(Ομιλία που έγινε στ’ αγγλικά, στο 20Ο Συνέδριο της ΙΒΒΥ στο Τόκιο)
Έχει διατυπωθεί η λογική παρατήρηση ότι ένα
παιδί δεν μπορεί να διαβάσει περισσότερα από 600 βιβλία σ’ όλη του την παιδική
ηλικία. Και εξακόσια παιδικά βιβλία έχουν ήδη γραφτεί [1]. Είναι, λοιπόν, φυσικό ν’ αναρωτιέται
κανείς γιατί γράφουν οι συγγραφείς καινούρια;
Μια τίμια απάντηση σε τούτο το ερώτημα θα
ήταν εκείνο που αναφέρει ο Richard Bach στο βιβλίο του Illusions (Heinemann/Pan): «Κατά καιρούς… κάτι μ’ αρπάζει από
το λαιμό και μου ψιθυρίζει επιτακτικά: δε θα σ’ αφήσω να μου ξεφύγεις, αν δεν
με γράψεις, αν δεν με βάλεις στο χαρτί». Αυτός είναι, πιστεύω, ο βασικός λόγος
που κάνει ένα συγγραφέα να «βάζει στο χαρτί» αυτά που έχει να πει. Αν τώρα
εκείνα που γράφει διαβάζονται κυρίως από παιδιά και αυτό το γνωρίζει και καμαρώνει,
αργά ή γρήγορα θα πρέπει να παραδεχτεί ότι η δημιουργία παιδικών βιβλίων
συνεπάγεται ορισμένες ειδικές ευθύνες∙ ότι τα βιβλία του, πέρα από το ότι τα
γράφει κατά κύριο λόγο από δική του ανάγκη, ή μεσ’ από την ψυχή του, «πρέπει ν’
αποτελούν κι ένα είδος τροφής για τα παιδιά», όπως παρατηρεί η Βρετανή
συγγραφέας Joan Aiken[2].
Σε καιρούς σαν τους δικούς μας, ωστόσο, όπου συχνά τα παιδιά είναι
θύματα τοπικών πολέμων, τρομοκρατίας, στρατιωτικών εισβολών σε μικρές χώρες,
πείνας και μόλυνσης του περιβάλλοντος, ή όπου –όταν δεν είναι θύματα-
παρακολουθούν ώρες ατελείωτες τηλεοπτικά προγράμματα για τέτοιες καταστάσεις
και ακούν από την τηλεόραση για εξοπλισμούς και για την απειλή πυρηνικού
πολέμου, τι είδος τροφής θα πρέπει να προσφέρουν τα παιδικά βιβλία στους
αναγνώστες τους;
Προσπαθώντας ν’ απαντήσω σε τούτο το ερώτημα, στις αρχές της δεκαετίας
του 1970, θεώρησα απαραίτητο ν΄ ανακαλέσω στη μνήμη μου τις δικές μου
προσδοκίες από ένα παιδικό βιβλίο, όταν ήμουν μικρό παιδί, σε κείνα τα
εφιαλτικά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ταξιδεύοντας στο παρελθόν, αντάμωσα
τον τρομαγμένο, αδυνατισμένο, εξάχρονο τότε εαυτό μου να κάθεται κάτω από ένα
δεντράκι σ’ ένα μικρό λόφο της Αθήνας, που το λένε Στρέφη, απ’ όπου αντίκριζα
την Ακρόπολη με τη σημαία των ναζί να κυματίζει μπροστά στον Παρθενώνα. Εκεί,
κάτω από κείνο το δεντράκι, συνήθιζα να λέω ιστορίες στον εαυτό μου, ιστορίες
γεμάτες ήλιο, ελπίδα, χαρά, δικαιοσύνη και ειρήνη. Ιστορίες που υποσχόμουν στον
εαυτό μου να τις γράψω σαν θα μεγάλωνα, να τις βάλω για να τις διαβάζουν όσα
παιδιά θα ήθελαν να έχουν πιστούς και αθάνατους φίλους, όπως μόνο τα βιβλία
μπορούν να γίνουν: Βιβλία-φίλους που δε θα πέθαιναν ποτέ από τις κακουχίες του
πολέμου, δε θα μπορούσαν να τους σκοτώσουν οι εχθροί ή να τους βομβαρδίσουν οι
σύμμαχοι – όπως συνέβη με πολλούς δικούς μου φίλους. Ήταν ένα όνειρο πολύ
φιλόδοξο και παιδιάστικο, σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, Αυτή, ωστόσο, ήταν
η πρόθεσή μου.
