Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το βιβλίο "Το μικρόβιο της ευεξίας - Γράφοντας βιβλία για παιδιά". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το βιβλίο "Το μικρόβιο της ευεξίας - Γράφοντας βιβλία για παιδιά". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

«Παραμύθι χωρίς όνομα» - Το γιατρικό μου!



 «…Εκείνη τη φοβερή εποχή, μέσα στην αντάρα του πολέμου, άρχιζα λίγο λίγο να μαθαίνω ανάγνωση, παρακολουθώντας τον αδελφό μου που είχε αρχίσει να πηγαίνει σχολείο, αλλά και τον πατέρα μου που διάβαζε ώρες ατελείωτες κάθε βράδυ. Το 1943, λοιπόν, μόλις που είχα κλείσει τα έξι, κατάφερα να διαβάσω για πρώτη φορά το Παραμύθι χωρίς όνομα της Πηνελόπης Δέλτα.

 Θυμάμαι ολοζώντανα την ευεξία που ένιωσα στο τέλος˙ την πεποίθηση ότι αξίζει κανείς να μάχεται για το καλό και το δίκιο, όπως κατάλαβαν κι έπραξαν τελικά οι κάτοικοι της χώρας των Μοιρολατρών˙ την ελπίδα που φούντωσε μέσα μου ότι ο πόλεμος θα τελειώσει˙ ότι από τα ερείπια, την πείνα και το θάνατο που έβλεπα γύρω μου θ’ αναστηθεί μια χώρα όμοια μ’ εκείνη που κατάφεραν να ξαναφτιάξουν οι Μοιρολάτρες, όπως την περιέγραφε προς το τέλος του παραμυθιού ο αποσταλμένος του εχθρού τους:

 «... Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι και όλα τα σπίτια καλοχτισμένα και ασπρισμένα. Είδα χωριά όπου όλα τα καλύβια είναι νοικοκυρεμένα και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά. Είδα χωράφια και χωράφια, σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι, και κουκιά και καλαμπόκια. Είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται όσο δε φθάνει μάτι ανθρώπου... Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια παντού, και δεν είδα ζητιάνο κανένα!»[i]

     Ναι, θυμάμαι πάντα εκείνη την ευφορία κι εκείνη τη σιγουριά που ένιωσα κλείνοντας το βιβλίο, ότι τελικά θα υπάρξει ένας κόσμος ειρηνικός, μια ζωή που ν’ αξίζει κανείς να τη ζήσει. Εκείνη, δίχως άλλο, πρέπει να ήταν  η πρώτη φορά που «κόλλησα» το μικρόβιο της ευεξίας. Από τότε, το Παραμύθι χωρίς όνομα είχε γίνει το γιατρικό μου για την απελπισία. Γι’ αυτό και πλήθος ήταν οι φορές που από τότε το ξαναδιάβασα…”

(Απόσπασμα από το βιβλίο Το μικρόβιο της ευεξίας – Γράφοντας βιβλία για παιδιά, Πατάκης 2002)





[i]  Π.Σ. Δέλτα: Παραμύθι χωρίς όνομα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1974, 11η έκδοση, σελ. 191.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

«Γιατί να προσκαλέσουμε στο σχολείο ένα συγγραφέα παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας;»



