Στη χώρα του Χρόνου, μια ηλιόλουστη μέρα έγινε ένας γάμος
λαμπρός. Το Καλοκαίρι πήρε τη Ζέστη γυναίκα του και όλοι το βρήκαν αυτό πολύ
φυσικό. Εκείνο που αργότερα φάνηκε σε όλους κάπως περίεργο ήταν που το πρώτο
παιδί τους, ο Ιούνιος, έμοιαζε περισσότερο με τη θεία του την ΄Ανοιξη και
λιγότερο με τους γονείς του.
Και δεν είχαν άδικο. Ο Ιούνιος είχε το φωτεινό πρόσωπο του πατέρα και το ζεστό χαμόγελο της μητέρας του. Τα χαρακτηριστικά του ωστόσο θύμιζαν πραγματικά την αδερφή του μπαμπά του. ΄Υστερα ο Ιούνιος είχε πάρει και κάτι ακόμη από τη θεία την ΄Ανοιξη: ΄Εγραφε! Όχι τραγούδια για τα πουλιά, σαν εκείνη, αλλά παραμύθια για τα παιδιά. Μόνο που παιδιά δεν υπήρχαν ούτε στο σπίτι ούτε στη γειτονιά του. Κι ο Ιούνιος δεν είχε με ποιον να παίξει και να μιλήσει….
-Να
κλείσουμε τα σχολεία, βρήκε η Ζέστη τη λύση. Θα κατέβω στη γη και θα φροντίσω
να μη μείνει ανοιχτό ούτε ένα.
Το ’πε και
το ’κανε. Μόλις κατέβηκε η Ζέστη στη γη, τα σχολεία έκλεισαν όλα, τα παιδιά
ξεχύθηκαν στις γειτονιές και στις εξοχές – άλλα στη θάλασσα κι άλλα στο βουνό –
κι άρχισαν το παιχνίδι.
Σαν είδε ο
Ιούνιος από ψηλά τόσα παιδιά να παίζουν, να τρέχουν και να γελούν, αποφάσισε να
κατεβαίνει κι εκείνος να παίζει μαζί τους. ΄Εφευγε λοιπόν πρωί πρωί, πήγαινε
στο βουνό, σκαρφάλωνε στα δέντρα με τα παιδιά κι έπαιζε μαζί τους κρυφτό. Το
μεσημέρι έκανε μακροβούτια στη θάλασσα και κολυμπούσε με τα παιδιά που
παραθέριζαν στις παραλίες. Και το απόγευμα έπαιζε μπάλα στις γειτονιές με όσα
παιδιά δεν πήγαιναν εξοχή…»
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά του Καλοκαιριού» -
Σειρά: Ιστορίες με τους 12 μήνες, Πατάκης
1988, 18η έκδοση 2009. Εικ.: με κολάζ της Λ.Π.-Α.