Jella Lepman |
Γυρίζοντας από το ταξίδι μου στο παρελθόν, αναλογίστηκα ότι πολύ λίγα
είχαν αλλάξει στον κόσμο μας – και τα πράγματα χειροτέρεψαν στη δεκαετία του
1980: 43 χρόνια μετά το 1943, αναζητούμε ακόμα θέσεις στον ήλιο, κι ελπίδα, και
χαρά, και δικαιοσύνη, και ειρήνη. Έχουμε ακόμα ανάγκη από μια γέφυρα για διεθνή
κατανόηση σαν εκείνη που ονειρεύτηκε η ιδρύτρια της ΙΒΒΥ, Jella Lepman, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Κι εκτός απ’ αυτή,
χρειάζονται στις μέρες μας κι άλλες: «Γυρεύουμε γέφυρες για τα παιδιά, τόσο
εσωτερικές που να τα οδηγούν σε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού τους, της
ζωής και του κόσμου όπου μεγαλώνουν, όσο και εξωτερικές που θα τα ενώνουν μεταξύ
τους» έχει γράψει η Patricia Crampton[3] (Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής για τα Βραβεία Άντερσεν στην
τετραετία 1982-1986). Θα πρόσθετα εγώ: χρειαζόμαστε γέφυρες που θα οδηγούν τα
παιδιά να ξαναβρούν το χαμένο νόημα αυτού του κόσμου, που θα τα συνδέουν με το
παρελθόν –όσο θλιβερό, ή ένδοξο, ή διδακτικό έχει αποδειχτεί – καθώς και με το
μέλλον τούτης της γης – όσο ελπιδοφόρο, ή συναρπαστικό, ή προβληματικό μπορούμε
να το προβλέψουμε.
Μήπως όμως ένα τέτοιο σχέδιο θα έδειχνε υπεραισιοδοξία;
«Στον συγγραφέα παιδικών βιβλίων» έχει γράψει ο Βρετανός κριτικός John Rowe Townsend «δεν πρέπει ποτέ να λείπει ο σκοπός
για υψηλά επιτεύγματα (…) Γιατί βιβλία που να συμφιλιώνουν τις γενιές, τους
γονείς με τα παιδιά, το παρελθόν με το παρόν και με το μέλλον φαίνεται πως ποτέ
δεν θα έχουμε αρκετά»[4]
. Παρόμοιες απόψεις με έπεισαν πριν από 14 περίπου χρόνια, ότι υπήρχε και
υπάρχει ακόμη ανάγκη και χώρος για να χτιστούν βιβλιογέφυρες.
Από
τότε, αποφάσισα να επιλέγω και να γράφω εκείνα τα παραμύθια, ή τις ιστορίες, ή
τα μυθιστορήματα, απ’ όσα γεννιούνται αυθόρμητα στο μυαλό μου, που θα ήταν ίσως
κατάλληλα για τέτοιες γέφυρες. Αν και σε ποιο βαθμό πέτυχα το σκοπό μου δεν το
ξέρω. Ξέρω μονάχα πως αυτή ήταν η πρόθεσή μου.
Καμιά γέφυρα, ωστόσο, δεν χτίστηκε ποτέ από
έναν μόνο χτίστη. Και οι βιβλιογέφυρες δεν μπορούν ν΄ αποτελέσουν εξαίρεση.
