Εβδομήντα και πλέον χρόνια έκλεισαν από το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, χρονικό διάστημα που διόλου δε λιγόστεψε το ενδιαφέρον για το έργο της, καθόλου δε μείωσε την αγάπη των μικρών αναγνωστών για τα βιβλία της. Κι ας σημειώθηκαν έκτοτε στην Παιδική μας Λογοτεχνία κινήσεις και τάσεις πολυσήμαντες που οδήγησαν σε μια πανθομολογούμενη «άνθηση». Κι ας είναι πλήθος τα αξιόλογα παιδικά και νεανικά βιβλία που θα μπορούσαν να έχουν εκτοπίσει τα δικά της.
Για όλ’ αυτά – πολλές φορές αναρωτήθηκα – τι θα έλεγε άραγε, αν ζούσε, η Πηνελόπη Δέλτα; Τι θα είχε ν’ απαντήσει σε μερικά ερωτήματα που ακόμα, και ίσως πάντα, θα βασανίζουν όσους γράφουν για παιδιά; Τι θα είχε να μας συμβουλεύσει; Τι ακριβώς πίστευε για θέματα αμφιλεγόμενα; Πώς θα έβλεπε η ίδια τα βιβλία της σήμερα; ΄Αραγε θ’αναθεωρούσε μερικές γραμμές της, μερικές από τις ιδέες της; Κι ακόμα, πώς θ’ αντιμετώπιζε κάποιες σποραδικές προσπάθειες για μείωση της αξίας του έργου της; Σωστότερο θα ήταν να τις πω «απόπειρες για σπίλωση του ονόματός της»;
΄Ισως δε θα έπρεπε να σταθούμε σε τέτοιες στενόκαρδες ενέργειες. Θ’ αρκούσε να θυμηθούμε τη ρήση που αποδίδεται στον Κολοκοτρώνη: «Την καρυδιά με τα πολλά καρύδια πετροβολούν». Και ήταν, αλήθεια, μια καρυδιά τεράστια η Πηνελόπη Δέλτα, που ακόμα μας δίνει καρπούς. «Στητή κι ολόρθη», «ψυχή φλογερή, περήφανη κι απτόητη» την ονομάζει ο Ξ. Λευκοπαρίδης, μελετητής και επιμελητής του τόμου με την Αλληλογραφία της (σελ. 14 του προλόγου). «Υπέροχη γυναίκα, που με τη ζωή της μας έδωκε ένα πρότυπο Γυναικείου Ανθρωπισμού» την αποκαλεί ο Δημήτρης Γληνός (σελ. 37). Το έργο της, «έργο κατ’ εξοχήν εθνικό και παιδαγωγικό» το χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Δελμούζος (σελ. 253). «Τιμή στο έθνος, τιμή στο γυναικείο φύλο που έστειλε στο έθνος τέτοιο αντιπρόσωπο να διηγηθεί τις μεγάλες του ιστορίες και να τραγουδήσει τα μεγάλα του όνειρα» αναφωνεί ο Αργύρης Εφταλιώτης (σελ. 189). «Είστε, θαρρώ, από κείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν ξυπνητήρια», της γράφει ο Π.Β. Βλαστός (σελ 4.). Και ο Κων. Μελάς της λέει: «Βάλατε τη μεγάλη σας καρδιά σε αθάνατα βιβλία (σελ. 403). Τα έργα σας … κατορθώνουν να συνταιριάζουν την καλλιτεχνική εύρεση με μια ηθική ιδέα», τονίζει ο Παλαμάς (σελ. 57). «Πιστεύω πως πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία δόθηκαν ζωντανοί τύποι παιδιών από σας» βεβαιώνει ο Μυριβήλης (σελ. 385), που το Πράσινο Βιβλίο του (1935) είναι «αφιερωμένο της Κας Πηνελόπης Δέλτα, το γένος Μπενάκη». «Σας αγαπώ και σας τιμώ σαν ένα ιδανικό», σημειώνει αλλού (σελ. 389).
