Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το βιβλίο "΄Όπως και στ' αηδόνια" - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το βιβλίο "΄Όπως και στ' αηδόνια" - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Ο ρόλος των παιδικών περιοδικών στην εποχή της εικόνας





 [Κείμενο βασισμένο σε ευρύτερη ομιλία για τα παιδικά περιοδικά στην Ελλάδα (ιστορικό, στόχοι, η κατάσταση στα τέλη της 10ετίας 1980), που δόθηκε στα αγγλικά, στο 22ο Συνέδριο της IΒΒΥ "Αλφαβητισμός με τη λογοτεχνία" (σεμινάριο: Τα παιδικά περιοδικά ανά τον κόσμο ως γέφυρες που οδηγούν στα βιβλία), στο Williamsburg των ΗΠΑ, στις 3.9.1990. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ. 32/Χειμώνας 1993. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο «“Όπως και στ’ αηδόνια” - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις, Πατάκης 1995:
http://www.loty.gr/meletimata_analyt_3.htm. Εδώ περιέχει και μερικά νεότερα στοιχεία.]

          
Το ιστορικό των παιδικών περιοδικών στην Ελλάδα έχει απασχολήσει όλους σχεδόν τους ερευνητές της παιδικής λογοτεχνίας (1). 'Ετσι, πολλά είναι τα στοιχεία που μπορεί να αντλήσει κάθε ενδιαφερόμενος για την έκταση της κυκλοφορίας, τη γλώσσα, την εμφάνιση, το περιεχόμενο και τη διάρκειά τους, από το 1836, που εκδόθηκε η Παιδική Αποθήκη -το πρώτο παιδικό περιοδικό μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους- ως τη δεκαετία του 1980.
            Στο σημείωμα τούτο θα διατυπωθούν μερικές απόψεις σχετικά με:
α) τους λόγους για τους οποίους τα παιδικά/νεανικά περιοδικά ποιότητας που εμφανίστηκαν μετά την Απριλιανή δικτατορία, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και ως το τέλος της δεκαετίας του 1980 δεν επέζησαν για πολύ, και
β) τους στόχους που μπορεί να έχει ένα παιδικό περιοδικό στην εποχή μας, εποχή της εικόνας, όχι μόνο για να επιζήσει αλλά και για να διαδραματίσει αξιόλογο ρόλο στη ζωή των παιδιών.
            Ας διευκρινίσουμε πρώτα ότι με τον όρο "παιδικά περιοδικά ποιότητας" εννοούμε τα περιοδικά εκείνα που, πέρα από την πληροφόρηση του παιδιού γύρω από θέματα της καθημερινής του ζωής, επιδιώκουν την επαφή του με την τέχνη -κυρίως με τη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την αισθητική και γλωσσική καλλιέργεια των νεαρών αναγνωστών τους.
          Περιοδικό με τέτοιους στόχους ήταν η Ελεύθερη Γενιά. 'Αρχισε να εκδίδεται το 1976 από το Υπουργείο Παιδείας για τα παιδιά του γυμνασίου και του λυκείου. Κυκλοφορούσε κάθε μήνα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, σε 15Ο.ΟΟΟ αντίτυπα, με εκλεκτή τετράχρωμη εικονογράφηση και ύλη που την επέλεγε ομάδα γνωστών πνευματικών ανθρώπων κι εκπαιδευτικών.
          Περιοδικό με τους ίδιους στόχους αλλά για τα παιδιά του δημοτικού ήταν τα Χελιδόνια, που άρχισαν να εκδίδονται το 1979, και αυτά από το Υπουργείο Παιδείας. Κυκλοφορούσαν κάθε μήνα, στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, στον απίστευτο αριθμό των 250.000-300.000 αντιτύπων. Στην άμισθη συντακτική επιτροπή μετείχαν γνωστά ονόματα εκπαιδευτικών και συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας.
         Τα Χελιδόνια είχαν ποικίλη ύλη (παιχνίδια, νέα, σπαζοκεφαλιές, κατασκευές, ανέκδοτα, συνεντεύξεις) πλούσια τετράχρωμη εικονογράφηση αλλά και άφθονες λογοτεχνικές σελίδες, κυρίως διηγήματα και ποιήματα (2). Την πρώτη χρονιά το περιοδικό είχε μια συμβολική τιμή. Τη δεύτερη μοιραζόταν δωρεάν στα σχολεία, χωρίς όμως να επαρκεί για όλους τους μαθητές κάθε τάξης. Σύμφωνα με όσα ανέφεραν δάσκαλοι από πολλές περιοχές της χώρας, γινόταν δεκτό με πραγματικό ενθουσιασμό από τα παιδιά, ακόμα και από τους μαθητές εκείνους που ως τότε δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα το διάβασμα. Συχνά μάλιστα σημειώνονταν ως και κρούσματα... "μαύρης αγοράς" μεταξύ των παιδιών! Την επιτυχία του περιοδικού την αποδείκνυε και το πλήθος των γραμμάτων που κατέκλυζαν το γραφείο του στην οδό Ομήρου 6 στην Αθήνα, από τους μικρούς αναγνώστες (3) Και όλ' αυτά σε μια εποχή όπου τα κόμικς πλημμύριζαν τα περίπτερα, ενώ η τηλεόραση έκλεβε όλο και περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών.
            Παρ' όλη την αναμφισβήτητα μεγάλη επιτυχία των Χελιδονιών, αλλά και της Ελεύθερης Γενιάς, τα δύο αυτά περιοδικά σταμάτησαν να εκδίδονται τον Οκτώβρη του 1981, με την αλλαγή της Κυβέρνησης. Ο νέος Υπουργός Παιδείας υποσχέθηκε ότι σύντομα και τα δυο θα επανεκδίδονταν "ανανεωμένα και βελτιωμένα", η υπόσχεση αυτή ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε. 'Iσως γιατί θεωρήθηκε, σωστά κατά τη γνώμη πολλών, ότι το κράτος δε θα έπρεπε να αναμειγνύεται στην εξωσχολική ψυχαγωγία των παιδιών.
            Εντωμεταξύ, από το 1977, είχε αρχίσει να εκδίδεται κι άλλο ένα αξιολογότατο περιοδικό, που απευθυνόταν στα παιδιά της μέσης σχολικής ηλικίας. 'Ηταν το Ρόδι, που κυκλοφορούσε σε 15.000 αντίτυπα.  Με διευθύντρια τη Δροσούλα Βασιλείου-'Ελλιοτ, κόρη του μεγάλου μας ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, είχε στο επιτελείο του γνωστούς συγγραφείς παιδικών βιβλίων  και άριστους εικονογράφους. Η υψηλή ποιότητά του ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα και μια πολύ υψηλή τιμή για την εποχή εκείνη. 'Ετσι, δεν κατάφερε να διευρύνει το αναγνωστικό του κοινό, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και ανέστειλε την έκδοσή του το 1983.
