Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτική-Ο κόκκινος θυμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτική-Ο κόκκινος θυμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Ο κόκκινος θυμός (*)

της Μαρίας Τζαφεροπούλου, δ.φ., Φιλολόγου (**)



 (Από το εξαντλημένο βιβλίο  Το υφαντό της Πηνελόπης  – διαχρονικές αναγνώσεις για το έργο και την προσωπικότητα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Επιμέλεια: Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, Εργαστήρι Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας: Βόλος 2008).


Η μακρά και δημιουργική συγγραφική πορεία της Λ.Π.-Α. καλύπτει τρεις και πλέον δεκαετίες και κάθε νέο της λογοτέχνημα αποτυπώνει τα σημεία των καιρών με διαύγεια και ευαισθησία. Ο «Κόκκινος θυμός» έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή τη διαπίστωση με τρόπο απτό και άμεσο. Σας προσκαλώ λοιπόν απόψε σε μια περιδιάβαση στις 271 σελίδες του 13ου νέου μυθιστορήματος που μας χάρισε.

Περιληπτική απόδοση

Ο δεκαεπτάχρονος Απελλής ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική, την Τέχνη που υπηρετεί με επιτυχία η νέα σε ηλικία μητέρα του, η Κλειώ Καρίτη. Μαζί με τον πατριό του και την ετεροθαλή αδελφή του Νεφέλη αποτελούν μια δεμένη οικογένεια που ζει στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη. Δύο πρόσωπα θα σημαδέψουν τη ζωή του σ’ αυτή τη χρονική στιγμή: Ο Ελληνοκαναδός Μάικ Τζίσεν, ο «μάγος» στον χώρο των εικαστικών, και η δεκαεξάχρονη Νιόβη, ένας όμορφος εφηβικός έρωτας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί όσα διαδραματίζονται μεταξύ 23 Δεκεμβρίου και 4 Ιανουαρίου με αμείωτο ενδιαφέρον, καθώς η συνάντηση με τον Μ. Τζίσεν θα είναι καταλυτική όχι μόνο για το καλλιτεχνικό μέλλον του Απελλή, χάρη στην πιθανότητα εξασφάλισης υποτροφίας για σπουδές στον Καναδά, αλλά και για την ίδια του τη ζωή.
     Η Λ.Π.-Α., δομώντας το μύθο με δεξιοτεχνία, μοιράζεται με τον αναγνώστη κομμάτια ενός παζλ που θα οδηγήσουν σταδιακά στην αποκάλυψη ενός μυστικού: Ο Μάικ Τζίσεν δεν είναι άλλος από τον πατέρα του Απελλή, τον Ζήση Μιχαηλίδη, για τον οποίο τόσο η Κλειώ όσο και ο ίδιος πίστευαν ότι την εγκατέλειψε, όταν στα 15 της χρόνια τον πληροφόρησε ότι περιμένει το παιδί τους. Το συγκλονιστικό γράμμα που απευθύνει η Κλειώ στο γιο της και οι εξηγήσεις που θα του δώσει ο Μάικ Τζίσεν πιστοποιούν μια παρεξήγηση που για 17 χρόνια χείμασε τη ζωή της Κλειώς και όπλισε τον Απελλή με οργή για τον πατέρα που δεν γνώρισε και ενοχική ευθύνη προς τη μητέρα του, μια ευθύνη που τον «δένει» μαζί της, καθώς ο Απελλής δεσμεύεται ηθικά στις επιλογές του, προκειμένου να μην την «εγκαταλείψει» με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτές οι 15 μέρες θα συγκλονίσουν τον Απελλή και θα επαναπροσδιορίσουν τη σχέση του με τη μητέρα του κυρίως αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Η νηνεμία θα επανέλθει στη ζωή του και ο «κόκκινος θυμός» δεν θα είναι πλέον παρά ένας θαυμάσιος πίνακάς του.

 Στοιχεία δομής

Στη Θεωρία της Λογοτεχνίας ισχύει το επικοινωνιακό σχήμα πομπός-μήνυμα-δέκτης, δηλ. συγγραφέας-κείμενο-αναγνώστης. Κι όταν το κείμενο τυπωθεί, τότε αρχίζει το ταξίδι του, σαν καραβάκι, στη θάλασσα της ανάγνωσης. «Καλοτάξιδο!» ευχόμαστε στον συγγραφέα, όταν κυκλοφορεί ένα νέο του βιβλίο και αυτή η ευχή έχει διττή σημασία: Αφ’ ενός σηματοδοτεί την αυτονόμηση του λογοτεχνήματος από τον δημιουργό του και αφ’ ετέρου κάθε «ταξίδι» που αυτό θα κάνει με «επιβάτη» τον εκάστοτε αναγνώστη του.
     Το δικό μου «ταξίδι» μ’ έβγαλε σε μιαν απάνεμη ακτή με βότσαλα, διάφανα νερά και ηλιόλουστη γαλήνη. Γιατί αυτό το «καραβάκι» είχε φορτίο του την ΑΓΑΠΗ...
     ΄Αξονας του Κόκκινου θυμού είναι η αγάπη. Και η Λ.Π.-Α. δομεί όλο το μυθιστόρημα πάνω σε δυο αντιθετικά - φαινομενικά – συναισθήματα: την αγάπη και τον θυμό/το μίσος. ΄Εντονα και τα δύο. Ταράζουν, συγκλονίζουν, μας σημαδεύουν και βάφουν τη ζωή μας με το κόκκινο, το χρώμα που ερεθίζει την όραση και επιβάλλεται στη μνήμη.
     Σχέσεις αγάπης που προκαλούν θυμό καταγράφονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και η συγγραφέας τις «ζωγραφίζει» κυριολεκτικά, αν αναλογιστούμε ότι η ζωγραφική είναι η μεγάλη αγάπη που ενώνει τα τέσσερα κεντρικά πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος: Ο Απελλής και η μητέρα του μοιράζονται το ίδιο εργαστήρι. Η Νιόβη θα έλξει το ενδιαφέρον του Απελλή στην αυλή του σχολείου την ώρα που ζωγραφίζει στο μπλοκ της μια μεγάλη σκουριασμένη άγκυρα, ριγμένη στη στεριά. Ο Μάικ Τζίσεν θα γνωρίσει τον Απελλή μέσ’ από τους πίνακές του και, όπως θ’ αποκαλυφθεί στο τέλος, η γνωριμία του με τη 15χρονη Κλειώ, τη μητέρα του Απελλή, έγινε στη Σχολή Ηλιάδη, όπου παρακολουθούσαν και οι δύο μαθήματα ζωγραφικής.

΄Ολες οι διαπροσωπικές σχέσεις σ’ αυτό το κείμενο υφαίνονται γύρω από τη σχέση μάνας-γιου, όπως αυτή προβάλλεται στους δύο πίνακες που κυριαρχούν στο λογοτέχνημα: Ο ένας ανήκει στην Κλειώ και απεικονίζει τον Απελλή στα 11 του χρόνια μ’ ένα ψάθινο καπέλο. Δεσπόζει στον κεντρικό χώρο του σπιτιού και αποτυπώνει εύγλωττα όλο την αγάπη που τρέφει η Κλειώ για τον γιο της. ΄Ενα έργο που περιλαμβάνεται σ’ όλες τις ατομικές της εκθέσεις αλλά πάντοτε με την ένδειξη «δεν πωλείται».
Ο άλλος πίνακας είναι έργο του Απελλή. Είναι ο κόκκινος θυμός, τον οποίο αποτυπώνει, χωρίς ο ίδιος να έχει συνειδητοποιήσει τα αίτια ή τους αποδέκτες του. Η Νιόβη είναι εκείνη που θα «αποκρυπτογραφήσει» πρώτη αυτό το συναίσθημα:

- Δεν ξέρω τι έχεις κατά νου, εγώ πάντως βλέπω ήδη ζωγραφισμένο κάποιο έντονο συναίσθημα, καλά κρυμμένο κάτω από μια φαινομενική αταξία, είπε η Νιόβη συλλογισμένη.
- Συναίσθημα καλά κρυμμένο; απόρησε ο Απελλής. Και φαινομενική αταξία; Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις ακούω. Για λέγε, για λέγε!
- Θέλω να πω, πως με την πρώτη ματιά έχεις την αίσθηση ότι όλ’ αυτά τα περίεργα σχήματα μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, όμως αν τα προσέξεις, βλέπεις ότι συνδέονται αρμονικά κι απόλυτα. Το βασικό που τα συνδέει, νομίζω, είναι το κόκκινο χρώμα, που σε άλλα είναι λιγοστό και διακριτικό, σε άλλα περισσότερο και πιο έντονο. Τελικά, όλα συγκλίνουν προς το κέντρο, λες κι ετοιμάζουν μια πύρινη έκρηξη που θα σπάσει την αρμονία. Δεν ξέρω αν έτσι σκοπεύεις να καταλήξεις, όμως εμένα  κάτι μου φέρνει στο νου αυτό, κάτι μου λέει... Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι ακριβώς...