 Μια ερώτηση που θέτουν κατά καιρούς οι δάσκαλοι των μεγάλων τάξεων του δημοτικού και πολύ συχνότερα οι φιλόλογοι του γυμνασίου, σχετικά με τις συναντήσεις των μαθητών με συγγραφείς είναι η εξής:  «Γιατί να προσκαλέσουμε στο σχολείο ένα συγγραφέα παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας και όχι ένα συγγραφέα για μεγάλους;»
    Τα επιχειρήματα είναι πολλά, όμως αρκεί, νομίζω, να επαναλάβει κανείς το κυριότερο χαρακτηριστικό των έργων όσων γράφουν για παιδιά και νέους. Είναι η ελπίδα που ποτέ δε λείπει, το θάρρος και το κέφι για τη ζωή που μένει πάντα ως γεύση στο τέλος ενός παιδικού ή νεανικού βιβλίου, παρ’ όλο που το βιβλίο αυτό μπορεί συχνότατα να κρύβει στις σελίδες του πικρές πλευρές της ζωής, να μιλάει για θλιβερά γεγονότα ή για καυτά κοινωνικά προβλήματα. Κι αυτό το θάρρος, αυτή την ελπίδα, αυτό το μικρόβιο της ευεξίας, το χρειάζονται τα παιδιά όσο και το ψωμί, ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου όλα δείχνουν να τ' αποθαρρύνουν, να τα τρομάζουν, να τ’ απελπίζουν.
       Αυτό μου φέρνει πάντα στο νου κάτι που διάβασα πριν από χρόνια στο περιοδικό  The Horn Book Magazine (July-August 1996, σελ. 413) για μια φυλή ιθαγενών της Αυστραλίας. Οι άνθρωποί της, λέει, αν δουν το ρύζι να μη μεγαλώνει, στέλνουν παραμυθούδες να σκύψουν και να του διηγηθούν ποιες είναι οι καταβολές του, να του μιλήσουνε για τον προορισμό του στη γη, να του δώσουν κουράγιο. Και τότε το ρύζι, καταλαβαίνοντας τον λόγο που βρίσκεται εκεί, αρχίζει πάλι να μεγαλώνει.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Στο εργαστήρι: Ο αποχωρισμός του χειρογράφου

(Από το βιβλίο: Το μικρόβιο της ευεξίας – γράφοντας βιβλία για παιδιά. Πατάκης, 2002*)



 Ο J.B. Pristley είπε κάποτε: «Η δεύτερη περίοδος ευφορίας (του συγγραφέα) είναι όταν έχεις ολοκληρώσει τη δουλειά σου και νιώθεις σαν να έφυγε ένα βάρος από τους ώμους σου. Μέσα στο σωρό των χειρογράφων βλέπεις τότε κάτι μοναδικό, κάτι που δημιουργήθηκε μια για πάντα. Έπειτα το χειρόγραφο φεύγει για τον εκδότη και τον τυπογράφο κι αρχίζεις να αναρωτιέσαι για το έργο σου. Η ελπίδα αναχωρεί και με την άφιξη των δοκιμίων για διορθώσεις η απελπισία επιστρέφει...»[i]
     Αυτή την αγωνία του συγγραφέα για το αποτέλεσμα της δουλειάς του, αυτή την απελπισία του, άλλοι την παρομοιάζουν με την κατάθλιψη της λοχείας. Όπως κι αν είναι, γεγονός παραμένει ότι το στάδιο αυτό κανένας πραγματικός συγγραφέας δεν το αποφεύγει κατά κανόνα. Είναι κάτι σαν το «τρακ» που έχουν και οι πιο διάσημοι ηθοποιοί πριν από την παράσταση. Θα παίξουν καλά; Θα ικανοποιήσουν το κοινό; Οι προηγούμενες τυχόν επιτυχίες ποτέ δεν είναι εγγύηση.
     Όμοια και ο συγγραφέας, ιδιαίτερα εκείνος που επιθυμεί ως αναγνωστικό του κοινό τα παιδιά, διακατέχεται από αμφιβολία, νιώθει αγωνία, διερωτάται αν δημιούργησε όντως κάτι αξιόλογο. «[Αποχωρίζομαι το γραφτό μου] όταν δεν μπορώ πια να του κάνω άλλο τράβηγμα, τέντωμα, αναποδογύρισμα, τίναγμα, λάξευμα, χάιδεμα, σκίσιμο, διόρθωμα, δέσιμο», λέει η σύγχρονη συγγραφέας παιδικών βιβλίων Virginia Euwer Wοlff. «Δεν νομίζω πως έρχεται κάποια λαμπερή στιγμή, που λες “Α, τώρα είναι τέλειο!”. Τίποτα τέτοιο. Μοιάζει περισσότερο με σήκωμα των ώμων, με μια τεράστια εκπνοή ανακούφισης. Και στην περίπτωσή μου υπάρχει πάντα το “νομίζω”. Δεν είμαι ποτέ απόλυτα σίγουρη. Για τίποτα»[ii] .
     Τις περισσότερες φορές ο συγγραφέας αισθάνεται απελπισμένος στη σκέψη ότι ίσως δεν κατάφερε ό,τι ακριβώς επιθυμούσε, ανησυχεί μήπως το πνευματικό του τέκνο δεν έχει τη δύναμη να επιζήσει στον κόσμο της λογοτεχνίας, όπως η λεχώνα ανησυχεί με το παραμικρό για την ικανότητα του νεογέννητου να επιζήσει και να βρει τη θέση του αργότερα στην κοινωνία. Υποσυνείδητα υποφέρει για τον αποχωρισμό της από το έμβρυο.

