόνη πρέπει να είναι την ώρα της δημιουργίας: να γράψει αυτό που έχει κατά νου, χωρίς να σκέφτεται και χωρίς να τον δεσμεύει το ερώτημα σε ποιον ενδεχομένως θα αρέσει και σε ποιον όχι το βιβλίο του, για ποιον θα είναι κατάλληλο και για ποιον όχι. ΄Οταν όμως φθάσει στο τέλος, όταν έχει μπροστά του το τελικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να κρίνει αν το έργο του πρέπει ή δεν πρέπει να εκδοθεί και να περιληφθεί σε καταλόγους παιδικών βιβλίων.
 
 Ενδεικτικά σωστής στάσης σε σχέση με τη γραφή και το αποτέλεσμα είναι τα λόγια του Βαγγέλη Ηλιόπουλου: «΄Οταν γράφω, έχω σα μοναδικό μου στόχο να εκφραστώ, να ανοίξω την ψυχή μου. Αν κρίνω ότι τα κείμενά μου δεν είναι για νέους ή ότι ακόμη μπορεί να τους βλάψουν, απλά θα τα αφήσω στο συρτάρι μου».[v]
 
Καίριες και οι σχετικές απόψεις της αλησμόνητης Ειρήνης Μάρρα: «Γράφω ό,τι μου αρέσει, όπως μου αρέσει, όπως αυτό με σώζει και με βοηθάει. ΄Οσο γράφω, τ’ ομολογώ, δεν σκέφτομαι καθόλου αν θα αρέσει ή όχι. Μοναδική μου έγνοια είναι το γραφτό μου να βρίσκεται πάντα ακριβώς απέναντί μου και να το κοιτάζω κατάματα δίχως να κατεβάζω το κεφάλι. Από τη στιγμή που θα τελειώσω και μετά, το κείμενο μένει στην άκρη για λίγο καιρό. Θέλω να το ξεχάσω όσο μπορώ, να το απομακρύνω και μετά, ξαναδιαβάζοντάς το, τα ερωτηματικά μπαίνουν ένα ένα με τη σειρά: Σε ποιους απευθύνεται; Ποιον ενδιαφέρει αυτό που έγραψα; Αν δεν διαβαστεί ποτέ από κανέναν, τι θα χαθεί, τι θα κερδηθεί; Και αφού μιλάμε για παιδικό ανάγνωσμα, μπαίνουν κι άλλα: Η γλώσσα είναι στρωτή, κατανοητή; Πόσο ελληνική; Κι ολόκληρο το βιβλίο οδηγεί κάπου τα παιδιά; Τους λύνει κάποιες απορίες; ΄Η, ακόμα καλύτερα, τα οδηγεί σε νέες; ΄Εχει προεκτάσεις; Ανοδική προοπτική; Είναι καινούριο, κρατώντας συγχρόνως ρίζες σ’ ένα παρελθόν που δεν αποπνέει μούχλα και αποστέωση; Κι οι ήρωες; Είναι ανθρώπινοι, απτοί, πλασμένοι από χώμα και νερό ή μήπως άδεια αεροπιάσματα του μυαλού;»[vi]
 
  Και ο Μάνος Κοντολέων έχει δηλώσει: «Γράφω βιβλία για παιδιά, για νέους, βιβλία για ενήλικες. ΄Ολα τα γράφω σύμφωνα με τις απόψεις μου, μα και τα συναισθήματά μου... ΄Οταν αισθάνομαι χαρούμενος και αισιόδοξος, τότε γράφω έργα για παιδιά. ΄Οταν, πάλι, κάτι το επαναστατικό με διακατέχει, όταν η αμφισβήτηση του όποιου κατεστημένου με διαπερνά, τότε γράφω βιβλία για εφήβους και νέους. Κι όταν υπάρχουν περίοδοι που αισθάνομαι φόβο και θυμό για ό,τι συμβαίνει γύρω μου, τότε γράφω βιβλία για μεγάλους.»[vii]
 