            Σημαντική ήταν και η παρουσία του 15θήμερου περιοδικού Γεια Χαρά, με αριθμό κυκλοφορίας 15.000 - 20.000 αντίτυπα. Παρόλο που η τιμή του ήταν πιο προσιτή από κείνη του Ροδιού και μολονότι προσπάθησε να γίνει πιο "λαϊκό" περιλαμβάνοντας στην ύλη του και μερικά κόμικς, παρουσίαση δημοφιλών ηθοποιών, τραγουδιστών και αθλητών, αφίσες κλ.π., έζησε μόνο δύο χρόνια, λόγω οικονομικών δυσκολιών και αυτό.
            Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η αποτυχία των περιοδικών ποιότητας οδήγησε ορισμένους ειδικούς περί τα εκδοτικά στη σκέψη ότι ίσως είχε έρθει η ώρα για ένα νέο τύπο περιοδικού. 'Ετσι, τον Iούνιο του 1987 εμφανίστηκε το εβδομαδιαίο Δύο, που απευθυνόταν σε παιδιά 8-14 ετών.'Ηταν πληθωρικά εικονογραφημένο, με πολλές σειρές κόμικς, φωτογραφίες και νέα για τραγουδιστές, αθλητές και αστέρες της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, παιχνίδια, αφίσες, κ.λπ., ενώ οι λογοτεχνικές σελίδες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι δημιουργοί του είχαν προφανώς σκεφτεί ότι, στην εποχή της εικόνας και των νέων μέσων ενημέρωσης, ένα παιδικό περιοδικό έπρεπε, κατά κύριο λόγο, να συναγωνίζεται την τηλεόραση, δηλαδή να προσφέρει πληροφορίες και διασκέδαση με εικόνες ποιότητας και να παραχωρεί ελάχιστο χώρο στο γραπτό λόγο.
            Παρά τη νέα και φιλόδοξη αυτή προσέγγιση και παρά το γεγονός ότι ενισχυόταν οικονομικά από πλήθος διαφημίσεις που δημοσίευε στις σελίδες του, το Δύο απέτυχε και αυτό. 'Επειτα από ενάμισυ χρόνο περίπου, στα τέλη του 1988, έπαψε να εκδίδεται. 'Ετσι, τα μόνα περιοδικά που επιζούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν ορισμένα με συγκεκριμένους στόχους και χρηματοδότηση εξασφαλισμένη, όπως ο Ερυθρός Σταυρός Νεότητος, τα θρησκευτικά περιοδικά Η Ζωή του Παιδιού, Προς τη Νίκη, κ.α., καθώς και το Αερόστατο, έκδοση του Υπουργείου Παιδείας αποκλειστικά για τα παιδιά των Ελλήνων εργαζομένων στη Γερμανία. Εκδίδονταν επίσης κι ένα δυο περιοδικά περιορισμένης κυκλοφορίας, όπως ο Μαθητής, με στενά διδακτικούς και ψυχαγωγικούς στόχους, ενώ η λογοτεχνία, χωρίς να υποτιμάται, περνούσε σε δεύτερη μοίρα (4).
            'Επειτα από την αποτυχία και του Δύο, η έλλειψη παιδικών περιοδικών ποιότητας με ευρεία κυκλοφορία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έγινε συχνότατα αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των ειδικών και των μελετητών της παιδικής λογοτεχνίας. Μερικοί υποστήριξαν, κατά καιρούς, ότι η πλημμυρίδα  των κόμικς δεν αφήνει χώρο, για να ευδοκιμήσουν άλλου είδους περιοδικά. 'Αλλοι απέδωσαν την έλλειψη στην αναπόφευκτα υψηλή τιμή που θ' απαιτούσε ένα παιδικό περιοδικό με πλούσια εικονογράφηση -απαραίτητη, κατά τη γνώμη τους, στην εποχή της εικόνας- πράγμα που δε θα εξασφάλιζε ικανοποιητικό αριθμό αναγνωστών. 'Αλλοι, τέλος, διατύπωσαν τη γνώμη ότι τα παιδιά προτιμούν να διαβάζουν παιδικά βιβλία, που υπάρχουν άφθονα στην εποχή μας, ή να παρακολουθούν τηλεόραση και βιντεοταινίες από του να ξεφυλλίζουν περιοδικά σαν το Δύο.
            Οι δύο τελευταίες απόψεις θυμίζουν ορισμένες παρατηρήσεις που περιέλαβε η Σουηδή Cecilia νοn Feilitzen, συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, στην εισήγησή της με τίτλο Τάσεις στη χρήση των μέσων επικοινωνίας, στο 21ο Συνέδριο της IΒΒΥ, στο 'Οσλο το 1988 (γενικό θέμα: Η παιδική λογοτεχνία και τα νέα μέσα μαζικής επικοινωνίας). 'Οταν εμφανίζεται ένα νέο μέσο, είπε, εκείνο που πλήττεται από τα άλλα είναι όποιο προσφέρει παρόμοιο είδος ευχαρίστησης, πληροφόρησης ή κοινωνικής λειτουργίας αλλά είναι πιο δύσχρηστο και λιγότερο προσιτό. Π.χ. η τηλεόραση έπληξε τον κινηματογράφο. Το ίδιο έκανε και το βίντεο. Η αιτία είναι φανερή. Στοιχίζει λιγότερο να δεις μια βιντεοταινία, είναι ευκολότερο και η δυνατότητα επιλογής μεγαλύτερη. Ως προς τα περιοδικά, κατά τη δεκαετία του 1980 στη Σουηδία, το ενδιαφέρον του παιδιού μειώθηκε, αφού αυτά που του προσφέρουν (πλήθος εικόνες, ειδήσεις, παιχνίδια, κλ.π. αλλά ελάχιστο γραπτό λόγο) μπορεί να τα βρει ευκολότερα και ανετότερα στην τηλεόραση. "'Αλλωστε", παρατήρησε, "τα παιδικά περιοδικά στις μέρες μας είναι πολύ ακριβά" (5).
            Το Δύο ήταν πράγματι ακριβό. 'Ομως αυτό δεν ήταν το μόνο του σφάλμα. Πολύ μεγαλύτερο ήταν η τάση του να μιμείται την τηλεόραση, μέσο με παρόμοιους στόχους αλλά πιο φτηνό και προσιτό. 'Αλλο λάθος του Δύο ήταν η αδιαφορία του να ενθαρρύνει το διάβασμα και την αγάπη για τη λογοτεχνία. Ωστόσο ακριβώς το αντίθετο ήταν εκείνο που είχε σταθεί πολύτιμο στην περίπτωση των Χελιδονιών, οκτώ χρόνια νωρίτερα. Ας διευκρινίσουμε γιατί.
            'Ενας από τους κύριους στόχους των Χελιδονιών ήταν να φέρουν τα παιδιά σ' επαφή με την τέχνη του λόγου. Μολονότι ήταν πολύχρωμα, η εικόνα ποτέ δεν επεσκίαζε το κείμενο. Η πρόθεσή τους να ενθαρρύνουν το διάβασμα και να εμπνεύσουν αγάπη για τα βιβλία ήταν ολοφάνερη. Ακόμα και το σχήμα τους θύμιζε το σχήμα εύχρηστου βιβλίου. 'Ισως γι' αυτό και πολλά παιδιά, κυρίως από απομακρυσμένες περιοχές, που δεν είχαν ποτέ πριν την ευκαιρία να πιάσουν στα χέρια τους ένα περιοδικό ποιότητας πέρα από φτηνά κόμικς, το ανέφεραν συχνά στα γράμματά τους ως "το βιβλίο Χελιδόνια". Ο συνειρμός αυτός ήταν σαφώς προς όφελος του περιοδικού, γιατί την εποχή εκείνη είχε αρχίσει η άνθηση της παιδικής λογοτεχνίας. Οπότε το "βιβλίο Χελιδόνια" δεν κόστιζε, ήταν πιο προσιτό από τα πραγματικά βιβλία, εύχρηστο κι ελκυστικό.
