- Απορίες παιδιών, ερωτήσεις ενηλίκων - (*)
«Από πού αντλείτε τις
ιδέες σας; Πώς σας έρχεται η έμπνευση για ένα βιβλίο;» ρωτούν πολύ συχνά τα
παιδιά τους συγγραφείς παιδικών βιβλίων που επισκέπτονται τα σχολεία ή
συναντούν μικρούς αναγνώστες σε βιβλιοθήκες ή άλλες εκδηλώσεις. Και φαίνεται
ότι τέτοιες ερωτήσεις γίνονται σε όλους τους συγγραφείς, παντού στον κόσμο. Η Susan Cooper γράφει: «Η
ερώτηση “από πού παίρνετε τις ιδέες σας” ακούγεται όπως εκείνη κάποιου
καλεσμένου σε γεύμα που, απολαμβάνοντας τη σαλάτα, ζητάει από την οικοδέσποινα
να του αποκαλύψει το όνομα κάποιου ειδικού καταστήματος. “Από πού παίρνετε τις
ντομάτες σας;” Η απάντηση θα μπορούσε να είναι η ίδια, είτε πρόκειται για
ντομάτες είτε για ιδέες. “Τις καλλιεργώ μόνη μου. Στον κήπο μου”. Αν η ερώτηση
αφορά ιδέες, τα παιδιά ξέρουν ότι πρόκειται για κήπο μαγικό. Έχουν βρεθεί εκεί,
μεταφέρθηκαν ενώ διάβαζαν το βιβλίο».[1]
«Γιατί τα παιδιά κάνουν τόσο συχνά
αυτή την ερώτηση; Τι ρωτούν στην πραγματικότητα;» γράφει η Barbara Harrison. «Μας
ζητούν να τους εξηγήσουμε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές, αλλά δεν
είναι˙ ρωτούν για την έμπνευση, τη φαντασία, το ταλέντο˙ μας ζητούν να τους
εξηγήσουμε ένα μυστήριο».[2]
Μυστήριο ή όχι, κάθε συγγραφέας που αντιμετωπίζει τέτοιες ερωτήσεις πρέπει
να δώσει στα παιδιά τις δικές του ξεκάθαρες απαντήσεις. Κι αυτές, όπως είναι
φυσικό, δεν μπορεί να είναι πανομοιότυπες. Κάθε δημιουργός έχει τις δικές του
πηγές έμπνευσης και ιδεών, καθώς και το δικό του τρόπο να αντλεί απ’ αυτές. Ωστόσο,
αμέσως έπειτα ακολουθεί συνήθως μία εξίσου συχνή ερώτηση, στην οποία οι
απαντήσεις συγκλίνουν τις περισσότερες φορές, με αρκετές εξαιρέσεις φυσικά.
Είναι η ερώτηση: «Πόσον καιρό σας παίρνει να τελειώσετε ένα βιβλίο;» - ακόμα και «πόσες μέρες;» ή «πόση ώρα;»
τυχαίνει να ρωτήσουν, ιδίως τα μικρότερα παιδιά.
Φτάνει λοιπόν η στιγμή που πρέπει ο δημιουργός να δώσει στα παιδιά να
καταλάβουν πόσο μακρύς είναι ο δρόμος από το μυστήριο της έμπνευσης ως την
πραγματικότητα της «κουζίνας» του συγγραφέα. Να τους εξηγήσει τη λεγόμενη
«αγωνία του εργαστηρίου», έκφραση που σίγουρα πρώτη φορά την ακούν.
Αν πρόκειται για μεγαλύτερα παιδιά, η ερώτηση αφορά κυρίως μυθιστορήματα, οπότε
οι νεαροί αναγνώστες πρέπει να κατανοήσουν ότι μυθιστόρημα χωρίς πειστικά
πλασμένους χαρακτήρες δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογο. Το πλάσιμο το χαρακτήρων
στο μυαλό του συγγραφέα πρέπει να συμβαδίσει με το πλάσιμο της πλοκής. Kαι είναι εξίσου επίπονα
και χρονοβόρα και τα δυο.
Όταν οι χαρακτήρες είναι έτοιμοι και η πλοκή γνωστή στο δημιουργό, έστω και
αδρά, τότε αρχίζει η πρώτη γραφή. Και δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να
τελειώσει το βιβλίο σύντομα, μέσα σ' ένα δυο μήνες. Όμως την πρώτη αυτή γραφή
πάντα την ακολουθεί μια δεύτερη, μια τρίτη, συχνά και τέταρτη και πέμπτη – ακόμα
και πολύ περισσότερες. Όταν η αυθόρμητη κίνηση και η δράση των χαρακτήρων
τελειώσει, όταν η ιστορία φτάσει στο τέλος της, αρχίζει η αγωνία της
επεξεργασίας - το σμίλεμα των προσώπων,
ο έλεγχος της ροής, η επιλογή του πραγματικά ουσιώδους και η απόρριψη του όντως
επουσιώδους – δουλειά που μπορεί να κρατήσει μήνες, χρόνο ή χρόνια.