      Η κρίση λοιπόν δεν είναι ανέφικτη. ΄Ενας συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει τι είδους κείμενο έγραψε και για ποιον. Ας φέρουμε μερικά παραδείγματα λογοτεχνικών έργων της εποχής μας: ΄Οταν ο Κώστας Μουρσελάς τελείωσε το βιβλίο του Κλειστόν λόγω μελαγχολίας (Κέδρος)θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι «δεν ήξερε» αν είναι  για παιδιά ή για μεγάλους και ότι την απόφαση να περιληφθεί σε κατάλογο βιβλίων για ενηλίκους και όχι για παιδιά την πήρε ο εκδότης; ΄Οταν ολοκλήρωσε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος το Βαθύς και λυπημένος όπως κι εσύ (Κέδρος)ή η ΄Ερση Σωτηροπούλου το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές (Κέδρος),θα έπειθαν αν βεβαίωναν ότι «δε γνώριζαν» κατά πόσο απευθύνεται τελικά το μυθιστόρημά τους σε ενηλίκους ή σε μαθητές του δημοτικού; Θα γινόταν πιστευτή ενδεχόμενη δήλωση της Ευγενίας Φακίνου ότι ο εκδότης και όχι η ίδια αποφάσισε ότι το μυθιστόρημά της Η τυφλόμυγα (Καστανιώτης) αφορά και ενδιαφέρει ενήλικο και όχι παιδικό αναγνωστικό κοινό;
 
         Και αντίθετα: ΄Εχοντας γράψει και την τελευταία σελίδα των βιβλίων Τα παπουτσάκια που λένε ιστορίες(΄Αγκυρα) η Αγγελική Βαρελλά, Εμένα με νοιάζει (Πατάκης) η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Τα στενά παπούτσια (Πατάκης) η Ζωρζ Σαρή, Το άγαλμα που κρύωνε (Πατάκης) ο Χρήστος Μπουλώτης, Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας (Κέδρος) η Κίρα Σίνου, Η Ρηνιώ του Θύμιου (Καστανιώτης) η Νίτσα Τζώρτζογλου ή Τα δάκρυα της Περσεφόνης (Πατάκης) η Λίτσα Ψαραύτη, θα μπορούσαν έντιμα να υποστηρίξουν ότι «δεν ξέρουν» αν είναι πρωτίστως για παιδιά τα βιβλία τους;
  
        Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. ΄Ανθρωποι που έχουν το χάρισμα και τη δυνατότητα να δημιουργούν λογοτεχνικά έργα δεν είναι δυνατόν να μη διαθέτουν την απαραίτητη κρίση ώστε να ξεχωρίσουν αν το έργο που ολοκλήρωσαν απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ενήλικο ή σε ανήλικο κοινό. Ακόμα και αν για οποιονδήποτε λόγο διστάζουν ή δε θέλουν να εκφέρουν γνώμη και αφήνουν τον εκδότη ν’ αποφασίσει, δική τους είναι τελικά η ευθύνη αν θα δεχτούν ή όχι την απόφασή του.
 
 
Σημειώσεις:
 
 [i] Στο άρθρο της “Still in the making” στο περιοδικό School Bookshop News, Μάρτης 1976.
[ii]  Παρατίθεται συχνότατα σε βιβλία που αναφέρονται στην παιδική λογοτεχνία. Ενδεικτικά σημειώνω την αναφορά του στον πρόλογο του βιβλίου της Jane Yolen Writing Books for Children, The Writer, Inc. Boston: 1984, και στο βιβλίο του Peter Hollindale Signs of Childness in Childrens BooksThimble Press, Stroud (UK): 1997 σελ. 26.
 [iii]    Π.χ. η Catherine Storr, κατά δήλωσή της,  γράφει για το παιδί που ήταν και που είναι ακόμα, η Nina Bawden για το παιδί που υπήρξε, το ίδιο και ο William Mayne, όπως αναφέρει ο Peter Hollindale,o.π. σελ. 74.
 [iv]   Το καταθέτει, χλευαστικά, ο Αυστραλός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Ivan Southall στο βιβλίο του Journey of Discovery – On Writing for Children, Kestrel Books, 1975.
[v]  Στο άρθρο του «Η παιδική λογοτεχνία από τη σκοπιά ενός συγγραφέα της νεότερης γενιάς», περιοδικό Περίπλους, τ. 49/2000, σελ. 127.
[vi]  Βλ. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης: Σύγχρονες οπτικές και προοπτικές της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, επιμέλεια Ι.Ν. Βασιλαράκης, Τυπωθείτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα: 1998, σελ. 78.
  [vii]  Από την ομιλία του στο Μάρμπουργκ της Γερμανίας, 9 Σεπτεμβρίου 2001.