            Πράγματι, όπως είναι γνωστό, από τη δεκαετία του 1970, η παραγωγή των παιδικών βιβλίων στην Ελλάδα είχε αρχίσει να σημειώνει άλματα και η αναγνωστικότητα ν' αυξάνει, παρ' όλα όσα απαισιόδοξα λέγονταν κατά καιρούς και παρά τις πολλές ώρες που περνούσαν τα παιδιά μπροστά στην τηλεόραση. 'Ηταν φανερό δηλαδή πως είχε εφαρμογή και στην Ελλάδα ό,τι παρατήρησε για τη Σουηδία η Cecilia νοn Feilitzen, στο συνέδριο που προαναφέρθηκε. Τα βιβλία, είπε, προσφέρουν στο παιδί κάτι που δεν το κατάφερε η τηλεόραση: ενεργοποιούν περισσότερο τη φαντασία του, παρέχουν περισσότερη σιγουριά, μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση, καθώς και τη δυνατότητα να τα απολαύσει με το δικό του ρυθμό, την ώρα που εκείνο θέλει και όσες φορές θέλει. Τέλος, τα βιβλία δεν είναι ακριβά, αλλά κι όταν ακόμα φαίνονται ακριβά, υπάρχουν πάντα οι βιβλιοθήκες (6).
            Στην "ηλεκτρονική" εποχή μας λοιπόν, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μπορούμε να υποστηρίξουμε τούτο: Τα παιδικά περιοδικά -και στην Ελλάδα όπως και αλλού- με κύριο στόχο να φέρουν τα παιδιά σ' επαφή με τη λογοτεχνία και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το γραπτό λόγο, ως μέσα πιο φθηνά, ελκυστικά και προσιτά από τα παιδικά βιβλία -είδος σε άνθηση-, έχουν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν από περιοδικά που έχουν στόχο μόνο τη μετάδοση πληροφοριών, εικόνων, παιχνιδιών κλ.π., προσπαθώντας μάταια να μιμηθούν την τηλεόραση, μέσο ανέξοδο, πιο προσιτό κι ελκυστικό για τον ίδιο σκοπό.
            Να, λοιπόν, τι είδους παιδικά περιοδικά χρειάζονται πια: Περιοδικά που θα έχουν, βέβαια, πλούσια εικονογράφηση αλλά σε σωστή αναλογία με τα κείμενα. Περιοδικά που δε θα αποκλείουν τη μετάδοση νέων, τα παιχνίδια, την αλληλογραφία και ό,τι άλλο ίσως συμβάλλει στο να είναι ελκυστικά, αλλά κύριος στόχος τους θα είναι να κάνουν το παιδί αναγνώστη, να το φέρουν σ' επαφή με τον κόσμο του βιβλίου, να το βοηθήσουν ν' ανακαλύψει τη γοητεία της λογοτεχνίας. Παράδειγμα, τα επιτυχημένα περιοδικά αυτού του τύπου που κυκλοφορούν σε άλλες χώρες, όπως λόγου χάρη το Cricket, στις ΗΠΑ.
            Ας δούμε όμως τι ανέφερε σχετικά κι άλλη μια εισηγήτρια στο συνέδριο του 'Οσλο. 'Ηταν η γαλλίδα Jacqueline Kerguenο, μέλος εκδοτικής ομάδας που έχει θέσει σε κυκλοφορία δέκα περιοδικά διαφόρων ειδών, αλλά που όλα λειτουργούν με τον τρόπο τους "ως μονοπάτια που οδηγούν στην απόκτηση αναγνωστικής ικανότητας". Είπε λοιπόν:
            "'Ενας από τους στόχους μας είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να γνωρίσουν την απόλαυση του διαβάσματος (...). 'Εχοντας αυτό κατά νου, δημιουργήσαμε μια σειρά αναγνωστικού υλικού, κάτι μεταξύ βιβλίου και περιοδικού, που εκδίδεται κάθε μήνα" (7).
            Στη σημερινή εποχή των νέων μέσων επικοινωνίας, η αξία τέτοιων εντύπων, που λειτουργούν ως γέφυρες με την τέχνη λόγου και τα βιβλία, είναι πράγματι ανεκτίμητη. Γιατί οι κίνδυνοι που ενεδρεύουν από την πολύωρη καθήλωση των παιδιών μπροστά στο δέκτη της τηλεόρασης και την απομάκρυνση ή και την αποκοπή τους από τον γραπτό λόγο είναι πια ευρύτατα γνωστοί.
            Αυτούς τους κινδύνους υπογράμμισαν δυο ακόμη εισηγητές στο ίδιο συνέδριο, οι Σκανδιναβοί Iνar Frοnes και Trοnd Waage σε κοινή εισήγηση. Η "οπτική" γλώσσα της τηλεόρασης, είπαν, είναι πολύ διαφορετική από τη γλώσσα των βιβλίων, σχολικών και εξωσχολικών. (...) Μερικά παιδιά μαθαίνουν και από τις δύο πηγές. 'Αλλα, σαν σύγχρονοι νάρκισσοι, πιο τραγικοί κι από κείνον της Μυθολογίας, πνίγονται σε μια θάλασσα από οπτικά ερεθίσματα, κοιτάζοντας εικόνες που δεν είναι καν δικές τους (8).
            Προχωρώντας στους συλλογισμούς τους, οι δυο αυτοί ομιλητές πρόβλεψαν ότι ενδέχεται να υπάρξει ένας νέος τύπος κοινωνικών διαχωρισμών: στη μία κοινωνική τάξη θα ανήκουν τα παιδιά που απέκτησαν την ικανότητα να μαθαίνουν τόσο από την αναλυτική γλώσσα των κειμένων όσο και από την "πυκνή" γλώσσα που μιλούν οι γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες της μικρής οθόνης. Στην άλλη θα ανήκουν τα παιδιά που δεν κατάφεραν ποτέ να μάθουν να απολαμβάνουν τον κόσμο των βιβλίων. Η μία γλώσσα μπορεί να συμπληρώνει και να εμπλουτίζει την άλλη, στη σύγχρονη κοινωνία πάντως χρειάζονται και οι δυο. Γι' αυτό, η δεύτερη κατηγορία των παιδιών θα είναι η τάξη που θα υστερεί (9).
            Ο κόσμος μας -θα συμφωνήσουμε όλοι- δεινοπάθησε αρκετά ως σήμερα από τις κοινωνικές και ταξικές διαφορές. 'Οποιο μέσο λοιπόν μπορεί να βοηθήσει ν' αποφύγουμε τέτοιες διαφορές στο μέλλον, πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό. Τέτοιο μέσο μπορούν να γίνουν τα παιδικά περιοδικά, αν κύριος στόχος τους είναι να δημιουργήσουν πραγματικούς αναγνώστες. Άλλωστε δεν θα ωφεληθούν έτσι μόνο τα παιδιά αλλά και τα ίδια τα περιοδικά.
            Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να προσανατολίστηκαν τα περιοδικά Συνεργασία (τριμηνιαία έκδοση της ΠΑΣΕΓΕΣ από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990, με κυκλοφορία κυρίως μέσω των σχολικών συνεταιρισμών) και το μηνιαίο Ρόδι, που, δέκα χρόνια μετά τη διακοπή της κυκλοφορίας του, άρχισε και πάλι να εκδίδεται. από το Νοέμβρη του 1993.
            Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον θα υπάρξουν και άλλα παιδικά περιοδικά ποιότητας (10). Δηλαδή έντυπα που θα έχουν προσιτή τιμή θα κρατούν το ενδιαφέρον του σύγχρονου παιδιού, θα το ψυχαγωγούν, θα το καλλιεργούν αισθητικά αλλά πρωταρχικός τους στόχος θα είναι η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας. Ο τόπος μας και οι καιροί μας τα χρειάζονται. Γιατί είναι πραγματικά θλιβερό να έχουν περάσει δεκαετίες χωρίς να εμφανιστεί άξιος και αδιαμφισβήτητος διάδοχος της Διάπλασης των Παίδων, ενός περιοδικού που άφησε εποχή ψυχαγωγώντας τα ελληνόπουλα 78 ολόκληρα χρόνια και καλλιεργώντας τους την αγάπη για το διάβασμα και τη λογοτεχνία.
 