Αν η
ερώτηση για το χρόνο που απαιτεί η δημιουργία έρχεται από μικρότερα παιδιά και
αφορά λαϊκότροπα παραμύθια ή σύγχρονες φανταστικές ιστορίες, ευνόητο είναι ότι διαφοροποιούνται
κάπως οι απαντήσεις. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας οφείλει με τρόπο απλό να
τους μιλήσει για τον κόπο που χρειάζεται ώστε να είναι σωστή και κατανοητή η
γλώσσα του κειμένου, να υπάρχει κάποιος - έστω και λανθάνων – ρυθμός στην
αφήγηση, ζωηρή φαντασία, πλοκή σύντομη αλλά που να κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον
του αναγνώστη. Για όλ’ αυτά χρειάζεται επίσης χρόνος αρκετός – εβδομάδες ή
μήνες, ανάλογα με το μέγεθος του κειμένου Εδώ συζήτηση με τα παιδιά για τους
χαρακτήρες περιττεύει. Ο συγγραφέας μπορεί να κρατήσει για τον εαυτό του τη
γνώση ότι η χαλαρότερη περιγραφή των χαρακτήρων και o ευκρινής διαχωρισμός τους
σε καλούς και κακούς, καθώς και η απόλυτα ευτυχής έκβαση της ιστορίας είναι
στοιχεία καθοριστικά για τα είδη αυτά, που πρέπει να τα προσέξει πολύ και να τα
χειριστεί ευσυνείδητα, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη που συνεπάγεται το
γράψιμο κειμένων πρωτίστως για μικρά παιδιά.
Την ερώτηση «Πόσον καιρό σας παίρνει να τελειώσετε ένα βιβλίο;» τη θέτουν συχνά και ενήλικοι σε συγγραφείς, είτε
αυτοί γράφουν για παιδιά είτε γράφουν για μεγάλους. Η απάντηση εξαρτάται κι εδώ
από το δημιουργό. Γιατί όταν γίνεται λόγoς για την επεξεργασία τoυ κειμένου, για την αγωνία της «κουζίνας», για
δεύτερη, τρίτη και τέταρτη γραφή, ή την έγνοια της γλώσσας, υπάρχουν συγγραφείς
πoυ υποστηρίζουν
ότι κάτι τέτοιο προδίδει την αρχική έμπνευση και νοθεύει τo γνήσιο λoγoτέχνημα. Είναι σαν να υποστηρίζουν ότι το ταλέντο από
μόνο του, χωρίς επίπονη δουλειά, φτάνει και περισσεύει. Όμως «το ταλέντο δεν αρκεί», χωρίς αμφιβολία.
Έξοχα αναπτύσσει τούτο το θέμα στο βιβλίο της μ’ αυτόν ακριβώς τον τίτλο η
Βρετανή συγγραφέας Mollie Hunter[3].
Όταν ακούγονται λοιπόν απόψεις για νοθεία του γνήσιου λογοτεχνήματος από
την επεξεργασία, δεν μπορεί παρά να θυμηθεί κανείς κάποιες γραμμές τoυ Έντγκαρ Άλαν Πόε,
σχετικά με την ποιητική δημιουργία:
«Συχνά σκέφτομαι πόσο ενδιαφέρον ανάγνωσμα θα
ήταν να έγραφε ένας συγγραφέας και να ανέλυε βήμα προς βήμα τη διαδικασία με την
οποία κάθε μία σύνθεσή του έφτασε στην πληρότητά της. Το γιατί ένα τέτοιο
κείμενο δεν έχει ποτέ δοθεί στον κόσμο δεν μπορώ να το καταλάβω. Ίσως η
παράλειψη αυτή να οφείλεται στη ματαιοδοξία των συγγραφέων παρά σε ο,τιδήποτε
άλλο. Οι περισσότεροι συγγραφείς προτιμούν ν' αφήνουν να εννοηθεί ότι συνθέτουν
συνεπαρμένοι από ένα είδος υψηλής παραφροσύνης έχοντας μιαν εκστατική
διαίσθηση. Και ασφαλώς θα έφριτταν αν o κόσμος αφηνόταν να κρυφοκοιτάξει πίσω
από το σκηνικό και να δει την επεξεργασία...».[4]
Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, σε πρόσφατο βιβλίο-μινιατούρα, κόσμημα πραγματικό, με τίτλο Το δεκαπεντασύλλαβο αγόρι, σημειώνει κάτι σχετικό: «Πολλοί μιλούν για ταλέντο, έμπνευση, δωρεά και ακριβό δώρο ζωής. Ό,τι κι αν συμβαίνει, γεγονός είναι ένα: αν δεν καλλιεργήσει κανείς το ταλέντο του, αν δεν μοχθήσει, αν δεν ασκήσει την ικανότητά του να εκφράζεται καλλιτεχνικά και αν δεν έχει ιώβεια υπομονή, θα έχει φτωχά και μέτρια αποτελέσματα. Ο Νόρμαν Μέιλερ, διάσημος Αμερικανός μυθιστοριογράφος, σημειώνει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Η μάγισσα Τέχνη: “Έμαθα να γράφω γράφοντας”. Κάτι ανάλογο εννοεί και ο δικός μας Ελύτης, όταν λέει “ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα”»[5].