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους", τ. 83, Φθινόπωρο 2006)


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Φανταστική συνέντευξη με την Πηνελόπη Δέλτα



Εβδομήντα και πλέον χρόνια έκλεισαν  από το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, χρονικό διάστημα που διόλου δε λιγόστεψε το ενδιαφέρον για το έργο της, καθόλου δε μείωσε την αγάπη των μικρών αναγνωστών για τα βιβλία της.  Κι ας σημειώθηκαν έκτοτε στην Παιδική μας Λογοτεχνία κινήσεις και τάσεις πολυσήμαντες που οδήγησαν σε μια πανθομολογούμενη «άνθηση». Κι ας είναι πλήθος τα αξιόλογα παιδικά και νεανικά βιβλία που θα μπορούσαν να έχουν εκτοπίσει τα δικά της.

Για όλ’ αυτά – πολλές φορές αναρωτήθηκα – τι θα έλεγε άραγε, αν ζούσε, η Πηνελόπη Δέλτα; Τι θα είχε ν’ απαντήσει σε μερικά ερωτήματα που ακόμα, και ίσως πάντα, θα βασανίζουν όσους γράφουν για παιδιά; Τι θα είχε να μας συμβουλεύσει; Τι ακριβώς πίστευε για θέματα αμφιλεγόμενα; Πώς θα έβλεπε η ίδια τα βιβλία της σήμερα; ΄Αραγε θ’αναθεωρούσε μερικές γραμμές της, μερικές από τις ιδέες της; Κι ακόμα, πώς θ’ αντιμετώπιζε κάποιες σποραδικές προσπάθειες για μείωση της αξίας του έργου της; Σωστότερο θα ήταν να τις πω «απόπειρες για σπίλωση του ονόματός της»;

       ΄Ισως δε θα έπρεπε να σταθούμε σε τέτοιες στενόκαρδες ενέργειες. Θ’ αρκούσε να θυμηθούμε τη ρήση που αποδίδεται στον Κολοκοτρώνη: «Την καρυδιά με τα πολλά καρύδια πετροβολούν». Και ήταν, αλήθεια, μια καρυδιά τεράστια η Πηνελόπη Δέλτα, που ακόμα μας δίνει καρπούς. «Στητή κι ολόρθη», «ψυχή φλογερή, περήφανη κι απτόητη» την ονομάζει ο Ξ. Λευκοπαρίδης, μελετητής και επιμελητής του τόμου με την Αλληλογραφία της (σελ. 14 του προλόγου). «Υπέροχη γυναίκα, που με τη ζωή της μας έδωκε ένα πρότυπο Γυναικείου Ανθρωπισμού» την αποκαλεί ο Δημήτρης Γληνός (σελ. 37). Το έργο της, «έργο κατ’ εξοχήν εθνικό και παιδαγωγικό» το χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Δελμούζος (σελ. 253). «Τιμή στο έθνος, τιμή στο γυναικείο φύλο που έστειλε στο έθνος τέτοιο αντιπρόσωπο να διηγηθεί τις μεγάλες του ιστορίες και να τραγουδήσει τα μεγάλα του όνειρα» αναφωνεί ο Αργύρης Εφταλιώτης (σελ. 189). «Είστε, θαρρώ, από κείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν ξυπνητήρια», της γράφει ο Π.Β. Βλαστός (σελ 4.). Και ο Κων. Μελάς της λέει: «Βάλατε τη μεγάλη σας καρδιά σε αθάνατα βιβλία (σελ. 403). Τα έργα σας … κατορθώνουν να συνταιριάζουν την καλλιτεχνική εύρεση με μια ηθική ιδέα», τονίζει ο Παλαμάς (σελ. 57). «Πιστεύω πως πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία δόθηκαν ζωντανοί τύποι παιδιών από σας» βεβαιώνει ο Μυριβήλης (σελ. 385), που το Πράσινο Βιβλίο του (1935) είναι «αφιερωμένο της Κας Πηνελόπης Δέλτα, το γένος Μπενάκη». «Σας αγαπώ και σας τιμώ σαν ένα ιδανικό», σημειώνει αλλού (σελ. 389).