 Έρχεται όμως η εποχή που το βιβλίο εκδίδεται πια και κυκλοφορεί, βρίσκει την απήχηση που του αρμόζει – μεγάλη ή μικρή – και τότε σαν παιδί που στέκεται στα πόδια του, παίρνει τον δικό του το δρόμο. Ο πνευματικός «γονιός» του δεν μπορεί πια παρά να το παρακολουθεί από μακριά. Και να σκέφτεται τα γνωστά λόγια του Καρόλου Ντίκενς: "Αν στο βιβλίο μου έδωσα κάτι που μπορεί να χαρίσει μια στάλα χαράς ή παρηγοριάς σε γέρους ή μικρούς στις ώρες της δοκιμασίας, τότε θα πιστέψω πως κάτι κατάφερα - κάτι που θ’ αναθυμάμαι με ικανοποίηση στη μετέπειτα ζωή".

    



[i]   Αναφέρεται στο Author! Author!  Επιμέλεια: Richard Findlater, Faber and Faber, London: 1984, p. 174.


[ii]   “An interview with Virginia Euwer Wolff”, by Roger Sutton, The Horn Book Magazine, Μay/June 2001, p. 286.

* http://www.loty.gr/meletimata_analyt_5.htm



Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Στο εργαστήρι: Η έμπνευση και η επιλογή των θεμάτων


(Από το βιβλίο Το μικρόβιο της ευεξίας – γράφοντας βιβλία για παιδιά, Πατάκης, 2002)

 
 

   
«Από πού αντλείτε τις ιδέες σας; Πώς σας έρχεται η έμπνευση για ένα βιβλίο;» ρωτούν πολύ συχνά τα παιδιά. Και φαίνεται ότι τέτοιες ερωτήσεις γίνονται σε όλους τους συγγραφείς, παντού στον κόσμο.
 

 
 
Ας εξηγήσω λοιπόν κι εγώ το δικό μου μυστήριο σχετικά με την έμπνευση. Στη δική μου περίπτωση, "εν αρχή ην το ερέθισμα". Και αυτό μού το δίνει συνήθως ο κοινωνικός περίγυρος, η πρόσφατη ιστορία ή η σύγχρονη πραγματικότητα. Ένα ιστορικό γεγονός που ίσως έχει μισοξεχαστεί, μια σύγχρονη κατάσταση που κάποιους συγκινεί και κάποιους όχι, ή ένα περιστατικό που προκαλεί στιγμιαία το ενδιαφέρον και τραβά φευγαλέα την προσοχή των άλλων, μεγάλων ή μικρών, εμένα μπορεί να μου προσφέρει το εύρημα, την κεντρική ιδέα μιας ιστορίας. Το ίδιο μπορεί να μου προσφέρει κι ένα θέμα διαχρονικό, όπως η γέννηση, ο έρωτας, ο θάνατος.
 