Αντίθετα: η ειδική αυτή κατασκευή χρειάζεται ποικιλία υλικών και τεχνιτών. Και
δεν είναι περίεργο, υποθέτω, που σε μια χώρα μικρή και οικονομικά αδύνατη, όπως
η Ελλάδα, μ’ ένα λαό που επιζεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, παρ’ όλες τις
καταπιέσεις, τις γενοκτονίες και όλα τα είδη των πολέμων που έχει υποστεί,
υπάρχει ένας σεβαστός αριθμός συγγραφέων παιδικών βιβλίων, που είναι και
πρόθυμοι και ικανοί να δημιουργήσουν βιβλιογέφυρες. Όπως έχει υπογραμμίσει η Mollie Hunter, «κανένα βιβλίο δεν μπορεί να πει κάτι αξιόλογο, αν πρώτα η ζωή η
ίδια δεν έχει πει αυτό το κάτι στον άνθρωπο που έγραψε το βιβλίο εκείνο»[5]
. Και η ζωή έχει πει πολλά αξιόλογα πράγματα στους Έλληνες συγγραφείς, όπως
–είμαι βέβαιη- και στους συγγραφείς πολλών άλλων χωρών, σε παρόμοια κατάσταση.
Για παράδειγμα, πόσο οδυνηρό είναι σήμερα να ζει κανείς ανάμεσα στις δύο
υπερδυνάμεις και πόσο τραγικά επείγουσα είναι η ανάγκη να γεφυρωθεί το χάσμα
που τις χωρίζει, παράλληλα με την ανάγκη να γεφυρωθούν τα τόσα άλλα μικρότερα
αλλά εξίσου σοβαρά χάσματα των καιρών
μας.
Αφίσα του Νικ. Ανδρικόπουλου |
Στα
μέσα της δεκαετίας του 1980, τούτος ο κόσμος δείχνει εξαιρετικά πολύπλοκος και
δίκαια θα αναρωτιόταν κανείς πώς μπορούν άραγε οι σύγχρονοι συγγραφείς ν’
ανταποκριθούν σ’ ένα τέτοιο καθήκον. Ωστόσο, «το θαυμαστό στη λογοτεχνία» έχει
γράψει ο Aidan Chambers «είναι ότι μπορεί να μιλήσει με τον
απλούστερο τρόπο για τα πιο πολύπλοκα πράγματα – κι άλλο, καλύτερο όπλο για
κάτι τέτοιο δεν έχουμε[6]
. Ας παλέψουμε, λοιπόν, με ό,τι διαθέτουμε. Ή, καλύτερα, ας χτίσουμε γέφυρες.
Είναι κοινά παραδεκτή η αλήθεια, θαρρώ, ότι καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δεν
μπορεί να συμφιλιωθεί με τους άλλους, αν πρώτα δεν συμφιλιωθεί με τον εαυτό
της. Όπως έχει πει ο Dr. Bruno Bettelheim, ο σκοπός των παραμυθιών, ως έργων τέχνης, «είναι όχι μόνο να μας
εξοικειώσουν με την ιδέα ότι η ζωή είναι δύσκολη … αλλά και ότι μόνο με την
υπέρβαση αλλεπάλληλων κρίσεων στο βίο μας μπορούμε τελικά να βρούμε τον
πραγματικό εαυτό μας»[7]
. Τα ελληνικά λαϊκά παραμύθια συλλέγονται συχνά και αποδίδονται από γνωστούς
συγγραφείς που θέλουν να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανικήσουν τους φόβους τους
και να γνωρίσουν την κάθαρση. Πέρα απ’ αυτά, σημαντικός αριθμός από ιστορίες
και έντεχνα παραμύθια δημιουργούνται από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, όπως ο
Ευγένιος Τριβιζάς (Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι), η Ζωή Βαλάση (Ήλιος, ήλιος και βροχή), ο Μάνος Κοντολέων (Η ΄Αννα και το τζιτζίκι), κ.ά. Μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι
ελάχιστα κοινά στοιχεία υπάρχουν μεταξύ των λαϊκών παραμυθιών κι εκείνων που τα
γράφουν επώνυμοι συγγραφείς. Εκείνο, πάντως που είναι κοινό είναι η πρόθεση: Να
ψυχαγωγήσουν, να τροφοδοτήσουν τη φαντασία των παιδιών. Αυτό, βέβαια, δεν είναι
εύκολη δουλειά. Η επίτευξη, ωστόσο, τέτοιου στόχου είναι ασφαλώς η πρόθεση των
συγγραφέων αυτών.