Σημειώσεις

(1) Βλ. π.χ. Β.Δ. Αναγνωστόπουλου Τάσεις και εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1982 (σελ. 154-155). Του ίδιου Η ελληνική Παιδική Λογοτεχνία κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1945-1958), Καστανιώτης 1991 (σελ. 21, 26, 29-30). Δ. Γιάκου Ιστορία της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας, Εστία 1977 (σελ .103-108). Α. Δελώνη Εισαγωγή στη μεταπολεμική ελληνική Παιδική Λογοτεχνία, Κέδρος 1982 (σελ.75-95). Του ίδιου Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία 1835-1985, Ηράκλειτος 1986 (σελ. 189-196). Κ. Ντελόπουλου Η Παιδική Αποθήκη και ο Δημήτριος Πανταζής, Εταιρία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου 1989. Χ. Σακελλαρίου Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας, Δίπτυχο 1982 (σελ. 317-326). Επίσης τα αφιερώματα στα παιδικά περιοδικά του περιοδικού ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.15/Φθινόπωρο 1989 και τ.32/Χειμώνας 1993.

(2)  Στα 16 τεύχη που κυκλοφόρησαν συνολικά, εκτός από κείμενα των μελών της συντακτικής επιτροπής (Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Κ.Π. Δεμερτζή, Ρένας Καρθαίου, Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Χάρη Σακελλαρίου, Γιώργου Σουρέλη) δημοσιεύτηκαν έργα των εξής ελλήνων λογοτεχνών: Γεωργίας Αναστασιάδη-Δεληγιάννη, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Γιάννη Βλαχογιάννη, Μαρίας Γουμενοπούλου, Γιώργου Δροσίνη, Κ. Καλαπανίδα, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Χρ. Κουλούρη, Τάκη Λάππα, Δ. Μανθόπουλου, Γεωργίας Λεράκη, Πέτρου Πικρού, Καλλιόπης Σφαέλλου, Γεωργίας Ταρσούλη, Κώστα Τζαμαλή, Νίτσας Τζώρτζογλου, Πιπίνας Τσιμικάλη, Κώστα Τσιρόπουλου, Σοφίας Φίλντιση, Ντίνας Χατζηνικολάου, κ.α., καθώς και των ξένων: Χ.Κ.'Αντερσεν, 'Εριχ Κέστνερ, Τζέιμς Κρους, Γκέλλα Λέπμαν, 'Ανια Μπάρτο, Πέτερ Μπίξελ, Β. Μπόνζελς, Τζιάννι Ροντάρι, Τ. Τάγκεμπλατ, Λ. Τολστόι κ.α.

(3) Στοιχεία από προσωπική μου εμπειρία, ως μέλους της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, από μαρτυρίες των συνεργατών του και δηλώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας.

(4) Βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, ο.π. σελ. 230-231.

(5) Βλ. Πρακτικά του συνεδρίου της IΒΒΥ Children's Literature and the New Media, 'Οσλο 1988 (σελ.72-73). Επίσης, Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, Καστανιώτης 1990 (σελ.183).

(6) ο.π.

(7) Βλ. Πρακτικά του 21ου Συνεδρίου της IΒΒΥ, ο.π. σ.107.

(8) ο.π. σελ.21. Επίσης: Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου: Η Παιδική Λογοτεχνία στην εποχή μας, ο.π., σελ.174-175.

(9)ο.π.

(10) Φιλότιμη προσπάθεια για ένα ακόμη περιοδικό με τέτοιους στόχους έγινε από τον Α. Δελώνη και το γιο του. Τον Iανουάριο του 1992 άρχισαν να εκδίδουν το διμηνιαίο Χελιδόνι, η κυκλοφορία του όμως διακόπηκε στο τέλος του ίδιου χρόνου.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Στοιχεία λαϊκού παραμυθιού στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία για παιδιά


Από το βιβλίο «“Όπως και στ’ αηδόνια” - για την παιδική λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις, Πατάκης 1995  http://www.loty.gr/meletimata_analyt_3.htm