     Μάνα και γιος. Δυο κόσμοι με κοινή αρχή, δυο όντα με αυτόνομη πορεία στη ζωή άρα και στην τέχνη: Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δύο πίνακες διαφοροποιούνται ως προς την τεχνοτροπία: ο εξπρεσιονισμός της Κλειώς και ο κυβισμός του Απελλή έχουν κοινό πεδίο συνάντησης: την τέχνη της ζωγραφικής.
     Πώς όμως διαλέγεται η αγάπη της μητέρας με τον ακαθόριστο θυμό του γιου;
     Η συγγραφέας μοιράζεται με τον αναγνώστη ένα απόσταγμα ζωής: «Αχ, τι ασήκωτη γίνεται καμιά φορά η πολλή αγάπη που σου δίνουν οι άλλοι...» σκέφτεται ο Απελλής, καθώς παρατηρεί τον πίνακά του. Την ίδια σκέψη κάνει ακούγοντας τα «Διάφανα κρίνα» να τραγουδούν «ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές». «Ευωδιάζουν κι αγάπη καμιά φορά, συλλογίστηκε, μια αγάπη ασήκωτη, που το βάρος της σε συνθλίβει, μια αγάπη δεσμευτική που σε κάνει να νιώθεις παγιδευμένος» (σελ. 148). Αυτό τον θυμό που υφέρπει μέσα στην ψυχή του αποκαλύπτει ο χρωστήρας του στον πίνακα. Αυτόν το θυμό θα κατονομάσει στον Απελλή και ο φίλος του ο Λάζαρος, αναφερόμενος στην Κλειώ:

.... Θα καταλάβει ότι, με την υπερβολική αγάπη που σου έχει, παραβιάζει τα προσωπικά σου όρια, σ’ εμποδίζει να νιώσεις ελεύθερος χωρίς πραγματικά να το θέλει. Πρέπει να το τολμήσεις. Αλλιώς η Κλειώ θα γίνει κλοιός της ζωής σου, που θα σου πνίγει κάθε χαρά. Μέσα σου θα μένει πάντα κρυμμένος ένας θυμός, θυμός για την ίδια σου τη μάνα, παρόλο που την αγαπάς, επειδή σ’ εμπόδισε να κάνεις αυτό που ήθελες. Κι ο θυμός  αυτός δηλητήριο σκέτο θα γίνει στο τέλος και για τους δυο σας.

     Θυμός που προκαλείται από τον ασφυκτικό κλοιό της αγάπης. Γι’ αυτό και ο πατριός του ο Τέλης, παρατηρώντας τον πίνακα, θα πει: «Συνήθως το έντονο κόκκινο συμβολίζει αγάπη, μα εδώ δίνει περισσότερο την αίσθηση ταραχής και θυμού... (σελ. 125).
     Η αποκάλυψη της ταυτότητας του Μάικ Τζίσεν θα διώξει για πάντα αυτό το αρνητικό συναίσθημα από την ψυχή του Απελλή, αυτή τη συσσωρευμένη οργή των παιδικών του χρόνων πρώτιστα εναντίον του πατέρα που δεν γνώρισε (σελ. 96) και κατά δεύτερο λόγο εξ αιτίας της συναισθηματικής του δέσμευσης με τη μητέρα του. Και αυτή η λύτρωση θα αποτυπωθεί στον τελειωμένο πίνακα:
 ... Στο κέντρο, δέσποζε τώρα ένα σχήμα πυρίμορφο, κάτι σαν κόκκινη φλόγα. «Πύρινη αγάπη», έτσι θα τ’ ονομάτιζε. Γιατί τώρα ήταν σίγουρος, αγάπη άχνιζε ο πίνακάς του. Τ’ άλλα σχήματα, τα οργισμένα, έδειχναν να λιώνουν κάτω απ’ τη φλόγα. Ο πορφυρός θυμός είχε σβήσει (σελ. 270).

     Η Λ.Π.-Α. ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη. Ακολουθούμε τα βιώματά της στα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, στους χώρους των παιδικών της χρόνων. Η Σμολένσκυ και η Μαυρομιχάλη, η Μπενάκη και η Καλλιδρομίου, τα στενά δρομάκια των Εξαρχείων είναι «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», όπου ο Απελλής συντονίζει το βήμα του μ’ εκείνο της Νιόβης, ο φίλος του ο Λάζαρος έχει το καφενείο του, τα «αξιοθρήνητα ‘πρεζόνια’ κυκλοφορούν σα σκιές».
     Στον κόσμο αυτού του μυθιστορήματος αναδύεται η σχέση του Απελλή και της Νιόβης. Γεννιέται μια φιλία ανάμεσα στον Απελλή και τον πρώην τοξικομανή Λάζαρο, τον οποίο είχε σώσει όταν, 11χρονο παιδί, το έσκασε από το σπίτι του και αρχικά κατέφυγε σε μια σπηλιά στο λόφο του Στρέφη, όπου βρήκε τον Λάζαρο σε κώμα κι έστειλε με το σκυλάκι του ένα μήνυμα για βοήθεια...
     Διαγράφεται η πολύ καλή σχέση του Απελλή με τον πατριό του. Προβάλλεται το θέμα της φιλαναγνωσίας με τρόπο φυσικό και αβίαστο. Γίνεται αναφορά στις μελανές σελίδες του Κυπριακού και στη μάστιγα των ναρκωτικών. Αποτυπώνεται το θέμα των ατόμων με κινητικά προβλήματα στο πρόσωπο του 14χρονου αδελφού της Νιόβης, του Θεμιστοκλή.
     Ο νεαρός αναγνώστης προβληματίζεται και ευαισθητοποιείται χωρίς ίχνος ηθικοδιδακτισμού. Χαρακτηριστικά είναι «τα δέκα πράγματα που δεν αντέχει με καμία δύναμη η Νιόβη και γα τα οποία συμφωνεί απόλυτα ο Απελλής:

... Κουβέντιασαν λοιπόν για κινηματογράφο, για μουσική, για βιβλία - ό,τι αγαπούσαν περισσότερο κι οι δυο, μετά τη ζωγραφική. Είχαν τα ίδια περίπου γούστα. Του απαρίθμησε ύστερα τα δέκα πράγματα που δεν άντεχε με καμία δύναμη: Τους φαντασμένους και τους «δήθεν»˙ τις γκλαμουριές και τα κυριλέ ντυσίματα˙ τις χαζοκουβέντες με συμμαθητές και συμμαθήτριες για καμώματα τραγουδιστών και αμοιβές ποδοσφαιριστών˙ τους άσχετους με ό,τι πραγματικά σοβαρό συνέβαινε κάτω απ’ τη μύτη τους –ανεργία, τρομοκρατία, βρώμικους πόλεμους, θανάτους από ναρκωτικά, αδιαφορία για τα άτομα με ειδικές ανάγκες κι ένα σωρό άλλα–˙ τις εκνευριστικές υποδείξεις των μεγάλων˙ τις κολακείες˙ τα σαλιγκάρια όπως κι αν ήταν μαγειρεμένα˙ τα μύδια˙ την κόκα-κόλα που εύρισκε τη γεύση της ανυπόφορη˙ τον καπνό του τσιγάρου που της προκαλούσε βήχα και δύσπνοια.

      Το μυθιστόρημα αυτό μοιάζει μ’ έναν πίνακα ζωγραφικής: Η Λ.Π.-Α. μας αφηγείται τη ζωή των ηρώων της στην αυτόνομη διάστασή τους αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, όπως ένας ζωγράφος αποτυπώνει στον πίνακά του μια σύνθεση χρωμάτων και σχημάτων ή μορφών.