Υπάρχουν άλλοι συγγραφείς που δημιουργούν μυθιστορήματα, όπου
περιγράφεται ο παραδοσιακός και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ενώ παράλληλα δίνονται
στοιχεία ιστορίας ορισμένων τόπων. Αναφέρω, για παράδειγμα, τη Γιολάντα
Πατεράκη (Το μυστικό του ευλογημένου
νησιού), τη Ζωή Κανάβα (Πασχαλιά με
οτοστόπ), τη Λίτσα Ψαραύτη (Στα
βήματα του Σαμοθήριου) και την Κίρα Σίνου (Στην πόλη του Αϊ Δημήτρη).
Άλλοι – όπως η Άλκη Γουλιμή (Περσέας)
και η Φράνση Σταθάτου (Ήταν κάποτε μια
νεράιδα) – έχουν δημιουργήσει ιστορίες αντλώντας από τη μυθολογία. Και αρκετοί
γράφουν ιστορικά μυθιστορήματα/διηγήματα που αναφέρονται σε όλες τις ιστορικές
περιόδους της χώρας, από την αρχαία Ελλάδα και τη βυζαντινή εποχή, ως τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγγραφείς όπως η Νίτσα Τζώρτζογλου (Προ Χριστού, στη Βραυρώνα), η Γεωργία Ταρσούλη (Τη Υπερμάχω Στρατηγώ), η Καλλιόπη
Σφαέλλου (Ο βοσκός κι ο ρήγας), ο
Τάκης Λάππας (Το κάστρο της Αθήνας),
η Πιπίνα Τσιμικάλη (Ιστορίες της κατοχής)
– για ν’ αναφέρω λίγους μονάχα – είναι ειδικοί σ’ αυτό το είδος. Μπορεί να
ειπωθεί εδώ ότι το να χτίζει κανείς γέφυρες που συνδέουν με την παράδοση, ή με
τον ντόπιο πολιτισμό και την ιστορία είναι υπόθεση πολύ λεπτή. Υπάρχει ο
κίνδυνος να γίνει μια «φολκλορική» προσέγγιση ή να επισημανθούν εθνικιστικοί
υπαινιγμοί. Η αποφυγή, ωστόσο, τέτοιων αποκλίσεων φαίνεται να είναι η
προσπάθεια και η πρόθεση των συγγραφέων αυτών.
«Η
ιστορία είναι η πολιτική του παρελθόντος και η πολιτική είναι η ιστορία του
παρόντος» λέει μια ρήση παλιά, που πρόσφατα την επανέλαβε ο Jack Forman, συμπληρώνοντας: «λίγοι έφηβοι αποκτούν πολιτική συνείδηση προτού
λύσουν τα προβλήματα της δικής τους ταυτότητας … εκτός αν κάτι τους προκαλεί
από τον πολιτικό περίγυρο»[8]. Οι έφηβοι στην Ελλάδα προκαλούνται διαρκώς από τον πολιτικό περίγυρο και το
ότι η μυθιστοριογραφία πρέπει να τους βοηθεί να τα βγάζουν πέρα φαίνεται πως
είναι η θέση που υποστηρίζουν πολλοί συγγραφείς, όπως η Άλκη Ζέη (Το καπλάνι της βιτρίνας), η Ζωρζ Σαρή (Τα γενέθλια), η Μαρούλα Κλιάφα (Ένα δέντρο στην αυλή μας) και άλλοι. Το
είδος αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες, γιατί είναι εύκολο να παρεισφρήσει
σε τέτοια βιβλία ένας νέος τύπος διδακτισμού ή κάποιο είδος προπαγάνδας. Όμως
το να παρακαμφθούν μ’ επιτυχία τέτοιοι κίνδυνοι στα βιβλία-γέφυρες προς την
πολιτική πραγματικότητα τούτου του αιώνα είναι σίγουρα η πρόθεση αυτών των
συγγραφέων.