Ο τίτλος αυτού του κειμένου ίσως δίνει την εντύπωση ότι προσεκτικά θα απαριθμήσω όλα τα στοιχεία των λαϊκών παραμυθιών που έχουν κατά καιρούς επισημανθεί, και με λεπτομέρειες θα αναφέρω κάθε τέτοιο στοιχείο που εντοπίζεται στη σύγχρονη πεζογραφία για παιδιά. Μπορεί και να περίμενε κανείς ότι θ' αναφερθώ, για παράδειγμα, στις 31 λειτουργίες των δρώντων προσώπων που καταγράφει ο Προπ, και θα επιχειρήσω κάποια συσχέτιση με τις λειτουργίες και τα πρόσωπα στη σύγχρονη παιδική μας λογοτεχνία.
     'Ενας συγγραφέας ωστόσο έχει πάντα τη δική του οπτική γωνία, τη δική του θέαση των πραγμάτων, τη δική του -συχνά απρόοπτη, παράδοξη ή και αιρετική-  άποψη, και αυτή θαρρώ πρέπει να καταθέτει, όταν μάλιστα για ένα θέμα σαν αυτό, που αφορά τη σχέση του παραμυθιού με τα επώνυμα λογοτεχνήματα για παιδιά, σεβαστοί καθηγητές, μελετητές και λαογράφοι έχουν δώσει εξαίρετα πονήματα. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω εδώ τις εργασίες της Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Πάτρας κ. Μαρίας Μιράσγεζη: Λαογραφικά στοιχεία στην Παιδική Λογοτεχνία[1], Απόηχοι του παραμυθιού στην Παιδική Λογοτεχνία [2], Λαογραφία και Παιδική Λογοτεχνία[3], κ.ά.
     Δε θα ασχοληθώ λοιπόν ούτε με τα δομικά στοιχεία που ίσως έχουν κοινά τα λαϊκά παραμύθια και τα πεζογραφήματα για παιδιά ούτε με τα λαογραφικά στοιχεία που εντοπίζονται στην παιδική μας λογοτεχνία. Θα περιοριστώ στην επισήμανση τριών, κατ' αρχάς, κύριων -και καίριων- κατά τη γνώμη μου, χαρακτηριστικών των παραμυθιών. Σ' αυτά θα σταθώ πρώτα και θ' αναφέρω κείμενα όπου έκδηλα είναι τούτα τα χαρακτηριστικά.
     Είναι γνωστό και κοινά παραδεκτό λοιπόν ότι:
α) Στο παραμύθι υπάρχει πλοκή. "Κυρίως όταν λέγωμεν παραμύθι" τόνιζε ο Γ.Μέγας, "εννοούμεν μίαν έντεχνον διήγησην που έχει πλοκήν..." [4]
Ο Καθηγητής Μιχάλης Μερακλής
β) Στόχος του παραμυθιού είναι η τέρψη των αποδεκτών του. "Κοινός σκοπός (των παραμυθιών)" σημείωνε και πάλι ο Γ. Μέγας "είναι να τέρψουν τον ακροατήν" [5].
γ) Στο παραμύθι θριαμβεύει η δικαιοσύνη και η ηθική ομορφιά, με άλλα λόγια υπάρχει καλό τέλος. 'Οπως παρατηρεί ο Καθηγητής Μιχ. Μερακλής, "(στο παραμύθι)... στο μυθικό αυτό κοσμοείδωλο, υπάρχει ένας στοιχειώδης αλλά αμετακίνητος κώδικας συμπεριφοράς που αυτός δεν είναι μυθικός αλλά βασίζεται στη βαθύτερη φύση -ή τουλάχιστον ανάγκη- του ανθρώπου να ζητάει δικαιοσύνη. Είπαν πως είναι το παραμύθι (και πραγματικά είναι) διήγηση με ευχάριστο τέλος, ακριβώς γιατί είναι διήγηση λυτρωτική και καθαρτική" [6]. Και ο Καθηγητής Β.Δ. Αναγνωστόπουλος συμπληρώνει: "(το παραμύθι) δεν καταλήγει κατ' ανάγκη σε ηθικό δίδαγμα αλλά η όλη αφήγηση... τονίζει την υπεροχή του καλού πάνω στο κακό." [7]
     Τα τρία τούτα χαρακτηριστικά είναι αναμφίβολα και γνωρίσματα όσων πεζογραφημάτων εντάσσονται στην παιδική λογοτεχνία, όπως πλήθος λογοτεχνικά κείμενα το αποδεικνύουν. Μπορεί βέβαια ν' αναρωτηθεί κανείς: Και δεν εντοπίζονται τέτοια χαρακτηριστικά και στα σύγχρονα λογοτεχνήματα για μεγάλους;
Alan Garner
     Φοβούμαι πως οι υπάρχουσες πληροφορίες μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά κανόνα (με τις απαραίτητες εξαιρέσεις φυσικά) όχι, δεν υπάρχουν -ή τουλάχιστον δεν συνυπάρχουν και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Η πλειονότητα των λογοτεχνών σε παγκόσμια κλίμακα δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια να τέρψουν πραγματικά τον αναγνώστη, να του διηγηθούν ιστορίες όπου υπάρχει μύθος με αρχή μέση και τέλος, όπου τελικά το κακό δεν θριαμβεύει πάντα, το καλό δεν νικιέται πάντα. Ο γνωστός 'Αγγλος συγγραφέας παιδικών βιβλίων Alan Garner παρατηρεί: "Δε βρήκα τίποτα στα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα που να με αφορά, ενώ, αντίθετα, όλα με αφορούσαν στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Θυμούμαι πόσο με εντυπωσίασε το ότι κάποιος 'Ελληνας, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και πλέον, είχε γράψει κάτι που με βοήθησε να καταλάβω τον τρόπο που συμπεριφερόταν σήμερα η μητέρα της αρραβωνιαστικιάς μου..." Και καταληγει: "Τα σύγχρονα μυθιστορήματα είναι γραμμένα από υπερδιανοούμενος με αφηρημένη σκέψη για άλλους διανοούμενους με επίσης αφηρημένη σκέψη. Κανείς δε μου λέει, εμένα του αναγνώστη, "σ' αγαπάω". Δε βρήκα τίποτα το θεμελιώδες, τίποτα που να βιώνεται πραγματικά, να ξεπερνιέται, να σώζεται. Η κάθαρση είναι σχεδόν ανύπαρκτη".[8]
    Ο επαρκής σημερινός αναγνώστης δε θα δυσκολευτεί, υποθέτω, να διαπιστώσει ότι τα λεγόμενα του Garner αφορούν σε σημαντικό βαθμό και τη δική μας πραγματικότητα. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους λογοτέχνες μας που συνειδητά απευθύνονται σε ενήλικες αρκούνται να στήνουν με τα κείμενά τους έναν καθρέφτη στο πρόσωπο του αναγνώστη για ν' αναγνωρίσει τα προσωπικά του ή τα κοινωνικά αδιέξοδα. Και τούτο με τρόπο διόλου αγαπητικό για τον αποδέκτη, χωρίς καμιά αχτίδα φωτός στο τέλος, χωρίς ίχνος ελπίδας, χωρίς την ελάχιστη αίσθηση κάθαρσης.
     'Iσως μπορεί να αντιτάξει κανείς εδώ, ότι από τους σημαντικότερους σκοπούς με τους οποίους μπορούμε να χρεώσουμε τη γνήσια λογοτεχνία είναι η διερεύνηση της ανθρώπινης εμπειρίας κι ο εμπλουτισμός των ανθρωπίνων συναισθημάτων και αντιλήψεων. Και αυτά δεν προκαλούν πάντα ευχαρίστηση στον αναγνώστη με την τρέχουσα έννοια, λύτρωση ή άμεσα αισθητή τέρψη, αλλά προβληματισμό και βαθύτερη κατανόηση του εαυτού και των άλλων. Συχνά ωστόσο, στην προσπάθειά τους οι σύγχρονοι λογοτέχνες να πετύχουν αυτούς τους στόχους, δεν καταλήγουν παρά στη δική τους και μόνο εκτόνωση και ανακούφιση από τα δικά τους άγχη, τις δικές τους αποτρόπαιες μνήμες, τη δική τους ανασφάλεια ή απελπισία. Και βέβαια όλ' αυτά σε περιτύλιγμα, συνήθως, υποτιθέμενου "ρεαλισμού", όπως αποκαλείται η τάση για παρουσίαση χυδαιοτήτων και χρήση βωμολοχιών [9].
     Τούτες οι σκέψεις μάς οδηγούν στην επισήμανση ενός ακόμα χαρακτηριστικού των παραμυθιών: στην έλλειψη χυδαίου τρόπου αφήγησης, ακόμα και όταν ιστορούνται αιμομιξίες ή άλλες ακραίες καταστάσεις. Η αθυροστομία που περιείχαν κάποιες ευτράπελες λαϊκές διηγήσεις, που ακούγονταν πιο συχνά στα θαλασσινά ταξίδια για να γελάσουν και να ξεδώσουν οι ναυτικοί -μια αθυροστομία "αριστοφανικού τύπου" μπορούμε ίσως να πούμε-, σπάνια εισχωρούσε και στα γνήσια παραμύθια. Και ασφαλώς δεν εξέπιπτε σε σημερινού τύπου αισχρολογία, που συνήθως μας σερβίρεται αναίτια και με σοβαροφάνεια, και που εύκολα ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως πρόκειται απλώς για "μανιώδη θήρα βωμολόχου αιφνιδιασμού", όπως εύστοχα τη χαρακτήριζε ο Χουρμούζιος [10], τάση ξένη προς την παιδική λογοτεχνία.
    Υπάρχει όμως, κατά τη γνώμη μου, ακόμη ένα χαρακτηριστικό στα παραμύθια που εύκολα ανιχνεύεται και στα πεζογραφήματα για παιδιά: είναι η αντιμετώπιση της ζωής από τη θέση του αδύναμου, του μικρού, ή του ανίσχυρου, και ταυτόχρονα η θέαση του κόσμου και των όντων με ματιά καθαρή, άμεση, συχνά απρόοπτη, ανοιχτή στο θαυμασμό, στη φαντασία και στο όνειρο -δηλαδή ματιά που σήμερα την ονομάζουμε παιδική και που απουσιάζει, κατά κανόνα, από την άλλη λογοτεχνία.
     Ξεκάθαρη πλοκή λοιπόν που τέρπει τον αναγνώστη, κάθαρση, επικράτηση της δικαιοσύνης, ελπιδοφόρο τέλος, αγαπητική σχέση με τον αναγνώστη, απουσία χυδαιότητας, ματιά ανεπιτήδευτη, "θαυμαστική", θέαση των πραγμάτων από την πλευρά του αδυνάτου - νά κάποια σημαντικά στοιχεία του παραμυθιού, ιδού και τα κύρια γνωρίσματα των σύγχρονων πεζογραφημάτων για παιδιά.
     Θα ευχόμουν να είχα την άνεση ν' αναφέρω εδώ σύντομη περίληψη εκατό τουλάχιστον συγχρόνων μυθιστορημάτων και διηγημάτων για παιδιά, ώστε από δείγμα ικανό να φανεί ανάγλυφα η ύπαρξη των χαρακτηριστικών που αναφέραμε. 'Ομως δεν μπορώ παρά να περιοριστώ σε σύντομη μνεία μερικών έργων, με την ελπίδα ότι οι ενδιαφερόμενοι θα θελήσουν να τ' αναζητήσουν και να διαπιστώσουν την αλήθεια των όσων υποστηρίζω. Για παράδειγμα:
Γαλάτεια Σουρέλη
 
