«…Εκείνη τη φοβερή εποχή, μέσα στην αντάρα του πολέμου,
άρχιζα λίγο λίγο να μαθαίνω ανάγνωση, παρακολουθώντας τον αδελφό μου που είχε
αρχίσει να πηγαίνει σχολείο, αλλά και τον πατέρα μου που διάβαζε ώρες ατελείωτες
κάθε βράδυ. Το 1943, λοιπόν, μόλις που είχα κλείσει τα έξι, κατάφερα να διαβάσω
για πρώτη φορά το Παραμύθι χωρίς όνομα της
Πηνελόπης Δέλτα.
Θυμάμαι
ολοζώντανα την ευεξία που ένιωσα στο τέλος˙ την πεποίθηση ότι αξίζει κανείς να
μάχεται για το καλό και το δίκιο, όπως κατάλαβαν κι έπραξαν τελικά οι κάτοικοι
της χώρας των Μοιρολατρών˙ την ελπίδα που φούντωσε μέσα μου ότι ο πόλεμος θα
τελειώσει˙ ότι από τα ερείπια, την πείνα και το θάνατο που έβλεπα γύρω μου θ’
αναστηθεί μια χώρα όμοια μ’ εκείνη που κατάφεραν να ξαναφτιάξουν οι
Μοιρολάτρες, όπως την περιέγραφε προς το τέλος του παραμυθιού ο αποσταλμένος
του εχθρού τους:
«... Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι
στρωμένοι και όλα τα σπίτια καλοχτισμένα και ασπρισμένα. Είδα χωριά όπου όλα τα
καλύβια είναι νοικοκυρεμένα και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα
πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά. Είδα
χωράφια και χωράφια, σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι, και κουκιά και καλαμπόκια.
Είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται όσο δε φθάνει μάτι
ανθρώπου... Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια παντού, και δεν είδα
ζητιάνο κανένα!»[i]
Ναι, θυμάμαι πάντα εκείνη την ευφορία κι εκείνη τη σιγουριά που ένιωσα κλείνοντας το βιβλίο, ότι τελικά θα υπάρξει ένας κόσμος ειρηνικός, μια ζωή που ν’ αξίζει κανείς να τη ζήσει. Εκείνη, δίχως άλλο, πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που «κόλλησα» το μικρόβιο της ευεξίας. Από τότε, το Παραμύθι χωρίς όνομα είχε γίνει το γιατρικό μου για την απελπισία. Γι’ αυτό και πλήθος ήταν οι φορές που από τότε το ξαναδιάβασα…”
(Απόσπασμα από το βιβλίο Το μικρόβιο της
ευεξίας – Γράφοντας βιβλία για παιδιά, Πατάκης 2002)