       Πώς να μη λυπάται κανείς που δεν πρόλαβε να γνωρίσει αυτή τη μοναδική γυναίκα; Πώς να μη λαχταρά ένα θαύμα που θα την έστηνε ολοζώντανη μπροστά του, για να μπορέσει να της μιλήσει, να τη ρωτήσει τόσα και τόσα. Πώς να μη θλίβεται που τέτοια θαύματα δε γίνονται… «Να πάρουμε μια φανταστική συνέντευξη!» πρότεινε κάποιος αυθόρμητα ένα απόγευμα στο μικρό γραφείο του περιοδικού Διαδρομές.

        Η ιδέα με συνεπήρε. Ναι, αυτό μπορούσε να γίνει! Θα έθετα τα ερωτήματά μου. Θα προσπαθούσα να βρω τις απαντήσεις από τα ίδια της τα λόγια, μελετώντας προσεκτικότερα τα γράμματα που έστειλε η ίδια. Παρακινδυνευμένο; ΄Ισως, αφού η επιλογή των κειμένων θα ήταν δική μου. Ανεπαρκές; Πολύ πιθανό, αφού σε πολλά ερωτήματα δε θα έβρισκα συγκεκριμένες απαντήσεις. Ταυτόχρονα όμως παιχνίδι γοητευτικό, που ασφαλώς θα το επέτρεπε κι εκείνη, αφού σαν συγγραφέας παιδικών βιβλίων – δεν μπορεί – θα έκρυβε μέσα της κάποια φιλοπαίγμονα διάθεση. Ένα παιχνίδι, στο κάτω κάτω, που κανέναν δε θα είχε να βλάψει, αφού κίνητρό του θα ήταν η αγάπη. Για κείνη. Και για την Παιδική Λογοτεχνία. ΄Ετσι έγινε και άνοιξα, για μια ακόμα φορά, τον ογκώδη τόμο με την Αλληλογραφία της. Και η Πηνελόπη Δέλτα ήρθε και κάθισε απέναντί μου μεγαλόπρεπα μα και σεμνά μαζί. Σαστισμένη εγώ, δεν ήξερα τι να πρωτορωτήσω, από πού ν’ αρχίσω…

       - Ξέρετε - είπα - τις πέντε τελευταίες δεκαετίες έγιναν τεράστιες προσπάθειες για την ανάπτυξη της Παιδικής μας Λογοτεχνίας, κυρίως από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Εσείς τι θα είχατε να μας προτείνετε;

       - Θα ήθελα να βαλθούν πολλοί να γράψουν βιβλία διασκεδαστικά, με αγοράκια και κοριτσάκια που παίζουν, μιλούν, κάνουν αταξίες και καλές πράξεις σε ελληνικό περιβάλλον, που να περιγράφονται λεπτομερώς οι εύμορφες εθνικές μας συνήθεις και παραδόσεις. ΄Οποιος γράφει τέτοια, πρέπει βέβαια να σκέφτεται όχι μόνο τη διασκέδαση του παιδιού αλλά και τη μόρφωση της ψυχής και του νου του, και να το κάμει αυτό χωρίς να δασκαλεύει. Ελεεινές βρίσκω, π.χ. τις ιστορίες με έξυπνες ή διασκεδαστικές πονηριές, που μαθαίνουν του παιδιού να μεταχειρίζεται την εξυπνάδα του, για να «γελάσει» τον άλλο. Ένα μικρό παράδειγμα που διάβασα στη «Διάπλαση των Παίδων» (έτος 28ο, αριθ. 41-42): Μια μητέρα, για να πιάσει τα παιδιά της και να μάθει ποιο απ’ όλα είχε φάγει το γλυκό, τους είπε πως τα φρύδια του κλέφτη θα πέσουν μέσα στα μάτια του. Αποτέλεσμα: ο κλέφτης ανέβαζε τα φρύδια όσο μπορούσε και η μητέρα τον εννόησε. Ιδού λοιπόν μητέρα που δε βρίσκει άλλο τρόπο να κάμει το παιδί της να ομολογήσει το σφάλμα του παρά «χώνοντάς το μέσα» με πονηριά. Και βεβαίως το παιδί που θα διαβάσει την ιστορία αυτή θα κρίνει πως πρέπει να γίνει πιο πονηρό από τη μητέρα του, για να κάμει αταξίες με ατιμωρησιά. Είναι αυτή αγωγή; (σελ. 87).