Τεχνικές αφήγησης
Η δημιουργική πνοή της Λ.Π.-Α. είναι πραγματικά χειμαρρώδης. Η συγγραφική της εμπειρία όμως και η πειθαρχημένη της σκέψη συνέδραμαν και πάλι, ώστε να αποδοθεί με λόγο πυκνό και ουσιαστικό αυτό το πολυσύνθετο μακροκείμενο. Πολλές και ποικίλες, κατά συνέπεια και οι αφηγηματικές της τεχνικές. Στην παρούσα εισήγηση θα εστιάσουμε στις κυρίαρχες, οι οποίες συνιστούν και δομικά στοιχεία του μύθου:

(α) Η πρώτη είναι η τεχνική των προώρων ενδείξεων: Η συγγραφέας προϊδεάζει τον αναγνώστη με τις πρόωρες ενδείξεις που ενσπείρει σ’ όλο το μήκος του κειμένου. Η φυγή του Απελλή από το σπίτι σε ηλικία 11 ετών, η αποκάλυψη της ταυτότητας του Λάζαρου μεταξύ άλλων, αλλά, κυρίως η σταδιακή ταύτιση του Μάικ Τζίσεν με τον Ζήση Μιχαηλίδη, τον πατέρα του Απελλή, επιτυγχάνεται χάρη σ’ αυτή την τεχνική.

(β) Η δεύτερη τεχνική είναι το κείμενο μέσα στο κείμενο, δηλαδή η σταθερή σύζευξη της ζωής του Απελλή με εκείνη του Πιπ, του ήρωα των Μεγάλων Προσδοκιών του Κ. Ντίκενς. Ο Λάζαρος, σε μια αποστροφή του στον Απελλή, θα παρατηρήσει εύστοχα: «Η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή, σου το ’χω ξαναπεί, μα η ζωή δε μοιάζει πάντα με τα βιβλία. Λένε πως τα βιβλία είναι ο καθρέφτης της, μα οι καθρέφτες τα δείχνουν όλα αντεστραμμένα» (σελ. 257).

(γ) Αν οι δύο τεχνικές που προαναφέρθηκαν συνιστούν κοινό τόπο και για άλλους πεζογράφους, η τρίτη αποτελεί σήμα κατατεθέν της Λ.Π.-Α. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή διακειμενικότητας – ως διακειμενικότητα ορίζεται ο διάλογος με κείμενα άλλων συγγραφέων ή ποιητών. Συγκεκριμένα, η Λ.Π.-Α. αποτελεί ίσως τη μόνη περίπτωση συγγραφέα Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας που επανεμφανίζει πρόσωπα – ακόμη και ζώα – προηγουμένων βιβλίων της σε διαφορετικής χρονικές στιγμές της ζωής τους. ΄Ολοι θυμόμαστε τον Κέβη, όταν γίνεται αναφορά στον Κέβη τον Β΄. Ο πατριός του Απελλή μάς είναι γνωστός από το Για την άλλη πατρίδα. Ο Απελλής πρωταγωνιστεί στα 11 χρόνια του στο Καναρίνι και μέντα. Την αδελφή του Νεφέλη τη συναντάμε στο Μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη. Αυτές οι διακειμενικές αναφορές είναι απλώς ενδεικτικές της τεχνικής που χρησιμοποιεί η Λ.Π.-Α., θυμίζοντας το αρχείο ηρώων που τηρούσε με ευλάβεια ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

(δ) Τέλος, το συγκεκριμένο λογοτέχνημα χαρακτηρίζεται και από την τεχνική της συναισθησίας: Οι  ήρωές του εκφράζουν τα συναισθήματά τους μέσω των χρωμάτων, των μορφών, των σχημάτων ή των μουσικών ήχων. ΄Ετσι, η μητρική αγάπη αποδίδεται από τον χρωστήρα της Κλειώς, ενώ ο υιικός θυμός προβάλλεται στις αποχρώσεις του κόκκινου, ώσπου να μετασχηματισθεί με τη σειρά του σε «πύρινη αγάπη».

     Η προβολή των συναισθημάτων όμως γίνεται και στη μουσική υπόκρουση, που συνοδεύει την ανάγνωση του βιβλίου: Η νεανική ένταση του συγκροτήματος «Διάφανα κρίνα» και η οπερική φωνή της ΄Εμμα Σάπλιν συνιστούν επίσης εφαρμογή της τεχνικής της συναισθησίας.

 Επίλογος

Κάπου εδώ τελειώνει περιδιάβασή μας στον Κόκκινο θυμό, που μεταβλήθηκε σε «πύρινη αγάπη», χάρη στη δημιουργό του. Κι αυτό, γιατί η αγωνιστική διάθεση για τη ζωή και η αισιοδοξία που διακρίνουν τη Λ.Π.-Α. ερείδονται πάνω στη βαθιά πίστη της στον άνθρωπο. Οι διαπροσωπικές σχέσεις συνιστούν βασικό σημείο αναφοράς στα λογοτεχνήματά της. “Δενόμαστε” με τους ήρωες που δημιουργεί, όχι μόνον επειδή είναι “παλιοί” μας γνώριμοι, αλλά επειδή πάλλονται από συναισθήματα, δοκιμάζονται από αδυναμίες, αμφιβάλλουν, αγωνίζονται. Με άλλα λόγια εξελίσσονται ως προσωπικότητες, προχωρούν στην αυτογνωσία τους.
     Διαβάζοντας και αυτό το κείμενο της Λ.Π.-Α. μάς έρχονται στο νου τα λόγια του Πικάσο, που η ίδια μνημονεύει “όταν τραβώ μια γραμμή θέλω να νιώθω ότι έχει μέσα της αίμα” (σελ.197).  Κάθε σειρά που γράφει, νιώθουμε ότι έχει μέσα της αίμα. Αίμα που κυλάει ζεστό στις φλέβες της από την αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους που απλόχερα μοιράζεται μαζί μας με κάθε βιβλίο που γράφει.

_________
 (*) http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_13.htm
      http://www.i-read.i-teen.gr/book/o-kokkinos-thymos
      http://www.patakis.gr/ViewShopProduct.aspx?Id=232139
(**) Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών (Φιλολογικό  τμήμα,1987) και Διδάκτωρ των Επιστημών της Αγωγής ( Πανεπιστήμιο Κρήτης). Θέμα της διδακτορικής της  διατριβής (1995), την οποία εκπόνησε ως υπότροφος του ΙΚΥ «Το  Χιούμορ στην Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία ( Πεζογραφία 1970-1990 )». Μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. ΄Εχει συμμετάσχει σε συνέδρια Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα (Ιωάννινα, Αθήνα) και το εξωτερικό (Αυστρία, Ισπανία). Στο πλαίσιο της ενασχόλησής της με την Παιδική/Νεανική Λογοτεχνία περιλαμβάνονται: ομιλίες, βιβλιοπαρουσιάσεις, συμμετοχή σε κριτικές επιτροπές πανελληνίων βραβείων, αξιολόγηση εκπαιδευτικού υλικού (Π.Ι.), μεταφράσεις και 14 δημοσιεύσεις. To 2005 απέσπασε το Πανελλήνιο Βραβείο του ΚΕΠΒ για την προώθηση της Παιδικής Λογοτεχνίας στο σχολείο. Από το 1997 και ως το 2005 συνεργάστηκε με το ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών  στο πρόγραμμα «Ακαδημαϊκής και Επαγγελματικής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Α/θμιας  Εκπαίδευσης », στο πλαίσιο του οποίου δίδαξε το μάθημα της Παιδικής Λογοτεχνίας. Ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική.  Από το 2005 εργάζεται ως αποσπασμένη καθηγήτρια φιλόλογος στο Ευρωπαϊκό  Σχολείο Bruxelles III .