Πώς να μη λυπάται κανείς που δεν πρόλαβε να γνωρίσει αυτή τη μοναδική γυναίκα; Πώς να μη λαχταρά ένα θαύμα που θα την έστηνε ολοζώντανη μπροστά του, για να μπορέσει να της μιλήσει, να τη ρωτήσει τόσα και τόσα. Πώς να μη θλίβεται που τέτοια θαύματα δε γίνονται… «Να πάρουμε μια φανταστική συνέντευξη!» πρότεινε κάποιος αυθόρμητα ένα απόγευμα στο μικρό γραφείο του περιοδικού Διαδρομές.
Η ιδέα με συνεπήρε. Ναι, αυτό μπορούσε να γίνει! Θα έθετα τα ερωτήματά μου. Θα προσπαθούσα να βρω τις απαντήσεις από τα ίδια της τα λόγια, μελετώντας προσεκτικότερα τα γράμματα που έστειλε η ίδια. Παρακινδυνευμένο; ΄Ισως, αφού η επιλογή των κειμένων θα ήταν δική μου. Ανεπαρκές; Πολύ πιθανό, αφού σε πολλά ερωτήματα δε θα έβρισκα συγκεκριμένες απαντήσεις. Ταυτόχρονα όμως παιχνίδι γοητευτικό, που ασφαλώς θα το επέτρεπε κι εκείνη, αφού σαν συγγραφέας παιδικών βιβλίων – δεν μπορεί – θα έκρυβε μέσα της κάποια φιλοπαίγμονα διάθεση. Ένα παιχνίδι, στο κάτω κάτω, που κανέναν δε θα είχε να βλάψει, αφού κίνητρό του θα ήταν η αγάπη. Για κείνη. Και για την Παιδική Λογοτεχνία. ΄Ετσι έγινε και άνοιξα, για μια ακόμα φορά, τον ογκώδη τόμο με την Αλληλογραφία της. Και η Πηνελόπη Δέλτα ήρθε και κάθισε απέναντί μου μεγαλόπρεπα μα και σεμνά μαζί. Σαστισμένη εγώ, δεν ήξερα τι να πρωτορωτήσω, από πού ν’ αρχίσω…
- Ξέρετε - είπα - τις πέντε τελευταίες δεκαετίες έγιναν τεράστιες προσπάθειες για την ανάπτυξη της Παιδικής μας Λογοτεχνίας, κυρίως από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Εσείς τι θα είχατε να μας προτείνετε;
- Θα ήθελα να βαλθούν πολλοί να γράψουν βιβλία διασκεδαστικά, με αγοράκια και κοριτσάκια που παίζουν, μιλούν, κάνουν αταξίες και καλές πράξεις σε ελληνικό περιβάλλον, που να περιγράφονται λεπτομερώς οι εύμορφες εθνικές μας συνήθεις και παραδόσεις. ΄Οποιος γράφει τέτοια, πρέπει βέβαια να σκέφτεται όχι μόνο τη διασκέδαση του παιδιού αλλά και τη μόρφωση της ψυχής και του νου του, και να το κάμει αυτό χωρίς να δασκαλεύει. Ελεεινές βρίσκω, π.χ. τις ιστορίες με έξυπνες ή διασκεδαστικές πονηριές, που μαθαίνουν του παιδιού να μεταχειρίζεται την εξυπνάδα του, για να «γελάσει» τον άλλο. Ένα μικρό παράδειγμα που διάβασα στη «Διάπλαση των Παίδων» (έτος 28ο, αριθ. 41-42): Μια μητέρα, για να πιάσει τα παιδιά της και να μάθει ποιο απ’ όλα είχε φάγει το γλυκό, τους είπε πως τα φρύδια του κλέφτη θα πέσουν μέσα στα μάτια του. Αποτέλεσμα: ο κλέφτης ανέβαζε τα φρύδια όσο μπορούσε και η μητέρα τον εννόησε. Ιδού λοιπόν μητέρα που δε βρίσκει άλλο τρόπο να κάμει το παιδί της να ομολογήσει το σφάλμα του παρά «χώνοντάς το μέσα» με πονηριά. Και βεβαίως το παιδί που θα διαβάσει την ιστορία αυτή θα κρίνει πως πρέπει να γίνει πιο πονηρό από τη μητέρα του, για να κάμει αταξίες με ατιμωρησιά. Είναι αυτή αγωγή; (σελ. 87).