 - Η έγνοια σας να είναι όσο καλύτερη γίνεται η πνευματική τροφή των παιδιών φανερώνεται από τη συνήθειά σας να στέλνετε τα χειρόγραφα ή τα δοκίμια των βιβλίων σας σε αναγνωρισμένους πνευματικούς ανθρώπους να τα διαβάσουν και να σας πουν τη γνώμη τους. Σε παιδιά, ωστόσο, τα διαβάζετε ποτέ πριν τυπωθούν;

 - Γράφοντας το Για την Πατρίδα κι ένα άλλο παραμυθάκι, το διάβαζα λίγο λίγο στα παιδιά μου και αναλόγως που μου έκαμαν κρίσεις, είτε πως δεν ήταν αρκετά καθαρή η διήγηση είτε πως ήταν πολύ σύντομη, το μετέβαλλα και το έβαζα στο επίπεδο του μυαλού των (σελ. 22).

 - Ωστόσο αυτό διόλου δε μείωνε τη λογοτεχνική τους αξία. Ο Αργύρης Εφταλιώτης σας έγραψε κάποτε για τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου: «Τέτοιο τεχνοδούλευτο ιστορικό μυθιστόρημα δε θυμούμαι να διάβασα». Τι σας έκανε, αλήθεια να γράψετε ιστορικά μυθιστορήματα; Ας μιλήσουμε για τα δύο πρώτα.

       - Γράφοντας τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου ένα μόνο σκοπό είχα: να μάθει το παιδί που θα το διαβάσει την ιστορία του. Και νομίζω πως η μόνη αξία του βιβλίου αυτού – αν έχει και καμιά αξία – είναι που ακολουθεί πιστά, ως την υπερβολή ίσως, τα ιστορικά γεγονότα, πράγμα που με έβαλε δυο τρεις φορές σε μεγάλη δυσκολία για να το τελειώσω (σελ. 43). ΄Οσο για το Για την πατρίδα, το έγραψα μ’ ένα και μόνο σκοπό: να δώσω στα παιδιά μας να διαβάσουν κάτι ελληνικό, όπου διασκεδάζοντας να μάθουν και λίγη ιστορία, ήθη και έθιμα ελληνικά, κάτι που να μην είναι «μετάφρασις εκ του γαλλικού», «αγγλικού» ή «γερμανικού», αλλά γνήσιο ελληνικό (σελ. 99). Πάντως, πριν γράψει κανείς, πρέπει να διαβάσει πολλά, να μπει στο πνεύμα της εποχής (σελ. 108). Για το ’ 21 ήθελα να γράψω διασκεδαστικά αναγνώσματα, ανακατώνοντας όσα περισσότερα ιστορικά γεγονότα μπορώ μέσα στο διήγημα, με τρόπο ώστε, χωρίς να μελετά το παιδί, να μαζεύει γνώσεις εκείνης της εποχής, να γνωρίζει τον Διάκο ή τον Μπότσαρη ή τον Κολοκοτρώνη ή τον Τζαβέλα, όχι σαν τους σκυθρωπούς οπλαρχηγούς που βλέπει στις ελεεινές ζωγραφιές των σχολικών βιβλίων, όπου μαθαίνει ξηρά ξηρά τα ονόματα των μαχών και τις χρονολογίες, αλλά σαν «ανθρώπους», που ζούσαν και γελούσαν και έτρωγαν και πονούσαν και αγαπούσαν και χόρευαν και πέθαιναν σαν λεοντάρια, και είχαν και τις αδυναμίες τους πλάι στους ηρωισμούς των (σελ. 109).