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

“Οργισμένα νιάτα” : Εκφάνσεις του θυμού στο μυθιστορηματικό έργο της Katherine Paterson και της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου

Της Χρύσας Κοζανιτά
Διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών

Σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς, της ψυχαναλυτικής κυρίως λογοτεχνικής κριτικής, η κινητήρια δύναμη κάθε μυθοπλαστικής αφήγησης, είτε αυτή απευθύνεται στο ενήλικο κοινό είτε στα παιδιά, είναι η επιθυμία. Αυτό, δηλαδή, που καθορίζει την έκβαση της πλοκής είναι η εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας του ήρωα, ενώ οι κλιμακούμενες εντάσεις του κειμένου σφυρηλατούνται πάνω στη διαπάλη μεταξύ της επιθυμίας και της ικανοποίησής της.
     Όπως σημειώνει ο Peter Brooks στην αρχή κάθε αφηγήματος, η επιθυμία βρίσκεται πάντα εκεί, σε μία κατάσταση αρχικής αφύπνισης, που αργά αλλά σταθερά γίνεται όλο και πιο έντονη, ώστε να κινητοποιηθούν τα νήματα της πλοκής και να αναλάβουν δράση οι χαρακτήρες.[1]
     Εγκύπτοντας σε οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο για παιδιά ή νέους διαπιστώνει κανείς ότι, πράγματι, άλλοτε ρητά και απρόσκοπτα και άλλοτε υποδόρια, η δράση του παιδιού/ήρωα προσδιορίζεται από την επιθυμία του. Αυτή η επιθυμία μπορεί να είναι απτή και συγκεκριμένη, όπως για παράδειγμα η εύρεση κάποιου αντικειμένου, οπότε μιλάμε για μια επιθυμία – μοτίβο που έχει τις ρίζες της στις λαϊκές αφηγήσεις, ενώ άλλοτε μπορεί να εμποτίζει με τη δυναμική της τις σελίδες του κειμένου χωρίς ποτέ να κατονομάζεται, παρόλα αυτά όμως να ενεργοποιεί και να καθορίζει την εξέλιξη της δράσης. Για παράδειγμα, το κείμενο μπορεί να στηρίζεται πάνω στην πρωταρχική επιθυμία κάθε παιδιού για αγάπη, κατανόηση, αποδοχή, ισότιμη μεταχείριση κλπ.
     Τι συμβαίνει, όμως, όταν η ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας παρακωλύεται; Όταν οι πιθανότητες πραγματοποίησής της ελαχιστοποιούνται; Τότε, με όρους ψυχολογίας, μιλάμε για τη ματαίωση, η οποία με τη σειρά της πυροδοτεί το συναίσθημα του θυμού.[2] Ο θυμός κατατάσσεται σε ένα από τα βασικά συναισθήματα του ανθρώπου και μπορεί να εκδηλωθεί με πλείστους τρόπους, ξεκινώντας από έναν απλό εκνευρισμό ή μια ήπια και ελεγμένη αντίδραση και φτάνοντας σε εκρηκτικές συμπεριφορές οργής και ανεξέλεγκτης επιθετικότητας.[3]
     Η αναπαράσταση του θυμωμένου παιδιού στα κείμενα παιδικής λογοτεχνίας είναι συχνότατη και πολύπλευρη. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία και, πιο συγκεκριμένα στο είδος του μυθιστορήματος, η δυναμική παρουσίαση της εσωτερικότητας των μυθοπλαστικών χαρακτήρων είναι ένα από τα κύρια μελήματα των συγγραφέων.[4] Ιδιαίτερα οι σύγχρονοι συγγραφείς προσπαθούν να δημιουργήσουν αναγνωρίσιμους χαρακτήρες με τους οποίους ο αναγνώστης θα ταυτιστεί. Έτσι, σε ένα μεγάλο ποσοστό μυθιστορημάτων συναντάμε παιδιά οργισμένα, πότε με καταστάσεις από το οικογενειακό τους περιβάλλον και πότε από το ευρύτερο σχολικό ή φιλικό.
Katherine Paterson
 Το θυμωμένο παιδί έχει αναπαρασταθεί συχνά - πυκνά από τη Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου και την Katherine Paterson, δύο ευρύτατα αναγνωρισμένες συγγραφείς της Ελλάδας και της Αμερικής αντίστοιχα. Οι συγκεκριμένες συγγραφείς επελέγησαν για την παρούσα εργασία, γιατί η πορεία και το έργο τους παρουσιάζει πολλές κοινές συνισταμένες, οπότε η συγκριτική προσέγγιση που θα επιχειρηθεί εδώ να είναι εφικτή και παραγωγική.  
     Στα μυθιστορήματά τους για παιδιά και νέους βρίσκουμε μια πληθώρα χαρακτήρων που εκνευρίζονται, θυμώνουν και οργίζονται στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Η επιλογή των κειμένων τα οποία θα εξεταστούν εδώ δεν ήταν εύκολη, γιατί σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα των δύο συγγραφέων, η σκιαγράφηση του θυμωμένου παιδιού έχει λειτουργικό χαρακτήρα. Μετά από προσεχτική μελέτη, καταλήξαμε στα Γιούσουρι στην τσέπη και Ο κόκκινος θυμός  από την πλευρά της Πέτροβιτς και  στα  Η τρομερή Γκίλυ και Η γέφυρα για την Τεραμπίθια της Πάτερσον, πιστεύοντας ότι η εξέταση και η αντιπαραβολή τους θα μας οδηγήσουν σε γόνιμα συμπεράσματα.
     Ξεκινώντας με το Γιούσουρι στην τσέπη της Πέτροβιτς, συναντάμε την κεντρική ηρωίδα Πηνελόπη, που βρίσκεται στην οριακή ηλικία των δώδεκα ετών, στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικότητας και εφηβείας. Περιμένει μάλιστα να γίνει και βιολογικά «κοπέλα κανονική», ώστε να μην τη θεωρεί μικρή η αδελφή της. [5] Κι ενώ ξεκινάει τις καλοκαιρινές της διακοπές με σχέδια για ατέλειωτη ξενοιασιά πλάι στη θάλασσα και πολύ παιχνίδι, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα είχε φανταστεί. Τα μεγαλύτερα παιδιά της παρέας τη θεωρούν μικρή και αγοροκόριτσο, ενώ τα μικρότερα είναι σχεδόν μωρά για να παίξει μαζί τους.
     Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο όταν ο Άρης, ένα αγόρι μόνο δύο χρόνια μεγαλύτερό της, δείχνει να αδιαφορεί τελείως για τη ύπαρξή της, ενώ εκείνη περίμενε ότι οι δυο τους θα κάνουν καλή παρέα.
     Έτσι, η Πηνελόπη, με ματαιωμένα τα όνειρά της, προτιμάει να μένει μόνη και όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η μητέρα της να γίνεται «αχινός»:
«Όταν η Πηνελόπη τρομάξει, όταν λυπηθεί πολύ για κάτι ή όταν θυμώσει, γίνεται «αχινός» … γιατί μοιάζει, λέει, σα να βγάζει αγκάθια και δεν «πιάνεται» από πουθενά. Δε θέλει να τη ρωτάνε τι έχει, νευριάζει με το παραμικρό ή κάθεται αμίλητη και κοιτάει απέναντι».[6]
     Η ηρωίδα θυμώνει όταν δεν της δίνουν σημασία, όταν την αφήνουν έξω από τη συζήτηση και όταν βλέπει τη μεγαλύτερη αδελφή της να κάνει όλα εκείνα τα περίεργα που δεν τα καταλαβαίνει καθόλου, να χτενίζεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη, να αλλάζει μαγιό, να λούζεται με χαμομήλι για να ξανθύνουν τα μαλλιά της κλπ. Δεν καταλαβαίνει τους άλλους, αλλά στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει τον ίδιο της τον εαυτό που από τη μια θέλει να νοικιάσει ποδήλατο στη θάλασσα και να κάνει βουτιές με τις ώρες, όπως ακριβώς όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, κι απ’ την άλλη όταν βλέπει τον Άρη νιώθει κάτι χαρούμενο «κάπου εκεί, πάνω από το στομάχι, στο στέρνο, στο λαιμό – δεν ήξερε πού ακριβώς».[7] 
     Η Πηνελόπη, βέβαια, φροντίζει και καλύπτει το θυμό της πίσω από τα «αγκάθια του αχινού» ή τουλάχιστον τον ελέγχει κάνοντας απλώς μούτρα και απαιτώντας από τους άλλους να την αφήσουν ήσυχη μέχρι να της περάσει. Αυτός που εκδηλώνει απροκάλυπτα το θυμό του είναι ο Άρης, που κάθε μέρα φροντίζει να κάνει και μια τρέλα, σα να επιδιώκει να τρομoκρατεί τους γύρω του.
     Η προκλητική συμπεριφορά του είναι ακόμα ένας λόγος που θυμώνει την Πηνελόπη, η οποία θα αργήσει να μάθει τους λόγους που τον εξωθούν σε αυτή. Τελικά, μαθαίνει  ότι μια φίλη του Άρη είναι πολύ άσχημα τραυματισμένη σε νοσοκομείο στην Αθήνα, χωρίς να υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο θυμός του αγοριού έχει ακόμα βαθύτερα αίτια. Καθώς περνούν οι μέρες και τα δυο παιδιά πλησιάζουν το ένα το άλλο, ο Άρης της εκμυστηρεύεται ότι η Άννα δεν είναι πραγματική του μητέρα, αλλά η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του. Η δική του μητέρα πέθανε όταν εκείνος ήταν ακόμα μωρό.[8]     
     Στο κείμενο αυτό η συγγραφέας καταπιάνεται με το θυμό δύο ηρώων της, αναλύει τα αίτιά του, περιγράφει τις αντιδράσεις που  προκαλεί και εντέλει προσπαθεί, εκ μέρους των ηρώων της, να βρει λύσεις ώστε να τον αντιμετωπίσει. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει  η σύγκριση του θυμού αγοριού και κοριτσιού. Το κορίτσι οχυρώνεται σε μια μυστική συνομιλία με τον εαυτό του, απευθύνει κατηγορίες σε όλους γύρω του, αλλά ποτέ δεν εξωτερικεύει τις σκέψεις του. Αντιθέτως, το αγόρι προσπαθεί να εκτονώσει το θυμό του με τις απερισκεψίες του, δείχνοντας ότι δεν εκτιμά καθόλου ούτε τον εαυτό του αλλά ούτε και τους γύρω του. Κι εδώ μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν ο διαφορετικός τρόπος εκδήλωσης του θυμού ανάμεσα στα δύο φύλα είναι τυχαίος και συμπτωματικός ή αν έχει τις ρίζες του στην ανατροφή των παιδιών από την οικογένεια και στα μηνύματα που αυτά λαμβάνουν για το τι είναι κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι.