- Η έγνοια σας να είναι όσο καλύτερη γίνεται η πνευματική τροφή των παιδιών φανερώνεται από τη συνήθειά σας να στέλνετε τα χειρόγραφα ή τα δοκίμια των βιβλίων σας σε αναγνωρισμένους πνευματικούς ανθρώπους να τα διαβάσουν και να σας πουν τη γνώμη τους. Σε παιδιά, ωστόσο, τα διαβάζετε ποτέ πριν τυπωθούν;
- Γράφοντας το Για την Πατρίδα κι ένα άλλο παραμυθάκι, το διάβαζα λίγο λίγο στα παιδιά μου και αναλόγως που μου έκαμαν κρίσεις, είτε πως δεν ήταν αρκετά καθαρή η διήγηση είτε πως ήταν πολύ σύντομη, το μετέβαλλα και το έβαζα στο επίπεδο του μυαλού των (σελ. 22).
- Ωστόσο αυτό διόλου δε μείωνε τη λογοτεχνική τους αξία. Ο Αργύρης Εφταλιώτης σας έγραψε κάποτε για τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου: «Τέτοιο τεχνοδούλευτο ιστορικό μυθιστόρημα δε θυμούμαι να διάβασα». Τι σας έκανε, αλήθεια να γράψετε ιστορικά μυθιστορήματα; Ας μιλήσουμε για τα δύο πρώτα.
- Γράφοντας τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου ένα μόνο σκοπό είχα: να μάθει το παιδί που θα το διαβάσει την ιστορία του. Και νομίζω πως η μόνη αξία του βιβλίου αυτού – αν έχει και καμιά αξία – είναι που ακολουθεί πιστά, ως την υπερβολή ίσως, τα ιστορικά γεγονότα, πράγμα που με έβαλε δυο τρεις φορές σε μεγάλη δυσκολία για να το τελειώσω (σελ. 43). ΄Οσο για το Για την πατρίδα, το έγραψα μ’ ένα και μόνο σκοπό: να δώσω στα παιδιά μας να διαβάσουν κάτι ελληνικό, όπου διασκεδάζοντας να μάθουν και λίγη ιστορία, ήθη και έθιμα ελληνικά, κάτι που να μην είναι «μετάφρασις εκ του γαλλικού», «αγγλικού» ή «γερμανικού», αλλά γνήσιο ελληνικό (σελ. 99). Πάντως, πριν γράψει κανείς, πρέπει να διαβάσει πολλά, να μπει στο πνεύμα της εποχής (σελ. 108). Για το ’ 21 ήθελα να γράψω διασκεδαστικά αναγνώσματα, ανακατώνοντας όσα περισσότερα ιστορικά γεγονότα μπορώ μέσα στο διήγημα, με τρόπο ώστε, χωρίς να μελετά το παιδί, να μαζεύει γνώσεις εκείνης της εποχής, να γνωρίζει τον Διάκο ή τον Μπότσαρη ή τον Κολοκοτρώνη ή τον Τζαβέλα, όχι σαν τους σκυθρωπούς οπλαρχηγούς που βλέπει στις ελεεινές ζωγραφιές των σχολικών βιβλίων, όπου μαθαίνει ξηρά ξηρά τα ονόματα των μαχών και τις χρονολογίες, αλλά σαν «ανθρώπους», που ζούσαν και γελούσαν και έτρωγαν και πονούσαν και αγαπούσαν και χόρευαν και πέθαιναν σαν λεοντάρια, και είχαν και τις αδυναμίες τους πλάι στους ηρωισμούς των (σελ. 109).
- Ο Παλαμάς, όταν διάβασε το χειρόγραφο του βιβλίου σας Για την πατρίδα, το χαρακτήρισε «πολύ πετυχημένο και ανώτερο». Για τους χαρακτήρες όμως είχε κάποιες επιφυλάξεις. Παρατήρησε ότι «η ψυχολογία των χαρακτήρων είναι κάπως πολύ απλή, θα ήθελε κάποιο σκάψιμο», πως «οι ήρωες της ιστορίας αυτής δεν είναι ατομικά ξεχωρισμένοι χαρακτήρες, μα πιο πολύ τύποι κοινοί σε μιαν εποχή» (σελ. 93). Είχε άραγε δίκιο; Κι αν ναι, δεν μπορούσατε τάχα ή δε θέλατε να επιμείνετε σ’ αυτό το σκάψιμο;
- Η αλήθεια είναι πως απόφυγα συστηματικά την ψυχολογία των χαρακτήρων, πως δε θέλησα να φτιάσω «πρόσωπα» αλλά να ξυπνήσω «αισθήματα» και «ιδέες» στα παιδιά. Νομίζετε καλό να δίνετε του παιδικού ψυχολογημένο χαρακτήρα να μελετήσει; Δε νομίζετε καλύτερο να ξυπνάτε απλά στο μυαλό του παιδιού σκέψεις και αισθήματα ευγενικά και δυνατά; (σελ. 22).