       Ο Παλαμάς, όταν διάβασε το χειρόγραφο του βιβλίου σας Για την πατρίδα, το χαρακτήρισε «πολύ πετυχημένο και ανώτερο». Για τους χαρακτήρες όμως είχε κάποιες επιφυλάξεις. Παρατήρησε ότι «η ψυχολογία των χαρακτήρων είναι κάπως πολύ απλή, θα ήθελε κάποιο σκάψιμο», πως «οι ήρωες της ιστορίας αυτής δεν είναι ατομικά ξεχωρισμένοι χαρακτήρες, μα πιο πολύ τύποι κοινοί σε μιαν εποχή» (σελ. 93). Είχε άραγε δίκιο; Κι αν ναι, δεν μπορούσατε τάχα ή δε θέλατε να επιμείνετε σ’ αυτό το σκάψιμο;

       - Η αλήθεια είναι πως απόφυγα συστηματικά την ψυχολογία των χαρακτήρων, πως δε θέλησα να φτιάσω «πρόσωπα» αλλά να ξυπνήσω «αισθήματα» και «ιδέες» στα παιδιά. Νομίζετε καλό να δίνετε του παιδικού ψυχολογημένο χαρακτήρα να μελετήσει; Δε νομίζετε καλύτερο να ξυπνάτε απλά στο μυαλό του παιδιού σκέψεις και αισθήματα ευγενικά και δυνατά; (σελ. 22).

       - ΄Ισως έχετε δίκιο. Ας μιλήσουμε τώρα για κάτι που ακόμα συζητιέται. ΄Εχει λεχτεί πως βασικό χαρακτηριστικό των λογοτεχνημάτων για παιδιά είναι το αίσθημα αισιοδοξίας που αφήνουν τελικά, παρ’ όλες τις τραγικές καταστάσεις που ίσως περιγράφουν ή τα τυχόν θλιβερά θέματα που θίγουν. Εσείς τι πιστεύετε; Συμφωνείτε;

       - Στο παιδί πρέπει να ξυπνούμε την αγάπη της ζωής, τη δύναμη, τη θέληση, όχι την κούραση που βρίσκεται στο βάθος των περισσοτέρων της φυλής μας (σελ. 30).

       - Κρίνοντας κανείς από τις απόψεις των πνευματικών ανθρώπων που σας έγραφαν, «παιδαγωγικά λάθη» δεν υπήρχαν στο δικό σας έργο, τουλάχιστον με τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής. Ο Δελμούζος, για παράδειγμα, χαρακτήρισε το Για την πατρίδα «το πρώτο εθνικό βιβλίο για τα παιδιά μας» (σελ. 203) και το Παραμύθι χωρίς όνομα «το δεύτερο εθνικό βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, εθνικό γιατί με χτυπητά χρώματα ζωγραφίζει την Ελλάδα κατρακυλισμένη στο βυθό της διαφθοράς, έτσι που πονείς. Κι ακόμα, γιατί στην ανάσταση των Μοιρολατρών βλέπει καθένας ν’ ανασταίνεται και να παίρνει σάρκα τα’ όνειρο της ελληνικής ψυχής» (σελ. 220). Ωστόσο, τέτοιοι ήταν οι καιροί το Δεκέμβριο του 1910, που φοβόταν πως «αν βγει έξω, θα κατασχεθεί», επειδή το έβρισκε «αντιΓεωργικότατο», μολονότι «φιλοβασιλικότατο» (σελ. 221)…

 - Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι… Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς και το Βασιλόπουλο ο νέος ΄Ελληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρει τη δύναμη ν’ αναγεννηθεί, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον έναν και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες. Το κακό είναι που σε παραμύθι αναγκάζεται κανείς με πρόσωπα να συμβολίζει τα πράγματα κι έτσι η λέξη μονάχα «ο βασιλιάς» είναι αιτία που ζητά ο αναγνώστης στο Βασιλέα του τόπου να την εφαρμόσει (σελ. 222-223).

 - Κάτι άλλο που σας απασχολούσε στην αλληλογραφία σας με τον Δελμούζο ήταν το θέμα της γλώσσας. Εκείνος, νομίζω, δε σας μάλωνε και τόσο… ΄Αλλοι στάθηκαν πολύ σκληρότεροι απέναντί σας, επειδή δεν έβρισκαν τη γλώσσα σας αρκετά «δημοτική» ή ομοιόμορφη. Για παράδειγμα ο Φώτης Φωτιάδης σας έγραψε κάποτε: «Κρίμα! Δεν μπορείτε να ξεφορτωθείτε αφτή την καθαρέβουσα! Κουνηθείτε, σειστείτε, τινάξτε καλά τα ρούχα σας να πέσει όση κάθεται απάνω σας σα σκόνη» (σελ. 100). Και ο Αλεξ. Πάλλης, μόλο που βρήκε το Για την πατρίδα μυθιστόρημα «απλά δεμένο και ιστορημένο δίχως λυρισμούς και δίχως μπερδέματα», σας έγραψε: «σας έχουν αφτού αφανίσει οι γκουβερνάντες σας οι φταντζεζοεγκλεζογερμανίδες – μάλιστα οι φταντζέζες – και συχνά δε μιλάτε σα Ρωμιοί (σελ. 76). Κι ακόμα ότι «η αδιαφορία σας στο να πείτε τα πράγματα με τον καλύτερο τρόπο που γίνεται είναι σκάνταλο» (σελ. 82). Επίσης ο Φώτης Φωτιάδης σας έγραψε ότι η γλώσσα σας «έχει πού και πού θύμησες απ’ την καθαρέβουσα» (σελ. 91)…