    Στο δεύτερο βιβλίο της Πέτροβιτς, τον Κόκκινο θυμό ο δεκαεφτάχρονος Απελλής βρίσκεται στην τελευταία τάξη του Λυκείου και η επαγγελματική του αποκατάσταση είναι κάτι που τον απασχολεί ζωηρά. Το κληρονομημένο από τη μητέρα του ταλέντο στη ζωγραφική είναι δεδομένο, αλλά από κοινού έχουν αποφασίσει ότι το καλύτερο γι’ αυτόν θα ήταν να σπουδάσει αρχιτεκτονική.
     Όλα θα ήταν καλά αν ένας διάσημος κριτικός τέχνης δεν επικοινωνούσε ξαφνικά με τον Απελλή. Ζητάει να τον συναντήσει και τον πληροφορεί ότι έχει όλα τα προσόντα για μια υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ. Ο Απελλής ενθουσιάζεται με την απρόσμενη ευκαιρία, αλλά ταυτοχρόνως αγχώνεται γιατί ξέρει ότι η μητέρα του δε θα ακούσει με χαρά αυτά τα σχέδια. Η σχέση των δυο τους είναι πολύ ιδιαίτερη και συναισθηματικά φορτισμένη και έχουν περάσει πολλά με σημαντικότερο ότι η Κλειώ γέννησε τον Απελλή στα δεκάξι της και αφού ο πατέρας του την είχε εγκαταλείψει μόλις είχε μάθει για την εγκυμοσύνη της.
     Η ιδιαίτερη οικογενειακή κατάσταση του Απελλή, ο πατέρας που δεν γνώρισε ποτέ, η αδυναμία που έχει στη μητέρα του και τα νέα για την υποτροφία που θα τον απομακρύνουν από κοντά της, δημιουργούν έναν εκρηκτικό αναβρασμό μέσα του που απεικονίζεται εύγλωττα στον πίνακα που δουλεύει αυτόν τον καιρό. Είναι ένας πίνακας με περίεργα σχήματα, στον οποίο χρησιμοποιεί υπερβολικά όλα τα έντονα κόκκινα.[9]
     Η φίλη του η Νιόβη και ο πατριός του ο Τέλης ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο τον πίνακα, λέγοντας ότι τους μεταδίδει μια αίσθηση ταραχής και θυμού.[10] Ο ίδιος απορεί και αναρωτιέται :
«Μα τι στην ευχή είχαν πάθει κι ο πατριός του και η Νιόβη κι ερμήνευαν έτσι το έργο του; Ο ίδιος δεν ένιωθε κανένα θυμό,   […] Τούτη την ώρα χίλια δυο άλλα αισθανόταν : Έγνοια να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια της η Κλειώ, ανυπομονησία να συναντήσει το «μάγο», αγωνία κι αμφιβολία για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν …Κι ακόμα, οίστρο να τελειώσει τον πίνακά του, λαχτάρα να βρεθούν περισσότερο με τη Νιόβη κάπου οι δυο τους τούτες τις μέρες – αυτά, μάλιστα, τα παραδεχόταν! Ο θυμός πού χωρούσε;»[11]
     Προφανώς, ο Απελλής έχει φροντίσει να καταχωνιάσει τον γερά ριζωμένο θυμό του κάπου πολύ βαθιά και αρνείται να παραδεχτεί την ύπαρξή του. Τελικά, όταν τα προβλήματα διευθετούνται και το κείμενο βαδίζει προς το τέλος του, η συγγραφέας δεξιοτεχνικά προτείνει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να εκλογικεύσει και να δαμάσει το θυμό του. Δεν είναι παρά στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος που ο Απελλής τελειώνει πια τον πίνακα:
 «Όταν έβαλε την τελευταία πινελιά, έκανε δυο βήματα πίσω και κοίταξε το έργο του με ικανοποίηση. Στο κέντρο, δέσποζε τώρα ένα σχήμα πυρίμορφο, κάτι σαν κόκκινη φλόγα. «Πύρινη αγάπη», έτσι θα τ’ ονομάτιζε. Γιατί τώρα ήταν σίγουρος, αγάπη άχνιζε ο πίνακάς του. Τ’ άλλα σχήματα, τα οργισμένα, έδειχναν να λιώνουν κάτω απ’ τη φλόγα. Ο πορφυρός θυμός είχε σβήσει».[12]
     Η Katherine Paterson, η διάσημη συγγραφέας από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, έχει  δώσει κατά καιρούς ανάλογα δείγματα οργισμένων ηρώων. Η Γκίλυ, η εντεκάχρονη ηρωίδα του μυθιστορήματος Η τρομερή Γκίλυ είναι το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα.  
     Παιδί μεγαλωμένο σε ίδρυμα, το μόνο που έχει να θυμάται από την άχαρη ζωή της είναι οι μετακινήσεις από τη μία ανάδοχη οικογένεια στην άλλη. Εύλογα, έχει αναπτύξει κάποιες προσωπικές άμυνες, που στην περίπτωσή της μεταφράζονται σε επιθετικότητα. 
     Η καινούρια της ανάδοχη μητέρα είναι η Μέιμ Τρότερ και η Γκίλυ δεν βλέπει την ώρα να τη γνωρίσει και να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Αρχικά, γίνεται φόβος και τρόμος για τον Γουίλιαμ Έρνεστ, το μικρότερο αγόρι που ζει κι αυτό μαζί με την Τρότερ.[13] Ύστερα γίνεται διάσημη στο καινούριο της σχολείο ως το κορίτσι που κατάφερε να δείρει έξι αγόρια ταυτόχρονα.[14] Η Τρότερ, όμως, που το μόνο που έχει να προσφέρει είναι αγάπη και τρυφερότητα, αποδεικνύεται δύσκολος αντίπαλος. Ωστόσο, η Γκίλυ δεν τα παρατάει εύκολα γιατί:
«[…] γιατί θα γίνω κι εγώ μαλθακή και ηλιθία. Ό, τι έπαθα με τους Ντίξον. Την άφησα να με ξεγελάσει με τις γλύκες και τα νταντέματα. Την έλεγα Μαμά κι έπεφτα στην αγκαλιά της όποτε ήθελα να κλάψω. Θεέ μου! Μου έλεγε ότι ήμουν το μωράκι της, αλλά όταν μετακόμισαν στη Φλόριντα με παράτησαν μαζί με την υπόλοιπη σαβούρα τους». [15]    
    Με ψυχογραφική δεινότητα η Paterson ιχνηλατεί το συναισθηματικό κόσμο της Γκίλυ και την επιθετικότητά της που δεν είναι παρά τρόπος άμυνας απέναντι σ’ αυτούς που ίσως την πληγώσουν. Η Γκίλυ βλέπει σε κάθε άτομο ξεχωριστά μια απειλή, γιατί αυτό την έχουν διδάξει οι εμπειρίες της ως τώρα.
 «Η Γκίλυ ήξερε βαθιά μέσα της ότι αν έμενε για πολύ ακόμα, αυτό το μέρος θα την έκανε άνω κάτω. Λίγο η τρέλα που επικρατούσε στο σπίτι, λίγο η τρέλα στο σχολείο της, και η Γκίλυ θα καταντούσε σύντομα σαν τον Γ. Ε., μαλθακή και άχρηστη – κι αν είχε κάτι διδαχτεί απ’ αυτή τη ζωή, ήταν πως για να επιβιώσεις πρέπει να είσαι σκληρός. Αλλιώς την είχες πατήσει».[16]
     Η αγάπη και εδώ λειτουργεί καταλυτικά. Στο τέλος του κειμένου η μικρή ηρωίδα μεταλλάσσεται. Οι εμπειρίες που έζησε δίπλα στην τρομερή Τρότερ την έκαναν να αναθεωρήσει κάποιες από τις μέχρι πρότινος ακλόνητες θέσεις της. Να αναγνωρίζει το καλό εκεί που υπάρχει. Έτσι, μπορεί πλέον και νιώθει καλά με τον εαυτό της, όχι γιατί σκαρφίστηκε μια ακόμα ζαβολιά, αλλά γιατί με τη σωστή συμπεριφορά της κατάφερε να κάνει την Τρότερ περήφανη.[17] Η ανάδοχη μητέρα, με την αγάπη και την ανιδιοτέλειά της, μαλάκωσε το θυμό του κοριτσιού και πλησίασε την απρόσιτη καρδιά του.