- Στο Εμένα με νοιάζει (Πατάκης) της Γαλάτειας Σουρέλη, ένα άρτιο λογοτέχνημα που πραγματικά τέρπει τον αναγνώστη, οι προσπάθειες ενός δασκάλου και των μαθητών του καρποφορούν, έπειτα από σκληρό αγώνα, πολλές περιπέτειες και απογοητεύσεις, κι έτσι σώζεται ένα ολόκληρο χωριό.
 
- Στο Για τον πατέρα (Πατάκης) της Καλλιόπης Σφαέλλου, ένα δεκατριάχρονο αγόρι αναζητεί και τελικά βρίσκει τον χαμένο πατέρα του, αγνοούμενο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πλοκή έντονη, έκβαση αίσια, τελικά τέρψη για τον αναγνώστη κι εδώ.
Ειρήνη Μάρρα
- Στο Μάνα δεν είναι μόνο μία (Ψυχογιός) της Φράνσης Σταθάτου, και στα Μια ιστορία για δύο (Καστανιώτης) της Ειρήνης Μάρρα και Το κορίτσι με τις δύο μητέρες (ΑΣΕ) του I.Δ. Ιωαννίδη, το θέμα "υιοθεσία" και "θετή μητέρα" δημιουργεί κρίσιμες καταστάσεις, συγκινεί τον αναγνώστη, τον φέρνει σε επαφή με πλευρές της σκληρής πραγματικότητας αλλά δεν τον αφήνει μετέωρο, διαφαίνεται ρύθμιση δίκαιη που έρχεται ύστερα από ενδιαφέρουσα πλοκή.
- Στα S.Ο.S. Κίνδυνος (Καστανιώτης) της Νίτσας Τζώρτζογλου και Το ταξίδι που σκοτώνει (Καστανιώτης) του Μάνου Κοντολέων, παιδιά προεφηβικής κι εφηβικής ηλικίας, μέσα από δυσάρεστες περιπέτειες, έρχονται αντιμέτωπα με τη μάστιγα των ναρκωτικών, βιώνουν τραγικά περιστατικά, όμως δίνουν μάχη και τελικά βρίσκουν διέξοδο προς τη ζωή.
Λίτσα Ψαραύτη
- Στα Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Κέδρος) της 'Αλκης Ζέη, Το Διπλό ταξίδι (Πατάκης) της Λίτσας Ψαραύτη, Απο κει βγαίνει ο ήλιος (Ακρίτας) της Ζωής Κανάβα, Το σύνθημα: σαράντα κόσκινα (Μόκας-Μορφωτική) της Σούλας Ροδοπούλου, μέσα στη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα παιδιά ζουν ώρες τραγικές, γνωρίζουν απαίσιες όψεις της ζωής, αποκτούν τις φρικτές εμπειρίες που κομίζουν πάντα οι ένοπλες συγκρούσεις, οσμίζονται το θάνατο, αλλά επιβιώνουν, μεγαλώνουν, ωριμάζουν.
- Στα "Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες" (Κέδρος) της Μαρούλας Κλιάφα, "Ο κήπος με τ' αγάλματα" (Καστανιώτης) της Ελένης Σαραντίτη, "Τα ξύλινα σπαθιά" (Πατάκης) του Παντελή Καλιότσου, προβλήματα κοινωνικά έρχονται στο προσκήνιο, μα με τρόπο που κινεί το ζωηρό ενδιαφέρον του νεαρού αναγνώστη και αφήνει να φανεί το δίκαιο, με πλοκή όπου πρωταγωνιστούν ξεχωριστοί τύποι παιδιών, άρτια παρουσιασμένοι, γι' αυτό και ικανοί να τέρψουν τους αποδέκτες.
- Στις συλλογές διηγημάτων Ο ήλιος με τα κρόσια του Σπύρου Τσίρου (Κέδρος), Αγριολούλουδα για σένα (Εκδόσεις των Επτά) του Δημ. Μανθόπουλου, Μισά τις στεριάς, μισά της θάλασσας (Μίνωας) της Σοφίας Φίλντιση, καταγράφονται πικρές στιγμές από τη ζωή των παιδιών, δυσκολίες ασήμαντες ίσως στα μάτια των ενηλίκων, ουσιαστικές όμως για τους μικρούς αναγνώστες, με τρόπο που κρατά το ενδιαφέρον τους και δεν τους στερεί την ελπίδα.
Ελένη  Βαλαβάνη
- Στα Το θυμωμένο ποτάμι του Χάρη Σακελλαρίου (Gutenberg), Το κόκκινο της Ανατολής (Kέδρος) της 'Αννας Γκέρτσου-Σαρρή, Ταξίδι στ' Ανάπλι (Δωδώνη) της Ελένης Βαλαβάνη, Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά (Πατάκης) της Ελένης Δικαίου, οι νεαροί αναγνώστες καλούνται να βιώσουν έντονα περιστατικά του πρόσφατου ή του απώτερου ιστορικού παρελθόντος που προσφέρουν νόημα ζωής και διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες
Αγγελική Βαρελλά
- Στα 'Εξι εναντίον ενός (Πατάκης) της Αγγελικής Βαρελλά, Το μυστικό του κόκκινου σπιτιού (Ελευθερουδάκης) της 'Αλκης Γουλιμή, Το αίνιγμα του πύργου (Κέδρος) της Κίρας Σίνου, ομάδες παιδιών αναλαμβάνουν μόνα τους να λύσουν κάποιο μυστήριο με τρόπο που ικανοποιεί απόλυτα τους μικρούς αναγνώστες.

