«… Μα πιο πολύ
μιλώ για τους ψαράδες
π’ αφήσανε τα
δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του […]
κι οι σύντροφοι
τους φτύνανε κα τους σταυρώναν
κι αυτοί,
γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει,
χωρίς το βλέμμα
τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει,
όρθιοι και μόνοι
μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους.»
Μανόλης
Αναγνωστάκης
(από το «Μιλώ»,
Τα Ποιήματα 1956, σελ. 69)