       - Όλα όσα μου λέτε για τη γλώσσα τα παραδέχομαι. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να γράψω αλλιώς, αφού ήθελα να γράψω απλά, με ειλικρίνεια. Αυτή την ανακατωμένη γλώσσα μιλούμε, αυτήν έγραψα, γιατί αυτή μ’ ερχόταν φυσική. Η γλώσσα για μένα δεν ήταν σκοπός, ήταν μέσο. Δεν είναι καθάρια δημοτική; Τι να κάμω; Αυτήν ήξερα και μ’ αυτήν μπορούσα να πως καθαρότερα εκείνα που ήθελα. Πρώτα απ’ όλα ήθελα να είμαι ειλικρινής σ’ ό,τι έγραφα. Και μόνο στη γλώσσα που μιλούσα μπορούσα να μείνω «εγώ» (σελ. 92). Οι κανόνες του Ψυχάρη μού φαίνονταν ξένοι, όσο και οι κανόνες της καθαρεύουσας, γι’ αυτό έγραφα όμως μιλούσα, απαράλλακτα! Γι’ αυτό γράφω «για», «μιλώ», «προφταίνω» και άλλα, και όμως γράφω «ήδη», «αναφώνησα», «απειλητικά» και χίλιες άλλες που δεν είναι λαϊκές (σελ. 126).

         - Αυτό το «δε μιλάτε σα Ρωμιοί» οδηγεί τη σκέψη μου σε κάτι άλλο. Στις Πρώτες ενθυμήσεις σας, αν δεν κάνω λάθος, λέτε ότι στην παιδική σας ηλικία θαυμάζατε τους ομογενείς. Ωστόσο έχω την εντύπωση ότι στην ωριμότητά σας αλλάζει η στάση σας αυτή. Στο παραμύθι σας «Εκεί π’ ανθίζουν οι δάφνες», στο Παραμύθια και άλλα (1915) είστε αμείλικτη με τον Λουκή, τον ομογενή ήρωά σας. Ακόμα πιο αυστηρή είστε με όσους δεν επέστρεψαν στην πατρίδα, αλλά έμειναν έξω. Κάτι σχετικό είχατε γράψει στον Δημ. Πετροκόκκινο, νομίζω, για κάποιους Χίους του εξωτερικού. Τι ακριβώς του είπατε;

        - Το ότι πρόκοψαν τρεις γενεές Χίων και έγιναν λαμπροί Αμερικανοί μ’ αφήνει πολύ ψυχρή. Θα τους προτιμούσα αγράμματους τσοπάνηδες αλλά ΄Ελληνες, παρά ναύαρχους και εκατομμυριούχους Αμερικάνους. Εκτιμώ πολύ περισσότερο τους συγγενείς τους που έμειναν, έζησαν, παντρεύτηκαν και πέθαναν και άφησαν παιδιά στη Χίο, σκονάκια άγνωστα στην ιστορία του κόσμου, αλλά σκονάκια ελληνικά, μόρια που σχηματίζουν, μαζί με πολλά άλλα μόρια το σημερινό ελληνισμό (σελ. 369).