- ΄Ισως έχετε δίκιο. Ας μιλήσουμε τώρα για κάτι που ακόμα συζητιέται. ΄Εχει λεχτεί πως βασικό χαρακτηριστικό των λογοτεχνημάτων για παιδιά είναι το αίσθημα αισιοδοξίας που αφήνουν τελικά, παρ’ όλες τις τραγικές καταστάσεις που ίσως περιγράφουν ή τα τυχόν θλιβερά θέματα που θίγουν. Εσείς τι πιστεύετε; Συμφωνείτε;
- Στο παιδί πρέπει να ξυπνούμε την αγάπη της ζωής, τη δύναμη, τη θέληση, όχι την κούραση που βρίσκεται στο βάθος των περισσοτέρων της φυλής μας (σελ. 30).
- Κρίνοντας κανείς από τις απόψεις των πνευματικών ανθρώπων που σας έγραφαν, «παιδαγωγικά λάθη» δεν υπήρχαν στο δικό σας έργο, τουλάχιστον με τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής. Ο Δελμούζος, για παράδειγμα, χαρακτήρισε το Για την πατρίδα «το πρώτο εθνικό βιβλίο για τα παιδιά μας» (σελ. 203) και το Παραμύθι χωρίς όνομα «το δεύτερο εθνικό βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, εθνικό γιατί με χτυπητά χρώματα ζωγραφίζει την Ελλάδα κατρακυλισμένη στο βυθό της διαφθοράς, έτσι που πονείς. Κι ακόμα, γιατί στην ανάσταση των Μοιρολατρών βλέπει καθένας ν’ ανασταίνεται και να παίρνει σάρκα τα’ όνειρο της ελληνικής ψυχής» (σελ. 220). Ωστόσο, τέτοιοι ήταν οι καιροί το Δεκέμβριο του 1910, που φοβόταν πως «αν βγει έξω, θα κατασχεθεί», επειδή το έβρισκε «αντιΓεωργικότατο», μολονότι «φιλοβασιλικότατο» (σελ. 221)…
- Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι… Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς και το Βασιλόπουλο ο νέος ΄Ελληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρει τη δύναμη ν’ αναγεννηθεί, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον έναν και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες. Το κακό είναι που σε παραμύθι αναγκάζεται κανείς με πρόσωπα να συμβολίζει τα πράγματα κι έτσι η λέξη μονάχα «ο βασιλιάς» είναι αιτία που ζητά ο αναγνώστης στο Βασιλέα του τόπου να την εφαρμόσει (σελ. 222-223).