Η
πολιτική πραγματικότητα δεν είναι η μόνη με την οποία πρέπει να συνδέει τα
παιδιά μια γέφυρα. Προβλήματα όπως το διαζύγιο, η κοινωνική στέρηση, η
αστυφιλία, η βία στα γήπεδα, η μόλυνση του περιβάλλοντος, τα ναρκωτικά,
αποτελούν κοινωνικές πραγματικότητες από τις οποίες πολλοί συγγραφείς αντλούν
τα θέματά τους. Η κοκκκινοπαντουφλίτσα της
Ελένης Βαλαβάνη, Τ’ ασήμαντα της
Σοφίας Φίλντιση, το Σπίτι δίχως αυλή της
Άννας Γκέρτσου-Σαρρή, το Αρχίζει το ματς της
Αγγελικής Βαρελλά, το Εμένα με νοιάζει της
Γαλάτειας Σουρέλη και το δικό μου Τσιμεντένιο
δάσος δημιουργήθηκαν με στόχο το ξάνοιγμα του ορίζοντα των παιδιών και την
ευαισθητοποίησή τους γύρω από τα προβλήματα που, αντίστοιχα, προαναφέρονται.
Υπάρχουν, βέβαια, φωνές που ισχυρίζονται ότι η υπερβολική δόση σοβαρών θεμάτων
μπορεί να κάνει τα παιδιά να γεράσουν πριν από την ώρα τους. Και είναι αλήθεια
ότι η χρειάζονται προσοχή, ώστε τα βιβλία αυτής της κατηγορίας να μην
καλλιεργούν απαισιοδοξία για το μέλλον. Νομίζω όμως ότι το να χτίζουν γέφυρες
που συνδέουν με την κοινωνική πραγματικότητα χωρίς να πέφτουν σε τέτοια
αμαρτήματα είναι δίχως άλλο η πρόθεση αυτών των συγγραφέων.
Μιλώντας για ευαισθητοποίηση των παιδιών, πρέπει να υπογραμμίσει κανείς
και τη συμβολή της σύγχρονης ποίησης, καθώς και τη βοήθεια που προσφέρει, ώστε
«το παιδί να συμφιλιωθεί με τη “μηχανή” και να συνειδητοποιήσει το ρόλο του
μέσα στο τεχνολογικό περιβάλλον όπου ζει»[9]
. Τα στοιχεία αυτά είναι φανερά στα ποιήματα που έχουν γράψει η Ρένα Καρθαίου,
ο Γιώργης Κρόκος, ο Δημήτρης Μανθόπουλος, η Ντίνα Χατζηνικολάου, η Θέτη
Χορτιάτη και άλλοι. Σκοπός τους φαίνεται να είναι μια γέφυρα που να συνδέει τα
παιδιά με τα ερεθίσματα του παρόντος και τα αινίγματα του μέλλοντος μέσω της
ποίησης – μιας ποίησης συχνά χιουμοριστικής. Ίσως ο βαθμός που κάθε ποιητής
πετυχαίνει κάτι τέτοιο να διαφέρει. Εκείνο που δεν διαφέρει είναι, νομίζω, η
πρόθεση.
Μια
άλλη αλήθεια είναι ότι «χρειάζεται για όλα τα παιδιά μια μικρή διατροφή στα
βιβλία – άλλα που να απεικονίζουν τον δικό τους τρόπο ζωής και άλλα που να τους
παρουσιάζουν διαφορετικούς τρόπους ζωής»[10]
. Αυτό τονίστηκε για μια ακόμη φορά στα συμπεράσματα του 18ου
Συνεδρίου της ΙΒΒΥ. Και δεν αμφισβητείται, υποθέτω, ότι η γνωριμία με άλλους
τρόπους ζωής γίνεται καλύτερα μέσω των μεταφράσεων. Πολλοί γνωστοί συγγραφείς
στην Ελλάδα μεταφράζουν συστηματικά ξένα παιδικά βιβλία, για να συμβάλουν σε
μια τέτοια γέφυρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγονται η Βίτω Αγγελοπούλου, η
Ρένα Καρθαίου, η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, η Λίνα Κάσδαγλη κ.ά. Η γέφυρα
όμως που χτίζουν σπάνια διασχίζεται και από την απέναντι όχθη.
Όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες μικρές και οικονομικά αδύνατες χώρες,
με γλώσσες «μικρές», όπως λέγονται, που μιλιούνται δηλαδή μόνο από τους
κατοίκους τους, στην Ελλάδα εκδίδεται ένας τεράστιος αριθμός μεταφράσεων ξένης
παιδικής λογοτεχνίας, ενώ τα ελληνικά παιδικά βιβλία σπάνια μεταφράζονται ή
κυκλοφορούν στο πρωτότυπο έξω από τη χώρα. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα,
το 45% περίπου της ετήσιας παραγωγής παιδικών βιβλίων ήταν μεταφράσεις, ενώ
στην ίδια περίοδο τα ελληνικά παιδικά βιβλία που μεταφράστηκαν και
δημοσιεύτηκαν σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα δεν ξεπερνούσαν το 2% της εγχώριας
παραγωγής.
Υπάρχουν μερικές λογικές εξηγήσεις γι’ αυτή την έλλειψη αμοιβαιότητας.
Τα βιβλία που είναι γραμμένα στις «μικρές» γλώσσες έχουν περιορισμένο
αναγνωστικό κοινό και το γεγονός αυτό αυξάνει το κόστος παραγωγής του,
ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εικονογραφημένα βιβλία. Έτσι, συχνά στοιχίζει
λιγότερο σ’ έναν εκδότη να εκδώσει ένα μεταφρασμένο βιβλίο παρά ένα πρωτότυπο.
Από την άλλη πλευρά, οι εκδότες των χωρών των οικονομικά ισχνών, λόγω των
περιορισμένων μέσων που διαθέτουν, έχουν ελάχιστες δυνατότητες αποτελεσματικής
προώθησης των παιδικών βιβλίων τους, με συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις ή με
αγώνα στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, η παιδική λογοτεχνία, αντί να είναι η γέφυρα
που ενώνει τα έθνη, διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει η γέφυρα για να περνά μονάχα
η λογοτεχνία των «μεγάλων» γλωσσών και αργά αλλά σταθερά να σβήνει τις
λογοτεχνίες των «μικρών». Το μέγεθος της πολιτισμικής απώλειας που θα σήμαινε
κάτι τέτοιο είναι περιττό να υπογραμμιστεί.
Μιλώντας για τέτοια προβλήματα σ’ ένα συνέδριο της ΙΒΒΥ μοιάζει σαν να
κομίζει κανείς «γλαύκα εις Αθήνας», όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες για όποιον
έθιγε θέματα γνωστά. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι πάντα η ΙΒΒΥ είχε σκοπό και
συνεχή έγνοια της την προώθηση των μεταφράσεων και την παγκόσμια κυκλοφορία των
καλών βιβλίων. Ο Τιμητικός Πίνακας που καταρτίζεται κάθε δύο χρόνια μ’ ένα
πετυχημένο βιβλίο από κάθε χώρα είναι μια πολύτιμη προσπάθεια. Και η προθυμία
της κριτικής επιτροπής για τα Βραβεία Άντερσεν, το 1982, «να εξετάσει
λεπτομερέστερα και συστηματικότερα τις προτάσεις που υποβάλλουν τα εθνικά
τμήματα της ΙΒΒΥ για υποψήφιους των οποίων τα έργα δεν έχουν κυκλοφορήσει
μεταφρασμένα στις μεγάλες γλώσσες[11]
» ήταν ακόμα ένα βήμα.