Και μια σύγχρονη ξένη συγγραφέας
παιδικών βιβλίων επισημαίνει:
«Ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι η τέχνη
είναι απόλυτα προϊόν έμπνευσης. Αυτό πιστεύουν και πολλοί νεαροί αναγνώστες,
που φαντάζονται τους συγγραφείς σ’ ένα είδος απευθείας μυστικής σύνδεσης με τα
χείλη της Μούσας που τους ψιθυρίζει. Η
φαντασίωση αυτή υποστηρίζεται και από συγγραφείς, οι οποίοι, μη μπορώντας να
περιγράψουν καλύτερα τη δημιουργική διαδικασία, λένε φράσεις όπως ‘‘Θεέ μου, οι
χαρακτήρες μου αρχίζουν να μιλούν και ποτέ δεν ξέρω τι πρόκειται να πούνε’’.
Ειλικρινά δεν πιστεύω σ’ αυτή τη φαντασίωση. Δε συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μένα
και δεν πιστεύω πως συμβαίνει αλήθεια και στους άλλους συγγραφείς... Όταν γράφω
κάτι, το γράφω με περίσκεψη. Μπαίνει σε κίνηση πολύς μηχανισμός όταν ο
συγγραφέας συνθέτει παραγράφους και αυτό είναι – ή πρέπει να είναι, κατά τη
γνώμη μου – το αποτέλεσμα συνειδητής δουλειάς ενός μυαλού..... Η ρήση ‘‘δεν μπορείς να βγάλεις
αίμα από την πέτρα’’ δε λέει την αλήθεια. Μπορείς. Ίσως το πεις μαγεία, όμως
εγώ το λέω τέχνη»[6] .
«Λένε τον Γκόρκι αυτοδίδαχτο επειδή δεν
έκανε άρτιες σπουδές. Αλλά μήπως διδάσκεται η Τέχνη; Πού τη σπούδασε ο Τσέχοφ;
Στην Ιατρική Σχολή; Έγινε δάσκαλος με την εσωτερική, επίμονη καλλιέργεια της
έμφυτης καλαισθησίας του, με το να φιλοσοφεί εξαντλητικά πάνω στη δουλειά του»[7].
Τέτοια εξαντλητική
δουλειά χρειάζεται κι ένα βιβλίο, ιδίως αν πρόκειται για παιδιά. Η έμπνευση
μπορεί να είναι ένα στιγμιαίο μυστήριο, η δημιουργία ωστόσο θέλει κόπο,
επιμονή, επίπονη προσπάθεια για να είναι άριστο – κατά το δυνατόν – το
αποτέλεσμα. Οι καλές ιδέες και οι εμπνεύσεις ενός μάγειρα δεν είναι αρκετές για
ένα νόστιμο, εμφανίσιμο και υγιεινό φαγητό. Τα αγνά υλικά, η προσοχή στις
λεπτομέρειες και η επιδέξια εκτέλεση κάνουν την επιτυχία. Το ίδιο ισχύει και
στην «κουζίνα» του συγγραφέα. Το γράψιμο δεν είναι διόλου απλή υπόθεση, αν
μιλούμε για βιβλία όντως αξιοδιάβαστα, όχι για προχειρογραμμένα κειμενάκια, που
ατυχώς τείνουν τελευταία να κατακλύσουν και την ελληνική αγορά - το πώς και το γιατί τέτοια κατασκευάσματα
βλέπουν το φως της δημοσιότητας, παράλληλα με έξοχα ελληνικά βιβλία για παιδιά,
μικρά και μεγάλα, είναι άλλο θέμα, που χρειάζεται ξεχωριστή προσέγγιση.
[1] Στο άρθρο
της «Worlds Apart», στον τόμο
Origins of
story, ed. Barbara Harisson and Gregory Maguire, New York:
McElderry Books, 1999,. σελ.77.
5 Β.Δ. Αναγνωστόπουλος: Το
δεκαπεντασύλλαβο αγόρι. Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας, Βόλος: 2006, σελ. 33.
6
Jennifer
Armstrong: “Blood from a Stone”, The Horn Book Magazine, Sept.-Oct. 2000, σελ.611-612.
7. Άγγελος Τερζάκης: Σε καμπή της ιστορίας- Δοκίμια ΙΣΤ’, Οι Εκδόσεις των Φίλων,
Αθήνα: 1995, σελ. 150-151
(*) Δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, τ. 84 (Χειμώνας 2006) σελ. 18-21.