- Στα Ο δάσκαλος με το βιολί και τ' άστέρι ('Αγκυρα) της Θέτης Χορτιάτη, Μικρή καλοκαιρινή ιστορία (Κέδρος) της Ευγενίας Φακίνου, Αυγουστιάτικο Φεγγάρι (Πατάκης) της Βούλας Μάστορη, Τα στενά παπούτσια (Πατάκης) της Ζωρζ Σαρή, Η εποχή των υακίνθων (Πατάκης) της Τούλας Τίγκα, 'Ακου, φίλε! (΄Αγκυρα) του Αντώνη Δελώνη, η ζωηρή πλοκή οδηγεί τα παιδιά-αναγνώστες να ψηλαφήσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα για πρόσωπα συγγενικά ή φιλικά τους, τα προβλήματα που τους δημιουργεί κάποιος θάνατος, η οικογένεια ή το περιβάλλον τους, την αναστάτωση που προκαλεί στον ίδιο τους τον εαυτό το μεγάλωμά τους, και τελικά να φτάσουν σε ορθότερη αναγνώριση και πληρέστερη κατανόηση των πραγμάτων που άμεσα τα αφορούν.
Μνημόνευσα ήδη 30 τίτλους βιβλίων και αντίστοιχο αριθμό συγγραφέων, μα πάμπολλοι είναι εκείνοι που θα μπορούσα να προσθέσω[11]. Δεν μπορεί φυσικά να υποστηριχτεί ότι τα έργα που αναφέρθηκαν είναι όλα ίσης ποιότητας. Ασφαλώς θα υπάρχουν διαφορές απόψεων ως προς τον βαθμό της λογοτεχνικής τους αξίας. Πρόκειται πάντως για έργα που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διακριθεί -έχουν αγαπηθεί από τα παιδιά κι έχουν γνωρίσει αλλεπάλληλες εκδόσεις, έχουν τιμηθεί με βραβεία ή επαίνους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μερικά έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες- με λίγα λόγια έχουν κατακτήσει τη θέση τους στην παιδική μας λογοτεχνία. Ωστόσο το σημαντικό εδώ είναι ότι πρόκειται για έργα σύγχρονων παραμυθάδων. Γιατί έτσι νομίζω πρέπει ν' αποκαλούνται οι δημιουργοί στα έργα των οποίων ευδιάκριτα είναι τα χαρακτηριστικά των παραμυθιών που προαναφέραμε.
Κίρα Σίνου
     Ας σημειωθεί εδώ πως αν οι δημιουργοί που μνημόνευσα απευθύνονται ενσυνείδητα πρωτίστως στα παιδιά, τούτο δε σημαίνει ότι αυτοδεσμεύονται με οποιοδήποτε τρόπο, ή ότι πρόθεσή τους είναι να αρέσουν τα όσα γράφουν μόνο σε παιδιά. Απλώς, όπως οι παλιοί παραμυθάδες, διηγούνται τις ιστορίες τους από ανάγκη να εκφραστούν και να τέρψουν το κοινό. Και ο τρόπος που τους ταιριάζει, για να πετύχουν το σκοπό τους, είναι τα αφηγήματα με ξεκάθαρη κι ενδιαφέρουσα πλοκή, εκείνα που μιλούν ίσως για πράγματα θαυμαστά ή φοβερά, μαγευτικά ή τρομακτικά, χαρούμενα ή θλιβερά, μα στο τέλος δεν επιτρέπουν στο κακό να επικρατήσει, δεν αφήνουν τον αναγνώστη χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Και αυτό σημαίνει αγάπη για κείνον που διαβάζει το βιβλίο τους. 'Οπως αγάπη για το ακροατήριο σήμαινε και η κατάληξη των διηγήσεων του παλιού παραμυθά "κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα", όταν κι εκείνος και οι ακροατές του ήξεραν πως δεν καταλήγουν πάντα έτσι τα πράγματα στη ζωή. Εκείνο που είχε σημασία ωστόσο ήταν να φύγουν οι ακροατές από την πλατεία του χωριού, τους φούρνους ή τα σπεροκαθίσματα παρηγορημένοι, ψυχικά συντροφευμένοι, με καινούριο θάρρος και δύναμη για ν' αντιμετωπίσουν τον συχνά μίζερο βίο τους, με κουράγιο για να παλέψουν και να τον βελτιώσουν.
Μάνος Κοντολέων
     Το να είναι όμως κανείς σύγχρονος παραμυθάς σημαίνει ότι συμμερίζεται σε αρκετό βαθμό και τη μοίρα των παλιών παραμυθάδων. Θέλω να πω πως, αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται και μολονότι τα παιδικά και νεανικά βιβλία του καιρού μας έχουν το όνομα του συγγραφέα ευδιάκριτα γραμμένο στο εξώφυλλό τους, τα παιδιά σπάνια το θυμούνται. Συνήθως πολύ λίγο ενδιαφέρονται για το ποιος έγραψε ένα βιβλίο που διάβασαν, τους άρεσε και πιθανώς το ξαναδιάβασαν. Το διήγημα ή το μυθιστόρημα γίνεται κτήμα τους, όπως κτήμα του έκανε τα παραμύθια το ακροατήριο του παραμυθά, αφήνοντας τ' όνομά του στη λήθη. Τα ονόματα των συγγραφέων βιβλίων για παιδιά τα γνωρίζουν καλά μόνον οι εκδότες, οι βιβλιοθηκονόμοι, οι μελετητές, οι φοιτητές ίσως, καμιά φορά και οι γονείς. Τα χαριτωμένα περιστατικά που βεβαιώνουν αυτό που υποστηρίζω εδώ είναι πολλά. Σας αναφέρω ένα:
     'Οπως και άλλοι συνάδελφοί μου, συχνά επισκέπτομαι σχολεία και μιλώ για βιβλία με τα παιδιά. Τα ρωτώ αν διάβασαν κάποιο βιβλίο τελευταία ή αν θυμούνται κάποιο βιβλίο που να τους άρεσε πολύ. Μερικά -λίγα σχετικά- είναι πραγματικοί βιβλιοφάγοι, κι έτσι μαζί με τους τίτλους των βιβλίων που αγάπησαν θυμούνται και τους συγγραφείς. 'Αλλα δυσκολεύονται. Αναφέρουν μ' ενθουσιασμό κάποιο βιβλίο, θυμούνται την υπόθεση, είναι σε θέση να πουν για ποιο λόγο τους άρεσε τόσο, μα το όνομα του συγγραφέα το έχουν λησμονήσει. Και το απρόσμενο είναι ότι συμβαίνει συχνά ο συγγραφέας να στέκεται μπροστά τους!
     "Εμένα, κυρία, μου άρεσε πολύ ένα βιβλίο που διάβασα και το λένε Στο τσιμεντένιο δάσος!", ή "Ο μικρός αδελφός!" ή "Σπίτι για πέντε!" έχω ακούσει συχνότατα να μου λένε. Μα όταν ρωτήσω "Ποιος το έγραψε;" δεν είναι λίγες οι φορές που έρχεται η χαριτωμένη απάντηση: "Α... δε θυμάμαι!" Το πράγμα παύει να είναι αστείο και γίνεται μάλλον θλιβερό, όταν παρόμοια άγνοια για τους δημιουργούς των παιδικών βιβλίων δηλώνουν γονείς ή ακόμα και δάσκαλοι!
     Σκέφτομαι με λίγη πίκρα ότι κανείς ενήλικος που θ' αποφάσιζε να πάει ν' ακούσει ένα συγγραφέα για μεγάλους δε θ' αγνοούσε ένα από τα πιο γνωστά του έργα. (Σκεφτείτε π.χ. αν θα ήταν δυνατόν ένας ακροατής του Σαμαράκη ν' αγνοούσε ότι ο ομιλητής είναι ο συγγραφέας του Αρνούμαι που κάποτε το διάβασε και του άρεσε!) Με παρηγορεί αμέσως η σκέψη ότι κανείς δεν ξέρει και κανείς ποτέ δε θα μάθει ποιος πρωτοείπε την Κοκκινοσκουφίτσα.
     Και η συζήτηση στο σχολειό προχωρεί, μια συζήτηση όπου οι εκπλήξεις δεν τελειώνουν. Πολλές από τις ερωτήσεις των παιδιών αφορούν τον τρόπο και τις πηγές εμπνεύσεις του συγγραφέα. 'Ετυχε λοιπόν αρκετές φορές να μου γίνει και τούτη η απροσδόκητη ερώτηση: "Εκτός από το Σπίτι για πέντε, σας έχει εμπνεύσει άλλο βιβλίο η τηλεόραση;"
     Αδιανόητο για τον μικρό μου αναγνώστη ότι δεν προηγείται πάντα η εικόνα, με την οποία ανελέητα και καθημερινά μάς κατακλύζει η παντοδύναμη τηλοψία, ότι ευτυχώς συμβαίνει ακόμα -και πολύ συχνά μάλιστα- να προηγείται το γραφτό του σύγχρονου παραμυθά. Βέβαια κανείς ενήλικος αναγνώστης του Κώστα Μουρσελά, για παράδειγμα, δε θα έκανε ποτέ τη σκέψη ότι το βιβλίο του Βαμμένα κόκκινα μαλλιά το εμπνεύστηκε από την ομώνυμη σειρά, που κάποιο άλλο, μυστηριώδες πρόσωπο την είχε γράψει πρώτα για την τηλεόραση!
     'Αγνωστοι συχνότατα λοιπόν οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων στο πλατύ κοινό τους, όση κυκλοφορία και αν έχουν -και συχνά έχουν ευρύτατη- τα βιβλία τους. Παραγνωρισμένοι από τον Τύπο που απαξιώνει -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- να παραχωρήσει μόνιμες στήλες κριτικής παιδικού βιβλίου στις λογοτεχνικές σελίδες. Παρεξηγημένοι και από κάποιους λόγιους και πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας -λίγους ευτυχώς- που από ελλιπή πληροφόρηση ή απλή άγνοια περιφρονούν την παιδική λογοτεχνία, έναν κλάδο που γνωρίζει πια παγκόσμια αναγνώριση[12]  και γίνεται ολοένα και περισσότερο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μελέτης ανά τον κόσμο, αλλά και διδασκαλίας στα Πανεπιστήμια.
     Παρ' όλα αυτά οι σύγχρονοι παραμυθάδες εξακολουθούν να δουλεύουν με υπομονή και επιμονή. Προσπαθούν να ψυχαγωγήσουν -με την πραγματική έννοια της λέξης- τους αναγνώστες τους, γνωρίζοντας ότι η παραδοχή από το πλατύ κοινό, η επωνυμία, η φήμη, η αναγνώριση των κόπων τους ίσως δε θα έρθει ποτέ. Δεν νοιάζονται όμως, όπως δεν νοιάζονταν και οι παλιοί παραμυθάδες. Συνεχίζουν το έργο τους. Γιατί τους αρέσει να διηγούνται και να τέρπουν, να συντροφεύουν και να παρηγορούν το κοινό τους.
     'Iσως ο αναγνώστης μου ν' αναρωτιέται γιατί δεν περιορίστηκα στην εξέταση των στοιχείων παραμυθιού στα σύγχρονα πεζογραφήματα για παιδιά και μίλησα και για τους συγγραφείς τους. Το έκανα από πεποίθηση ότι μόνο αν υπάρχουν δημιουργοί που έχουν κάποια κοινά σημεία με τους παλιούς παραμυθάδες, μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στοιχεία παραμυθιού στο έργο τους, δηλαδή στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία.
     Και τέτοιοι δημιουργοί πιστεύω πως υπάρχουν.