     Η έμπνευση προκαλεί την επιλογή του θέματος. Τα θέματα που ενδιαφέρουν ένα συγγραφέα έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται από καιρό εντός του. Και περιμένουν την έμπνευση για να τα ενεργοποιήσει, να τα «γονιμοποιήσει», ώστε να δημιουργηθεί ο πυρήνας ενός μυθιστορήματος. Για παράδειγμα, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προσφυγιά,  η εργασία των ανηλίκων, το διαζύγιο ή άλλα κοινωνικά ζητήματα ήταν θέματα που προσωπικά με απασχολούσαν καιρό πριν έρθει η έμπνευση. ΄Ενα ερέθισμα όμως ήταν απαραίτητο για να γραφτεί το Ζητείται μικρός (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_4.htm), με θέμα το εργαζόμενο παιδί, ή το Σπίτι για πέντε (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_5.htm), όπου γίνεται λόγος για οικογένεια διαλυμένη από διαζύγιο, το Γιούσουρι στην τσέπη (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_8.htm), όπου ο θάνατος παιδιού από αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά και το πρώτο σκίρτημα του έρωτα αποτελούν τον καμβά της ιστορίας, το Καναρίνι και μέντα (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_9.htm), με θέμα το παιδί που φεύγει από το σπίτι, αλλά και την υιοθεσία και τη ζωή σε ορφανοτροφείο, ή Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_11.htm), που αναφέρεται στα παιδιά των προσφύγων και των μεταναστών. Όλων τα θέματα είχαν από καιρό επισημανθεί, αλλά χρειάστηκε να τα «γονιμοποιήσει» η έμπνευση για να έρθουν στο φως και να γίνουν βιβλία, έπειτα από την αναγκαία κυοφορία – την επεξεργασία, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω.
 

Το θέμα τώρα που «ενεργοποιείται» από την έμπνευση μπορεί πολλές φορές να είναι τολμηρό για την παιδική λογοτεχνία της εποχής ή να μην έχει θιγεί από άλλον πριν. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αποφασίζει να το παρουσιάσει στο παιδικό/νεανικό αναγνωστικό κοινό αναλαμβάνοντας την ανάλογη ευθύνη, όταν είναι βέβαιος ότι όχι μόνο δε θα βλάψει τους νεαρούς αναγνώστες, αλλά αντίθετα θα συμβάλει στη διεύρυνση των οριζόντων τους.

 Για παράδειγμα, το 1978 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Για την άλλη πατρίδα (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_2.htm), με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον επαναπατρισμό μεταναστών από χώρες με ανελεύθερο καθεστώς, την προσφυγιά και το δράμα της Κύπρου. Πρώτη φορά θίγονταν τέτοια θέματα σε παιδικό βιβλίο και οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. «Προφητικό» το λένε τώρα πολλοί, καθώς βλέπουν τα κύματα των λογής προσφύγων από ανατολικο-ευρωπαϊκές αλλά και άλλες χώρες να καταφεύγουν στην Ελλάδα, και καθώς μαθαίνουν όλο και περισσότερα για τις συνθήκες ζωής σε τόπους –απανταχού της γης- όπου ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ανύπαρκτος[i].

     Άλλο παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα Στο τσιμεντένιο δάσος (http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_3.htm), το πρώτο ελληνικό παιδικό βιβλίο με θέμα τη μάστιγα των ναρκωτικών. ΄Οταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1981, η απειλή των ναρκωτικών ελάχιστα απασχολούσε την κοινή γνώμη και υπήρχε διχογνωμία μεταξύ των ειδημόνων αν πρέπει ή δεν πρέπει να μιλούμε γι’ αυτό στα παιδιά. Αργότερα γράφτηκαν και μερικά ακόμη βιβλία από άξιους δημιουργούν παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας[ii]. Η τραγική σημερινή κατάσταση δείχνει ότι όχι μόνο έπρεπε να γραφούν, αλλά να είναι και πολύ περισσότερα.