- Κάτι άλλο που σας απασχολούσε στην αλληλογραφία σας με τον Δελμούζο ήταν το θέμα της γλώσσας. Εκείνος, νομίζω, δε σας μάλωνε και τόσο… ΄Αλλοι στάθηκαν πολύ σκληρότεροι απέναντί σας, επειδή δεν έβρισκαν τη γλώσσα σας αρκετά «δημοτική» ή ομοιόμορφη. Για παράδειγμα ο Φώτης Φωτιάδης σας έγραψε κάποτε: «Κρίμα! Δεν μπορείτε να ξεφορτωθείτε αφτή την καθαρέβουσα! Κουνηθείτε, σειστείτε, τινάξτε καλά τα ρούχα σας να πέσει όση κάθεται απάνω σας σα σκόνη» (σελ. 100). Και ο Αλεξ. Πάλλης, μόλο που βρήκε το Για την πατρίδα μυθιστόρημα «απλά δεμένο και ιστορημένο δίχως λυρισμούς και δίχως μπερδέματα», σας έγραψε: «σας έχουν αφτού αφανίσει οι γκουβερνάντες σας οι φταντζεζοεγκλεζογερμανίδες – μάλιστα οι φταντζέζες – και συχνά δε μιλάτε σα Ρωμιοί (σελ. 76). Κι ακόμα ότι «η αδιαφορία σας στο να πείτε τα πράγματα με τον καλύτερο τρόπο που γίνεται είναι σκάνταλο» (σελ. 82). Επίσης ο Φώτης Φωτιάδης σας έγραψε ότι η γλώσσα σας «έχει πού και πού θύμησες απ’ την καθαρέβουσα» (σελ. 91)…
- Όλα όσα μου λέτε για τη γλώσσα τα παραδέχομαι. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να γράψω αλλιώς, αφού ήθελα να γράψω απλά, με ειλικρίνεια. Αυτή την ανακατωμένη γλώσσα μιλούμε, αυτήν έγραψα, γιατί αυτή μ’ ερχόταν φυσική. Η γλώσσα για μένα δεν ήταν σκοπός, ήταν μέσο. Δεν είναι καθάρια δημοτική; Τι να κάμω; Αυτήν ήξερα και μ’ αυτήν μπορούσα να πως καθαρότερα εκείνα που ήθελα. Πρώτα απ’ όλα ήθελα να είμαι ειλικρινής σ’ ό,τι έγραφα. Και μόνο στη γλώσσα που μιλούσα μπορούσα να μείνω «εγώ» (σελ. 92). Οι κανόνες του Ψυχάρη μού φαίνονταν ξένοι, όσο και οι κανόνες της καθαρεύουσας, γι’ αυτό έγραφα όμως μιλούσα, απαράλλακτα! Γι’ αυτό γράφω «για», «μιλώ», «προφταίνω» και άλλα, και όμως γράφω «ήδη», «αναφώνησα», «απειλητικά» και χίλιες άλλες που δεν είναι λαϊκές (σελ. 126).
- Αυτό το «δε μιλάτε σα Ρωμιοί» οδηγεί τη σκέψη μου σε κάτι άλλο. Στις Πρώτες ενθυμήσεις σας, αν δεν κάνω λάθος, λέτε ότι στην παιδική σας ηλικία θαυμάζατε τους ομογενείς. Ωστόσο έχω την εντύπωση ότι στην ωριμότητά σας αλλάζει η στάση σας αυτή. Στο παραμύθι σας «Εκεί π’ ανθίζουν οι δάφνες», στο Παραμύθια και άλλα (1915) είστε αμείλικτη με τον Λουκή, τον ομογενή ήρωά σας. Ακόμα πιο αυστηρή είστε με όσους δεν επέστρεψαν στην πατρίδα, αλλά έμειναν έξω. Κάτι σχετικό είχατε γράψει στον Δημ. Πετροκόκκινο, νομίζω, για κάποιους Χίους του εξωτερικού. Τι ακριβώς του είπατε;
- Το ότι πρόκοψαν τρεις γενεές Χίων και έγιναν λαμπροί Αμερικανοί μ’ αφήνει πολύ ψυχρή. Θα τους προτιμούσα αγράμματους τσοπάνηδες αλλά ΄Ελληνες, παρά ναύαρχους και εκατομμυριούχους Αμερικάνους. Εκτιμώ πολύ περισσότερο τους συγγενείς τους που έμειναν, έζησαν, παντρεύτηκαν και πέθαναν και άφησαν παιδιά στη Χίο, σκονάκια άγνωστα στην ιστορία του κόσμου, αλλά σκονάκια ελληνικά, μόρια που σχηματίζουν, μαζί με πολλά άλλα μόρια το σημερινό ελληνισμό (σελ. 369).