Σημειώσεις:


[1]. Βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.1, 'Ανοιξη 1986.
[2].  Bλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.9,  'Ανοιξη 1988.
[3]. Βλ. Λαογραφία, Δελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος ΚΛ', σ.367.
[4]. Βλ. Νέστορα Μάτσα: Το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια, στη σελ.36, Εστία, χ.χ.ε.
[5]. ο.π.
[6]. Βλ. το άρθρο του Το παραμύθι και το παιδαγωγικό του περιεχόμενο, στο περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ, τ.2, Καλοκαίρι 1986.
[7]. Βλ. Τάσεις και Εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1982, σελ.92.
[8]. Βλ. Aidan Chambers: An interνiew with Alan Garner, στον τόμο The Signal Apprοach tο Children's Bοοks, (με διάφορα δοκίμια), επιμέλεια Nancy Chambers, Kestrel Bοοks, 1980, στη σελ. 307.
[9].  Η στροφή προς το ιστορικό μυθιστόρημα με διαφορετικό ύφος και ήθος που παρατηρείται τελευταία και σε ξένες χώρες και στον τόπο μας (π.χ. Θα υπογράφω Λουί της Ρέας Γαλανάκη) μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι η τάση αυτή θα εξασθενίσει.
[10].  Βλ. Αιμ.Χουρμούζιος: Ο αφηγηματικός λόγος, οι Εκδόσεις των Φιλων 1979, σελ. 256 και 262.
[11]. Π.χ. διηγήματα/μυθιστορήματα των Γεωργίας Ανεζίνη-Λεράκη, Μαρίας Βελετά-Βασιλειάδου, Μαρίας Γουμενοπούλου, Πέπης Δαράκη, Μάρως Λοϊζου, Νένας Κοκκινάκη, Κατερίνας Μουρίκη, Γιάννη Μπάρτζη, Λιλής Μαυροκεφάλου, Αγγελικής Νικολοπούλου, Δήμητρας Παϊζη-Πρόκου, Γαλάτειας Παλαιολόγου, Αυγής Παπάκου, Ηρώς Παπαμόσχου, Γιολάντας Πατεράκη, Νένας Πάτρα, Αναστασίας Περιστεράκη-Ψυχογιού, Λέλας Πεταλά-Παπαδοπούλου, Ναννίνας Σακκά-Νικολακοπούλου, Βεατρίκης Κάντζολα-Σαμπατάκου, 'Αννας Σαφιλίου, Χρήστου Σκανδάλη, Φιλομήλας Βακάλη-Συρογιαννοπούλου, Δημήτρη Φερούση, Λείας Χατζοπούλου-Καραβία και πολλών άλλων. Φυσικά θα μπορούσαν να προστεθούν εδώ και πεζογραφήματα, τα οποία οι εκδότες ή οι συγγραφείς τους δεν τα εντάσσουν στην παιδική λογοτεχνία, συμβαίνει όμως να έχουν τα στοιχεία που προαναφέραμε. Αντίθετα, δεν θα μπορούσαν να αναφερθούν έργα που οι εκδότες ή οι συγγραφείς τους τα προορίζουν για παιδιά, δεν έχουν όμως τα παραπάνω βασικά χαρακτηριστικά.
[12]. Το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την παιδική λογοτεχνία αποδεικνύεται από τη δραστηριότητα των 76 εθνικών τμημάτων της Διεθνούς Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (IΒΒΥ), την παρακολούθηση των ανά διετία διεθνών συνεδρίων της από εκατοντάδες ειδικούς, μελετητές, ερευνητές και δημιουργούς, από την τακτική διοργάνωση διεθνών εκθέσεων για το παιδικό βιβλίο, την από μακρού θέσπιση διεθνών βραβείων, και την έκδοση ειδικών θεωρητικών περιοδικών που υπερβαίνουν τα 200 ανά τον κόσμο (βλ. περιοδικό ΔIΑΔΡΟΜΕΣ τ.35, Φθινόπωρο 1994, σελ.242).