   Στο τελευταίο βιβλίο που θα εξετάσουμε,την Γέφυρα για την Τεραμπίθια , ο Τζες έχει την ατυχία να είναι το μόνο αγόρι ανάμεσα σε τέσσερις αδερφές,[18] γεγονός που μόνο προβλήματα του δημιουργεί. Αν και μόλις δέκα χρονών, έχει επωμιστεί όλες τις βαριές δουλειές στο σπίτι, ενώ οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του «ξεγλιστρούν από τις αγγαρείες με την ίδια ευκολία που κυλάει το νερό ανάμεσα στα δάχτυλα».[19]
      Αυτό όμως που τον πονάει περισσότερο είναι οι αγκαλιές των γονιών και η τρυφερότητα που μπορούν να απολαμβάνουν οι αδελφές του ενώ ο ίδιος όχι. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα :
«Ο Τζες παρακολούθησε τον πατέρα του να σταματάει το φορτηγό και ν’ ανοίγει την πόρτα για να σκαρφαλώσει η Μέιμπελ. Γύρισε τα μάτια του αλλού. Τυχερό παιδί. Θα χωνόταν στην αγκαλιά του και θα τον φιλούσε. Ο Τζες πονούσε βαθιά μέσα του κάθε φορά που ο πατέρας του έπαιρνε τα μικρά στους ώμους ή έσκυβε και τ’ αγκάλιαζε. Του φαινόταν πως απ’ τη μέρα που γεννήθηκε τον θεωρούσαν πολύ μεγάλο για όλα αυτά».[20]
     Με ματαιωμένη τη φυσιολογική ανάγκη της ηλικίας του για στοργή, ο Τζες έχει εφεύρει δικούς του τρόπους για να εκτονώνει το θυμό του. Ο πρώτος είναι η εξαντλητική προπόνηση στο τρέξιμο και ο δεύτερος η ζωγραφική. Όποτε του μένει λίγος χρόνος, ξαπλώνει στο κρεβάτι του, τραβάει κάτω απ’ το στρώμα ένα μπλοκ κι αρχίζει να ζωγραφίζει.[21] Όπως στον Κόκκινο θυμό, έτσι κι εδώ η ζωγραφική γίνεται το μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να εκτονώσει την ένταση και τα αρνητικά του συναισθήματα, το προπέτασμα πίσω από το οποίο το άτομο κρύβεται από τις καταστάσεις και τα πρόσωπα που το εξοργίζουν.
     Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστεί η Λέσλι, ένα κορίτσι που μετακομίζει σ’ ένα γειτονικό σπίτι. Σιγά – σιγά αναπτύσσεται μια πολύ δυνατή φιλία μεταξύ των παιδιών, μια φιλία που γεμίζει συναισθηματικά και τους δυο τους. Ο Τζες είναι ευτυχισμένος και ώρες – ώρες απορεί πώς ένα κορίτσι σαν τη Λέσλι περνάει τόσες ώρες μαζί του.[22] Εκείνη, όμως, του είχε πει ξεκάθαρα τη γνώμη της γι’ αυτόν από την πρώτη μέρα που τον γνώρισε :
«Είσαι το μόνο αγόρι που αξίζει πραγματικά σ’ αυτό το καταραμένο σχολείο».[23]
     Οι δυο τους μοιράζονται πολλές ώρες ξενοιασιάς και πραγματικής ευτυχίας. Ιδρύουν το δικό τους μυστικό βασίλειο, την Τεραμπίθια, κι εκεί ο άτολμος και συνεσταλμένος Τζες στέφεται βασιλιάς. Στο πρόσωπο της Λέσλι, το αγόρι βρήκε ένα άτομο στο οποίο μπορεί να εκμυστηρευτεί τις ανησυχίες και τα όνειρά του, χωρίς να κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί. Κι η Λέσλι, που σε τίποτα δε μοιάζει με τα υπόλοιπα κορίτσια του σχολείου της, βρήκε ένα φίλο που τη δέχεται έτσι ακριβώς όπως είναι.
Η ευτυχία, όμως, δεν κρατά πολύ. Η Λέσλι θα πάθει ένα σοβαρό ατύχημα που θα αποβεί μοιραίο για τη ζωή της. Το παράξενο κορίτσι μπήκε και βγήκε στη ζωή του Τζες σαν ένα όνειρο, σαν ένα άπιαστο πουλί. Κι ο Τζες είναι πολύ μικρός για να μπορέσει να το καταλάβει. Τα συνταρακτικά νέα τον συντρίβουν. Μια πλημμύρα συναισθημάτων σαρώνουν τον εσωτερικό του κόσμο, με πρώτο το θυμό. Όταν ο Τζες συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται να ξαναδεί τη Λέσλι σκέφτεται οργισμένος:
«Τον είχε ξεγελάσει. Τον είχε κάνει ν’ αφήσει πίσω τον παλιό του εαυτό και να πλησιάσει τον δικό της κόσμο. Και όταν αυτός βρισκόταν μετέωρος ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, εκείνη τον εγκατέλειψε κι έμεινε μόνος, σαν αστροναύτης στο φεγγάρι. Μόνος».[24]  
    Ο θυμός του αγοριού είναι οξύς και οδυνηρός και τον ωθεί σε ανεξέλεγκτες και παρορμητικές αντιδράσεις. Ο Τζες φτάνει να γίνει πολύ επιθετικός απέναντι στις αδερφές του και να χειροδικήσει στη Μέιμπελ, ενώ σε μια προσπάθεια του πατέρα του να τον ηρεμήσει δηλώνει ότι μισεί τη Λέσλι και μακάρι να μην την είχε γνωρίσει ποτέ.
     Τελικά, με την αγάπη των γύρω του, που πρώτη φορά ο Τζες τη νιώθει να αναβλύζει από παντού, από κάθε τους λέξη και κάθε τους κίνηση, το αγόρι θα καταφέρει να εκλογικεύσει το θυμό του και να καταλαγιάσει τον πόνο του.
     Στην ψυχολογία, το αντίδοτο του θυμού είναι η ταύτιση (empathy), η ικανότητα, δηλαδή, να κατανοείς τον άλλο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σα να είσαι εσύ αυτό το πρόσωπο.[25] Μέσω της ταύτισης, το άτομο καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από τους περιορισμούς που του επιβάλλει το εγώ του και να δει τις καταστάσεις και από την πλευρά του άλλου. Η διαδικασία αυτή, παρόλο που δεν είναι εύκολη στην εφαρμογή της και χρειάζεται εξάσκηση, αποτελεί βασική προϋπόθεση στην αποτελεσματική διαχείριση του θυμού. 
     Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση των παιδιών και των εφήβων, που το εγώ τους είναι το κέντρο του κόσμου τους;[26] Εδώ έρχεται η εναλλακτική λύση που προτείνουν οι δύο συγγραφείς, έτσι όπως προκύπτει από τα μυθιστορήματα που εξετάσαμε. Κι αυτή η εναλλακτική είναι η αγάπη, μια σταθερή και αδιαμφισβήτητη αξία που διαπερνάει με τη δυναμική της και τα τέσσερα κείμενα, δίνει προοπτική στο το μύθο και τον οδηγεί στη λύση του.