Φοβούμαι, πάντως, ότι δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Η παραγωγή, η
κυκλοφορία και η μετάφραση των παιδικών βιβλίων είναι πάντα υπόθεση των
εκδοτικών οίκων, που έχουν τα δικά τους συμφέροντα – συμφέροντα που δεν
συμπίπτουν πάντα με τις αρχές της ΙΒΒΥ.
Θα
βελτιωθεί η κατάσταση μελλοντικά ή θα επιδεινωθεί με τους νέους τύπους παιδικών
βιβλίων που θα επιβάλει η νέα τεχνολογία; Πρέπει άραγε να απογοητευτούν οι
συγγραφείς που γράφουν σε «μικρές» γλώσσες και να θρηνήσουν για τον άδικο τρόπο
με τον οποίο λειτουργούν οι γέφυρες που χτίζουν; Ως προς το πρώτο ερώτημα, δεν
είμαι σε θέση να προβλέψω τι θα συμβεί. Σαν απάντηση στο δεύτερο, μου έρχεται
στο νου ένας αφορισμός της Σαπφούς, της αρχαίας Ελληνίδας ποιήτριας: «Η λύπη και τα κλάματα δεν πρέπει να βασιλεύουν
με κανένα τρόπο στο σπίτι του ποιητή: Αυτό είναι μια αδυναμία ανάρμοστη για ένα
παιδί του Απόλλωνα».
Πιστοί σ’ αυτή τη νουθεσία, τα σημερινά παιδιά του Απόλλωνα, που
δημιουργούν βιβλία στη γλώσσα του μικρού τους τόπου, δεν φαίνονται να
απογοητεύονται. Η διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή τους και το συνεχώς ανερχόμενο
επίπεδο της δουλειάς τους αποδεικνύει ότι το να χτίζουν βιβλιογέφυρες
εξακολουθεί να παραμένει πρόθεσή τους.
[1] Joan Aiken: The
way to Write for Children (Πώς να γράφετε για παιδιά), London: Elm Tree Books, 1982, σελ. 13.
[3] Patricia Crampton:
“There is always a bridge” (Υπάρχει πάντα μία γέφυρα), άρθρο της στο περιοδικό της ΙΒΒΥ Bookbird, τεύχος 4/1984, σελ. 4.
[4] John Rowe Townsend: “Standards
of Criticism for Children’s Literature” (Κριτήρια για την παιδική λογοτεχνία),
στον τόμο The Signal Approach to Children’s
Books (Προσέγγιση στα παιδικά βιβλία από το περιοδικό Signal) με διάφορα δοκίμια. Επιμέλεια: Nancy Chambers.
Kestrel Books, 1980, σελ.
207.
[6]
Aidan Chambers: “An interview with Alan Garner” στον τόμο The Signal Approach to
Children’s books, ο.π. σελ. 296.
[7] Bruno Bettelheim: “The Psychological Role of Story” (Ο ψυχολογικός ρόλος του ιστορήματος), στον τόμο Story in the
Child’s Changing World (Το ιστόρημα στον μεταβαλλόμενο κόσμο του παιδιού) – Πρακτικά του 18ου Συνεδρίου της ΙΒΒΥ στο Κέμπριτζ, 1982, σελ. 30. Επίσης, στο περιοδικό της ΙΒΒΥ Bookbird, τεύχος 1/1985, σελ. 9.
[8] Jack Forman: “Politics
– the last taboo” (Πολιτική – το τελευταίο ταμπού) στο περιοδικό The Horn Book Magazine, τεύχος Ιούλιος-Αύγουστος 1985, σελ. 469-470
[9] Β.Δ.
Αναγνωστόπουλος: Τάσεις και εξελίξεις της
παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980. Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων,
1982, σελ. 50.
[10]
Πρακτικά
του 18ου Συνεδρίου της ΙΒΒΥ στο Κέμπριτζ, 1982, ο.π. σελ, 103.
[11] Ο.π. σελ. 120.
__________________
* Αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος 123 Καλοκαίρι 2017 του ηλ. περιοδικού
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους: https://issuu.com/psichogiosbooks/docs/t._123_diadromes_print