        Αυτό το «θα τους προτιμούσα αγράμματους τσοπάνηδες» δείχνει μιαν άλλη στάση από κείνη που κάποτε εκφράσατε για τις κοινωνικές τάξεις και για την οποία σας μάλωσε ο Δελμούζος…

        - Μα σε μας δεν έχει τάξεις! Αστική τάξη σε μας είναι ο «λαός» που ξέρει γράμματα, είναι ο αδελφός του Μενιδιάτη αγωγιάτη που σπούδασε «καθηγητής θεολογίας», είναι ο γιατρός του Ναυτικού, με χίλια γαλόνια, του οποίου η μητέρα φορεί τσεμπέρι, είναι ο δικηγόρος, που ο πατέρας του βαστά ακόμα τη στάνη του, είναι ο ίδιος ο εκατομμυριούχος μεγαλοοινοποιός, που ως παιδί έβοσκε τα πρόβατά του, τη νύχτα, με γελασιά, σε γειτονικό χωράφι. Αυτοί είναι οι αστοί μας…

        - Αυτά και άλλα πολλά που γράψατε τον Αύγουστο του 1921 αγανακτισμένη με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την άδικη δίωξη του πατέρα σας, καθώς και πολλά ακόμα που λέγατε, ξάστερα και τσουχτερά, σε όλη σας τη ζωή, φαίνεται πως ενόχλησαν και ενοχλούν ακόμα πολλούς. ΄Ισως γι’ αυτό και προσπαθούν να σας επιτεθούν με αβάσιμες κατηγορίες…

        - Είναι φοβερή η αρρώστια αυτή που έχουμε να γκρεμίζουμε αδιάκοπα χωρίς να βάζουμε τίποτα στη θέση του γκρεμισμένου (σελ. 97). Δεν ξέρω αν θα είναι παρηγοριά να σκεφτούμε πως ο Ρωμιός αλλάζει με κάθε φύσημα του ανέμου. Αυτοί που σήμερα γυρεύουν να σας κάψουν, αύριο ή σ’ ένα ή σε δύο ή σε πέντε χρόνια μπορούν να σας κάμουν άγαλμα (σελ. 225).

        - ΄Εχω πάντως την πεποίθηση ότι φυσιογνωμίες σαν εσάς με τέτοια προσφορά και δράση πάντα θα βρίσκονται άνθρωποι να τις θυμούνται και να τις τιμούν. Παράδειγμα ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου που, από το 1988, καθιέρωσε ετήσιο βραβείο Παιδικής λογοτεχνίας στη μνήμη σας.


 Η Πηνελόπη Δέλτα γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε μακριά. Το βλέμμα της έδειχνε αγάπη, κάποια ικανοποίηση μα και πολλή σεμνότητα. Είχα όμως την αίσθηση ότι οι ερωτήσεις μου είχαν αρχίσει να την κουράζουν. Και ήθελα τόσα ακόμα να τη ρωτήσω… Θα μου απαντούσε άραγε; Διάλεξα μια τελευταία ερώτηση που πάντα τη θεωρούσα σημαντική.

       - Ξέρετε –άρχισα διστακτικά – ήθελα πάντα να σας μιλήσω για το βιβλίο Παραμύθια και άλλα. Πολλοί, σαν εμένα, που λατρεύουν το Παραμύθι χωρίς όνομα και τιμούν το έργο σας γενικά, πιστεύουν ότι εκείνα τα παραμύθια είναι κατώτερα από τ’ άλλα σας βιβλία. ΄Αραγε σήμερα θα το ξαναγράφατε; Μήπως θ’ απορρίπτατε ολότελα μερικές ιστορίες, ή θα τις αλλάζατε;

     

            Δε μου απάντησε. Μόνο σαν να την άκουσα να ψιθυρίζει:
       - Τίποτα δε λαχταρώ τόσο αυτή την ώρα, όσο λίγη σιωπή…(σελ.345). Με τούτη τη φράση η όψη της άρχισε να σβήνει λίγο λίγο από τα μάτια μου. Η πολυθρόνα απέναντί μου απόμεινε κενή. Και τα υπόλοιπα ερωτήματά μου αναπάντητα.

____________

(*) Από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές, τεύχος 16/1989, σελ. 282-288, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, σελ. 145-155 (Καστανιώτης 1990, σελ.220). ΄Ολες οι απαντήσεις της Πηνελόπης Δέλτα είναι παρμένες από δικά της γράμματα δημοσιευμένα στον τόμο Αλληλογραφία της Π.Σ. Δέλτα, 1906-1940, με επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη (Εστία). Ο αριθμός των σελίδων όπου βρίσκονται τα αποσπάσματα αναφέρονται μέσα σε παρένθεση.