 



[i] Στο προλογικό σημείωμα αναφέρεται: «Το μυθιστόρημα τούτο είναι βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά, σε αληθινές ιστορίες προσφύγων που μετακινήθηκαν στην πενταετία 1970-1975. Οι χώρες όμως όπου εκτυλίσσεται έχουν ονόματα  φανταστικά. Και τούτο, γιατί παρόμοια περιστατικά συμβαίνουν σε πολλά σημεία της γης. Δεν έχει, λοιπόν, σημασία αν οι τόποι που έζησαν τα πρόσωπα της ιστορίας ήταν στην Ανατολή ή τη Δύση, το Βοριά ή το Νότο. Η ανθρώπινη αγωνία είναι η ίδια παντού. Κι η λαχτάρα που θα νιώσει ο μικρός ήρωας για ελευθερία, για ειρήνη, για δικαιοσύνη είναι λαχτάρα χιλιάδων παιδιών, αίτημα εκατομμυρίων ανθρώπων σε πάμπολλα μέρη του κόσμου».
[ii]  Το ταξίδι που σκοτώνει (Καστανιώτης) του Μάνου Κοντολέων, SOS Κίνδυνος (Καστανιώτης) της Νίτσας Τζώρτζογλου, Η εξομολόγηση (Άγκυρα) του Αντώνη Δελώνη, Επικίνδυνα παιχνίδια (Πατάκης) της Λίτσας Ψαραύτη κ.ά.
 
 

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Στο εργαστήρι: Η απαραίτητη κατάσταση της παλιννόστησης


(Από το βιβλίο Το μικρόβιο της ευεξίας – γράφοντας βιβλία για παιδιά, Πατάκης, 2002)

Ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που δηλώνουν ότι, είτε το θέλουν είτε όχι, ο ιδεατός αναγνώστης  που έχουν μπροστά τους την ώρα της γραφής είναι ένα παιδί, άρα το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να αφορά κατά κύριο λόγο παιδιά αντίστοιχης ηλικίας, πράγμα για το οποίο οι συγγραφείς όχι μόνο δεν έχουν καμιά αντίρρηση, αλλά αισθάνονται να τους χαροποιεί ιδιαίτερα.
Το παιδί-νοερός αναγνώστης  με βοηθάει να παλιννοστήσω στην παιδική ηλικία-πατρίδα μου κατά την ώρα της γραφής. ΄Ετσι μου συμβαίνουν ειδικότερα και τα εξής:

    - Ανακαλώ στη μνήμη μου την παιδική μου επιμονή να γνωρίζω τι γίνεται γύρω μου, την περιέργειά μου να μαθαίνω κάθε τι που συμβαίνει, το θυμό μου όταν κάτι μου έκρυβαν "επειδή ήμουν μικρή". Μου είναι λοιπόν αδύνατον να κρύψω τις αλήθειες της ζωής από το παιδί-αναγνώστη μου. Άλλωστε και ως ενήλικη πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εξαπάτηση και παραπλάνηση. Συμφωνώ με τον Iνan Sοuthall, που αναρωτιέται: «΄Οταν γράφεις για τα παιδιά και μιλάς για τη ζωή , πώς μπορείς να την απεικονίσεις σαν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι γνωρίζεις πως είναι;»[i] Όταν λοιπόν το θέμα, η πλοκή ή η ολοκλήρωση των χαρακτήρων το απαιτούν, οι αντιξοότητες και τα δεινά του βίου, οι απογοητεύσεις των ανθρώπων - μεγάλων και μικρών-, καθώς και τα κοινωνικά προβλήματα παίρνουν, στο μέτρο που απαιτείται, τη θέση τους στην εξέλιξη του μύθου. Τίποτα δεν ωραιοποιώ και τίποτα δεν προσπαθώ ν’ αποκρύψω από τα παιδιά στα βιβλία μου.