- Αυτό το «θα τους προτιμούσα αγράμματους τσοπάνηδες» δείχνει μιαν άλλη στάση από κείνη που κάποτε εκφράσατε για τις κοινωνικές τάξεις και για την οποία σας μάλωσε ο Δελμούζος…
- Μα σε μας δεν έχει τάξεις! Αστική τάξη σε μας είναι ο «λαός» που ξέρει γράμματα, είναι ο αδελφός του Μενιδιάτη αγωγιάτη που σπούδασε «καθηγητής θεολογίας», είναι ο γιατρός του Ναυτικού, με χίλια γαλόνια, του οποίου η μητέρα φορεί τσεμπέρι, είναι ο δικηγόρος, που ο πατέρας του βαστά ακόμα τη στάνη του, είναι ο ίδιος ο εκατομμυριούχος μεγαλοοινοποιός, που ως παιδί έβοσκε τα πρόβατά του, τη νύχτα, με γελασιά, σε γειτονικό χωράφι. Αυτοί είναι οι αστοί μας…
- Αυτά και άλλα πολλά που γράψατε τον Αύγουστο του 1921 αγανακτισμένη με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την άδικη δίωξη του πατέρα σας, καθώς και πολλά ακόμα που λέγατε, ξάστερα και τσουχτερά, σε όλη σας τη ζωή, φαίνεται πως ενόχλησαν και ενοχλούν ακόμα πολλούς. ΄Ισως γι’ αυτό και προσπαθούν να σας επιτεθούν με αβάσιμες κατηγορίες…
- Είναι φοβερή η αρρώστια αυτή που έχουμε να γκρεμίζουμε αδιάκοπα χωρίς να βάζουμε τίποτα στη θέση του γκρεμισμένου (σελ. 97). Δεν ξέρω αν θα είναι παρηγοριά να σκεφτούμε πως ο Ρωμιός αλλάζει με κάθε φύσημα του ανέμου. Αυτοί που σήμερα γυρεύουν να σας κάψουν, αύριο ή σ’ ένα ή σε δύο ή σε πέντε χρόνια μπορούν να σας κάμουν άγαλμα (σελ. 225).
- ΄Εχω πάντως την πεποίθηση ότι φυσιογνωμίες σαν εσάς με τέτοια προσφορά και δράση πάντα θα βρίσκονται άνθρωποι να τις θυμούνται και να τις τιμούν. Παράδειγμα ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου που, από το 1988, καθιέρωσε ετήσιο βραβείο Παιδικής λογοτεχνίας στη μνήμη σας.
Η Πηνελόπη Δέλτα γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε μακριά. Το βλέμμα της έδειχνε αγάπη, κάποια ικανοποίηση μα και πολλή σεμνότητα. Είχα όμως την αίσθηση ότι οι ερωτήσεις μου είχαν αρχίσει να την κουράζουν. Και ήθελα τόσα ακόμα να τη ρωτήσω… Θα μου απαντούσε άραγε; Διάλεξα μια τελευταία ερώτηση που πάντα τη θεωρούσα σημαντική.
- Ξέρετε –άρχισα διστακτικά – ήθελα πάντα να σας μιλήσω για το βιβλίο Παραμύθια και άλλα. Πολλοί, σαν εμένα, που λατρεύουν το Παραμύθι χωρίς όνομα και τιμούν το έργο σας γενικά, πιστεύουν ότι εκείνα τα παραμύθια είναι κατώτερα από τ’ άλλα σας βιβλία. ΄Αραγε σήμερα θα το ξαναγράφατε; Μήπως θ’ απορρίπτατε ολότελα μερικές ιστορίες, ή θα τις αλλάζατε;
Δε μου απάντησε. Μόνο σαν να την άκουσα να ψιθυρίζει:
- Τίποτα δε λαχταρώ τόσο αυτή την ώρα, όσο λίγη σιωπή…(σελ.345). Με τούτη τη φράση η όψη της άρχισε να σβήνει λίγο λίγο από τα μάτια μου. Η πολυθρόνα απέναντί μου απόμεινε κενή. Και τα υπόλοιπα ερωτήματά μου αναπάντητα.
____________
(*) Από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές, τεύχος 16/1989, σελ. 282-288, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, σελ. 145-155 (Καστανιώτης 1990, σελ.220). ΄Ολες οι απαντήσεις της Πηνελόπης Δέλτα είναι παρμένες από δικά της γράμματα δημοσιευμένα στον τόμο Αλληλογραφία της Π.Σ. Δέλτα, 1906-1940, με επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη (Εστία). Ο αριθμός των σελίδων όπου βρίσκονται τα αποσπάσματα αναφέρονται μέσα σε παρένθεση.