     Η αγάπη παρουσιάζεται σαν ένας όρος – ομπρέλα, που περικλείει έννοιες όπως η ανιδιοτέλεια, η ταύτιση και η έξοδος από τον εαυτό μας. Η αγάπη που λειτουργεί απλωτικά προς τους άλλους και αποτελεί τη μόνη ρίζα και το θεμελιακό αίτιο κάθε κοινωνικότητας.[27] Έτσι, η Πηνελόπη θα μάθει ότι πρέπει να παραμερίσει τα δικά της προβλήματα για να βρει το δρόμο προς την καρδιά του άλλου, ενώ ο Άρης, ο ακόμα πιο «δύσκολος» έφηβος, θα καταλάβει ότι όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες που καλείσαι να αντιμετωπίσεις, πάντα βοηθάει να τις μοιράζεσαι με αυτούς που σε αγαπούν. Ο Απελλής, μετά από τη γνωριμία και το διάλογο με τον πατέρα του, θα διαπιστώσει ότι ποτέ δεν πρέπει να βγάζεις συμπεράσματα πριν ακούσεις και την άποψη της άλλης πλευράς. Η τρομερή Γκίλυ, χάρη στην αγάπη της ανάδοχης μητέρας, θα βιώσει συναισθήματα πρωτόγνωρα, που λίγο πρωτύτερα ούτε φανταζόταν ότι διέθετε, και ο Τζες θα κρατήσει την αγάπη της Λέσλι, ζεστή ανάμνηση μέσα του και πυξίδα στην πορεία του προς την ενηλικίωση.  
     Τόσο η Πέτροβιτς όσο και η Paterson ιχνηλατούν με περισσή οξυδέρκεια την παιδική ψυχή για να καταλήξουν στο κοινό συμπέρασμα ότι ο θυμός αποτελεί την υγιή αντίδραση του παιδιού όταν συναντά δυσκολίες στην ικανοποίηση των επιθυμιών του. Αντιπροτείνοντας το δίπολο θυμός – αγάπη στο δίπολο της σύγχρονης ψυχολογίας θυμός – ταύτιση δομούν κείμενα που ανοίγονται σε ψυχολογικός βάθος. Με τη δύναμη της τέχνης τους, αποτυπώνουν παραστατικά τις δοκιμασίες που αναπόφευκτα θα υποστεί το κάθε παιδί, ώστε να μπορέσει να μετατρέψει το αναρχικό και πρωτόγονο εγώ του, αυτό του ο Freud ονομάζει Id, σε ένα ηθικό εγώ, το οποίο θα βρίσκεται σε αρμονία με τις επιταγές της πραγματικότητας, το αντίστοιχο Ego του Freud.[28]  
     Τα κείμενα που εξετάστηκαν αντανακλούν την πνευματική εντιμότητα του δημιουργού τους, που δεν περιγράφει έναν κόσμο εξιδανικευμένο και μαγευτικό, αλλά έναν κόσμο, όπου ο καθένας από μας θα κληθεί να αντιμετωπίσει οριακές καταστάσεις, μεγάλα πάθη, ακόμη και το θάνατο.[29] Κείμενα που πραγματεύονται ανθρώπινες πράξεις, οι οποίες διαμορφώνονται σε ψυχολογική βάση. Το παιδί / ήρωας δεν είναι παθητικός δέκτης αλλά καλλιεργεί δυναμικές σχέσεις με τον περίγυρό του.[30] Έτσι, τα κείμενα αυτά γίνονται πολύτιμα στοιχεία κοινωνικοποίησης του νεαρού ατόμου, στοιχεία που θα το στηρίξουν στη δύσκολη πορεία του προς την ενηλικίωση και την πραγμάτωση του εαυτού.  Και συνάμα αποδεικνύουν περίτρανα τη θέση του Freud ότι η περιγραφή της ψυχικής ζωής του ανθρώπου είναι το πραγματικό  πεδίο κυριαρχίας του καλλιτέχνη.[31]
     Στο τέλος, τόσο η Πέτροβιτς όσο και η Paterson προβάλλουν με δυναμισμό την κατάφαση τις ζωής και τις μεγάλες αξίες που, ακόμα και στη σημερινή εποχή της ολοκληρωτικής έκπτωσης αξιών, αυτές βρίσκονται πάντα εκεί. Μόνο που ο καθένας από μας πρέπει να αγωνιστεί για να τις κερδίσει. Άλλωστε, κοινή συνισταμένη των τεσσάρων μυθιστορημάτων αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο οι  συγγραφείς λυτρώνουν τους ήρωες τους από το θυμό. Και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την αγάπη.
     Πέρα από τις ψυχολογικές και κοινωνιολογικές παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν ως τώρα, ο παιδικός θυμός γίνεται εργαλείο στα χέρια των συγγραφέων, που ενεργοποιεί τη μυθοπλασία και τις μυθοπλαστικές συγκρούσεις. Λόγοι συντομίας δε μας επιτρέπουν να εξετάσουμε αυτό το πεδίο ενδελεχώς. Επιγραμματικά μόνο αξίζει να τονιστεί ότι και στα τέσσερα μυθιστορήματα τα νήματα της πλοκής ξεδιπλώνονται παράλληλα με το θυμό του ήρωα ή, αντίστροφα, ο θυμός ακολουθεί επακριβώς τις υπαγορεύσεις της πλοκής.
     Σε κάθε περίπτωση ο αφηγητής εκθέτει την ιστορία του παρουσιάζοντας συγχρόνως το θυμό του ήρωα που, αρχικά, είναι ήπιος αλλά παρών. Καθώς κλιμακώνονται οι συγκρούσεις συσσωρεύεται και ο θυμός, ο οποίος εκρήγνυται στο σημείο ακριβώς που κορυφώνεται και η πλοκή. Ακολουθεί η άμβλυνση των συγκρούσεων που θα οδηγήσει την ιστορία στη λύση της, με το θυμό, υιοθετώντας την ίδια καθοδική πορεία, να καταλαγιάζει.  
     Η Paterson διατείνεται πως όταν γράφει μια ιστορία δεν προσπαθεί να κάνει τους αναγνώστες της καλύτερους. Το μόνο που κάνει είναι να τους προσφέρει έναν απόλυτα προσωπικό χώρο, για να ξεκουράσουν την ταλαιπωρημένη τους ψυχή.[32] Σ’ εμάς μένει να επεκτείνουμε το σχόλιο λέγοντας ότι και οι δύο συγγραφείς γνωρίζουν πολύ καλά πώς να κατασκευάσουν αυτό το «χώρο αναψυχής» για το παιδί. Κι αυτή η γνώση τους δεν οφείλεται τόσο στις γνώσεις ψυχολογίας που διαθέτουν όσο στο γνήσιο καλλιτεχνικό τους ταλέντο, που καταφέρνει και μετουσιώνει την ανθρώπινη εμπειρία σε τέχνη και δημιουργεί κείμενα λογοτεχνικά, γι’ αυτό τόσο δημοφιλή και αγαπητά. 
     Στη σημερινή εποχή, που τα δείγματα της παιδικής οργής και επιθετικότητας ολοένα και αυξάνονται, που τόσο μελάνι χύνεται για την ανάλυση των αιτίων που τις προκαλούν και για τους ορθότερους τρόπους αντιμετώπισής τους,  η αναπαράσταση του θυμού από τις δύο συγγραφείς αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον.  Στο έργο τους, ο θυμός δεν συνιστά παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά φυσιολογικό πέρασμα, δεν απαιτεί αντιμετώπιση αλλά κατανόηση. Τόσο από τους άλλους όσο και από το ίδιο το υποκείμενο. Και ο αναγνώστης που θα αφεθεί στο μυθιστορηματικό τους σύμπαν, πέρα από την τέρψη που θα αντλήσει, θα έρθει αντιμέτωπος με τον δικό του «κόκκινο θυμό», βιώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος ως εμπειρία και μαθητεία ζωής.
  Επιπροσθέτως, τα τέσσερα βιβλία που εξετάστηκαν εδώ συνιστούν ακλόνητο παράδειγμα στη θέση του Peter Hunt ότι η παιδική λογοτεχνία με τον πλούτο και την ποικιλομορφία της ξεπερνά τις ισχύουσες διαχωριστικές γραμμές, ειδολογικές, ακαδημαϊκές κ.ά. και τείνει να γίνει επιμέρους αντικείμενο επιστημών, όπως η βιβλιοθηκονομία, η παιδαγωγική και η ψυχολογία,[33] οι οποίες εδραιώνουν μάλλον παρά απαξιώνουν τη λογοτεχνική αξία των κειμένων. Στη σύντομη αυτή μελέτη ελπίζουμε να διαφάνηκε ότι το έργο τόσο της Πέτροβιτς όσο και της Paterson προσφέρει μοναδικές προκλήσεις για ερμηνεία, απ’ όποια σκοπιά κι αν το προσεγγίσει κανείς.