    - Παράλληλα με τη λαχτάρα να μαθαίνω την αλήθεια, ζωντανεύει εντός μου η ανάγκη για ελπίδα και αισιοδοξία, προσβάλλομαι από “το μικρόβιο της ευεξίας”, για το οποίο ήδη μιλήσαμε. Μου είναι λοιπόν αδύνατον να αποκαρδιώσω το παιδί-αναγνώστη μου. 'Αλλωστε και ως ενήλικη πιστεύω πως ο συνειδητός συγγραφέας παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων, ως κρυφός οραματιστής ενός καλύτερου, δικαιότερου και ειρηνικότερου κόσμου, δεν έχει δικαίωμα να απαισιοδοξεί. Δεν λησμονώ τα λόγια που έγραψε κάποτε ο I.Μ. Παναγιωτόπουλος: "Η ανθρωπότητα πέρα για πέρα δεν είναι πάρεξ αίμα και στεναγμός. Και μια ελπίδα...”. [ii] Συμφωνώ έπειτα με την Ιρλανδή συγγραφέα Pat Ο’ Shea που σημειώνει:

    «Καθώς διαβάζουν τα παιδιά – μύθους ή μυθιστορήματα – μαθαίνουν για τους κινδύνους στον κόσμο, αλλά μ’ έναν τρόπο ασφαλή που τα ενδυναμώνει, έναν τρόπο που τους λέει ότι όσο αδύναμα ή ευάλωτα κι αν είναι, μπορούν ωστόσο να τα βγάλουν πέρα, να ξεπεράσουν τις απώλειες και τον πόνο. Μαθαίνουν ότι τα ίδια και η ζωή τους έχουν αξία, έχουν σημασία και μπορούν να επηρεάσουν τον κόσμο και τη ζωή τριγύρω τους – άν έχουν το θάρρος και, καμιά φορά, την τύχη. Τα μυθιστορήματα μπορούν να δώσουν κουράγιο στα παιδιά, όταν αυτά διαβάζουν για έναν κόσμο όπου η καλοσύνη δεν εκλείπει και η εντιμότητα δεν νικιέται, παρ’ όλους τους επικούς κινδύνους, τις απογοητεύσεις και τις αντιξοότητες που μπορεί κανείς  ν’ αντιμετωπίσει...»[iii]


     'Ετσι, στις σελίδες μου μένει πάντα τόπος για ελπίδα, αφού αποκτώ και πάλι την αίσθηση ότι χωρίς ελπιδοφόρα προοπτική δεν αξίζει κανείς να μεγαλώσει. Αυτό άλλωστε το επιβεβαιώνει και η σύγχρονη παιδοψυχολογία, διδάσκοντας ότι στο παιδί που δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον του με αισιοδοξία, αναστέλλονται οι μηχανισμοί ανάπτυξης.

   - Ξαναζώ έντονα την απέχθεια του παιδιού για το ψέμα, την προδοσία, την αδικία, καθώς και τη λαχτάρα του για δικαιοσύνη, επικράτηση του καλού και τιμωρία του κακού. Αυτή την απέχθεια θα την ονόμαζα “νοσταλγία παραδείσου” – τη μόνη επιτρεπτή νοσταλγία σε κείμενα για παιδιά, καθώς είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο[iv]. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να εξελίσσεται ανάλογα και η ιστορία που γραπτά διηγούμαι. 'Iσως γιατί και ο ενήλικος εαυτός μου, που δεν αναιρείται κατά τη νοερή παλιννόστηση στην παιδική ηλικία, συμφωνεί απόλυτα με την παιδοψυχολογία, που διδάσκει ότι:

 Τα παιδιά έχουν την τάση να βλέπουν το σύμπαν ως ένα οικοδόμημα βασικά ηθικό, που διέπεται από κάποια ενδογενή δικαιοσύνη, έτσι ώστε τελικά το καλό πάντα ν' ανταμείβεται και το κακό να τιμωρείται. Πολλά παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, θ' αντιμετωπίζουν αυτή την αντίληψη με σκεπτικισμό, περνάει όμως πολύς καιρός ώσπου ένα παιδί να είναι συναισθηματικά έτοιμο ν’ αντιμετωπίσει την πιθανότητα ενός απροσώπου σύμπαντος και μιας τυχαίας εμφάνισης του ανθρώπου, και ν' αποφασίσει αν θα πιστέψει σε κάτι τέτοιο ή όχι”.[v]

«΄Εχεις ξεκάθαρα μια ηθική υποχρέωση, ιδιαίτερα αν γράφεις για μικρά παιδιά» δηλώνει η Tessa Krailing. «Στο τέλος το καλό πρέπει να θριαμβεύει, το φως να νικά το σκοτάδι. Είναι μια βεβαιότητα που επιτρέπει στο παιδί να δοκιμάζει το θάρρος του, ασφαλές στην πεποίθησή του ότι ο κόσμος είναι βασικά ένας τόπος με καλή θέληση και τάξη. Αν αυτό είναι αντίθετο με την καλλιτεχνική σου προδιάθεση, τότε καλύτερα να γράφεις για ενήλικες, όχι για παιδιά».[vi]

    - Ζωηρά έρχεται στη μνήμη μου η αποστροφή μου για ιστορίες χωρίς έντονη δράση, με άλλα λόγια, η αντιπάθειά μου για τα αφηγήματα που δεν εναρμονίζονταν με την παιδική μου κινητικότητα. Νιώθω και πάλι την παιδική ανυπομονησία και την περιέργεια για το "τι έγινε παρακάτω", την απέχθεια για τα πολλά λόγια, τον εκνευρισμό μου με τις ασάφειες ή τα πολλά λεκτικά στολίδια, την πλήξη που μου προκαλούσαν οι μακρόσυρτες περιγραφές, όταν δεν ήταν απαραίτητες για την εξέλιξη της ιστορίας ή την κατανόηση του τρόπου δράσης και συμπεριφοράς των προσώπων, αλλά μάλλον έδειχναν την πρόθεση του συγγραφέα να επιδείξει τη λογοτεχνική του δεινότητα. ΄Επειτα και ως ενήλικη ασπάζομαι τα όσα είχε γράψει ο Τσέχοφ, στα τέλη του περασμένου αιώνα, προς τον νεαρό τότε Γκόρκι:

    Την ομορφιά και την εκφραστικότητα στις περιγραφές του φυσικού κόσμου τις πετυχαίνει κανένας μόνο με την απλότητα... Κόψετε όπου μπορείτε τα επίθετα και τα επιρρήματα. Βάζετε τόσα που η προσοχή στο τέλος χάνεται κι ο αναγνώστης κουράζεται”.[vii]

      Συμφωνώ επίσης με την παρατήρηση του βρετανού μελετητή Myles McDοwell:

     Τα παιδικά βιβλία είναι γενικά συντομότερα˙ κλίνουν προς την ενεργητική και όχι την παθητική αντιμετώπιση των πραγμάτων, με διάλογο και περιστατικά μάλλον, παρά με περιγραφές και ενδοσκοπήσεις[viii]. Μου είναι αδύνατον λοιπόν να μην πράξω ανάλογα γράφοντας για το παιδί που νοερά έχω μπροστά μου.

     - 'Εντονα ξαναθυμάμαι ότι αντιπαθούσα τις χλιαρές αφηγήσεις, τις κάπως θολές, χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Και ιστορίες με τέτοιο σχήμα θέλω να γράφω για τα παιδιά. Γιατί και ως ενήλικη δε θεωρώ διόλου δεσμευτικό ή ξεπερασμένο τούτο το σχήμα.  Δεν υπάρχει τίποτα ανώριμο ή “παιδαριώδες” στο να θέλει κανείς να γράψει πεζογραφήματα που να διηγούνται ιστορίες, και τίποτα καλλιτεχνικά αφελές ή ξεπερασμένο στο να διαλέγει να γράφει έτσι... Πολλοί ενήλικοι διαβάζουν παιδικά βιβλία επειδή σ’ αυτά και μόνο σ’ αυτά βρίσκουν μια καλά ειπωμένη ιστορία” σημειώνει ο Βρετανός κριτικός Peter Hοllindale. Παρατηρεί επίσης:

    “΄Ενας λόγος για τον οποίο παίρνουν πιο σοβαρά την παιδική λογοτεχνία τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι γιατί η “εξιστόρηση” δεν είναι πια κακή λέξη για την ακαδημαϊκή κριτική, αλλά αντίθετα αντικείμενο μεγάλου ενδιαφέροντος” [ix].

     Συμφωνώ άλλωστε με μια γνωστή ξένη δημιουργό που υποστηρίζει ότι:

    "Οι ιστορίες έχουν ένα σχήμα. 'Εχουν μια αρχή που προχωρεί νοηματισμένα βήμα βήμα με την αιτία και το αποτέλεσμα μέσ’ απ’ το χρόνο προς μία κατάληξη, ένα τέλος που αποκτά νόημα με βάση όσα έχουν προηγηθεί. Σε μια σωστά ειπωμένη ιστορία, όταν φτάνουμε στο τέλος, το αναγνωρίζουμε, γιατί υπήρχε εξαρχής, μόνο που δεν ξέραμε αρκετά για να το διακρίνουμε”.[x]

    Συμφωνώ ακόμη με τα γνωστά λόγια του Τ.S. Elliοt: "Εκείνο που καλούμε  αρχή, είναι συχνά το τέλος. Και το να δώσει τέλος κανείς, σημαίνει να προχωρήσει σε μια καινούρια αρχή. Τέλος είναι το σημείο απ’  όπου ξεκινούμε”.

 



Σημειώσεις:
 
[i] Στο βιβλίο του A Journey of Discovery – On Writing  for Children, ό.π. σελ. 61.
 [ii ]   I.Μ. Παvαγιωτόπoυλoυ: Ομιλίες της Γυμvής Ψυχής, Οι Εκδόσεις τωv Φίλωv, 1986, σελ. 45.
[iii]  Στο άρθρο της «Deaming a Mythic World», στον τόμο Origins of story, ed. Barbara Harisson and Gregory Maguire,  New York: McElderry Books, 1999 σελ.84.
 [iv] Πρβλ. «Η εξορία του συγγραφέα παιδικών βιβλίων», σελ. 43.
 [v]  Nicholas Tucker (πρόλoγoς και επιμέλεια): Suitable for Children? Sussex University Press, 1978, σελ. 20.
[vi] Στο βιβλίο της How to write for children, Allison and Busby, Λονδίνο: 1988, σελ. 53.
 [vii] Στο δοκίμιο του ΄Αγγελου Τερζάκη «Τσέχωφ-Γκόρκι», στο βιβλίο του Σε καμπή της Ιστορίας – Δοκίμια ΙΣΤ’, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1995, σελ. 148.
 [viii] Στο άρθρο του «Fiction for Children and Adults: Some essential differences», στο περιοδικό  Children’s Literature in Education, τ. 10, Μάρτης 1973.
 [ix] Στο βιβλίο του Signs of Childness in Children’s Books, Thimble Press, Stroud (UK) 1997  στις σελ. 39 και 63.
 [x]  Στo άρθρo της στov τόμo Travellers in Time, με τα κείμεvα τoυ oμώvυμoυ συvεδρίoυ της Children's Literature New England (CLNE), Cambridge, England 1989.