 (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές τ.92, Χειμώνας 2008, σελ. 52-63)



[1] Peter Brooks, Reading for the plot – Design and Intention in Narrative, London, Harvard University Press, 1992, σ. 38.
[2] Martin Herbert, Ψυχολογικά Προβλήματα Παιδικής Ηλικίας, τόμος Β΄, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1989, σ. 27.
[3] K.T. Strongman, The Psychology of Emotion : From Everyday Life to Theory, West Sussex, Wiley, 2003, σ. 109.
[4] Γιάννης Μητροφάνης, «Ειδολογικές διεμβολίσεις στις αφηγηματικές δομές του κοινωνικού μυθιστορήματος για παιδιά της τελευταίας εικοσαετίας», Το Σύγχρονο Ελληνικό Παιδικό – Νεανικό Μυθιστόρημα, [επιμ. Τασούλα Τσιλιμένη] , Αθήνα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2004, σ. 63.
[5] Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Γιούσουρι στην τσέπη, Αθήνα, Πατάκης, 1994, σ. 40.
[6] Ό.π., σ. 23.
[7] Ό.π., σ. 50.
[8] Ό.π., σ. 92.
[9] Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Ο κόκκινος θυμός, Αθήνα, Πατάκης, 2004, σ.30.
[10] Ό.π., σ. 125.
[11] Ό.π., σ. 126.
[12] Ό.π., σ. 270.
[13] Katherine Paterson, Η τρομερή Γκίλυ, Αθήνα, Άγκυρα, 20053, σ. 43.
[14] Ό.π., σ. 37.
[15] Ό.π., σ. 86.
[16] Ό.π., σ. 74.
[17] Ό.π., σ. 172.
[18] Katherine Paterson, Η γέφυρα για την Τεραμπίθια, Αθήνα, Άγκυρα, 2007, σ.10.
[19] Ό.π., σ. 16.
[20] Ό.π., σ. 30.
[21] Ό.π., σ. 22.
[22] Ό.π., σ. 89.
[23] Ό.π., σ. 45.
[24] Ό.π., σ. 162.
[25] Bernard Golden, Healthy Ange : How to Help Children and Teens Manage their Anger, New York, Oxford University Press, 2003, σ. 12.
[26] Sigmund Freud, The basic writings of Sigmund Freud, New York, Modern Library, 1938, σ. 16.
[27] Ζωή Κανάβα, «Το στοιχείο της αγάπης στην παιδική λογοτεχνία», Παιδική Λογοτεχνία – Θεωρία και Πράξη, τ. Β΄, [επιμ. Άντα Κατσίκη – Γκίβαλου], Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, σ. 238.
[28] Sigmund Freud, ό.π., σ. 12.
[29] Βασίλης Φίλιας, «Κοινωνικά πρότυπα και αξίες της Παιδικής Λογοτεχνίας στη μεταβατική κοινωνία της εποχής μας», Σύγχρονες Οπτικές και Προοπτικές της Λογοτεχνίας για Παιδιά και Νέους, [επιμ. Ι. Ν. Βασιλαράκης], Αθήνα, Τυπωθήτω, 1998, σ. 24.
[30] Γιάννης Μητροφάνης, «Ο αφηγητής : Οι μεταμορφώσεις του Πρωτέα στην Παιδική Λογοτεχνία», Πρόσωπα και Προσωπεία του Αφηγητή στην Ελληνική Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία της Τελευταίας Τριακονταετίας, [επιμ. Γεώργιος Παπαντωνάκης], Αθήνα, Πατάκης, 2006, σ. 230.
[31] Sigmund Freud, Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, Αθήνα, Επίκουρος, 1994, σ. 70.
[32] J.B. Cheaney,  «Finding a Child's Secret Place - the Fiction of Katherine Paterson», περ. World and I, τόμος 18, τεύχος 1, Washington, 2003, σ. 243.
[33] Peter Hunt, Κριτική, Θεωρία και Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα, Πατάκης, 2001, σ. 41.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λογοτεχνικά κείμενα
·         Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου Λ., Γιούσουρι στην τσέπη, Αθήνα, Πατάκης, 1994.
·         Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου Λ., Ο κόκκινος θυμός, Αθήνα, Πατάκης, 2004.
·         Paterson K., Η τρομερή Γκίλυ, Αθήνα, Άγκυρα, 20053.
·         Paterson K., Η γέφυρα για την Τεραμπίθια, Αθήνα, Άγκυρα, 2006.
     Ελληνική και μεταφρασμένη βιβλιογραφία
·         Παιδική Λογοτεχνία – Θεωρία και Πράξη, τ. Β΄, [επιμ. Άντα Κατσίκη –       Γκίβαλου], Αθήνα, Καστανιώτης, 1994.
·         Πρόσωπα και Προσωπεία του Αφηγητή στην Ελληνική Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία της Τελευταίας Τριακονταετίας, [επιμ. Παπαντωνάκης Γ.], Αθήνα, Πατάκης, 2006.
·         Σύγχρονες Οπτικές και Προοπτικές της Λογοτεχνίας για Παιδιά και Νέους, [επιμ. Βασιλαράκης Ι.Ν.], Αθήνα, Τυπωθήτω, 1998.
·         Το Σύγχρονο Ελληνικό Παιδικό – Νεανικό Μυθιστόρημα, [επιμ. Τσιλιμένη Τ.], Αθήνα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2004.
·         Herbert M., Ψυχολογικά Προβλήματα Παιδικής Ηλικίας, τόμος Β΄, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1989.
·         Freud Sigmund, Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, Αθήνα, Επίκουρος, 1994
·         Hunt P., Κριτική, Θεωρία και Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα, Πατάκης, 2001.
       Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
·         Brooks Peter, Reading for the plot – Design and Intention in Narrative, London, Harvard University Press, 1992.
·         Freud Sigmund, The basic writings of Sigmund Freud, New York, Modern Library, 1938.
·         Golden Bernard, Healthy Anger : How to Help Children and Teens Manage their Anger, New York, Oxford University Press, 2003.
·         Kroger J., Identity in Adolescence : The Balance Between Self and Others, New York,   Routledge, 2004.
·         Strongman K.T., The Psychology of Emotion : From Everyday Life to Theory, West Sussex, Wiley, 2003.
·         Περ. World and I, τόμος 18, τεύχος 1, Washington, 2003.

Σημ.: Ολόκληρη η διατριβή εδώ: 
 http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/30512#page/1/mode/2up